Σελίδες

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Στην καλύβα του Γέροντος Γρηγορίου.

Βαδίσαμε προς την καλύβα του γέροντα Γρηγορίου του Δικαίου της Νέας Σκήτης για εκείνη τη χρονιά, να ζητήσουμε φιλοξενία ως είθισται. Ανοίξαμε την παλαιά ξύλινη εξώπορτα και προχωρήσαμε μέσα σε κηπάκο από λαχανικά. Ο Γέροντας μαγείρευε στην κουζίνα και ήρθε να μας κάνει παρέα ένας Γερμανός που φιλοξενούταν στην καλύβα.
Ο Χανς μιλούσε πολύ καλά ελληνικά και η συζήτηση ήταν ευχάριστη. Το φαγητό έγινε. Σαλάτα με ντομάτα, αγγούρι, άνηθο. Ομελέτα με πατάτες. Περιττό να πω, οι γεύσεις από τη σαλάτα ήταν απίστευτες. Την βούτα στο ζουμί με το ψωμί, την ευχαριστήθηκα όσο ποτέ άλλοτε. Αυτό δεν ήταν ζουμί, ήταν Αμβροσία. Ε, και πώς να μην είναι αφού τα προϊόντα ήταν από το κήπο του, μακριά από συντηρητικά και λίπασμα μόνο κοπριά. Και για όσους πιστεύουνε, ήταν ακόμα πιο νόστιμα γιατί κατά την περιποίηση του κήπου, λέγεται αδιάλειπτα η ευχή ``Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με``, όπως και σε κάθε εργασία, ο μοναχός δεν σταματά να λέει την ευχή. Πάνω και πέρα από όλα βάζεις το Θεό να νοιαστεί ακόμα και για τα πιο απλά. Ούτε φύλλο δέντρου δεν πέφτει αν δεν αποφασίσει ο Θεός.
Ο Γέροντας, παρατήρησα, δεν έβαλε ούτε μισή μερίδα στο πιάτο του. Εμάς μας σέρβιρε παραπάνω από το κανονικό και επέμενε και μας έβαλε και το περίσσευμα και δεν έμεινε τίποτα. Ενώ αυτός έφαγε πολύ λίγο. Πως άντεχε; Από το πρωί στο πόδι στο Κυριακό, μετά να κάνει τις δουλειές στο κελί του, είναι και αγιογράφος και είχε και κάτι παραγγελίες που έπρεπε να κάνει για να βγάλει τα προς το ζην.
Μετά το φαγητό, ξεκουραστήκαμε λίγο στο κοιτώνα της Σκήτης και ανηφορίσαμε πάλι για την καλύβα του γέροντα για τον εσπερινό. Μας έψησε καφεδάκια και έπειτα μπήκαμε στο κελί του. Διώροφο, στο ισόγειο η κουζίνα και η τουαλέτα και στον πάνω όροφο το δωμάτιο του και το εκκλησάκι. Μικρό, ίσα που χωρούσε στριμωγμένους δέκα άτομα. Αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Διαβάσαμε τον εσπερινό, εναλλάξ όλοι μας, ενώ ο Γερμανός παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Πρωτόγνωρη εμπειρία. Τέσσερα άτομα σε ένα εκκλησάκι να κάνουμε την ακολουθία, μόνοι μας. Ο ήλιος ίσα που έμπαινε από το μοναδικό παράθυρο που το αγκάλιαζε μια κληματαριά.
Κατηφορίσαμε προς το Κυριακό της Σκήτης, όλοι μαζί αυτή τη φορά. Στο δρόμο, ο Γέροντας Γρηγόριος σταματάει και με την μαγκούρα πιάνει και κόβει ένα κλαδί δάφνης. Δίπλα στο Κυριακό ήταν το κοιμητήριο της Σκήτης και το παρεκκλήσι των Αγίων Πάντων που γιόρταζε αύριο. Έπρεπε να το ετοιμάσουμε για την αυριανή γιορτή. Ο εξωτερικός περίβολος ήταν σε άσχημη κατάσταση. Λόγω κάποιων εργασιών που είχαν γίνει πριν από κάποια χρόνια, ο εργολάβος είχε αφήσει γύρω από κοιμητήριο ξύλα και σίδερα πολλά και αμετακίνητα. Ίσα ίσα που φαινόταν οι τρείς ξύλινοι σταυροί, το μόνο σημείο που υποδηλώνει ότι εκεί είναι νεκροταφείο. Ούτε μάρμαρα, ούτε πολυτέλειες, ούτε υπόλοιπες εκδηλώσεις ματαιοδοξίας. Ένας απλός ξύλινος σταυρός και περίφραξη από πέτρες. Και σε τρία χρόνια ανακομιδή του λειψάνου και πια δεν υπάρχει τάφος, σταυρός. Δεν υπάρχει πια μετά θάνατον γήινη κατοικία. Μόνο ένας από τους τρείς σταυρούς ήταν μαρμάρινος και αυτό επειδή, λαϊκοί, από έξω από τον κόσμο προς τιμή του κεκοιμημένου γέροντα που αγάπησαν θέλανε να βάλουν. Όταν η κοσμικότητα μπαίνει στο Άγιο Όρος...
Με τσάπες βγάλαμε τα αγριόχορτα, ισιώσαμε το χώμα, κουβαλήσαμε πάγκους από την Τράπεζα του αρχονταρικιού για να καθίσουν όσοι θα ερχόντουσαν καθώς το εκκλησάκι ήταν μικρό. Το δάπεδο του το γεμίσαμε με τα φύλλα της δάφνης.
Η ώρα πήγε οκτώ. Πήγαμε ξανά στο κελί του Γέροντα και καθίσαμε στην αυλή μέχρι να μαγειρέψει το φαί. Με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα. Δεν το περιγράφω. Είναι κάτι που δεν περιγράφεται.. Αλλά, όποιο ηλιοβασίλεμα και να δω, το συγκεκριμένο θα είναι το καλύτερο. Γιατί πουθενά αλλού στον κόσμο η ομορφιά δεν συμπλέκεται με τον μυστικισμό του τόπου. Πιάσαμε συζήτηση με τον Χανς. Το ρώτησα πως ήρθε στο Άγιον Όρος.
-Έρχομαι συνέχεια από τη δεκαετία του εξήντα. Η γυναίκα μου είναι Ελληνίδα. Σε μια εφημερίδα διάβασα για το Άγιο Όρος και από εκείνη τη στιγμή μου καρφώθηκε η ιδέα να πάω. Το ήθελα πολύ. Η γυναίκα μου δεν ήθελε. Κάλεσε τα αδέλφια και με απειλήσανε να μην πάω. Μάλιστα με περάσανε και για ομοφυλόφιλο. Όμως εγώ επέμενα και με αφήσανε με συνοδεία δύο αδελφών. Από τότε έρχομαι κάθε χρόνο και τώρα που πήρα σύνταξη τρείς φορές τον χρόνο. Ύστερα από δυό τρείς φορές πείστηκε και η οικογένεια μου, ότι όχι κακό, αλλά καλό μου κάνει και με αφήνουν. Και συνέχισε.
-`Εδώ, εμείς τα βλέπουμε ρομαντικά, θαυμάζουμε το ηλιοβασίλεμα, λέμε τι ωραία να μέναμε, αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα. Ιδίως το χειμώνα. Μες στην μοναξιά. Για φαντάσου τι δύσκολα που είναι. Ο Γέροντας Γρηγόριος είναι ψυχούλα, ας μη φάει αυτός, αρκεί να φάει όλος ο άλλος κόσμος. Και έχει τόσες ανάγκες. Να, βλέπεις το κελί. Το μισό ετοιμόρροπο είναι.
Ο Γέροντας τηγάνισε σκουμπριά. Και σαλάτα. Ένα αυτός και από δύο με το ζόρι εμείς. Οι γάτες γύρω από το τραπέζι έσκουζαν και ήθελαν μεζέ.
Τα αστέρια έλαμπαν στον ουρανό. Η ώρα είχε πάει δέκα. Υπό το αμυδρό φως των κινητών μας κατηφορίσαμε τα σκαλοπάτια της Σκήτης. Κανείς δεν κυκλοφορούσε. Από κάποιες καλύβες έβλεπες φώτα. Από κάποιες άλλες όχι. Πέσαμε ξεροί για ύπνο....

Ηλίας Βουτσινάς