Η παρθενομάρτυς του Χριστού Αγία Ελένη καταγόταν από την ωραία Σινώπη, τη μητρόπολη των Ποντιακών πόλεων. Ήταν κόρη της ευσεβούς οικογένειας Μπεκιάρη. Οι γονείς της την ανέθρεψαν με φόβο Θεού. Μέσα στην καθαρή ψυχή της εφύτευσαν τη θερμή αγάπη προς τον Ιησού Χριστό . Ιδιαίτερα στην ανατροφή της επέδρασε ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, που δίδασκε τότε σε ελληνικό (κρυφό) σχολείο της Σινώπης. Ήταν 15 ετών ωραιότατη στο σώμα, η δε αγνότητά της προσέδιδε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της. Διακρινόταν για την υπακοή στους γονείς της και το θερμό έρωτα της ψυχής της προς το νυμφίο Χριστό. Μια ημέρα η μητέρα της την έστειλε να αγοράσει νήματα για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στο δρόμο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά διοικητού της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη ο πασάς την είδε από το παράθυρο. Η ωραιότητά της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του και σκέφθηκε να την μολύνει. Διέταξε τότε και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν προσπάθησε δύο και τρεις φορές να την μιάνει αλλά μια αόρατη δύναμη τον απομάκρυνε. Ένα αόρατο τείχος την προστάτευσε. Ήταν το τείχος της προσευχής. Η Ελένη καθ’ όλη τη διάρκεια προσευχόταν νοερώς λέγοντας συνεχώς τον εξάψαλμο. Ο αγαρηνός δεν απελπίστηκε, διέταξε τους στρατιώτες του να την κρατήσουν στο σπίτι του. Ήλπιζε ότι αργότερα θα κατόρθωνε να πετύχει το βδελυρό σκοπό του. Κατά την διάρκεια της κρατήσεως η αγνή κόρη κατόρθωσε, με τη σκέπη του Θεού, να ξεφύγει από την προσοχή των στρατιωτών και να πάει στους γονείς της, στους οποίους και διηγήθηκε αυτά που συνέβησαν. Σε λίγο ο πασάς αντελήφθη την απόδρασή της, έγινε έξω φρενών απειλώντας τους πάντες και τα πάντα. Κάλεσε τη Δημογεροντία της Σινώπης και ζήτησε να του φέρουν την Ελένη, γιατί διαφορετικά θα επακολουθούσε γενική σφαγή των Ελλήνων της Σινώπης. Η Δημογεροντία τότε συνήλθε σε σύσκεψη στο Ελληνικό Σχολείο της Σινώπης και κάλεσε τον πατέρα της Ελένης. Του ζήτησαν για το συμφέρον του συνόλου να παραδώσει στον πασά την κόρη του. Ο πατέρας ξέσπασε σε λυγμούς, αναγκάσθηκε όμως να δεχθεί αυτό για να μη γίνει γενική σφαγή. Πήγε στο σπίτι του και αφού καταλλήλως ενίσχυσε αυτήν, την παρέλαβε και σαν νέος Αβραάμ την παρέδωσε στον πασά για να προσφέρει τον εαυτό της όχι στις ασελγείς ορέξεις του αγαρηνού αλλά ως θυμίαμα ευώδες στο νυμφίο της Χριστό. Ο βδελυρός Ουκούζογλου πασάς με ανείπωτη χαρά εδέχθη την ωραιότατη Ελένη και ήλπιζε ότι πλέον θα κορέσει τις ακόρεστες ασελγείς ορέξεις του. Έτσι προσπάθησε πάλι πολλές φορές για να τη μιάνει, αλλά πάλι το ίδιο εμπόδιο, ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη εμπόδιζε τον πασά ενώ μια αόρατη δύναμη τον απωθούσε. Η Αγία προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον εξάψαλμο τον οποίο εγνώριζε από στήθους καθώς και άλλες προσευχές. Τα είχε μάθει στο σχολείο από το θείο της Μπεκιάρη. Την επόμενη μέρα επιχείρησε πάλι ο πασάς αλλά πάλι βρέθηκε μπροστά στο ίδιο εμπόδιο. Τότε εκνευρίστηκε και οργισμένος διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης. Η καρδιά του πασά σκλήρυνε συνεχώς, τα μάτια του δεν έβλεπαν το θαύμα, η βρωμερή ψυχή του δεν συνερχόταν αλλά αντιθέτως φούντωνε για να μολύνει την αγία παρθένο. Έτσι την επόμενη ημέρα της φυλακίσεως πήγε στη φυλακή, ήλπιζε ότι τώρα θα κατόρθωνε να πετύχει τον άνομο σκοπό του. Αλλά και πάλι ο Νυμφίος Χριστός προστάτευσε την νύμφη Του. Πάλι το αόρατο τείχος, πάλι η θεία δύναμις τον απωθούσε. Υπερβολικά οργισμένος ο πασάς διατάζει να την βασανίσουν και να την θανατώσουν. Το ιερό και πάνσεπτο λείψανό της το τοποθέτησαν κατόπιν μέσα σ’ ένα σάκκο και το έριξαν στη θάλασσα. Αυτό όμως αντί να βυθισθεί επέπλεε ενώ ουράνιο φως κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε το ιερό λείψανό της. Οι Τούρκοι τα ‘χασαν τρόμαξαν και άρχισαν να φωνάζουν «Η γκιαούρισα καίγεται, η γκιαούρισα καίγεται». Αυτό επέπλεε, και έφθασε στην τοποθεσία Γάει όπου λόγω του βάθους της θάλασσας τα νερά είναι μαύρα . Εκεί βυθίστηκε. Ύστερα από μερικές μέρες ένα ελληνικό πλοίο είχε αγκυροβολήσει στην τοποθεσία Γάει. Το τρίτο βράδυ ο φύλακας του πλοίου παρατήρησε ότι από τον πυθμένα εξέρχονταν φως. Νόμισε ότι στον πυθμένα της θάλασσας υπήρχε μεγάλος θησαυρός από χρυσό. Ειδοποίησε τον πλοίαρχο και με δύτες ανέλκυσαν το θησαυρό. Αλλά αντί φθαρτού θησαυρού από χρυσό βρήκαν σπουδαιότερο θησαυρό, το σάκκο με το τίμιο λείψανο της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης. Άνοιξαν το σάκκο και βρήκαν την τίμια κεφαλή της αγίας αποκομμένη από το υπόλοιπο σώμα, στη κορφή ένα καρφί μπηγμένο και μια τρύπα από καρφί. Οι άνομοι αφού βασάνισαν την αγία, έμπηξαν δύο καρφιά στο κεφάλι της και την αποκεφάλισαν. Δύο από τους τούρκους δύτες εγνώριζαν για το μαρτύριο και ότι έριξαν την Αγία στη θάλασσα
φοβούνταν όμως να μιλήσουν προηγουμένως. Ο πλοίαρχος τότε επειδή φοβήθηκε τους αγαρηνούς επιβίβασε το τίμιο σώμα της αγίας σε παραπλέον πλοίο που έφευγε με
Έλληνες στη Ρωσία και την τιμία κάρα της κρυφά τη μετέφερε στο ναό της Παναγίας στη Σινώπη. Στο τόπο που βυθίστηκε μέσα στη θάλασσα εξήλθεν ως πίδακας γλυκύ νερό, αγίασμα, και από τότε η περιοχή εκεί ονομάσθηκε Αγιάσματα. Η αγία κάρα της αγίας Νεομάρτυρος και Παρθενομάρτυρος Ελένης έκαμε πολλά θαύματα στη Σινώπη. Ιδιαίτερα όταν υπέφεραν από πονοκεφάλους, καλούσαν τον ιερέα ο οποίος έφερνε την αγία κάρα,
έψαλλε παράκληση και αγιασμό και θεραπεύονταν ο πονοκέφαλος. Ο πρόεδρος Καφαρόπουλος Χρήστος κατά την ανταλλαγή, πριν από το 1924 έφερε την τιμία κάρα της Αγίας και την εναπέθεσε στο Ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης στη συνοικία της Άνω Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Πλήρη Ακολουθία στην Αγία εποίησε ο Οσιολογιώτατος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Η μνήμη της εορτάζεται την 01 του μηνός Νοεμβρίου.