Τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου Ἐπιστολή 6η
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΖΥΓΟΝ ΤΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ για νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατο τοῦ παιδιοῦ της.
Ἐσκόπευα νά σιωπήσω ἀπέναντι τῆς κοσμιότητός σου μέ τήν σκέψη ὅτι, μέ τήν ψυχή συμβαίνει ὅτι καί μέ ἕνα μάτι πού πάσχει ἀπό φλεγμονή. Αὐτό, δηλαδή τό μάτι καί τό πιό ἁπαλό πράγμα νά τό ἐγγίσει ἐρεθίζεται. Ἔτσι αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή πού ἔχει τραυματιστεῖ ἀπό βαριά θλίψη, ὅταν πάει κανείς νά τῆς μιλήσει. Γιατί τά λόγια ὅσο καί ἄν εἶναι παρηγορητικά ὅταν λέγονται τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πάσχει καί ἀγωνιᾶ, τίς φαίνονται πολύ ἐνοχλητικά. Ἐπειδή ὅμως σκέφθηκα ὅτι τώρα ἔχω νά κάνω μέ Χριστιανή ἐκπαιδευμένη στά θεῖα ἀπό πολύ καιρό καί πεπειραμένη στά ἀνθρώπινα, ἐνόμισα ὅτι δέν θά ἦταν σωστό νά παραλείψω τό καθῆκον μου. Γνωρίζω ποιά εἶναι τά σπλάγχνα τῶν μητέρων καί ἰδιαίτερα ὅταν θυμηθῶ τούς δικούς σου καλούς καί ἥμερους τρόπους πρός ὅλους, λογαριάζω πόσο μεγάλος πρέπει νά εἶναι ὁ πόνος γιά τή συμφορά πού σ᾽ ἔχει βρεῖ τώρα. Ἔχασες γιό, τόν ὁποῖο, ὅσον ζοῦσε, μακάριζαν ὅλες οἱ μητέρες καί εὔχονταν τέτοιοι νά εἶναι καί οἱ δικοί τους γιοί. Καί ὅταν πέθανε, ἔκλαψαν σάν νά εἶχε θάψει κάθε μία τόν δικό της. Ὁ θάνατος ἐκείνου ὑπῆρξε πλῆγμα στίς δύο πατρίδες (ἐννοεῖ καί τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας του), τήν δική μας καί τήν χώρα τῶν Κιλίκων. Μ᾽ ἐκεῖνον μαζί ἔπεσε καί τό μέγα καί ἔνδοξον γένος (σημ: Ἴσως τό πεθαμένο παιδί νά ἦταν μονάκριβο. Ἔτσι μέ τό θάνατό του ξεκληριζόταν ἡ γενιά τους), κατέρρευσε σάν νά μετακινήθηκε ἡ βάση του. Ὤ συναπάντημα πονηροῦ δαίμονος! Πόσο τρομερό κακό κατώρθωσες νά προκαλέσεις! Ὤ γῆ, πού ἀναγκάστηκες νά ὑποφέρεις ἕνα τέτοιο πάθος! Καί ὁ ἥλιος ἀσφαλῶς θά ἔφριττε, ἄν εἶχε αἴσθηση μπροστά σ᾽ ἐκεῖνο τό σκυθρωπό θέαμα. Καί τί μπορεῖ νά πεῖ κανείς ἄξιο νά ἐκφράζει ὅσα τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἀπελπισία τῆς ψυχῆς. Ἀλλά, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τά ὅσα μᾶς συμβαίνουν δέν εἶναι ἔξω ἀπό τή θεία Πρόνοια, γιατί οὔτε σπουργίτης δέν πέφτει χωρίς τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας. Ὥστε ὅ,τι ἔχει συμβεῖ ἔγινε μέ τό θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ μας. Καί ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἄς δεχτοῦμε λοιπόν τό συμβάν. Διότι μέ τήν δυσανασχέτηση οὔτε αὐτό πού ἔχει γίνει διορθώνουμε καί ἐπί πλέον καταστρέφουμε τούς ἑαυτούς μας. Ἄς μή κατηγορήσουμε τήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, διότι εἴμαστε πολύ ἀμαθεῖς, γιά νά ἐλέγχουμε τίς ἀνέκφραστες κρίσεις Του. Τώρα ὁ Κύριος δοκιμάζει τήν ἀγάπη σου σ᾽ Ἐκεῖνον. Τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά κερδίσεις μέ τήν ὑπομονή σου τήν μερίδα τῶν Μαρτύρων. Ἡ μητέρα τῶν Μακκαβαίων εἶδε τό θάνατο ἑπτά παιδιῶν της καί δέν ἐστέναξε, οὔτε ἔχυσε ἄσκοπα δάκρυα, ἀλλά ἐνῶ ἔβλεπε τά παιδιά της νά φεύγουν ἀπό αὐτή τή ζωή μέ σκληρά βασανιστήρια, εἶχε εὐχαριστιακά βιώματα πρός τό Θεό. Γι᾽ αὐτό καί κρίθηκε καί ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους τέλεια καί καταξιωμένη Χριστιανή. Μεγάλη ἡ συμφορά, τό ὁμολογῶ καί ἐγώ. Μεγάλοι ὅμως καί οἱ μισθοί πού ὁ Κύριος ἔχει ἑτοιμάσει γιά ὅσους κάνουν ὑπομονή. Ὅταν ἔγινες μητέρα καί εἶδες τό παιδί σου καί εὐχαριστοῦσες τό Θεό, γνώριζες ὁπωσδήποτε ὅτι εἶσαι θνητή καί ὅτι θά γέννησες θνητό. Τί τό παράδοξον λοιπόν, πού ὁ θνητός πέθανε; Μήπως σέ στενοχωρεῖ πού πέθανε πρόωρα; Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε ἐάν δέν ἦταν τώρα ὁ κατάλληλος καιρός νά φύγει. Γιατί ἐμεῖς δέν ξέρουμε τί συμφέρει τήν ψυχή μας οὔτε ὁρίζουμε προθεσμίες στήν ἀνθρωπίνη ζωή. Στρέψε τά μάτια σου γύρω σ᾽ ὅλο τόν κόσμο ὅπου κατοικεῖς καί θά κατανοήσεις ὅτι ὅλα ὅσα βλέπουμε εἶναι θνητά καί ὅτι ὑπόκεινται ὅλα στή φθορά. Κύτταξε ἐπάνω στόν οὐρανό. Κάποτε καί αὐτός θά διαλυθεῖ. Κύτταξε τόν ἥλιο. Oὔτε καί αὐτός θά παραμείνει. Τά ἀστέρια ὅλα, τά ζῶα τῆς ξηρᾶς καί τῶν ὑδάτων, αἱ ὡραιότητες τῆς γῆς, ἡ ἴδια ἡ γῆ, ὅλα εἶναι φθαρτά, ὅλα μετά ἀπό λίγο δέν θά ὑπάρχουν. Ἄς εἶναι λοιπόν ἡ σκέψις ὅλων αὐτῶν παρηγοριά γιά ὅτι σοῦ ἔχει τώρα συμβεῖ. Μή μετρᾶς τή συμφορά στό βάθος της, γιατί τότε θά σοῦ φανεῖ ἀφόρητη. Ἄν ὅμως τό συγκρίνεις μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα, τότε θά βρεῖς παρηγοριά. Ἐπάνω δέ ἀπό ὅλα ἔχω νά σοῦ πῶ ἐκεῖνο τό σπουδαῖο: Λυπήσου τόν σύζυγόν σου. Νά παρηγορεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Μή κάμεις σκληρότερη τή συμφορά μέ τό νά σέ βλέπει νά καταστρέφεις ἀπό τή στενοχώρια τόν ἑαυτό σου. Καί μέ λίγα λόγια ἔχω τή γνώμη ὅτι δέν ὑπάρχουν λόγια τέτοια πού νά μποροῦν νά χαρίσουν σ᾽ αὐτό τόν πόνο σας παρηγοριά. Πιστεύω ὅτι αὐτή τή δοκιμασία θά τήν ξεπεράσετε μονάχα μέ τήν προσευχή. Εὔχομαι λοιπόν ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος νά ἀγγίξει τήν καρδιά σου μέ τήν ἀνέκφραστη δύναμή Του καί νά ἀνάψει μέ ἀγαθούς λογισμούς τό φῶς στή ψυχή σου, ὥστε νά βρεῖς μέσα σου τήν παρηγοριά.
Σελίδες
▼
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008
Η παγερή ανάσα του ανέμου.
(Μία μυθοπλασία για τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και τον Άγιο Νικηφόρο Φωκά από τον Σ. Σ.)
Ο γέροντας, γονατισμένος στο χωμάτινο πάτωμα του κελιού, ανασήκωσε τα κοκκινισμένα μάτια του από τα δάκρυα και κοίταξε μπροστά. Έβαλε το χέρι του πάνω στο ξύλινο λιτό κρεβάτι και σηκώθηκε όρθιος. Τα χείλη του ακόμα κινούνταν στον ρυθμό της καρδιακής προσευχής. Περασμένα μεσάνυχτα από ώρα πολλή. Ο αγέρας φυσούσε, με μια δύναμη πρωτοφανή, ουρλιάζοντας, τα δένδρα λύγιζαν στο πέρασμα του και το κύμα ακουγόταν βαρύ στο σπάσιμο του βράχου. Λες και ζωντάνεψε ο από χρόνια πεθαμένος πια θεός της θάλασσας και ήθελε να καταπιεί τους βέβηλους που μόλυναν τον βράχο του. Το κερί στην γωνιά σιγόκαιγε και τρομαγμένο προσπαθούσε να κρυφτεί σε κάθε ριπή του ανέμου που έμπαινε από τις χαραμάδες . Η εικόνα της Κυράς ακουμπισμένη στο ξύλινο τραπέζι, κρατούσε προσεχτικά τον Γιο της. Ώρες ατελείωτες μπροστά της προσευχόταν κάθε μέρα, χρόνια τώρα, με δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα για αυτόν, για τους άλλους, για τον κόσμο ολάκερο. Τα μαλλιά του και τα γένια του άσπρισαν, τα χέρια του ρόζιασαν και η καρδιά του μαλάκωσε μέρα με την μέρα, στον δύσκολο δρόμο που επέλεξε να βαδίσει. Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη, Κυμινά, Κρήτη και τώρα εδώ και χρόνια στην άκρη αυτή του κόσμου. Στο Όρος. Αυτόν τον βράχο που λες και είναι ριγμένος από τον Θεό στην μέση ενός υδάτινου κόσμου. Άγγιξε το τριμμένο και ξασπρισμένο από χρόνια ράσο και το έσφιξε πάνω του. Αναστέναξε. Ένιωθε απόψε ένα κρύο. Ένα κρύο μεταφυσικό, ένα κρύο απόκοσμο σα να έβγαινε από μέσα του. Όχι, δεν ήταν η παγωνιά που κατέβαινε από το βουνό. Την ήξερε, την είχε συνηθίσει. Τόσα χρόνια πια είχαν γίνει φίλοι με τον γέρο Άθωνα και γνώριζε όλες τις παραξενιές του και τα καμώματά του. Όχι αυτό το κρύο κάτι άλλο ήταν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταξε τον πέτρινο τοίχο του κελιού απέναντι, νοτισμένο από την υγρασία. Το μυαλό του πήγε στα πνευματικοπαίδια του, που τώρα θα έπρεπε να κοιμούνταν τον λιγοστό τους ύπνο πριν τον όρθρο. Είδε τα πρόσωπά τους ένα ένα με τα σημάδια της προσευχής και της νηστείας πάνω τους, βαθουλωμένα και σχεδόν διάφανα και τα ευλόγησε νοερά. Πολλοί από αυτούς ήταν χτίστες από τον καιρό της ανέγερσης του μοναστηριού, που ο μαύρος τους είχε κάνει να ξεραθούν τα άκρα τους και να πέφτουν κάτω και να σπαρταράνε κι ο γέροντας με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε τον Πατέρα να γίνουν καλά. Και εκείνος, έκανε την προσευχή του γέροντα χάρη και ευλογία και τους γιάτρεψε. Αγώνας και κόπος χρόνων για να χτίσει αυτό το μοναστήρι, ποτισμένο με τα δάκρυα της προσευχής και της μετανοίας, οργανωμένο στα πρότυπα των μεγάλων λαύρεων της Συρίας, αλλά και γερά οχυρωμένο στα πρότυπα των αυτοκρατορικών οχυρών, φτιαγμένο με τα χρήματα που του έστελνε ο Νικηφόρος. Και παίρνοντας τους αγαπημένους του μαθητές, να εγκαταβιώσουν εδώ μακριά από τον κόσμο και κοντά στον Κύριο. Μακριά από την αμαρτία και κοντά στον αγώνα. Τον αγώνα για την ταπείνωση. Τον αγώνα για την αγάπη. Έναν αγώνας που καιρό τώρα, είχε αποκτήσει και ένα άλλο παρακλάδι. Έπρεπε σαν πατέρας να μεριμνά για το σπίτι του και για τα παιδιά του. Έκανε ταξίδια στην Βασιλεύουσα, παρακάλεσε τον Νικηφόρο και αρχόντους άλλους, πήρε χρυσόβουλα, υποσχέσεις, χρήματα, μέχρι και στην Κύπρο έφυγε. Και όλα αυτά για την μονή και τα φτωχά του μαυροπούλια, που σαν τον έβλεπαν να γυρίζει πίσω με το καράβι έτρεχαν να πάρουν την ευλογία του. Την ευλογία του πατέρα τους. Όμως όλες αυτές οι μέριμνες τον είχαν κουράσει. Ποθούσε το ησυχαστήριό του εκεί μέσα στην χαράδρα, στον δασωμένο Άθωνα ή στην άκρη του γκρεμού εκεί που τα κύματα του Αρχιπελάγους βογκούσαν σε κάθε χτύπημά τους στον αρχέγονο βράχο.
Ξανασφίχτηκε πάλι στο ράσο του. Όχι αυτό το κρύο κάτι άλλο ήταν. Το μυαλό το ήταν κάπως θολωμένο απόψε. Προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε πολύ, αλλά αυτή η θολούρα δεν έφευγε. Ήταν κάτι το δαιμονικό; Ήταν κάτι από αυτά τα περίεργα παιχνίδια του μισόκαλου; Που χρόνια τώρα είχε γίνει ο σύντροφος και εχθρός του στον μοναστικό στίβο; Όχι δεν ήταν. Τα είχε μάθει πια καλά όλα αυτά τα τεχνάσματα και τις πονηριές. Αμέτρητες φορές τον είχε αντιμετωπίσει και τον αντιμετώπιζε καθημερινά. Σε κάθε βήμα, σε κάθε σκέψη, σε κάθε ανάσα, ήταν εκεί δίπλα για να του υπενθυμίζει ότι η σωτηρία μπορεί να χαθεί ακόμα και μια τρίχα πριν το τέλος. Από την γέννησή του εκεί στα βάθη του Πόντου και μέχρι τώρα πάνω στον βράχο τούτο, βάδιζαν πλάι πλάι και αντιμέτωποι. Και θα βάδιζαν ως το τέλος. Το όποιο τέλος…
Κοίταξε ένα γύρω το καμαράκι. Το τραπέζι, το ψαλτήρι, το σκαμνί για την μελέτη του και το κρεβάτι χωρίς στρώμα για τον λίγο ύπνο. Αυτά και πολλά ήταν, για την ζωή που είχε επιλέξει να κάνει. Πότε μόνος και πότε μαζί με άλλους. Πότε σε κελιά και πότε σε χαραμάδες βράχων. Πότε δάσκαλος και πότε μαθητής. Πότε φίλος και πότε εχθρός. Πότε συγγενής και πότε άγνωστος. Τα μάτια γύρισαν και στάθηκαν στην μικρή γωνιά του κελιού. Κάτι σαν να σάλευε, κάτι σαν να απλωνόταν γλυκά και απαλά στον χώρο και τον γέμιζε. Σαν θυμίαμα που καίγεται και στέλνει την ευωδιαστή προσευχή του ψηλά, το μικρό κελάκι άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει με μορφές. Μορφές γνωστές, από το παρελθόν. Παιδικοί φίλοι από την Τραπεζούντα. Συμμαθητές από την Κωνσταντινούπολη. Μοναχοί και συνασκητές από τόπους ερημίας και προσευχής. Στρατιώτες από την κρητική εκστρατεία. Γέροντες και υποτακτικοί από το Όρος. Τους κοιτούσε έναν έναν και δάκρυζε. Από όλους αυτούς είχε πάρει και από ένα λιθαράκι για να φτιάξει το δικό του οικοδόμημα. Την δική του ζωή. Φίλοι που έχασαν τον δρόμο και ακολούθησαν την ευρεία οδό. Συμμαθητές που γένηκαν αρχιερείς και πατριάρχες. Ασκητές που τους βρήκαν χρόνια μετά τον θάνατο τους σε θέση προσευχής σαν να πέθαναν πριν λίγο. Γέροντες που αγίασαν εν ζωή και έδιναν απλόχερα την αγάπη του Χριστού στον καθένα. Αναχωρητές που τους τάιζαν πουλιά και άγγελοι, σε ερημικά σπήλαια. Στρατιώτες που βρήκαν τον θάνατο κάτω από τα τείχη του Χάνδακα πολεμώντας στο όνομα του Χριστού και άλλοι που πέταξαν τα όπλα και αναχώρησαν για τον θελημένο σωματικό θάνατο στη έρημο, προς ανάσταση της ψυχής τους. Πρόσωπα βιβλικά από γωνιές του Όρους γυμνά και εξαϋλωμένα, που ζούσαν χωρίς τροφή και νερό σχεδόν, προς δόξαν Κυρίου. Το μικρό κελί γέμισε. Τον κύκλωσαν σαν μια ομάδα φίλων που βρέθηκαν μαζί μετά από χρόνια. Που χώρεσαν όλοι αυτοί εκεί μέσα; Ήταν κάτι το πραγματικό; Ήταν στην φαντασία του; Τους έφερε ο Κύριος για κάποιο λόγο όλους αυτούς εδώ απόψε; Δεν ήξερε. Τη νύχτα αυτή που λες και ο χρόνος είχε σταματήσει, είχε λουφάξει, φοβούμενος τα ουρλιαχτά του ανέμου, το μυαλό του το είχε σκεπάσει μια ομίχλη και δεν μπορούσε να δει καθαρά, παρ όλες τις προσευχές και τις επικλήσεις στην Μητέρα. Ήταν σαν αυτές τις ομίχλες που κατεβάζει θυμωμένα ο Άθωνας και σκεπάζουν τα πάντα. Μια ομίχλη που προσπαθούσε με το απαλό αεράκι της προσευχής να την σηκώσει, να την διαλύσει, αλλά αυτή τίποτα. Εκεί. Σαν να ήθελε κάτι να κρύψει από τα μάτια του. Ο άνεμος έξω βάλθηκε να ρίξει το μοναστήρι και φυσούσε όλο και πιο μανιασμένα. Άκουγε τα κλαδιά των δένδρων να σπάνε τις πέτρες να κουνιούνται από την θέση τους. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά από τα δυνατά ραπίσματα και το κερί έσβησε. Η εικόνα της Παναγίας έπεσε με θόρυβο πάνω στο τραπέζι. Η παγωμένη ανάσα του ανέμου έκανε τον γέροντα να ξαφνιαστεί, που με δυσκολία σηκώθηκε και έκλεισε την πόρτα. Δεν άναψε πάλι το κερί. Σήκωσε μόνο την εικόνα, την αγκάλιασε σαν να ήταν βρέφος και ξανακάθισε στο κρεβάτι με την εικόνα στην αγκαλιά του. Ένιωσε πάλι αυτό το ρίγος να τον διαπερνά. Όχι αυτό το κρύο κάτι άλλο ήταν. Το κελί ήταν σκοτεινό και παγωμένο. Όλες οι μορφές που τον είχαν κυκλώσει πριν, είχαν χαθεί. Έχε απομείνει εκεί καθισμένος με την εικόνα στην αγκαλιά του και τα μάτια του καρφωμένα στο σκοτεινό τοίχο. Το χέρι του άρχισε πάλι να κινείται αργά και να μετρά με τα κομποδάκρυα τις προσευχές. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με .
Δίπλα από τον τοίχο του κελιού του, το κελάκι του Νικηφόρου, περίμενε να γεμίσει με τον μετανοούντα αυτοκράτορα, με τον μετανοούντα μοναχό. Χρόνια φίλοι, από τις δύσκολες εποχές που πάντα έλεγαν ότι θα περάσουν, από τις εποχές των σχεδίων, των προσμονών και των ονείρων. Δρόμους διαφορετικούς και οι δυο τους, αλλά με κοινό όνειρο. Να μονάσουν και να ασκηθούν μαζί. Δίπλα δίπλα, στο ίδιο μοναστήρι, στο ίδιο σπήλαιο, στην ίδια χαραμάδα. Να δακρύσουν και να προσευχηθούν, να κλάψουν και να πονέσουν, να νοιώσουν και να πάρουν το θεϊκό χάδι απλόχερα. Ο γέροντας είχε κάνει πολλές προσπάθειες από τότε, να τον φέρει εδώ. Του θύμισε τα όνειρά τους και τις υποσχέσεις τους. Τον παρακάλεσε, τον λυπήθηκε, τον απείλησε και τέλος τον ευλόγησε. Βουτηγμένος μέσα στο απύθμενο πέλαγος της εφήμερης δόξας και της εξουσίας, έρμαιο της λαγνείας και της γυναικείας πονηράδας, πάντα του έλεγε « λίγο ακόμα να τελειώσω αυτό και θα έρθω ». Και όλο του έδινε χρήματα και κειμήλια ιερά και χρυσόβουλα και εξουσίες και προνόμια, για να τα κάνει όλα σωστά και καλά και να είναι όσο το δυνατόν καλλίτερο το μοναστήρι, με μεγάλη εκκλησία, με τράπεζα, με πλοίο, με παρακολουθήματα πολλά, για να περάσουν εκεί το τελείωμα του βίου τους μαζί. Και ο καιρός περνούσε και το μοναστικό κελάκι, άδειο έμενε να προσμένει τα δάκρυα και τις προσευχές του Νικηφόρου. Του Νικηφόρου που βουτηγμένος μέσα στην αμαρτία αλλά και την επίγνωση, έφευγε κάθε βράδυ από τον κοιτώνα της Σειρήνας του και φορώντας τον σάκο προσευχόταν ώρες. Ζητούσε συγχώρεση και φώτιση, προσπαθούσε να σπάσει τα επίγεια δεσμά που τον κρατούσαν εκεί σ αυτή την θέση, σ’ αυτό το ανάκτορο σ’ αυτή την γυναικεία αγκαλιά. Έδινε όρκους πίστεως και μεταμέλειας. Όρκους ότι δεν θα συνευρεθεί πάλι μαζί της, παρότι ήξερε πολύ καλά ότι το επόμενο κιόλας βράδυ θα τους πατήσει. Έχυνε δάκρυα και η ψυχή του φλεγόταν από την αναχωρητική θέρμη, μια θέρμη που όμως δεν ήταν δυνατή για να χτυπήσει εκείνη, την άλλη θέρμη, με την τριανταφυλλένια μυρωδιά και το ζεστό κορμί. Με τα ερωτικά λόγια και το λάγνο βλέμμα. Ώσπου τον έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο πανθηρόδερμα , ονειρευόμενος νίκες, κατακτήσεις και τόπους ησυχασμού.
Αναστέναξε, σηκώθηκε στα σκοτεινά, έβαλε την εικόνα στην θέση της και κάθισε πάλι. Όχι αυτό το κρύο κάτι άλλο ήταν. Άρχισε πάλι να προσεύχεται κοιτώντας το μαύρο περίγραμμα της εικόνας. Με μια θέρμη που όλο και μεγάλωνε, με μια δύναμη, με μια ορμή, σαν να ήθελε η ψυχή να ξεκολλήσει από τον πήλινο τόπο της και να πάει στον τόπο που δημιουργήθηκε. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά, που έλεγες θα σπάσει. Με μια βοή, που στιγμές στιγμές σκέπαζε και αυτόν τον θόρυβο του ανέμου ακόμα. Ή έτσι νόμιζε. Πήρε μια ανάσα. Αναστέναξε. Άρχισε να ηρεμεί. Η προσευχή σαν χάδι πέρασε πάνω από την ψυχή του και την κανάκεψε. Όπως τόσες φορές. Όπως τόσα χρόνια, εδώ και παντού. Όπου κι αν μόναζε, όπου κι αν ασκήτευε, όπου κι αν αναχωρούσε, ο Πατέρας ήταν κοντά και τον πρόσεχε. Και τότε, μέσα στο μαύρο του σκοτεινού κελιού, κάτι σαν ψίθυρος έφτασε στ αυτιά του. Μια πνοή, ένα θρόισμα ανέμου, ένα σούρσιμο σε πέτρινο πάτωμα. Σηκώθηκε, αφουγκράστηκε, αλλά μόνον τα ουρλιαχτά του ανέμου άκουγε. Το μυαλό παράμενε θολωμένο. Τα αραχνοΰφαντα πέπλα δεν έλεγαν να φύγουν. Σταυροκοπήθηκε και συνέχισε να επικαλείται το όνομα του δημιουργού των πάντων. Έπιασε το ψαλτήρι, που ήταν πάνω στο μικρό τραπέζι. Το ήξερε όλο απ έξω. Δεν χρειαζόταν να το διαβάσει. Σαν καλλιγράφος το είχε αντιγράψει αμέτρητες φορές. Άρχισε να απαγγέλλει στίχους. Στην αρχή αργά και ψιθυριστά με φωνή που όλο δυνάμωνε και γέμιζε με πάθος. Με θείο πάθος. Με έρωτα που κανείς ζωντανός δεν έχει νοιώσει για ζωντανό. Σχεδόν φώναζε. Σήκωσε τα χέρια ψηλά, ικετευτικά και σωριάστηκε στα γόνατα. Το πρόσωπο του γέροντα φωτίστηκε, με φως υπερκόσμιο, με άκτιστο φως. Παρακάλεσε τον Πατέρα, όπως τον είχε παρακαλέσει και ο Γιος του, εκεί στον κήπο της Γεθσημανή, χίλια χρόνια πριν. Παρακάλεσε όχι για τον εαυτό του αλλά για εκείνον, τον Νικηφόρο, τον φίλο του, το πνευματικοπαίδι του. Τον παρακάλεσε να αλλάξει την απόφασή του. Να στείλει τον Άγγελό του να σκίσει τα πεπρωμένα και να κεντήσει άλλα. Γιατί ο γέροντας ήξερε, ένοιωθε, αλλά δεν τολμούσε να καταλάβει. Δεν τολμούσε να δει αυτό που φοβόταν. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Έπεφταν στα γένια και φθάνοντας καταγής χάνονταν νοτίζοντας το χώμα του κελιού. Μπροστά του σαν σε όραμα έβλεπε πάλι τον φίλο του, εκεί στο τελευταίο ταξίδι στην Βασιλεύουσα. Ύστατη προσπάθεια να τον φέρει κοντά του. Έπρεπε να τον είχε παρακαλέσει πιο πολύ, έπρεπε να τον είχε απειλήσει περισσότερο, να είχε πέσει στα πόδια του. Έπρεπε να έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να τον φέρει εδώ. Όχι αυτός έφταιγε. Αυτός που δεν έκανε όλα όσα έπρεπε να κάνει. Σηκώθηκε με τα χέρια του να φθάνουν σχεδόν στο ταβάνι. Από τα μάτια του τα δάκρυα έτρεχαν πια ποτάμι. Λυγμοί άρχισαν να συνταράσσουν το γεροντικό κορμί. Ο μικρός ψίθυρος που είχε ακούσει πριν από λίγο, είχε γίνει κραυγή. Μια κραυγή άγρια και πονεμένη. Μια κραυγή ελεημοσύνης. Μια κραυγή συγνώμης και συγχώρεσης.
Θεοτόκε βοήθει! Αντηχούσε στους τοίχους του μοναστηριού. Θεοτόκε βοήθει! Η κραυγή του Φωκά. Θεοτόκε βοήθει! Η κραυγή του δομέστιχου των σχολών της Ανατολής. Θεοτόκε βοήθει! Η κραυγή του Λευκού Θανάτου στα τείχη του Χάνδακα. Θεοτόκε βοήθει! Η κραυγή του Αυτοκράτορα, του συζύγου, του εραστή, του φίλου. Η κραυγή του ανέμου που σκίζεται στα όρη, του πελάγους που θρυμματίζεται πάνω στον άγριο βράχο. Η κραυγή του σκοτωμένου.
Τα χέρια του γέροντα έπεσαν κάτω βαριά. Ο άνεμος είχε πάψει πια να μαστιγώνει την πλάση. Ένα ελαφρύ παγωμένο αγέρι, έφερνε μικρές νιφάδες χιονιού, υφαίνοντας το σάβανο. Άνοιξε την θύρα και βγήκε έξω. Η παγωμένη ανάσα τον χτύπησε στο πρόσωπο, δροσίζοντάς τον. Ένοιωθε τώρα πάλι στο κορμί του αυτό το γνώριμο κρύο του γερο Άθωνα. Το μυαλό του καθάρισε και η ομίχλη διαλύθηκε. Στράφηκε στο πλάι. Προχώρησε λίγα βήματα και στάθηκε μπροστά στο διπλανό κελί. Άνοιξε την πόρτα με τρεμάμενο χέρι και μπήκε μέσα. Ο Νικηφόρος ήταν εκεί. Το ήξερε. Τον περίμενε. Στην γωνιά του, γονατιστός, φορώντας τον σάκο του, πάνω στο πανθηρόδερμα, προσεύχονταν. Ο γέροντας τον κοιτούσε και έκλαιγε με λυγμούς. Το χιόνι άρχισε να πυκνώνει. Το τρίχινο ράσο του άσπριζε. Ο Νικηφόρος γύρισε και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε. Είχε μια ανείπωτη γαλήνη στο πρόσωπό του. Μια γλυκιά και υπερκόσμια ηρεμία. Μια ηρεμία που τόσο ποθούσε και δεν έβρισκε.
«Είδες γέροντα, που ήρθα τελικά;» του είπε.
«Είδα παιδί μου.» του απάντησε, ενώ οι λυγμοί τον συντάραζαν.
Η φωνή του σκεπάστηκε από τον ήχο του ταλάντου για τον όρθρο. Σκούπισε τα δάκρυά του. Ο Νικηφόρος συνέχιζε να προσεύχεται. Έκλεισε την πόρτα.
«Καλή αντάμωση παιδί μου.» είπε ο γέροντας και βάδισε σκυφτός για την εκκλησία…
Ο γέροντας, γονατισμένος στο χωμάτινο πάτωμα του κελιού, ανασήκωσε τα κοκκινισμένα μάτια του από τα δάκρυα και κοίταξε μπροστά. Έβαλε το χέρι του πάνω στο ξύλινο λιτό κρεβάτι και σηκώθηκε όρθιος. Τα χείλη του ακόμα κινούνταν στον ρυθμό της καρδιακής προσευχής. Περασμένα μεσάνυχτα από ώρα πολλή. Ο αγέρας φυσούσε, με μια δύναμη πρωτοφανή, ουρλιάζοντας, τα δένδρα λύγιζαν στο πέρασμα του και το κύμα ακουγόταν βαρύ στο σπάσιμο του βράχου. Λες και ζωντάνεψε ο από χρόνια πεθαμένος πια θεός της θάλασσας και ήθελε να καταπιεί τους βέβηλους που μόλυναν τον βράχο του. Το κερί στην γωνιά σιγόκαιγε και τρομαγμένο προσπαθούσε να κρυφτεί σε κάθε ριπή του ανέμου που έμπαινε από τις χαραμάδες . Η εικόνα της Κυράς ακουμπισμένη στο ξύλινο τραπέζι, κρατούσε προσεχτικά τον Γιο της. Ώρες ατελείωτες μπροστά της προσευχόταν κάθε μέρα, χρόνια τώρα, με δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα για αυτόν, για τους άλλους, για τον κόσμο ολάκερο. Τα μαλλιά του και τα γένια του άσπρισαν, τα χέρια του ρόζιασαν και η καρδιά του μαλάκωσε μέρα με την μέρα, στον δύσκολο δρόμο που επέλεξε να βαδίσει. Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη, Κυμινά, Κρήτη και τώρα εδώ και χρόνια στην άκρη αυτή του κόσμου. Στο Όρος. Αυτόν τον βράχο που λες και είναι ριγμένος από τον Θεό στην μέση ενός υδάτινου κόσμου. Άγγιξε το τριμμένο και ξασπρισμένο από χρόνια ράσο και το έσφιξε πάνω του. Αναστέναξε. Ένιωθε απόψε ένα κρύο. Ένα κρύο μεταφυσικό, ένα κρύο απόκοσμο σα να έβγαινε από μέσα του. Όχι, δεν ήταν η παγωνιά που κατέβαινε από το βουνό. Την ήξερε, την είχε συνηθίσει. Τόσα χρόνια πια είχαν γίνει φίλοι με τον γέρο Άθωνα και γνώριζε όλες τις παραξενιές του και τα καμώματά του. Όχι αυτό το κρύο κάτι άλλο ήταν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταξε τον πέτρινο τοίχο του κελιού απέναντι, νοτισμένο από την υγρασία. Το μυαλό του πήγε στα πνευματικοπαίδια του, που τώρα θα έπρεπε να κοιμούνταν τον λιγοστό τους ύπνο πριν τον όρθρο. Είδε τα πρόσωπά τους ένα ένα με τα σημάδια της προσευχής και της νηστείας πάνω τους, βαθουλωμένα και σχεδόν διάφανα και τα ευλόγησε νοερά. Πολλοί από αυτούς ήταν χτίστες από τον καιρό της ανέγερσης του μοναστηριού, που ο μαύρος τους είχε κάνει να ξεραθούν τα άκρα τους και να πέφτουν κάτω και να σπαρταράνε κι ο γέροντας με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε τον Πατέρα να γίνουν καλά. Και εκείνος, έκανε την προσευχή του γέροντα χάρη και ευλογία και τους γιάτρεψε. Αγώνας και κόπος χρόνων για να χτίσει αυτό το μοναστήρι, ποτισμένο με τα δάκρυα της προσευχής και της μετανοίας, οργανωμένο στα πρότυπα των μεγάλων λαύρεων της Συρίας, αλλά και γερά οχυρωμένο στα πρότυπα των αυτοκρατορικών οχυρών, φτιαγμένο με τα χρήματα που του έστελνε ο Νικηφόρος. Και παίρνοντας τους αγαπημένους του μαθητές, να εγκαταβιώσουν εδώ μακριά από τον κόσμο και κοντά στον Κύριο. Μακριά από την αμαρτία και κοντά στον αγώνα. Τον αγώνα για την ταπείνωση. Τον αγώνα για την αγάπη. Έναν αγώνας που καιρό τώρα, είχε αποκτήσει και ένα άλλο παρακλάδι. Έπρεπε σαν πατέρας να μεριμνά για το σπίτι του και για τα παιδιά του. Έκανε ταξίδια στην Βασιλεύουσα, παρακάλεσε τον Νικηφόρο και αρχόντους άλλους, πήρε χρυσόβουλα, υποσχέσεις, χρήματα, μέχρι και στην Κύπρο έφυγε. Και όλα αυτά για την μονή και τα φτωχά του μαυροπούλια, που σαν τον έβλεπαν να γυρίζει πίσω με το καράβι έτρεχαν να πάρουν την ευλογία του. Την ευλογία του πατέρα τους. Όμως όλες αυτές οι μέριμνες τον είχαν κουράσει. Ποθούσε το ησυχαστήριό του εκεί μέσα στην χαράδρα, στον δασωμένο Άθωνα ή στην άκρη του γκρεμού εκεί που τα κύματα του Αρχιπελάγους βογκούσαν σε κάθε χτύπημά τους στον αρχέγονο βράχο.
Ξανασφίχτηκε πάλι στο ράσο του. Όχι αυτό το κρύο κάτι άλλο ήταν. Το μυαλό το ήταν κάπως θολωμένο απόψε. Προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε πολύ, αλλά αυτή η θολούρα δεν έφευγε. Ήταν κάτι το δαιμονικό; Ήταν κάτι από αυτά τα περίεργα παιχνίδια του μισόκαλου; Που χρόνια τώρα είχε γίνει ο σύντροφος και εχθρός του στον μοναστικό στίβο; Όχι δεν ήταν. Τα είχε μάθει πια καλά όλα αυτά τα τεχνάσματα και τις πονηριές. Αμέτρητες φορές τον είχε αντιμετωπίσει και τον αντιμετώπιζε καθημερινά. Σε κάθε βήμα, σε κάθε σκέψη, σε κάθε ανάσα, ήταν εκεί δίπλα για να του υπενθυμίζει ότι η σωτηρία μπορεί να χαθεί ακόμα και μια τρίχα πριν το τέλος. Από την γέννησή του εκεί στα βάθη του Πόντου και μέχρι τώρα πάνω στον βράχο τούτο, βάδιζαν πλάι πλάι και αντιμέτωποι. Και θα βάδιζαν ως το τέλος. Το όποιο τέλος…
Κοίταξε ένα γύρω το καμαράκι. Το τραπέζι, το ψαλτήρι, το σκαμνί για την μελέτη του και το κρεβάτι χωρίς στρώμα για τον λίγο ύπνο. Αυτά και πολλά ήταν, για την ζωή που είχε επιλέξει να κάνει. Πότε μόνος και πότε μαζί με άλλους. Πότε σε κελιά και πότε σε χαραμάδες βράχων. Πότε δάσκαλος και πότε μαθητής. Πότε φίλος και πότε εχθρός. Πότε συγγενής και πότε άγνωστος. Τα μάτια γύρισαν και στάθηκαν στην μικρή γωνιά του κελιού. Κάτι σαν να σάλευε, κάτι σαν να απλωνόταν γλυκά και απαλά στον χώρο και τον γέμιζε. Σαν θυμίαμα που καίγεται και στέλνει την ευωδιαστή προσευχή του ψηλά, το μικρό κελάκι άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει με μορφές. Μορφές γνωστές, από το παρελθόν. Παιδικοί φίλοι από την Τραπεζούντα. Συμμαθητές από την Κωνσταντινούπολη. Μοναχοί και συνασκητές από τόπους ερημίας και προσευχής. Στρατιώτες από την κρητική εκστρατεία. Γέροντες και υποτακτικοί από το Όρος. Τους κοιτούσε έναν έναν και δάκρυζε. Από όλους αυτούς είχε πάρει και από ένα λιθαράκι για να φτιάξει το δικό του οικοδόμημα. Την δική του ζωή. Φίλοι που έχασαν τον δρόμο και ακολούθησαν την ευρεία οδό. Συμμαθητές που γένηκαν αρχιερείς και πατριάρχες. Ασκητές που τους βρήκαν χρόνια μετά τον θάνατο τους σε θέση προσευχής σαν να πέθαναν πριν λίγο. Γέροντες που αγίασαν εν ζωή και έδιναν απλόχερα την αγάπη του Χριστού στον καθένα. Αναχωρητές που τους τάιζαν πουλιά και άγγελοι, σε ερημικά σπήλαια. Στρατιώτες που βρήκαν τον θάνατο κάτω από τα τείχη του Χάνδακα πολεμώντας στο όνομα του Χριστού και άλλοι που πέταξαν τα όπλα και αναχώρησαν για τον θελημένο σωματικό θάνατο στη έρημο, προς ανάσταση της ψυχής τους. Πρόσωπα βιβλικά από γωνιές του Όρους γυμνά και εξαϋλωμένα, που ζούσαν χωρίς τροφή και νερό σχεδόν, προς δόξαν Κυρίου. Το μικρό κελί γέμισε. Τον κύκλωσαν σαν μια ομάδα φίλων που βρέθηκαν μαζί μετά από χρόνια. Που χώρεσαν όλοι αυτοί εκεί μέσα; Ήταν κάτι το πραγματικό; Ήταν στην φαντασία του; Τους έφερε ο Κύριος για κάποιο λόγο όλους αυτούς εδώ απόψε; Δεν ήξερε. Τη νύχτα αυτή που λες και ο χρόνος είχε σταματήσει, είχε λουφάξει, φοβούμενος τα ουρλιαχτά του ανέμου, το μυαλό του το είχε σκεπάσει μια ομίχλη και δεν μπορούσε να δει καθαρά, παρ όλες τις προσευχές και τις επικλήσεις στην Μητέρα. Ήταν σαν αυτές τις ομίχλες που κατεβάζει θυμωμένα ο Άθωνας και σκεπάζουν τα πάντα. Μια ομίχλη που προσπαθούσε με το απαλό αεράκι της προσευχής να την σηκώσει, να την διαλύσει, αλλά αυτή τίποτα. Εκεί. Σαν να ήθελε κάτι να κρύψει από τα μάτια του. Ο άνεμος έξω βάλθηκε να ρίξει το μοναστήρι και φυσούσε όλο και πιο μανιασμένα. Άκουγε τα κλαδιά των δένδρων να σπάνε τις πέτρες να κουνιούνται από την θέση τους. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά από τα δυνατά ραπίσματα και το κερί έσβησε. Η εικόνα της Παναγίας έπεσε με θόρυβο πάνω στο τραπέζι. Η παγωμένη ανάσα του ανέμου έκανε τον γέροντα να ξαφνιαστεί, που με δυσκολία σηκώθηκε και έκλεισε την πόρτα. Δεν άναψε πάλι το κερί. Σήκωσε μόνο την εικόνα, την αγκάλιασε σαν να ήταν βρέφος και ξανακάθισε στο κρεβάτι με την εικόνα στην αγκαλιά του. Ένιωσε πάλι αυτό το ρίγος να τον διαπερνά. Όχι αυτό το κρύο κάτι άλλο ήταν. Το κελί ήταν σκοτεινό και παγωμένο. Όλες οι μορφές που τον είχαν κυκλώσει πριν, είχαν χαθεί. Έχε απομείνει εκεί καθισμένος με την εικόνα στην αγκαλιά του και τα μάτια του καρφωμένα στο σκοτεινό τοίχο. Το χέρι του άρχισε πάλι να κινείται αργά και να μετρά με τα κομποδάκρυα τις προσευχές. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με .
Δίπλα από τον τοίχο του κελιού του, το κελάκι του Νικηφόρου, περίμενε να γεμίσει με τον μετανοούντα αυτοκράτορα, με τον μετανοούντα μοναχό. Χρόνια φίλοι, από τις δύσκολες εποχές που πάντα έλεγαν ότι θα περάσουν, από τις εποχές των σχεδίων, των προσμονών και των ονείρων. Δρόμους διαφορετικούς και οι δυο τους, αλλά με κοινό όνειρο. Να μονάσουν και να ασκηθούν μαζί. Δίπλα δίπλα, στο ίδιο μοναστήρι, στο ίδιο σπήλαιο, στην ίδια χαραμάδα. Να δακρύσουν και να προσευχηθούν, να κλάψουν και να πονέσουν, να νοιώσουν και να πάρουν το θεϊκό χάδι απλόχερα. Ο γέροντας είχε κάνει πολλές προσπάθειες από τότε, να τον φέρει εδώ. Του θύμισε τα όνειρά τους και τις υποσχέσεις τους. Τον παρακάλεσε, τον λυπήθηκε, τον απείλησε και τέλος τον ευλόγησε. Βουτηγμένος μέσα στο απύθμενο πέλαγος της εφήμερης δόξας και της εξουσίας, έρμαιο της λαγνείας και της γυναικείας πονηράδας, πάντα του έλεγε « λίγο ακόμα να τελειώσω αυτό και θα έρθω ». Και όλο του έδινε χρήματα και κειμήλια ιερά και χρυσόβουλα και εξουσίες και προνόμια, για να τα κάνει όλα σωστά και καλά και να είναι όσο το δυνατόν καλλίτερο το μοναστήρι, με μεγάλη εκκλησία, με τράπεζα, με πλοίο, με παρακολουθήματα πολλά, για να περάσουν εκεί το τελείωμα του βίου τους μαζί. Και ο καιρός περνούσε και το μοναστικό κελάκι, άδειο έμενε να προσμένει τα δάκρυα και τις προσευχές του Νικηφόρου. Του Νικηφόρου που βουτηγμένος μέσα στην αμαρτία αλλά και την επίγνωση, έφευγε κάθε βράδυ από τον κοιτώνα της Σειρήνας του και φορώντας τον σάκο προσευχόταν ώρες. Ζητούσε συγχώρεση και φώτιση, προσπαθούσε να σπάσει τα επίγεια δεσμά που τον κρατούσαν εκεί σ αυτή την θέση, σ’ αυτό το ανάκτορο σ’ αυτή την γυναικεία αγκαλιά. Έδινε όρκους πίστεως και μεταμέλειας. Όρκους ότι δεν θα συνευρεθεί πάλι μαζί της, παρότι ήξερε πολύ καλά ότι το επόμενο κιόλας βράδυ θα τους πατήσει. Έχυνε δάκρυα και η ψυχή του φλεγόταν από την αναχωρητική θέρμη, μια θέρμη που όμως δεν ήταν δυνατή για να χτυπήσει εκείνη, την άλλη θέρμη, με την τριανταφυλλένια μυρωδιά και το ζεστό κορμί. Με τα ερωτικά λόγια και το λάγνο βλέμμα. Ώσπου τον έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο πανθηρόδερμα , ονειρευόμενος νίκες, κατακτήσεις και τόπους ησυχασμού.
Αναστέναξε, σηκώθηκε στα σκοτεινά, έβαλε την εικόνα στην θέση της και κάθισε πάλι. Όχι αυτό το κρύο κάτι άλλο ήταν. Άρχισε πάλι να προσεύχεται κοιτώντας το μαύρο περίγραμμα της εικόνας. Με μια θέρμη που όλο και μεγάλωνε, με μια δύναμη, με μια ορμή, σαν να ήθελε η ψυχή να ξεκολλήσει από τον πήλινο τόπο της και να πάει στον τόπο που δημιουργήθηκε. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά, που έλεγες θα σπάσει. Με μια βοή, που στιγμές στιγμές σκέπαζε και αυτόν τον θόρυβο του ανέμου ακόμα. Ή έτσι νόμιζε. Πήρε μια ανάσα. Αναστέναξε. Άρχισε να ηρεμεί. Η προσευχή σαν χάδι πέρασε πάνω από την ψυχή του και την κανάκεψε. Όπως τόσες φορές. Όπως τόσα χρόνια, εδώ και παντού. Όπου κι αν μόναζε, όπου κι αν ασκήτευε, όπου κι αν αναχωρούσε, ο Πατέρας ήταν κοντά και τον πρόσεχε. Και τότε, μέσα στο μαύρο του σκοτεινού κελιού, κάτι σαν ψίθυρος έφτασε στ αυτιά του. Μια πνοή, ένα θρόισμα ανέμου, ένα σούρσιμο σε πέτρινο πάτωμα. Σηκώθηκε, αφουγκράστηκε, αλλά μόνον τα ουρλιαχτά του ανέμου άκουγε. Το μυαλό παράμενε θολωμένο. Τα αραχνοΰφαντα πέπλα δεν έλεγαν να φύγουν. Σταυροκοπήθηκε και συνέχισε να επικαλείται το όνομα του δημιουργού των πάντων. Έπιασε το ψαλτήρι, που ήταν πάνω στο μικρό τραπέζι. Το ήξερε όλο απ έξω. Δεν χρειαζόταν να το διαβάσει. Σαν καλλιγράφος το είχε αντιγράψει αμέτρητες φορές. Άρχισε να απαγγέλλει στίχους. Στην αρχή αργά και ψιθυριστά με φωνή που όλο δυνάμωνε και γέμιζε με πάθος. Με θείο πάθος. Με έρωτα που κανείς ζωντανός δεν έχει νοιώσει για ζωντανό. Σχεδόν φώναζε. Σήκωσε τα χέρια ψηλά, ικετευτικά και σωριάστηκε στα γόνατα. Το πρόσωπο του γέροντα φωτίστηκε, με φως υπερκόσμιο, με άκτιστο φως. Παρακάλεσε τον Πατέρα, όπως τον είχε παρακαλέσει και ο Γιος του, εκεί στον κήπο της Γεθσημανή, χίλια χρόνια πριν. Παρακάλεσε όχι για τον εαυτό του αλλά για εκείνον, τον Νικηφόρο, τον φίλο του, το πνευματικοπαίδι του. Τον παρακάλεσε να αλλάξει την απόφασή του. Να στείλει τον Άγγελό του να σκίσει τα πεπρωμένα και να κεντήσει άλλα. Γιατί ο γέροντας ήξερε, ένοιωθε, αλλά δεν τολμούσε να καταλάβει. Δεν τολμούσε να δει αυτό που φοβόταν. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Έπεφταν στα γένια και φθάνοντας καταγής χάνονταν νοτίζοντας το χώμα του κελιού. Μπροστά του σαν σε όραμα έβλεπε πάλι τον φίλο του, εκεί στο τελευταίο ταξίδι στην Βασιλεύουσα. Ύστατη προσπάθεια να τον φέρει κοντά του. Έπρεπε να τον είχε παρακαλέσει πιο πολύ, έπρεπε να τον είχε απειλήσει περισσότερο, να είχε πέσει στα πόδια του. Έπρεπε να έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να τον φέρει εδώ. Όχι αυτός έφταιγε. Αυτός που δεν έκανε όλα όσα έπρεπε να κάνει. Σηκώθηκε με τα χέρια του να φθάνουν σχεδόν στο ταβάνι. Από τα μάτια του τα δάκρυα έτρεχαν πια ποτάμι. Λυγμοί άρχισαν να συνταράσσουν το γεροντικό κορμί. Ο μικρός ψίθυρος που είχε ακούσει πριν από λίγο, είχε γίνει κραυγή. Μια κραυγή άγρια και πονεμένη. Μια κραυγή ελεημοσύνης. Μια κραυγή συγνώμης και συγχώρεσης.
Θεοτόκε βοήθει! Αντηχούσε στους τοίχους του μοναστηριού. Θεοτόκε βοήθει! Η κραυγή του Φωκά. Θεοτόκε βοήθει! Η κραυγή του δομέστιχου των σχολών της Ανατολής. Θεοτόκε βοήθει! Η κραυγή του Λευκού Θανάτου στα τείχη του Χάνδακα. Θεοτόκε βοήθει! Η κραυγή του Αυτοκράτορα, του συζύγου, του εραστή, του φίλου. Η κραυγή του ανέμου που σκίζεται στα όρη, του πελάγους που θρυμματίζεται πάνω στον άγριο βράχο. Η κραυγή του σκοτωμένου.
Τα χέρια του γέροντα έπεσαν κάτω βαριά. Ο άνεμος είχε πάψει πια να μαστιγώνει την πλάση. Ένα ελαφρύ παγωμένο αγέρι, έφερνε μικρές νιφάδες χιονιού, υφαίνοντας το σάβανο. Άνοιξε την θύρα και βγήκε έξω. Η παγωμένη ανάσα τον χτύπησε στο πρόσωπο, δροσίζοντάς τον. Ένοιωθε τώρα πάλι στο κορμί του αυτό το γνώριμο κρύο του γερο Άθωνα. Το μυαλό του καθάρισε και η ομίχλη διαλύθηκε. Στράφηκε στο πλάι. Προχώρησε λίγα βήματα και στάθηκε μπροστά στο διπλανό κελί. Άνοιξε την πόρτα με τρεμάμενο χέρι και μπήκε μέσα. Ο Νικηφόρος ήταν εκεί. Το ήξερε. Τον περίμενε. Στην γωνιά του, γονατιστός, φορώντας τον σάκο του, πάνω στο πανθηρόδερμα, προσεύχονταν. Ο γέροντας τον κοιτούσε και έκλαιγε με λυγμούς. Το χιόνι άρχισε να πυκνώνει. Το τρίχινο ράσο του άσπριζε. Ο Νικηφόρος γύρισε και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε. Είχε μια ανείπωτη γαλήνη στο πρόσωπό του. Μια γλυκιά και υπερκόσμια ηρεμία. Μια ηρεμία που τόσο ποθούσε και δεν έβρισκε.
«Είδες γέροντα, που ήρθα τελικά;» του είπε.
«Είδα παιδί μου.» του απάντησε, ενώ οι λυγμοί τον συντάραζαν.
Η φωνή του σκεπάστηκε από τον ήχο του ταλάντου για τον όρθρο. Σκούπισε τα δάκρυά του. Ο Νικηφόρος συνέχιζε να προσεύχεται. Έκλεισε την πόρτα.
«Καλή αντάμωση παιδί μου.» είπε ο γέροντας και βάδισε σκυφτός για την εκκλησία…