Σελίδες

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων. ( Ή περί συχνής θείας Κοινωνίας )


Του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου από το βιβλίο «Περίοδος Τριωδίου»

Την Τετάρτην και την Παρασκευήν  της Καθαράς Εβδομάδος, ως και καθ’ όλας τας Τετάρτας και Παρασκευάς της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (καθώς και οσάκις συμπέσει εορτή  αγίου) τελείται η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Τι είναι αυτή η Λειτουργία και διατί γίνεται μόνον κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν ;
Η Εκκλησία μας έχει εν χρήσει τρείς θ. Λειτουργίας κατά τας οποίας γίνεται Θυσία : Την Λειτουργίαν του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την Λειτουργίαν του Αγίου Βασιλείου και την Λειτουργίαν του αγίου Ιακώβου. Η τελευταία γίνεται μίαν μόνον φοράν κατ’ έτος, την 23ην Οκτωβρίου, ημέραν της εορτής του αγίου Ιακώβου. Η Λειτουργία του αγίου Βασιλείου γίνεται δέκα φορές κατ’ έτος, ήτοι: Κατά τας πέντε πρώτας Κυριακάς της Μ. Τεσσαρακοστής, την 1ην Ιανουαρίου, ημέραν της εορτής του αγίου, την παραμονήν των Φώτων, την παραμονήν των Χριστουγέννων, την Μ. Πέμπτην και το Μ. Σάββατον. Η δε Λειτουργία του αγίου Χρυσοστόμου γίνεται καθ’ όλας τας άλλας Κυριακάς και εορτάς του έτους. Όλαι όμως αυταί οι Λειτουργίαι έχουν πανηγυρικόν και χαρμόσυνον χαρακτήρα. Άλλ’ η Μ. Τεσσαρακοστή είναι πένθιμος περίοδος. Δι’ αυτό η Εκκλησία μας όρισε να μη γίνονται αι Λειτουργίαι αύται παρά μόνον κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς της Μ. Τεσσαρακοστής. (Κανών 49ος της εν Λαοδικεία Συνόδου). Οι παλαιοί όμως χριστιανοί δεν μετελάμβανον  των θείων Μυστηρίων μόνον κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς, αλλ’ ακόμη συχνότερον. Ο Μ. Βασίλειος εις μίαν επιστολήν του (προς Καισαρίαν) αναφέρει ότι οι πιστοί της περιοχής του είχον συνήθειαν να μεταλαμβάνουν και τέσσαρας και πέντε φοράς την εβδομάδα! Εγνώριζον οι παλαιοί Χριστιανοί ότι χωρίς συχνήν μετάληψιν των Αχράντων Μυστηρίων δεν είναι δυνατόν να ζουν «εν Χριστώ». Ο Χριστός δεν είναι μία αφηρημένη ιδέα. Δεν είναι μία απρόσωπος δύναμις. Ο Χριστός είναι το Δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος., είναι ο Υιός του Θεού, που εις ορισμένην χρονικήν στιγμήν  έγινεν άνθρωπος «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν» και εσταυρώθη και απέθανε και ετάφη και ανέστη εκ νεκρών και ανελήφθη εν δόξη εις τους ουρανούς και «εκάθησε εν δεξιά του Πατρός». Ο Χριστός είναι ακόμη, όπως είπεν ο Ίδιος, «βρώσις και πόσις», δηλαδή φαγητόν και ποτόν. Εν τω Μυστηρίω της θείας Ευχαριστίας ο «Αμνός του Θεού. Ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», αυτοπροσφέρεται εις τους πιστούς υπό την μορφήν του άρτου και του οίνου, τα οποία έχουν κατά τρόπον απερινόητον και μυστηριώδη, μεταβληθεί εις αυτό τούτο το Άχραντον Σώμα Του και εις αυτό τούτο το Τίμιον Αίμα Του. Ο Χριστός είναι ο αγιασμός μας, το φως μας η ζωή μας. Η Εκκλησία είναι το Σώμα Του και Αυτός είναι η Κεφαλή της. Τι το όφελος λοιπόν να σκεπτώμεθα συνεχώς τον Κύριον, τι το όφελος να Τον αγαπώμεν με όλην την δυναμίν μας, τι το όφελος να προσευχώμεθα και να μελετώμεν τους λόγους Του, αλλά να μην γινώμεθα, διά της θείας Κοινωνίας, εν Σώμα με Αυτόν; Ο Ίδιος το ετόνισεν : «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι' ἐμέ.» (Ιωάν. στ’ 53-57). Τα εγνώριζον λοιπόν όλα αυτά οι παλαιοί Χριστιανοί και τα ετήρουν.  Προσήρχοντο τακτικώς εις το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και, τρώγοντες το Σώμα και πίνοντες το Αίμα του Σωτήρος Χριστού, εγίνοντο εν Σώμα με Αυτόν, εγίνοντο χριστοφόροι και θεοφόροι. Εγίνοντο δε εν Σώμα και μεταξύ των, επειδή ο καθείς χωριστά και όλοι μαζί ήσαν εν Σώμα με τον Κύριον. «Εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν.» (Α’ Κορ. Ί, 17).
Πως όμως θα εκοινώνουν συχνά οι πιστοί, αφού θεία Λειτουργία δεν εγίνετο παρά μόνον κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς της Μ. Τεσσαρακοστής; Η Εκκλησία μας εύρε τον τρόπον: Καθόρισε α τελείται κατά τας άλλας ημέρας της Μ. Τεσσαρακοστής μια άλλη Λειτουργία, η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Κατά την Λειτουργίαν αυτήν  δεν τελείται Θυσία, δεν γίνεται δηλαδή μεταβολή του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού. Αλλά τι γίνεται; Τα Τίμια Δώρα, ο Άρτος και ο Οίνος, είναι έτοιμα, έχουν προαγιασθεί (δι’ αυτό και λέγεται Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων) κατά την προηγηθείσαν θείαν Λειτουργίαν της Κυριακής, είναι πλέον Σώμα και Αίμα Χριστού, και απλώς προσφέρονται προς μετάληψιν εις τους πιστούς.
Εξηγούμεθα λεπτομερέστερον: Ο Ιερεύς καθ’ εκάστην Κυριακήν κόπτει από το πρόσφορον τον λεγόμενον «Αμνόν», δηλαδή το τετράγωνον εκείνο τεμάχιον της σφραγίδος που γράφει ΙΣ - ΧΣ  ΝΙ - ΚΑ, και το τοποθετεί επάνω εις το ιερόν Δισκάριον. Μετ’ ολίγον, κατά την στιγμήν του «Σε υμνούμεν...», το τεμάχιον αυτό του άρτου θα μεταβληθεί δια της ευλογίας του Ιερέως (ώ θαύμα θαυμάτων!) εις αυτό τούτο το Σώμα του Κυρίου, όπως και ο οίνος, που είναι εις το ιερόν Ποτήριον, θα μεταβληθεί και αυτός εις αυτό τούτο το Αίμα του Κυρίου. Όταν όμως ευρισκόμεθα εις την πένθιμον περίοδον της Μ. Τεσσαρακοστής, ο Ιερεύς, κατά την θείαν Λειτουργίαν της Κυριακής, δεν θα κόψει εν μόνον τεμάχιον εκ της σφραγίδος του προσφόρου, ωσάν αυτό που είπαμε ανωτέρω, αλλά περισσότερα (συνήθως τρία), αναλόγως προς τον αριθμόν των Λειτουργιών των Προηγιασμένων που θα τελέσει κατά την εβδομάδα. Τα τεμάχια αυτά (που δεν κόπτονται όλα από εν πρόσφορον, αλλ’ εν εξ εκάστου προσφόρου), θα τα ευλογήσει κατά την ώραν που πρέπει και αυτά θα μεταβληθούν εις Σώμα Χριστού. Εξ αυτών το εν θα χρησιμοποιηθεί διά την θείαν Μετάληψην της ημέρας εκείνης (Κυριακής), τα δε άλλα (συνήθως δύο) θα εμβαπτισθούν εις το ιερόν Ποτήριον, όπου το Άγιον Αίμα του Κυρίου, και θα φυλαχθούν εις ειδικόν κιβωτίδιον, το ιερόν Αρτοφόριον, διά τας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων που θα γίνουν εντός της εβδομάδος. Κατά αυτάς δε τας Λειτουργίας ο Ιερεύς θα προσφέρει εις τους πιστούς προς μετάληψιν τα Προηγιασμένα αυτά Δώρα. Πόσον ωραία και πόσον σοφά τα έχει όλα καθορίσει η Εκκλησία μας!...
Εις το σημείον αυτό ίσως ερωτήσει κάποιος: «Ελέχθη ότι πρέπει να μεταλαμβάνωμεν συχνά. Την Μ. Τεσσαρακοστήν είναι βεβαίως τούτο δυνατόν, αφού όλη η περίοδος είναι περίοδος νηστείας. Κατά τας άλλας περιόδους όμως π.χ. κατά τον Μάϊον μήνα ή τον Ιούλιον, που δεν υπάρχει μακρά περίοδος νηστείας, πως θα μεταλαμβάνωμεν συχνά; Δεν πρέπει προ της μεταλήψεως των αγίων Μυστηρίων, να νηστεύσωμεν μίαν εβδομάδα τουλάχιστον τας ζωϊκάς τροφάς;
Όχι, αδελφοί μου! Ουδέποτε η Εκκλησία μας εθέσπισε τοιαύτας νηστείας - νηστείας μίας ολοκλήρου εβδομάδος!- πρό της θείας Κοινωνίας. Ουδείς Κανών της Εκκλησίας ομιλεί περί νηστείας προ της θείας Κοινωνίας. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι μία μικρά νηστεία προ της θείας Κοινωνίας είναι κακή και αξιοκατάκριτος. Όχι! Καλή και αγία είναι και ουδείς την απαγορεύει. Ας υπάρχει λοιπόν νηστεία πρό της αγίας Κοινωνίας. Αλλά μικρά! Μικρά, ώστε να δύναται ο πιστός να κοινωνεί συχνά. (Ταύτα διά τους μεταλαμβάνοντες συνεχώς. Όσοι, απειθούντες προς τον Κύριον και την Εκκλησίαν Του, δεν κοινωνούν συχνά, ας νηστεύουν περισσότερον).
Επανερχόμενοι εις το θέμα μας, πρέπει να προσθέσωμεν ότι η Λειτουργία των Προηγιασμένων είναι συνυφασμένη με Εσπερινόν, είναι δηλαδή βραδινή. Αυτό έχει θεσπισθεί, διότι οι παλαιοί Χριστιανοί κατά τας ημέρας της Μ. Τεσσαρακοστής διατέλουν τελείως άσιτοι (νηστικοί) μέχρι των εσπερινών  ωρών. Ημπορούσαν λοιπόν να εκκλησιασθούν και να κοινωνήσουν κατά τας εσπερινάς ώρας. Σήμερον η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται και κατά την εσπέραν, συνηθέστερον όμως τελείται κατά τας πρωϊνάς ώρας προς διευκόλυνσιν των πιστών. Η Λειτουργία αύτη δεν έχει τον πανηγυρικόν και θριαμβευτικόν τόνον των άλλων Λειτουργιών, αλλά δεσπόζει εις αυτή το πένθιμον και κατανυκτικόν στοιχείον.
Η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται καθ’ όλας τας Τετάρτας και Παρασκευάς της Μ. Τεσσαρακοστής. Κατά την Μεγάλην Εβδομάδα τελείται μόνον τας τρείς πρώτας ημέρας αυτής (Μ. Δευτέραν, Μ. Τρίτην και Μ. Τετάρτην). Επίσης τελείται και κατά τας ημέρας εορτών ευρισκομένων εντός της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής. Δεν τελείται κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς της Μ. Τεσσαρακοστής καθώς και κατά την εορτήν του Ευαγγελισμού.
Πολλοί Χριστιανοί, γυναίκες ιδίως, δίδουν, κατά τας Λειτουργίας των Προηγιασμένων, εις τον Ιερέα ονόματα διά να μνημονευθούν. Πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν μνημονεύονται εις την Πρόθεσιν ονόματα, ούτε ζώντων ούτε κεκοιμημένων, κατά τας Λειτουργίας των Προηγιασμένων, διότι, ως είπομεν κατά τας Λειτουργίας αυτάς δεν τελείται Θυσία, αλλά τα Τίμια Δώρα έχουν προαγιασθεί. Ο Ιερεύς, και αν κρατήσει τα ονόματα, δεν θα τα μνημονεύσει εις την Πρόθεσιν, αλλά θα τα αφήσει δια την Λειτουργίαν του Σαββάτου ή της Κυριακής. Επίσης κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων δεν γίνονται μνημόσυνα.
Κατά τας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων αντί Χειρουβικού ψάλλεται το εξής:
«Νύν αι Δυνάμεις τών ουρανών σύν ημίν αοράτως λατρεύουσιν, Ιδού γάρ εισπορεύεται ο Βασιλεύς τής δόξης. Ιδού θυσία μυστική, τετελειωμένη, δορυφορείται, Πίστει καί πόθω προσέλθωμεν, ίνα μέτοχοι ζωής αιωνίου γενώμεθα, Αλληλούϊα.»
Δηλαδή: Κατά τας στιγμάς αυτάς αι στρατιαί  των Αγγέλων που είναι εις τους ουρανούς λατρεύουν αοράτως μαζί με ημάς τον Κύριον. Διότι, ιδού! εισέρχεται τώρα (εις το Ιερόν του Ναού) ο Βασιλεύς της δόξης. Ιδού θυσία μυστική που έχει ήδη τελεσθεί, συνοδεύεται υπό των Αγγέλων, οι οποίοι ως τιμητική φρουρά την περιβάλλουν. Ας προσέλθωμεν με πίστιν και πόθον να κοινωνήσωμεν εκ της θυσίας αυτής, διά να αποκτήσωμεν την αιώνιον ζωήν. Αινείτε τον Θεόν.
Ολίγα περί Εξομολογήσεως
Όλοι σχεδόν οι Χριστιανοί μας συνηθίζουν, τουλάχιστον κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν, να προσέρχονται εις το ιερόν Μυστήριον της Εξομολογήσεως. Βεβαίως υπάρχουν και εκείνοι που λέγουν: «Εγώ εξομολογούμαι εις την Εικόνα»! Εις αυτούς μία απάντησις χρειάζεται: «Τότε και να κοινωνείς από την Εικόνα! Αφού η Εικών έχει εξουσίαν να συγχωρεί αμαρτίας, θα έχει εξουσίαν και να μεταβάλει τον άρτον και τον οίνον εις Σώμα και Αίμα Χριστού. Να θέτεις λοιπόν εμπρός εις την Εικόνα άρτον και οίνον και έπειτα να μεταλαμβάνεις!!!» Πρέπει οι άνθρωποι αυτοί να αντιληφθούν ότι αι Εικόνες, έστω και αν κάμνουν θαύματα, δεν έχουν Ιεροσύνην! Η άφεσις δε των αμαρτημάτων, η μεταβολή του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού, καθώς και η τέλεσις όλων των Μυστηρίων, είναι έργον εκείνων που έχουν Ιεροσύνην, δηλαδή των Ιερέων της Εκκλησίας. Ουδείς άλλος δύναται να δώσει άφεσιν αμαρτιών. Ούτε αι Εικόνες, αλλ’ ούτε και αυτοί οι Άγγελοι έχουν εξουσίαν να συγχωρούν αμαρτίας. Όχι λοιπόν Εξομολόγησις ενώπιον της Εικόνος. Εξομολόγησις μόνον ενώπιον του Πνευματικού! Άλλως αι αμαρτίαι μας θα μείνουν ασυγχώρητοι και την ημέραν της Κρίσεως θα είμεθα αναπολόγητοι και θα καταδικασθώμεν.
Αυτοί δε που εξομολογούνται όπως ορίζει η Εκκλησία μας, δηλαδή ενώπιον του Πνευματικού, ας προσέχουν τα εξής:
1. Η Εξομολόγησις πρέπει να μη γίνεται μόνον κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν, αλλά (τουλάχιστον!) και κατά τας άλλας νηστείας, δηλαδή των Χριστουγέννων, του Δεκαπενταύγουστου και των Αγίων Αποστόλων. Όσον συχνότερον, τόσο καλλίτερον.
2. Να μη αφήνουν τας τελευταίας ημέρας των νηστειών, διότι συρρέουν πολλοί και ο Πνευματικός αδυνατεί να κάμει το έργον του όπως πρέπει.
3. Να μη λέγουν τα αμαρτήματα των άλλων, αλλά τα ιδικά των. Όχι «αυτό μου έκαμε η νύμφη μου» ή «αυτό μου είπε η κόρη μου» ή «έτσι μου εφέρθη η πενθερά μου», αλλά «αυτό έκαμα ή είπα εγώ!». Τα ιδικά μας αμαρτήματα, όχι των άλλων!
4. Να μη πολυλογούν. Να λέγουν αμαρτίας και όχι και όχι ιστορίας. Επίσης: Να λέγουν αμαρτήματα και όχι προβλήματα ούτε βάσανα. Αν θέλουν να συζητήσουν με τον Πνευματικό τα προβλήματά των, ατομικά ή οικογενειακά, και να ζητήσουν την γνώμην του δι’ αυτά, ή αν θέλουν να του ειπούν τα βάσανα των διά να ανακουφισθούν και να ακούσουν λόγους παρηγορίας, αυτό ημπορούν βεβαίως να το πράξουν, αλλ’ εις καιρόν κατάλληλον, οπότε ούτε οι άλλοι άνθρωποι θα περιμένουν ούτε ο Πνευματικός θα στερείται και χρόνου και δυνάμεων. Όχι κατά τας ημέρας π.χ. της Καθαράς ή της Μεγάλης Εβδομάδος, οπότε αναμένουν πλήθη δια να εξομολογηθούν και ο Πνευματικός είναι κατάκοπος.
5. Να μην αναμένουν από τον Πνευματικόν… κήρυγμα! Πολλοί νομίζουν ότι ο Πνευματικός, κατά την ώραν της Εξομολογήσεως των, πρέπει να κάμει εις αυτούς κήρυγμα περί όλων των θεμάτων. Η Εξομολόγησις όμως δεν είναι ούτε κήρυγμα ούτε κατήχησις. Είναι Μυστήριον αφέσεως αμαρτιών και τίποτε άλλο. Και αν ο Πνευματικός μας ακούσει σιωπών, και αν δεν μας είπη ούτε μίαν διδαχήν ή συμβουλήν, αλλ’ απλώς και μόνον αρκεσθεί εις την Ευχήν της συγχωρήσεως (αφού βεβαίως προηγουμένως ακούσει τα αμαρτήματά μας), το Μυστήριον ετελέσθη απολύτως και αι αμαρτίαι μας συνεχωρήθησαν. Ευχής έργον θα ήτο αναμφιβόλως να έχει ο Πνευματικός και χρόνον και δυνάμεις να ειπή πολλά εις τον Εξομολογούμενον, αλλά τούτο δεν είναι πάντοτε δυνατόν, ιδιαιτέρως δε κατά τας ημέρας των μεγάλων εορτών. Ας μας αρκούν λοιπόν έστω και τα δύο συμβουλευτικά λόγια που θα μας ειπή κατά την ώραν της Εξομολογήσεως μας ο Πνευματικός και ας μη αναμένωμεν ολόκληρον κήρυγμα! Η Εκκλησία μας έχει κατά την θ. λατρείαν κηρύγματα, όπως έχει και βιβλία πνευματικά, που κυκλοφορούν εις όλα τα μέρη. Από αυτά ας λαμβάνωμεν την πνευματικήν μας τροφήν, δηλαδή την ευσεβή διδασκαλίαν. Το Μυστήριον της Εξομολογήσεως δεν έγινε δια να παρέχει διδασκαλίαν· έγινε δια να παρέχει άφεσιν αμαρτιών!
6. Να μη προσέρχονται εις τον Πνευματικόν απροετοίμαστοι. Να σκέπτονται προηγουμένως τα αμαρτήματα των και να τα σημειώνουν. Να μην περιμένουν ερωτήσεις από τον Πνευματικόν, αλλά να είναι έτοιμοι να είπουν τα αμαρτήματά των.
7. Να μην εφευρίσκουν διαφόρους δικαιολογίας δια τα αμαρτήματά των. Να ομολογούν με ταπείνωσιν και συντριβήν  την ευθύνην των, διότι μόνον ούτω θα ελκύσουν το έλεος του Θεού.
8. Να διώκουν μακράν την εντροπήν. Να εντρεπώμεθα όταν αμαρτάνωμεν και όχι όταν εξαγορεύωμεν τας αμαρτίας μας δια να συγχωρηθούν.
9. Να λέγουν εις την Εξομολόγησιν όχι μόνον πράξεις, αλλά και λόγους και σκέψεις και επιθυμίας και γενικώς παν το αμαρτωλόν. Να μη φθάνουν όμως εις σκανδαλιστικάς  λεπτομερείας των τελεσθέντων αμαρτημάτων.
10. Να μη ζητούν ποτέ «μίαν Ευχή» χωρίς Εξομολόγησιν. Αυτό που λέγουν πολλοί: «Πάτερ, δεν έχω να πω τίποτε· διάβασε μου την Ευχήν δια να κοινωνήσω», είναι πολύ κακόν. Όλοι έχομεν αμαρτίας. Και χθές αν εξωμολογήθημεν, πάλιν κάτι θα έχομεν να είπομεν σήμερον. Η Ευχή χωρίς Εξομολόγησιν όχι μόνον δεν δίδει άφεσιν αμαρτιών, αλλ’ αποτελεί και εμπαιγμόν του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως, έχουν δε μεγάλην ευθύνην τόσον οι λαϊκοί που ζητούν «μίαν Ευχήν» άνευ Εξομολογήσεως όσον και οι Ιερείς που την δίδουν. Επαναλαμβάνομεν: Ποτέ «Ευχή» χωρίς Εξομολόγησιν! Ας διαφωτίζουν σχετικώς οι Ιερείς το Ποίμνιόν των, διότι αυτοί πταίουν περισσότερον δια την κατάστασιν αυτήν.