Σελίδες

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Περί απελπισίας




Από το βιβλίο «Ο Γέροντας Παΐσιος Ολάρου»  των εκδόσεων «Ορθόδοξος Κυψέλη»



Τι είναι η απελπισία; Η απελπισία είναι η μεγαλύτερη αμαρτία. Σου λέγει «εγώ δεν μπορώ να σωθώ  και μάταια προσεύχομαι». Όχι. Εσύ να λέγεις τα εξής: «Από πού προήλθε αυτός ο λογισμός; Όχι δεν είναι σωστός. Εγώ, με την βοήθεια της Μητερούλας του Κυρίου μου, ελπίζω να σωθώ». Η θύρα του Παραδείσου είναι ανοικτή, παιδιά μου, για όλους μας. Μόνο εμείς αρκεί να θέλουμε να μπούμε μέσα. Ο Θεός δεν υποχρεώνει κανέναν. Ενίοτε σπρώχνει κάποιον με την βία, στέλνοντας του μια αρρώστια, μια συμφορά, αλλά τον ενάρετο άνθρωπο τον αγαπά ο Θεός.
Κάπου είναι γραμμένο: «Κάθε αμαρτία είναι συγχωρεμένη, αλλά η αμαρτία κατά του αγίου Πνεύματος δεν συγχωρείται στον αιώνα»… Μετά από αυτό τι σου λέγει ο λογισμός σου; Όχι! Είναι βλασφημία του νοητού εχθρού. Ο διάβολος τα κάνει αυτά. Σου φέρνει λογισμούς βλασφημίας, για να σε οδηγήσει στην απελπισία και κατόπιν να σου υπενθυμίσει ότι η βλασφημία είναι εναντίον του αγίου Πνεύματος και ουδέποτε συγχωρείται. Όχι, παιδιά μου, αυτή η σκέψις είναι του διαβόλου. Εσείς όμως ελάτε στον Πνευματικό και πέστε του τι λογισμός ήλθε στο νου σας: «Πάτερ, έχω λογισμούς βλασφημίας, έχω ανήθικους λογισμούς για την Κυρία Θεοτόκο, για τον Δεσπότη μας Χριστό, για τις Εικόνες, για τους μοναχούς, για τους ιερείς...». Οι λογισμοί πρέπει να αποκαλύπτονται στον Πνευματικό ενωρίς. Τι σου κάνει η απελπισία; Έλα σου λέγει, να σε σηκώσω ψηλά. Η εξομολόγησις είναι το δεύτερο βάπτισμα. Με το μυστήριο της Εξομολογήσεως σηκώνεσαι ψηλότερα απ’ αυτούς τους λογισμούς. Και πάντοτε να κάνεις το ίδιο πράγμα: Όταν πέφτεις να σηκώνεσαι… Μην αφήνεις την ψυχή σου να προσβάλλεται από τους λογισμούς της απελπισίας.
Πως λέγεις ότι δεν αγαπάς τον Θεό; Αυτοί είναι λογισμοί του διαβόλου… Κλείσε το στόμα σου. Πως δεν πιστεύεις; Ποιος σε έφερε εδώ στο μοναστήρι; Γιατί υπακούεις σ’ αυτά που σου λέει ο νοητός εχθρός; Γιατί πιστεύεις ότι δεν θα σωθείς; Όχι παιδί μου… Άφησε όλη την ελπίδα σου στην Κυρία Θεοτόκο και Αυτή θα μας σώσει όλους δωρεάν.
Εάν ημπορούσαμε να τα κάνουμε όλα, σίγουρα θα υπερηφανευόμασταν· αλλά αυτό είναι πολύ κακό… Έχουμε νοερά προσευχή; Κάνουμε ελεημοσύνη;… Αλλά όταν βλέπεις ότι δεν ημπορείς να τα κάνεις όλα, ταπεινώσου. Η δύναμις του Θεού, όπως λέγει η Γραφή, αποτελειώνεται μέσα στις αδυναμίες μας. Συ κάνε αυτό που εξαρτάται από τον εαυτόν σου. Προσευχήσου συχνά, εξομολογήσου, πήγαινε στην εκκλησία, κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων, με την άδεια του Πνευματικού σου… Και μη φοβάσαι ότι θα πας στην κόλαση. Την Τετάρτη και Παρασκευή νήστευε, κι αν πεινάσεις φάγε κάτι. Διάβασε κάποιο ψυχωφελές βιβλίο. Λέγε την ευχή του Ιησού και μη ξεχνάς και την Κυρία μας Θεοτόκο. Κάνε ότι ημπορείς για την σωτηρία σου…
Άϊντε, παιδί μου, ας βάλουμε κι εμείς από τώρα αρχή μετανοίας. Να ζούμε με την ελπίδα της αιωνίου ζωής. Εγώ, όταν ήμουν παιδί, η μανούλα μου μου έλεγε: «Νηστεύουμε τώρα, καλό μου παιδί, κι όταν τελειώσει η νηστεία, θα ιδείς κόκκινα αυγά, και τσουρέκια και ντολμαδάκια...». Κι έτσι κρατούσαμε τη νηστεία και περιμέναμε.
Τι δικαιώματα έχεις εσύ επάνω στη ζωή σου; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα και καμιά εξουσία. Θεός φυλάξοι…

Για την χαρά

Να χαιρώμεθα και να ευχαριστούμε πάντοτε τον Πολυέλεο και Πανάγαθο Θεό μας για όλα, όσα μας χαρίζει, είτε αυτά ενίοτε μας λυπούν, είτε μας χαροποιούν την καρδιά.

Για τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες

Χωρίς θλίψεις και πειρασμούς δεν ημπορούμε να σωθούμε.
Μην ξεχνάς ότι ο Θεός αυτόν που αγαπά, τον δοκιμάζει για να Τον πλησιάσει περισσότερο.
Είμεθα υποχρεωμένοι να υποδεχώμεθα με αγάπη τις διάφορες δοκιμασίες μας και να ευχαριστούμε τον Θεό για όλα.
Οι πειρασμοί που έρχονται , έρχονται με παραχώρηση του θελήματος του Θεού, για δοκιμασία και για να μείνουμε παντοτινά στην οδό της ταπεινώσεως. Μόνον έτσι  γνωρίζουμε την αδυναμία μας και ζητάμε βοήθεια: «Κύριε, μη με εγκαταλείπεις στους πειρασμούς μου...». Άλλοτε έρχονται και χωρίς την θέληση μας, είτε από τις κακές επιθυμίες του σώματος μας, είτε από τον κόσμο, είτε και από τον διάβολο.
Να δοξάζουμε τον Θεό, διότι μας δοκιμάζει με διάφορους πειρασμούς εδώ σ’ αυτή τη γη. Διότι, εάν ζούμε εδώ ανενόχλητοι από πειρασμούς, δεν σωζόμεθα. Ότι είναι η φωτιά για τον χρυσό έτσι είναι οι πειρασμοί της ζωής για εμάς. Μας δυναμώνουν, μας αναθερμαίνουν τον ζήλο, μας επαυξάνουν την πίστη, μας ταπεινώνουν και μας διδάσκουν να προσευχόμεθα και να ζητάμε συμβουλές.
Όταν έρχονται και σε περικυκλώνουν οι πειρασμοί, να καταφεύγεις στην προσευχή. Να διαβάζεις την Παράκληση της Παναγίας, να προσκυνάς τον Τίμιο Σταυρό, να διαβάζεις ένα ή δύο καθίσματα από το Ψαλτήριο, και όταν περάσει ο πειρασμός και η ψυχή σου είναι ειρηνική, πήγαινε πάλι στο διακόνημά σου και ευχαρίστησε τον Θεό για να σε σκεπάζει στις ώρες της δοκιμασίας σου.
Μη ξεχνάμε ότι κάθε τόπος έχει τους πειρασμούς του και οπουδήποτε είμεθα χρειάζεται υπομονή και ευχαριστία.
Ενίοτε αναρωτιέμαι: Άραγε ο πόνος μου και ο πόνος κάθε ανθρώπου δεν είναι ένας αρραβώνας της αιωνίου ζωής; Διότι η κάθε θλίψις μας ταπεινώνει και μας διδάσκει να επικαλούμεθα θερμά την βοήθεια του Θεού.
Είναι ακόμη ένας τρόπος να μας εξετάσει ο Θεός κατά πόσο αντέχουμε για να μας δώσει αργότερα και κάποιο χάρισμα, που Εκείνος έχει στην άπειρη θεϊκή βούληση Του.

Για τη λύπη.



Μοναχού Αντιόχου, Λόγος 25ος.

Το να κυριεύεται κανείς από λύπη σε μη κατάλληλο καιρό προέρχεται από τον φθονερό δαίμονα. Για να αποσπάσει δηλαδή κατά κάποιο τρόπο το νου από τη διάθεσή του για προσευχή και να καταστήσει άκαρπο τον άνθρωπο, γι’ αυτό προκαλεί σ’ αυτόν την άκαιρη λύπη. Δεν πρέπει λοιπόν να αποδεχόμαστε αυτήν και να κυριευόμαστε από άκαιρη λύπη και να ολοκληρώνομε τη χαρά του εχθρού, αλλά μάλλον να απομακρυνόμαστε από την επιβουλή αυτή του αλάστορα, του δαίμονα της λύπης. Γιατί, όταν το πονηρό αυτό πνεύμα περιτυλίξει την ψυχή κάποιου και την σκοτίσει ολόκληρη, δεν την αφήνει να κάμνει τις προσευχές με προθυμία, ούτε να δείχνει υπομονή στην ωφέλεια που προέρχεται από τα ιερά αναγνώσματα, ούτε τον αφήνει να είναι πράος και να έρχεται σε επικοινωνία με τους αδελφούς, αλλά και δημιουργεί μίσος για την υπόσχεση που δώσαμε για να ασκήσομε αυτόν τον τρόπο ζωής,  και γενικά, αφού προκαλέσει η λύπη σύγχυση σε όλες τις σωτηριώδεις αποφάσεις της ψυχής την καθιστά σαν ανόητη και παράφρονη, εμποδίζοντας κάθε αγαθή επικοινωνία.  Και δεν επιτρέπει ούτε από τους γνήσιους φίλους να δέχεται λόγο συμβουλευτικό, ούτε τον αφήνει να δώσει σ’ αυτούς ειρηνική απάντηση, αλλά, αφού κατακυριεύσει ολόκληρη την ψυχή, τη  γεμίζει με πικρία και αηδία, και την πείθει να αποφεύγει τους ανθρώπους, επειδή τάχα έγιναν αίτιοι της ταραχής της. Γιατί δεν την αφήνει να κατανοήσει, ότι δεν έχει την αρρώστια εξωτερικά αλλά αποκείμενη μέσα στο βάθος της. Και τότε φανερώνεται, όταν, αφού έρθουν οι πειρασμοί, την καταστήσουν φανερή με την άσκηση.
    Η λύπη λοιπόν είναι σκυθρωπότητα της ψυχής, στόμα λιονταριού που καταπίνει με ευκολία τον λυπούμενο.  Η λύπη είναι σκουλήκι της καρδιάς, που κατατρώει τη μητέρα της που την γέννησε.  Ο μοναχός που είναι κυριευμένος από τη λύπη δεν νοιώθει τη γλυκειά γεύση του μελιού, όπως εκείνος που υποφέρει από σφοδρό πυρετό. Ο κυριευμένος από λύπη μοναχός δεν κινεί τον νου του προς θεωρία, ούτε αναπέμπει ποτέ καθαρή προσευχή στον Θεό. Εκείνος που νίκησε τα πάθη, νίκησε τη λύπη, νικημένος όμως από την ηδονή, δεν θα ξεφύγει από τα δεσμά της. Εκείνος που είναι κυριευμένος συνεχώς από λύπη και προσποιείται απάθεια, είναι όμοιος με κάποιον που είναι ασθενής  και υποκρίνεται ότι είναι υγιής. Όπως δηλαδή ο ασθενής γίνεται φανερός από το χρώμα του σώματος, έτσι οι κυριευμένος από πάθος γίνεται φανερός από τη λύπη. Εκείνος που αγαπά τον κόσμο, θα δοκιμάσει πολλές λύπες ενώ όποιος περιφρονεί τα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, θα δοκιμάζει διαρκώς ευφροσύνη. Και όπως το χωνευτήρι καθαρίζει το μη καθαρό ασήμι, έτσι η κατά Θεόν λύπη καθαρίζει την καρδιά που περιέπεσε σε αμαρτία. Είναι λοιπόν πάρα πολύ καλό και ωφέλιμο στην ψυχή το να υπομένει με δύναμη κάθε θλίψη, είτε προξενείται από τους ανθρώπους, είτε από τους δαίμονες, και να γνωρίζει με ακρίβεια, ότι είμαστε χρεώστες της καταπονήσεως. Πρέπει λοιπόν με προσευχή και υπομονή να αντισταθούμε στον δαίμονα αυτόν. Γιατί εκείνος που θέλει να νικήσει τους πειρασμούς χωρίς προσευχή και υπομονή, δεν θα τους απομακρύνει, αλλά θα εμπλακεί περισσότερο σ’ αυτούς.
     Και εμείς λοιπόν με υπομονή ας ψάλλομε μαζί με τον Δαβίδ «Γιατί είσαι περίλυπη, ψυχή μου, και γιατί με συνταράσσεις; Στήριξε την ελπίδα σου στον Θεό, γιατί θα ‘ρθεί η ημέρα που θα του αναπέμψω τις ευχαριστίες μου, αφού αυτός είναι η σωτηρία μου και ο Θεός μου».  Γιατί είναι αδύνατο χωρίς λύπη να ξεπεράσει τους πειρασμούς αυτός που βαδίζει τον δρόμο της ασκήσεως. Αλλά στη συνέχεια γεμίζουν με πολλή χαρά (μάλιστα εάν οπλίσουν καλά τον εαυτό τους με την προσευχή  και την υπομονή) και δάκρυα γλυκά και θεία νοήματα, όσοι καλλιέργησαν μέσα στις καρδιές τους τον πόνο και τη θλίψη. Καθόσον τα στεφάνια ακολουθούν τις θλίψεις των αθλητών. Γιατί, εάν χαυνωθεί ο λογισμός από την προσευχή, αρχίζει η λύπη να κατατρώγει, όπως έχει λεχθεί, την καρδιά του ανθρώπου, όπως ο σκόρος το ένδυμα και το σκουλήκι το ξύλο, εκδηλούμενη στα κόκκαλα του, και παρουσιάζεται ο άνθρωπος σκυθρωπός, επειδή σκοτάδι περιέβαλε τους λογισμούς. Γι’ αυτό και η Γραφή συμβουλεύει  λέγοντας «Απομάκρυνε τη λύπη από σένα, γιατί η λύπη πολλούς κατέστρεψε, και δεν υπάρχει ωφέλεια σ’ αυτή». Και «Από λύπη προξενείται θάνατος και η λύπη της καρδιάς κάμπτει τη δύναμη του ανθρώπου».  Και προσθέτει «Μην αφήσεις τη λύπη να κυριέψει την καρδιά σου, αλλά απομάκρυνε την από αυτήν, σκεπτόμενος τα έσχατα αυτής». Φυγάδευσε λοιπόν από σένα τη λύπη αυτή, και μη λυπείς το Πνεύμα το Άγιο που κατοικεί μέσα σου, μήπως παρακαλέσει τον Θεό και απομακρυνθεί από σένα. Γιατί το Πνεύμα του Θεού, που δόθηκε στη σάρκα αυτή, δεν προξενεί λύπη ούτε στεναχώρια.
    Ντύσου  λοιπόν τη χαρά, η οποία πάντοτε έχει τη χάρη του Θεού, και εντρύφα μέσα σ’ αυτή. Γιατί ο χαρωπός άνθρωπος κάμνει αγαθά έργα και περιφρονεί τη λύπη, ενώ ο κυριευμένος από λύπη άνθρωπος πάντοτε κάμνει κακά έργα. Και πρώτο κακό που κάνει, είναι το ότι λυπεί το Πνεύμα το άγιο, το οποίο δόθηκε στον άνθρωπο χαρωπό. Και δεύτερο, ότι στο εξής διαπράττει ανομία, μη εξομολογούμενος στον Κύριο.  Γιατί του κυριευμένου από τη λύπη ανθρώπου η προσευχή δεν έχει τη δύναμη να ανεβεί στο θυσιαστήριο του Θεού. Καθόσον κάθεται πάνω στην καρδιά του η λύπη. Αναμιγμένη λοιπόν η λύπη μαζί με την προσευχή δεν αφήνει την προσευχή να ανεβεί καθαρή προς το θυσιαστήριο. Όπως δηλαδή αναμιγμένα ξύδι και κρασί σε ένα μίγμα δεν παρέχουν την ίδια ευχαρίστηση, έτσι και η λύπη αναμιγμένη μαζί με το Άγιο Πνεύμα δεν αφήνει να υψωθεί προς τον Θεό η ίδια προσευχή. Είναι καλό λοιπόν να διώξομε την λύπη από τον εαυτό μας και να ντυθούμε όλη τη χαρά.
    Ας απομακρυνθούμε λοιπόν από αυτή τη λύπη με κάθε βιασύνη,  γιατί είναι κοσμική λύπη, καθόσον «Η κατά Θεόν λύπη», όπως είπε ο Απόστολος Παύλος, «προξενεί μετάνοια που οδηγεί στη σωτηρία, για την οποία κανείς δεν μετανοεί, ενώ η λύπη του κόσμου προξενεί θάνατο». Και ο Παροιμιαστής «Ευλογία του Κυρίου κατεβαίνει στο κεφάλι του ενάρετου, αυτή τον κάνει πλούσιο, και δεν θα κυριεύσει λύπη στην καρδιά του». Και πάλι «Όταν η καρδιά ευφραίνεται κάνει τον άνθρωπο να νιώθει ευεξία, ενώ όταν ο άνθρωπος είναι κυριευμένος από λύπη νοιώθει  τα οστά του να ξηραίνονται». Και ο Παύλος «Γιατί δεν θέλομε να αγνοείτε, αδελφοί, για τη θλίψη που μας βρήκε στην Ασία, τόσο πολύ το βάρος της ξεπέρασε τις δυνάμεις μας, ώστε να χάσομε ακόμα και την ελπίδα μας για τη ζωή. Αλλά εκείνος που παρηγορεί τους ταπεινούς, ο Θεός μας παρηγόρησε».
    Και εμείς λοιπόν μαζί με τον Δαβίδ ας αναφωνήσομε «Ελέησέ με, Κύριε, γιατί θλίβομαι, εξαιτίας του θυμού σου θόλωσαν τα μάτια μου από τα δάκρυά μου, γιατί κακοπάθησα και ταπεινώθηκα πάρα πολύ και οι στεναγμοί της καρδιάς μας έβγαιναν σαν βρυχηθμοί λιονταριού». Και «Λύπη κυρίεψε την καρδιά μου από τη διαρκή σκέψη των δεινών μου και ένοιωσα ταραχή από τα εναντίον μου λόγια του εχθρού μου και από τη θλίψη που μου προκαλεί ο αμαρτωλός».  Αλλά, «Σώσε με, Θεέ μου, γιατί τα δάκρυα από τη θλίψη μου έφτασαν μέχρι τα βάθη της ψυχής μου, βυθίστηκα μέσα σε βαθύ βούρκο, και δεν υπάρχει μέρος να σταθώ». Και «Μη αποστρέψεις το πρόσωπό σου από τον δούλο σου, γιατί θλίβομαι. Άκουσε αμέσως την παράκλησή μου». «Γιατί συ είσαι η καταφυγή και η παρηγοριά από τη θλίψη που με διακατέχει». «Είθε να φτάσει μπροστά σου η προσευχή μου και να κλίνεις το αυτί σου για να ακούσεις την δέησή μου». Και όταν απαλλαχθείς από τη λύπη, ευχαριστώντας τον Θεό λέγε «Ο Κύριος έριξε το βλέμμα του από τον ουρανό για να ακούσει το στεναγμό των φυλακισμένων, για να λύσει τα δεσμά των παιδιών που είχαν θανατωθεί». Και «Τι να ανταποδώσω στον Κύριο για όλες τις ευεργεσίες προς εμένα;». Γιατί «Μέσα από τη θλίψη μου τον επικαλέσθηκα, και άκουσε την παράκλησή μου και μου πρόσφερε ανακούφιση μεγάλη». Και ο Κύριος έλεγε στους μαθητές του «Αλήθεια σας λέγω ότι σεις θα κλάψετε και θα θρηνήσετε, ενώ ο κόσμος θα χαρεί». Και μιλώντας στη συνέχεια παραβολικά για  τη γυναίκα που γεννάει και έχει λύπη, προσθέτει « Έτσι και σεις θα έχετε τώρα λύπη, αλλά πάλι θα σας επισκεφθώ και θα χαρεί η καρδιά σας και τη χαρά σας κανένας δεν θα σας την αφαιρέσει». Σ’ αυτόν πρέπει η δόξα, που δίνει χαρά σε όσους βρίσκονται σε θλίψη, στους αιώνες. Αμήν.

Διαφορά μεταξύ πνευματικού και ψυχολόγου



Από το βιβλίο «Ψυχική ασθένεια και υγεία του Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου


Ο πνευματικός πατέρας που πρέπει να εξασκεί το έργο με βάση την Ορθόδοξη Παράδοση διαφέρει σαφώς από τον ψυχολόγο, που εργάζεται βάσει μιας ανθρωποκεντρικής θεωρήσεως του ανθρώπου και της ζωής του. Ο ψυχολόγος θέλει να ισορροπήσει ψυχολογικά τον άνθρωπο. Ο πνευματικός πατέρας αποβλέπει στην θέωση του ανθρώπου. Ο ψυχολόγος χρησιμοποιεί τις απόψεις της Σχολής που εκπροσωπεί. Ο πνευματικός πατέρας χρησιμοποιεί  τον αιώνιο λόγο του Θεού που φανερώθηκε στους Προφήτας , στους Αποστόλους και τους αγίους. Ο ψυχολόγος νομίζει ότι η ασθένεια οφείλεται μόνον σε τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος ή στα λεγόμενα απωθημένα βιώματα. Ο πνευματικός γνωρίζει καλά ότι δεν πρόκειται απλώς για μνήμες του παρελθόντος και απωθημένα βιώματα  που εναποθηκεύονται στο υποσυνείδητο, αλλά ότι ασθενεί μια συγκεκριμένη ενέργεια της ψυχής, που είναι ο νους, και, μάλιστα, αυτός είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Ο ψυχολόγος χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ερωτήσεως και της ακροάσεως και προσπαθεί να βοηθήσει τον άνθρωπο στο να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα του, και τον βοηθά να ωριμάσει ψυχολογικά. Ο πνευματικός, φωτιζόμενος από την Χάρη του Θεού, εντοπίζει το πρόβλημα, που είναι ο σκοτασμός του νοός, οι φαντασίες, και με την  ορθόδοξη μέθοδο, που είναι η κάθαρση και ο φωτισμός, προσπαθεί να τον οδηγήσει στην θεωρία του Θεού. Ο ψυχολόγος κινείται ανθρώπινα με σκέψεις και ιδέες. Ο πνευματικός κινείται Θεανθρώπινα. Χρησιμοποιεί την θεραπευτική μέθοδο, αλλά και δια των Μυστηρίων στέλλει τη Χάρη του Θεού στη καρδιά του ασθενούς. Ο ψυχολόγος νομίζει ότι όλα κινούνται σε ανθρώπινο επίπεδο. Δεν γνωρίζει την ύπαρξη του διαβόλου και την ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Ο πνευματικός γνωρίζει την διαφορά μεταξύ Χάριτος του Θεού, ενεργείας του διαβόλου και ασθενείας πνευματικής και σωματικής. Ο ψυχολόγος φθάνει στο να συνειδητοποιήσει ο ασθενής το πρόβλημα του και να το αντιμετωπίσει. Ο πνευματικός οδηγεί τον άνθρωπο στην μετάνοια που συνίσταται στην ολοκληρωτική μεταμόρφωση του. Δεν τον οδηγεί στην αποβολή μερικών καταστάσεων, αλλά στην μεταμόρφωση των παθών. Νομίζω  μπορεί κανείς να βρει και άλλα σημεία που δείχνουν την τεράστια διαφορά μεταξύ ψυχολόγου και πνευματικού. Και είναι κρίμα να έχουμε στην Εκκλησία μας τέτοια ολοκληρωμένη διδασκαλία περί της καθάρσεως και θεραπείας του ανθρώπου, και όμως να καταλήγουμε στην παραδοχή και χρησιμοποίηση ψυχολογικών θεωριών, που είναι δυτικών ανθρώπων και αποβλέπουν στην θεραπεία των δυτικών, οι οποίοι, φυσικά, έφθασαν εκεί γιατί αγνοούσαν την νηπτική παράδοση.