Γέρων Γρηγόριος Παπασωτηρίου
Ερώτηση: «Μέχρι ποιου σημείου ο έγγαμος πρέπει να κάνει υπακοή στον Πνευματικό του; Να ζητάει ευλογία σε όλα; Σε όλες τις λεπτομέρειες; Ακόμη και όταν πρέπει να πάει την οικογένειά του ένα ταξίδι για ξεκούραση; Και, όταν για όλες τις λεπτομέρειες δεν είναι δυνατόν να συναντά τον Πνευματικό, πώς να ενεργεί;».
Η ερώτηση αυτή, όπως βλέπετε, έχει σχέση με το πώς ένας έγγαμος θα κινείται στην καθημερινή του ζωή και ποια θα είναι η σχέση του με τον Πνευματικό. Η σχέση του έγγαμου με τον Πνευματικό. Και πρώτα-πρώτα θίγει το θέμα της υπακοής.
Είχαμε περάσει από το καλύβι κάποιου Καρουλιώτη - εγώ και άλλοι δύο ήμασταν, αν ενθυμούμαι καλώς - και ανοίξαμε μία συζήτηση για το θέμα αυτό ακριβώς, την υπακοή. Και ένας εκ των εγγάμων που ευρίσκετο εκεί λέγει: «Πάτερ, μιλάς για τους αγάμους, για τους μοναχούς πως πρέπει να κάνουν υπακοή, ότι θα σωθούν μέσω της υπακοής». Νομίζω κάπως έτσι είπε «μέσω της υπακοής θα σωθούν». «Εμείς οι έγγαμοι πως θα σωθούμε;», λέει. Και του απαντάει: «Και εσείς με την υπακοή θα σωθείτε».
Και πραγματικά και μέσα στον γάμο είναι απαραίτητη η υπακοή στον Πνευματικό. Δεν θα μπορέσουμε να βαδίσουμε σωστά, εάν δεν υπακούσουμε, εάν θελήσουμε από μόνοι μας να αγωνιστούμε είτε διαβάζοντας, μελετώντας διάφορα βιβλία, ακόμη και αν είναι Πατερικά!
Ένας γιατρός βρισκόταν στα Άσπρα Σπίτια και πήρε να διαβάσει Φιλοκαλία. Διάβαζε Φιλοκαλία και φυσικά προσπάθησε να τα εφαρμόσει στην ζωή του τα φιλοκαλικά αυτά συγγράμματα. Και όταν πήγε στον Πνευματικό του στην Αθήνα, του λέγει ο Πνευματικός «παιδί μου, μην ξαναδιαβάσεις Φιλοκαλία». Καταλαβαίνετε, ε; Όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά υπήρχε φόβος να ζημιωθεί, γιατί ανάποδα και στραβά τα έβλεπε και τα καταλάβαινε. Τα Πατερικά συγγράμματα και μάλιστα Φιλοκαλικά, τα ασκητικά αυτά, τα τόσο ευλογημένα, ήταν δυνατόν να ζημιώσουν εκείνον τον άνθρωπο. Και φανταστείτε τι θα γινόταν, εάν δεν είχε πνευματικό οδηγό. Άρα ο πνευματικός οδηγός είναι απαραίτητος για τον κάθε Χριστιανό.
Είναι αδύνατον, έτσι τουλάχιστον πιστεύω, -και αυτή είναι και η πίστη της Εκκλησίας - είναι αδύνατον να σωθεί Χριστιανός χωρίς Πνευματικό. Γιατί ο Πνευματικός έχει σχέση με το Μυστήριο που λέγεται εξομολόγηση. Είναι δυνατόν να σωθεί κανείς, χωρίς να ζει μυστηριακή ζωή; Χωρίς τα Μυστήρια είναι δυνατόν να σωθεί; Η Εκκλησία λέγει ότι δεν είναι δυνατόν. Όπως δεν είναι δυνατόν να ζήσει ένα σώμα, χωρίς να τρέφεται, χωρίς να πίνει νερό, έτσι δεν είναι δυνατόν να ζήσει η ψυχή, χωρίς και αυτή να τρέφεται. Πως θα τραφεί; Τα Μυστήρια τρέφουν την ψυχή.
Και όταν λέμε εξομολόγηση, δεν εννοούμε μόνο να πάει κάποιος να πει τα αμαρτήματα του · γιατί και αν ακόμα πει τα αμαρτήματα του, αλλά δεν κάνει υπακοή στον Πνευματικό, δεν έκανε τίποτα. Διότι δεν θα πει απλώς τα αμαρτήματα. Δεν κάνουμε σαν τους Ρωμαιοκαθολικούς, διότι σε αυτό το χάλι έφθασαν οι αιρετικοί, οι Ρωμαιοκαθολικοί. Οι Προτεστάντες δεν έχουν Μυστήρια, αλλά οι Ρωμαιοκαθολικοί λένε ότι μπορείς να εξομολογηθείς και με το τηλέφωνο. Ντρέπεσαι να πας στον Πνευματικό; Πάρε ένα τηλέφωνο και πες του τα. Σου διάβασε και μια ευχή, εντάξει, τακτοποιήθηκες. Ή στο εξομολογητήριο βάζει ένα παραβάν εκεί ο «Πνευματικός», δεν τον είδες ούτε αυτός σε είδε, είπες τα αμαρτήματά σου και εντάξει, τακτοποιήθηκες. Δεν είναι ορθόδοξα αυτά. Αυτά είναι γελοία για εμάς.
Γιατί ο Χριστιανός εάν θέλει την σωτηρία του, θα έχει πατέρα, πνευματικό πατέρα. Αυτός, που τον γεννάει και τον φέρνει σε αυτόν τον κόσμο, είναι ο σαρκικός πατέρας. Αλλά αυτός που θα τον αναγεννήσει είναι ο Πνευματικός πατέρας. Λέγει ο απόστολος Παύλος· μπορείτε να έχετε πολλούς δασκάλους, αλλά όχι πολλούς πατέρες, «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας» (Α΄ Κορ. δ΄). Πνευματικός πατέρας των Κορινθίων ήταν ο απόστολος Παύλος. Αυτός τους αναγέννησε. Αυτός τους γέννησε εν Χριστώ. Και ο Πνευματικός θα γεννήσει τον Χριστιανό. Και ωδίνει πραγματικά και υποφέρει ο Πνευματικός πραγματικά και κάνει το παν ο Πνευματικός γι’ αυτόν που του κάνει υπακοή. Γιατί ο Πνευματικός αναλαμβάνει πια στους ώμους την ψυχή αυτού που του κάνει υπακοή, και κάνει το παν, για να σωθεί η ψυχή αυτή.
Ας αφήσουμε τις πλάνες και εμείς οι Χριστιανοί που λέμε: «Είπες μερικές αμαρτίες σε έναν Πνευματικό; Πήγαινε σε άλλον ύστερα. Μήπως γράφτηκες στον πρώτο; Κοίταξε να δεις κάποιον άλλο». Δημιουργείς ένα μπέρδεμα έτσι. Δύσκολα σώζεις την ψυχή σου. Η Εκκλησία λέγει ότι πρέπει να βρεις έναν Πνευματικό που σε αναπαύει, σε ξεκουράζει, και να δοθείς, να δώσεις το είναι σου σε αυτόν, να του πεις, όπως κάποιος Ισίδωρος - στην Κλίμακα -, που χαρακτηρίζεται σιδερένιος πνευματικά, είπε: «Γέροντά μου, να, είμαι εδώ σαν το σίδερο στη φωτιά. Κάνε με ότι εσύ θέλεις! Όπως ο σιδηρουργός παίρνει το σίδηρο και το βάζει στην φωτιά, για να το πλάσει όπως αυτός θέλει, έτσι και εγώ αφήνομαι στα χέρια σου. Να με πλάσεις, όπως θέλεις!». Όταν κανείς έχει διάθεση να κάνει τέτοια υπακοή, τότε δεν είναι δυνατό παρά να ωφεληθεί πάρα πολύ.
Όπως και άλλες φορές είπαμε, γι’ αυτή την ψυχή που λαχταράει σωτηρία, θα φωτίσει ο ίδιος ο Θεός τον Πνευματικό και θα της πει τα πρέποντα, για να μπορέσει να σωθεί.
Τώρα τι γίνεται; Πάμε και λέμε τα αμαρτήματα μας και, αν μας λέει κάτι ο Πνευματικός - το έχω προσέξει - εμείς δεν ακούμε τι λέει ο Πνευματικός, αλλά μένουμε σε αυτό που σκεφτήκαμε εμείς. Και αν απαντάμε στον Πνευματικό, δεν απαντάμε σε αυτά που μας λέει, αλλά λέμε αυτά που έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Κυρίως οι γυναίκες βάζουν κάτι στο μυαλό τους, και ότι και να λέει ο Πνευματικός πάει «στο βρόντο». Δεν ακούν. Αυτά που έχουμε εμείς στο κεφάλι μας, μέσα στην σκέψη μας, αυτά μόνο μας ενδιαφέρουν. Δεν λέω για εσάς. Λέγω τι συμβαίνει συνήθως. Και έπειτα πώς να κάνουμε υπακοή! Όχι υπακοή, ούτε ακοή δεν υπάρχει!
Ρώτησα μερικές φορές: «Βρε παιδάκι μου, τι σου είπα;». Γιατί φαινόταν ότι δεν άκουγε. Δεν ήξερε τι είπα. Ήξερε τα δικά της. Εκείνα που κράτησε μέσα στην σκέψη της. Όταν δεν υπάρχει ακοή, πώς να υπάρχει υπακοή; Πώς να υπάρχει σωτηρία; Βλέπετε πόσο μπέρδεμα δημιουργείται.
Αλλά η υπακοή στον Πνευματικό είναι απαραίτητη. Και αν ο Πνευματικός σαν άνθρωπος σφάλλει, εσύ δεν έχεις ευθύνη. Εσύ κάνεις υπακοή, δεν έχεις ευθύνη. Μη σας φαίνεται παράξενο. Δεν θα σε αφήσει ο Θεός εσένα, που θέλεις να κάνεις υπακοή, δεν θα σε αφήσει να χαθείς.
Οι Πατέρες δεν λένε ψέματα. Εμείς οι άνθρωποι μπορεί να λέμε, αλλά οι Πατέρες δεν λένε ψέματα. Στα Πατερικά διαβάζουμε το εξής. Κάποιος νέος θέλησε να γίνει μοναχός. Και είπε: «Θεέ μου, θα βγω έξω από την πόλη, θα βαδίσω και στο πρώτο “σπίτι” που θα βρω, το πρώτο ησυχαστήριο, θα πάω μέσα και θα γίνω υποτακτικός σ’ αυτόν τον Γέροντα. Θα κάνω τέλεια υπακοή σ’ αυτόν τον Γέροντα. Εκεί θα μείνω. Μέσω αυτού θα σωθώ». Βγαίνει πραγματικά. Προχωράει, βρίσκει το «σπίτι», χτυπάει την πόρτα, βγαίνει ο μοναχός. «Γέροντα», λέει, «θα μείνω εδώ σε εσένα». «Όχι, παιδάκι μου, δεν μπορείς», του λέει εκείνος. «Όχι», λέει ο νέος, «εδώ θα μείνω». «Δεν μπορείς», του λέει ο άλλος. «Όχι, θα γίνω υποτακτικός σου», επιμένει, «δεν φεύγω· υποτακτικός σου θα γίνω».
Επειδή και ο Γέροντας επέμενε πολύ και ο μέλλων υποτακτικός επέμενε, του λέγει ο Γέροντας. «Άκουσε παιδάκι μου. Με βλέπεις καλόγερο, αλλά δεν είμαι καλόγερος. Εγώ ζω αμαρτωλά. Έχω συνδεθεί και με γυναίκα». «Δεν ξέρω τι κάνεις εσύ», του λέει ο νέος, «εγώ θα καθίσω να γίνω υποτακτικός σε σένα. Εσύ κάνε ότι θέλεις». Και κάθισε. Και κάνει υπακοή σ’ αυτόν τον πόρνο. Και σώζεται. Και κατανύσσεται εκείνος ο αμαρτωλός με την υπακοή του υποτακτικού και ελεεινολογεί τον εαυτό του και έρχεται σε συναίσθηση, διώχνει την γυναίκα και σώθηκε και ο μοναχός εκείνος. Βέβαια που αυτή η υπακοή! Που αυτή η υπακοή!
Εμείς αν δούμε κάτι στον Πνευματικό μας, αρχίζουμε την κρίση και την κατάκριση· και «τώρα εγώ πως θα πάω να του εξομολογηθώ, αυτός έκανε εκείνο, έκανε το άλλο». Δεν λέω να πηγαίνουμε στον τυχαίο Πνευματικό, όπως δεν πάμε στον τυχαίο γιατρό. Πρέπει να ερευνήσει κανείς, να εξετάσει και, αφού βρει τον Πνευματικό που τον αναπαύει, να κάνει απόλυτη υπακοή πια από εκεί και πέρα. Σε ότι πει ο Πνευματικός να λέγει «να ναι ευλογημένο». Όχι αντιρρήσεις. «Μα... ξέρεις, μα δεν μπορώ. Δεν είναι δυνατόν...». Και όταν λες «δεν μπορώ», επειδή νοιώθεις ότι δεν μπορείς, και τότε φυσικά παρακοή κάνεις. Όταν λέει κάτι ο Πνευματικός, να λέμε «να ναι ευλογημένο. Θα προσπαθήσω». Μα δεν μπορείς; «Θα προσπαθήσω και πάλι». Οπωσδήποτε, λέγω, για τον αγιασμό, για την σωτηρία είναι απαραίτητη η υπακοή σε Πνευματικό.
Επίσης αυτός που έθεσε την ερώτηση ρωτάει αν πρέπει να ζητάει ευλογία για όλα. Τώρα δεν ξέρω αυτός ή αυτή (αυτή, ίσως να είναι) που γράφει την ερώτηση, πως εννοεί το να ζητάει ευλογία σε όλα. Και μέσα στο Μοναστήρι η μοναχή, ο μοναχός δεν θα ζητήσει ευλογία για όλα. Όταν θα πάει να πιεί νερό, όταν θα εργαστεί στο διακόνημα, δεν θα πάρει ευλογία. Ξέρει πως πρέπει να εργαστεί στο διακόνημα και θα το κάνει· ξέρει τι και πως το θέλει η Γερόντισσα και ο Γέροντας. Ή, όταν κάτι είναι ολοφάνερο, δηλαδή να βοηθήσει π.χ. έναν αδελφό, μια αδελφή, δεν πρέπει να ρωτήσει τον Γέροντα αν πρέπει να κάνει αυτή την πράξη αγάπης. Για παράδειγμα μια μοναχή δεν θα πάει να πάρει ευλογία από την Γερόντισσα, για να βοηθήσει μια άλλη μοναχή που δυσκολεύεται στο διακόνημα. Θα πάει να την βοηθήσει. Είναι μια πράξη αγάπης αυτή.
Αλλά όμως, αν μπορούν περισσότερο να συμβουλεύονται τον Πνευματικό τους και να του κάνουν περισσότερη υπακοή, αυτό είναι το ιδανικό. Λέμε ποιο είναι το ιδανικό, το άριστο, γιατί αυτό είναι και το πολύ - πολύ ωφέλιμο για την ψυχή μας.
Και τέλος ρωτάει, όταν για όλες τις λεπτομέρειες δεν είναι δυνατόν να συναντά τον Πνευματικό, πώς να ενεργεί. Και είναι πολύ φυσικό αυτό, να μη μπορεί για τις λεπτομέρειες να συναντάει τον Πνευματικό. Λέγω, θα σκέφτεται, θα αναλογίζεται ποια περίπου είναι η γνώμη του Πνευματικού πάνω σε αυτές τις λεπτομέρειες. Εάν όμως δεν μπορεί να ξέρει ποια είναι η γνώμη του Πνευματικού, θα σας πω κάτι. Μη σας φανεί παράξενο. Εμένα αυτό το πράγμα μου φαίνεται καλό. Αν θέλει κανείς να το εφαρμόσει, ας το εφαρμόσει. Προσοχή όμως, να μη το εφαρμόζει σε όλα! Μόνο σε μια λεπτομέρεια και τότε μόνο, όταν είναι αδύνατο να ρωτήσει τον Πνευματικό. Μην το κάνουμε νόμο αυτό, γιατί θα είναι αμαρτία.
Να. Θα ήθελες να ρωτήσεις τον Πνευματικό για κάτι, για μια λεπτομέρεια, αλλά δεν μπορείς να τον βρεις. Τότε γράφεις σε δύο χαρτάκια «να το κάνω» ή «να μην το κάνω», τα βάζεις στην εικόνα της Παναγίας, κάνεις τρείς μετάνοιες και λες «Παναγία μου, πες μου τι να κάνω;». Με την καρδιά σου το κάνεις όμως, έ; Με την καρδιά σου θα πεις «Παναγία μου, τι να κάνω; Ναι ή όχι;». Πάρε ένα χαρτάκι. Έ, αυτό το χαρτάκι που θα πάρεις αυτό θα είναι. Αλλά προσοχή, μην το κάνετε νόμο αυτό το πράγμα! Μόνο όταν είναι αδύνατον να συναντήσεις τον Πνευματικό και όταν πρόκειται για μια λεπτομέρεια, τότε κάνε το. Στα άλλα να προσπαθούμε να συναντούμε τον Πνευματικό και να κάνουμε υπακοή σε αυτό που θα μας πει ο Πνευματικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου