Σελίδες

Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Η ταραγμένη μας ζωή και η ευλογημένη ψυχική ησυχία.


Του Φώτη Κόντογλου

Από το βιβλίο «Ευλογημένο καταφύγιο» των εκδόσεων «Ακρίτας»



Δεν γνωρίζω τί νοιώθουνε οι άλλοι άνθρωποι στον καιρό μας. Εγώ νοιώθω πολλές φορές πως βρίσκουμαι μέσα σε μια παραζάλη και μια ταραχή, σ' αυτόν τον κόσμο της μηχανής και της δράσης. Σαν να στριφογυρίζει το κεφάλι μου μέσα στο σβούρισμα πού έχει πιάσει την ανθρωπότητα, και δεν έχει μιας στιγμής ησυχία. Ποτέ το ανθρώπινο γένος δεν το 'πιασε τόση δραστηριότητα —όχι πνευματική, μα υλική δραστηριότητα. Γιατί, κι αυτά πού τα λέγει σήμερα ο κόσμος πνευματικά, επιστημονικά, δεν είναι παρά υλικά, κι αποβλέπουνε στην υλική ζωή του ανθρώπου. Κι αυτή η υλική ζωή του ανθρώπου, λέγεται με μια λέξη: Παράς. Όλες οι ακαταμέτρητες μηχανές πού αγκομαχάνε σαν τελώνια μέρα-νύχτα, σε στεριά, σε θάλασσα και στον αγέρα, όλα αυτά τα συνέδρια, και τα επιστημονικά εργαστήρια, κ' οι εφευρέσεις, κ’ οι μυριάδες εφημερίδες και τα λογής - λογής βιβλία, κ' οι καλλιτεχνίες, τα θέατρα, οι ρεκλάμες, οι διάφορες ρουκέτες για καινούριες θεωρίες, τα διαπλανητικά ταξίδια, όπως τα λένε, οι αστρονομίες, οι εξερευνήσεις στους πόλους, στις ζούγκλες, στα βάθη του ωκεανού, όλα, όλα γίνουνται γι' αυτόν τον τύραννο, πού καβαλίκεψε την αμαρτωλή την ανθρωπότητα και την στριφογυρίζει σαν δαιμονισμένη: τον Παρά. Ποτές ο Μαμωνάς δεν προσκυνήθηκε με τόση πίστη, με τόσο άγρια πίστη, όσο σήμερα. Κ' οι πιο φανατικοί προσκυνητές του, αλλοίμονο, είναι οι λεγόμενοι χριστιανοί, αυτοί πού λένε πως πιστεύουνε σε Κείνον, πού είπε πως ο Μαμωνάς είναι ο πιο μεγάλος εχθρός του, ο Εωσφόρος, ο Σατανάς!
*
Λοιπόν, ο κόσμος στριφογυρίζει από την τρέλα του Μαμωνά, κι όλοι μας, επειδή βρισκόμαστε μέσα σ' αυτόν τον άγριον ανεμοστρόβιλο, είμαστε ζαλισμένοι, και δεν καταλαβαίνουμε αυτό το φοβερό στριφογύρισμα, πού δεν μας αφήνει να πάρουμε αναπνοή. Όποιος μπορέσει και τραβηχθεί για λίγο έξω από τούτον τον ανεμοστρίφουλα (κ' είναι πολύ λιγοστοί οι τέτοιοι άνθρωποι), με τρομάρα βλέπει που πηγαίνει η τυφλή ανθρωπότητα, έχοντας χαμένα τα φρένα της ολότελα. Τότε μοναχά καταλαβαίνει πώς όλα τούτα τα εκατομμύρια, στ’ αληθινά δεν νοιώθουνε σχεδόν τίποτα από την ουσία της ζωής, ενώ, ίσια - ίσια, θαρρούνε πως τρέχοντας σαν δαιμονισμένοι, είναι φτερωμένοι με τα φτερά της ζωής, και δεν ξέρουνε πως κυνηγάνε τον ψεύτικο ίσκιο της!
Ο κάθε άνθρωπος της σημερινής κοινωνίας είναι φορτωμένος με τόσες έγνοιες, πού δεν προφταίνει, να ζήσει. Κ' ενώ αυτές οι λογής - λογής έγνοιες τον μποδίζουνε να ζήσει, ίσα - ίσα αυτές οι άσπλαχνες έγνοιες πού του τρώνε το συκώτι, όπως το όρνιο έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα, αυτές λοιπόν οι έγνοιες θαρρεί, μέσα στην παραζάλη του, πως είναι η ζωή η ίδια, ο δυστυχής, και φοβάται μήπως αυτές οι βδέλλες πού πίνουνε το αίμα του, ξεκολλήσουνε από πάνω του, και πεθάνει.
Πάρτε έναν σημερινό άνθρωπο, πού να 'ναι φουσκωμένος σαν σαμπρέλα από την τρελή δραστηριότητα πού λέμε, με το κεφάλι του γεμάτο από χίλιες έγνοιες και φροντίδες και σχέδια και μηχανές (όλα για τον Παρά), και πιάστε και ξεκολλήστε από πάνω του μία - μία όλες αυτές τις βδέλλες, ως πού ν' απομείνει σκέτος, δηλαδή ήσυχος, αζάλιστος, αμέριμνος. Θα νομίσει πως πέθανε, πως δεν έχει τίποτα να κάνει πια στον κόσμο, γιατί μαζί με τις βδέλλες εβγήκε κ' η ψυχή του, επειδής εκείνες οι βδέλλες ήτανε η ζωή του. Παραμέσα από το πετσί του, πού το βυζαίνουνε αυτές οι βδέλλες, δεν υπάρχει ψυχή, δηλαδή δεν υπάρχει, ζωή. Ο τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να απομείνει μόνος με τον εαυτό του, γιατί εαυτός του καλά - καλά δεν υπάρχει. Γι' αυτό κρεμνιέται από τις φροντίδες κι από τις σκοτούρες, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει γι' αυτόν ζωή.
Ζωή είναι η από μέσα αίσθηση του κόσμου, πού έχει ο άνθρωπος. Ζει όποιος απομένει με τον εαυτό του, χωρίς μάταιους περισπασμούς, «Ο ολιγομέριμνος, λέγει ένας άγιος, εν αναπαύσει νοός διάγει». Και πάλι ο ίδιος λέγει: «Χωρίς αμεριμνίας, φως εν τη ψυχή σου μη ζητήσης, μήτε γαλήνην και ησυχίαν». Μα, για τους σημερινούς ανθρώπους, γαλήνη και ησυχία είναι ο θάνατος, ενώ ταραχή είναι η ζωή. Ο ίδιος άγιος λέγει; «Άνθρωπος πολυμέριμνος, πράος και ησύχιος ου δύναται είναι», και «Ο αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστί της χαράς».
Από φυσικό μου δεν αγαπώ την ταραχή, κ' είμαι αδιάφορος σε ότι γίνεται γύρω μου, δηλαδή στη λεγόμενη «εξέλιξη». Άλλα σήμερα είναι τόσο μεγάλη η βουή πού γίνεται στον κόσμο, πού νοιώθω ώρες - ώρες πως ζαλίζομαι, και πέφτω σε αθυμία, βλέποντας αυτή την κατάσταση, και για να βγάλω από πάνω μου τα μπερδεμένα νήματα πού μας έχουνε ζωσμένους, αποτραβιέμαι στη μοναξιά, σαν άνθρωπος πού τον κυνηγάνε, και τρέχει να κρυφτεί.
*
Κάθουμαι κάτω από το τσαρδάκι, κοντά στην ακροθαλασσιά. Τ' αεράκι φυσά, γλυκομουρμουρίζοντας στα δροσερά φύλλα των δέντρων πού κρέμουνται από πάνω μου. Ανάμεσα στα δεντράκια και στα χαμόκλαρα, κοιτάζω το μαβύ πέλαγο. Δόξα σοι ο Θεός! Φύγανε από πάνω μου οι ανόητες έγνοιες, σαν τον άνθρωπο πού λούσθηκε και καθαρίστηκε, και νοιώθει τον εαυτό του αναπαυμένον. Αληθινά, «ο αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστί της χαράς»!
Κοιτάζω αντίκρυ μου και χαίρουμαι, ενώ ακούγω τη θάλασσα ν’ αλαφροκυματίζει και τα κυματάκια να μουρμουρίζουνε στα φύκια της ακρογιαλιάς. Αντίκρυ βλέπω δυο νησιά, το 'να πίσ' από τ' άλλο. Το πιο κοντινό φαίνεται καθαρώτατα, μ' όλα τα καθέκαστα. Το άλλο πού κρύβεται από πίσω του, γαλανιάζει, έχει ένα δροσερό χρώμα, το χρώμα του νερού. Αερικά βουνά, με έμορφα χαμηλώματα ανάμεσα τους, απλώνουνε από την μια άκρη ως την άλλη, Βλέπω κάβους, έρημες ακρογιαλιές. Εδώ κ’ εκεί μίλια μακρυά τόνα από τ' άλλο, βλέπω κανένα σπιτάκι, ξεχασμένο στην ερημιά. Ίσως μοναχά το δικό μου μάτι να το πρόσεξε, το κακόμοιρο. Άραγε ποια ψυχή κάθεται κει μέσα! Τούτη την ώρα δεν φαίνεται κοντά του ανθρώπινος ίσκιος.
Δυο-τρία πανάκια, βολτατζάρουνε στο πέλαγο. Το ένα είναι μεγάλο, ένα τρεχαντήρι μ' ένα λατίνι. Το καθένα τραβά το μάτι μου. Το κοιτάζω ως πού κουράζομαι. Μικραίνει, μικραίνει, ως πού σβήνει μέσα στην άχνα του πελάγου και χάνεται μέσα στη θολούρα. Μια ψυχή είναι αυτό το πανί πού έσβησε, ένας άνθρωπος. Άραγε ποιος είναι; Έχε γεια, αδερφέ μου, πού δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε κ' εσύ θα μάθεις ποτές πως σε κοίταξε κάποιος από μακρυά, με τόση αγάπη, από μιαν έρημη ακρογιαλιά, δίχως να φαίνεται καθόλου,
Κάθουμαι και κοιτάζω έτσι ώρες πολλές. Ησυχία είναι μέσα μου, κι απ’ έξω η πλάση είναι ειρηνεμένη και βλογημένη. Η βουή του κόσμου σαν να 'ναι ψέμα, ένας βραχνάς πού έσβησε και χάθηκε. Δεν έχω έγνοιες, μηδέ φιλοδοξίες. Ο πελαγίσιος αγέρας σκόρπισε το σμάρι τις σφήκες πού ζαλίσανε το κεφάλι μου. Εδώ σε μια ώρα μέσα, ζεις όσο δε ζει αληθινά ούτε μέσα σ' ένα χρόνο ο αεικίνητος άνθρωπος της μηχανής και του παρά. Τί λέγω; Κ' εκατό, και διακόσια χρόνια να ζήσει ένας τέτοιος σε τούτον τον κόσμο, δεν θα καταλάβει ότι νοιώθει σε μια ώρα ο από μέσα άνθρωπος από το βαθύ μυστήριο του κόσμου!
Δυστυχισμένοι! Εσείς πού έχετε την ιδέα πως είσαστε ζωντανοί, γιατί στριφογυρίζετε μέρα - νύχτα, σαν τις μηχανές πού προσκυνάτε! Όσο ζωντανές είναι αυτές οι μηχανές, άλλο τόσο ζωντανοί είσαστε και σεις. «Υιοί ανθρώπων, ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος;»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου