Δόξαζε, ψυχή μου, τον Κύριο. Θεέ μου, πολύ μεγάλη είναι η δόξα σου.
Ντύθηκες μεγαλοπρέπεια, παίρνοντας το φως για ρούχο σου.
Τεντώνεις τον ουρανό σα να ‘ναι προβιά, στα παλάτια σου νερά έχεις βάλει για σκεπή.
Καβαλικεύεις απάνου στα σύννεφα, περπατάς απάνου στα φτερά των ανέμων.
Κάνεις τους αγγέλους σου πνεύματα, και τους λειτουργούς σου φλόγα και φωτιά.
Κείνος που θεμελίωσε τη γης απάνου στη βάση της, και δε θα γείρει στον αιώνα του αιώνος.
Η άβυσσος είναι το φόρεμά του, απάνου στα βουνά στέκουνται νερά.
Μπρός στην οργή σου φεύγουνε, στη φωνή της βροντής σου δειλιάζουν.
Ανεβαίνουνε όρη και κατεβαίνουνε κάμποι στον τόπο που τα θεμέλιωσες.
Έβαλες σύνορο, που δε θα το περάσουν, μήτε θα πέσουνε για να σκεπάσουν τη γης.
Κείνος που στέλνει πηγές μέσα στα φαράγγια, ανάμεσα στα βουνά περνούν νερά.
Ποτίζουνε όλα τα θηρία του κάμπου, δέχουνται τ’ άγρια γαϊδούρια πόρχουνται να ξεδιψάσουν.
Σιμά τους θα φωλιάσουν τα πουλιά τ’ ουρανού, ανάμεσα απ’ τις πέτρες βγάζουνε φωνές.
Κείνος που ποτίζει τα βουνά απ’ τα υπερώα του, από τον καρπό των έργων του θα χορτάσει η γης.
Κείνος που βγάζει χορτάρι για τα ζωντανά, και στάχυα στη δουλειά των ανθρώπων.
Για να βγάλει ψωμί απ’ τη γης, και το κρασί φραίνει την καρδιά του ανθρώπου.
Για να γλυκάνει το πρόσωπό του με λάδι, και το ψωμί στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου.
Θα χορτάσουν τα ξύλα του κάμπου, τα κέδρα του Λιβάνου οπού φύτεψες.
Εκεί θα χτίσουν τη φωλιά τους οι σπουργίτες, το σπίτι του ερωδιού είναι πρώτο μέσα στ’ άλλα.
Τα ψηλά βουνά για τα λάφια, οι πέτρες καταφύγιο για τους λαγούς.
Έκανε το φεγγάρι σε γυρίσματα, ο ήλιος ξέρει τη δύση του.
Χύνεις το σκοτάδι και γίνεται νύχτα, που θαν έβγουν άπ’ τις φωλιές τους όλα τα θηρία του δρυμού.
Λεονταρόπουλα που μουγκρίζουν για ν’ αρπάξουν, και ζητάνε απ’ το Θεό τη θροφή τους.
Βγήκε ο ήλιος, και μαζεύουνται και κοιτάζουνται στις σπηλιές τους.
Θάν έβγει ο άνθρωπος να πάει στη δουλειά του και στην εργασία του ως το βράδυ.
Πόσο μεγάλα είναι τα έργα σου Κύριε. Όλα με σοφία τα έπλασες. Γιόμισε η γης απ’ τα χτισίματά σου.
Να, τούτη η θάλασσα η μεγάλη κ’ η ευρύχωρη, εκεί μέσα σερπετά, που δεν έχουνε μετρημό, ζώα μικρά αντάμα με μεγάλα.
Εκεί πηγαινοέρχουνται καράβια, αυτός ο δράκος, που τον έπλασες για να την περιπαίζει.
Όλα από σένα περιμένουν να τους δώσεις τη θροφή τους στην ώρα τους. Όταν τους τη δώσεις θα τη μαζέψουν.
Ανοίγεις τα χέρια σου, και γιομίζουν όλα χαρά κ’ ευτυχία.
Γυρίζεις το πρόσωπό σου κι όλα ταράζουνται.
Τους παίρνεις το πνεύμα τους και χάνουνται, και γυρίζουνε πίσω στο χώμα.
Τους στέλνεις την πνοή σου και χτίζουνται, και ξανανιώνεις το πρόσωπο της γης.
Ας είναι η δόξα του Κυρίου στους αιώνες. Θα ευφραθεί ο Κύριος για τα έργα του.
Κείνος που ρίχνει μια ματιά στη γης, και την κάνει να τρέμει, που αγγίζει τα βουνά και καπνίζουν.
Θα τραγουδώ τον Κύριο σ’ όλην τη ζωή μου, θα ψέλνω το Θεό μου όσο υπάρχω.
Θα γλυκαίνεται απ’ αυτόν ο λογισμός μου, θα φραίνουμαι απ’ τον Κύριο.
Άμποτε να λείψουν οι αμαρτωλοί κ’ οι άνομοι απ’ το πρόσωπο της γης, που να μην ξαναφανούν πιά ποτές. Δόξαζε ψυχήν μου τον Κύριο.
Ντύθηκες μεγαλοπρέπεια, παίρνοντας το φως για ρούχο σου.
Τεντώνεις τον ουρανό σα να ‘ναι προβιά, στα παλάτια σου νερά έχεις βάλει για σκεπή.
Καβαλικεύεις απάνου στα σύννεφα, περπατάς απάνου στα φτερά των ανέμων.
Κάνεις τους αγγέλους σου πνεύματα, και τους λειτουργούς σου φλόγα και φωτιά.
Κείνος που θεμελίωσε τη γης απάνου στη βάση της, και δε θα γείρει στον αιώνα του αιώνος.
Η άβυσσος είναι το φόρεμά του, απάνου στα βουνά στέκουνται νερά.
Μπρός στην οργή σου φεύγουνε, στη φωνή της βροντής σου δειλιάζουν.
Ανεβαίνουνε όρη και κατεβαίνουνε κάμποι στον τόπο που τα θεμέλιωσες.
Έβαλες σύνορο, που δε θα το περάσουν, μήτε θα πέσουνε για να σκεπάσουν τη γης.
Κείνος που στέλνει πηγές μέσα στα φαράγγια, ανάμεσα στα βουνά περνούν νερά.
Ποτίζουνε όλα τα θηρία του κάμπου, δέχουνται τ’ άγρια γαϊδούρια πόρχουνται να ξεδιψάσουν.
Σιμά τους θα φωλιάσουν τα πουλιά τ’ ουρανού, ανάμεσα απ’ τις πέτρες βγάζουνε φωνές.
Κείνος που ποτίζει τα βουνά απ’ τα υπερώα του, από τον καρπό των έργων του θα χορτάσει η γης.
Κείνος που βγάζει χορτάρι για τα ζωντανά, και στάχυα στη δουλειά των ανθρώπων.
Για να βγάλει ψωμί απ’ τη γης, και το κρασί φραίνει την καρδιά του ανθρώπου.
Για να γλυκάνει το πρόσωπό του με λάδι, και το ψωμί στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου.
Θα χορτάσουν τα ξύλα του κάμπου, τα κέδρα του Λιβάνου οπού φύτεψες.
Εκεί θα χτίσουν τη φωλιά τους οι σπουργίτες, το σπίτι του ερωδιού είναι πρώτο μέσα στ’ άλλα.
Τα ψηλά βουνά για τα λάφια, οι πέτρες καταφύγιο για τους λαγούς.
Έκανε το φεγγάρι σε γυρίσματα, ο ήλιος ξέρει τη δύση του.
Χύνεις το σκοτάδι και γίνεται νύχτα, που θαν έβγουν άπ’ τις φωλιές τους όλα τα θηρία του δρυμού.
Λεονταρόπουλα που μουγκρίζουν για ν’ αρπάξουν, και ζητάνε απ’ το Θεό τη θροφή τους.
Βγήκε ο ήλιος, και μαζεύουνται και κοιτάζουνται στις σπηλιές τους.
Θάν έβγει ο άνθρωπος να πάει στη δουλειά του και στην εργασία του ως το βράδυ.
Πόσο μεγάλα είναι τα έργα σου Κύριε. Όλα με σοφία τα έπλασες. Γιόμισε η γης απ’ τα χτισίματά σου.
Να, τούτη η θάλασσα η μεγάλη κ’ η ευρύχωρη, εκεί μέσα σερπετά, που δεν έχουνε μετρημό, ζώα μικρά αντάμα με μεγάλα.
Εκεί πηγαινοέρχουνται καράβια, αυτός ο δράκος, που τον έπλασες για να την περιπαίζει.
Όλα από σένα περιμένουν να τους δώσεις τη θροφή τους στην ώρα τους. Όταν τους τη δώσεις θα τη μαζέψουν.
Ανοίγεις τα χέρια σου, και γιομίζουν όλα χαρά κ’ ευτυχία.
Γυρίζεις το πρόσωπό σου κι όλα ταράζουνται.
Τους παίρνεις το πνεύμα τους και χάνουνται, και γυρίζουνε πίσω στο χώμα.
Τους στέλνεις την πνοή σου και χτίζουνται, και ξανανιώνεις το πρόσωπο της γης.
Ας είναι η δόξα του Κυρίου στους αιώνες. Θα ευφραθεί ο Κύριος για τα έργα του.
Κείνος που ρίχνει μια ματιά στη γης, και την κάνει να τρέμει, που αγγίζει τα βουνά και καπνίζουν.
Θα τραγουδώ τον Κύριο σ’ όλην τη ζωή μου, θα ψέλνω το Θεό μου όσο υπάρχω.
Θα γλυκαίνεται απ’ αυτόν ο λογισμός μου, θα φραίνουμαι απ’ τον Κύριο.
Άμποτε να λείψουν οι αμαρτωλοί κ’ οι άνομοι απ’ το πρόσωπο της γης, που να μην ξαναφανούν πιά ποτές. Δόξαζε ψυχήν μου τον Κύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου