Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Προς τον άρρωστον


Του () Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου

Αχ αδελφέ μου! Είσαι άρρωστος ε; Και θα πονείς. Κι θα υποφέρεις. Το ξέρω. Σε λυπούμαι. Σε συμπαθώ. Σε συμπονώ. Σε αγαπώ. Συμπάσχω και εγώ με σένα. Υποφέρουμε και οι δυό. Η ψυχή μου αισθάνεται πόνους, διότι πάσχεις. Τα δάκρυά της τρέχουν από συμπόνια. Θλίβεσαι, αδελφέ μου, μαραίνεσαι, στενοχωρείσαι. Αχ πόσον θα ήθελα να ήσουν υγιής. Να μη πονείς! Να μη πάσχεις! Να μη λυπήσαι! Αλλά τι μπορώ να σου κάμω; Μπορώ να σου δώσω την υγείαν σου; Μπορώ να σταματήσω τους πόνους σου; Αχ Δεν μπορώ! Μπορώ όμως να τους γλυκάνω λίγο, να τους κάμω ποιο υποφερτούς. Πως; Θα μου πεις; Με το να σου πω λίγους λόγους παρηγορητικούς. Με του να σου χύσω λίγο βάλσαμο στην πονεμένη και πληγωμένη σου καρδιά. Με το να σου δώσω λίγο θάρρος. Έτσι ελπίζω να πως θα σε ανακουφίσω. Έτσι ελπίζω πως θα σου πραΰνω και θα σου ελαφρώσω λίγο τους πόνους. Έτσι ελπίζω πως θα σου ολιγοστεύσω τα δάκρυα. Έτσι ελπίζω πως θα σου κάμω λιγότερο δυσάρεστη την κατάστασή σου. Έτσι ελπίζω πως το ποτήρι της αρρώστιάς σου θα το κάμω λιγότερο πικρό. Έτσι ελπίζω πως θα ελαττώσω λίγο τους βαθείς και σπαραξικάρδιους στεναγμούς σου.
  «Ναι αγαπητέ μου», ίσως να μου πεις. «Καλά τα λέγεις. Μα εγώ δεν παίρνω ανακούφισιν. Δεν παίρνω θάρρος. Διότι δεν πονώ μόνον εις το σώμα. Αυτό θεραπεύεται εύκολα. Μα πονώ πολύ περισσότερον εις την ψυχήν. Είμαι απόκληρος από την ζωήν, από την κοινωνίαν. Είμαι απελπισμένος και απογοητευμένος από τον κόσμον. Δεν έχω κανένα που να με πονεί. Κανένα που να με συμπαθεί. Κανένα που να ενδιαφέρεται για μένα. Από όλους ευρήκα ασπλαγχνίαν και εγκατάλειψιν. Από όλους αδιαφορίαν και απάθειαν. Από όλους περιφρόνησιν και αποστροφήν. Είμαι ο δυστυχέστερος των ανθρώπων. Τι θέλω λοιπόν να ζω; Η ζωή μου είναι ανωφελής, είναι άχρηστη, είναι περιττή. Καθημερινώς πίνω ποτήρια πικρίας, οδύνης, και πόνου. Δεν παίρνω λοιπόν παρηγορίαν. Είμαι απαρηγόρητος, αγανακτισμένος. Με κατέχει η απόγνωσις...».
  Αγαπημένε μου αδελφέ! Πόσον είσαι αποθαρρυμένος! Πόσον είσαι απελπισμένος! Ο πόνος σου, η λύπη σου, η πικρία σου, σε κάνει να τα βλέπεις όλα μαύρα και απαίσια και σκοτεινά. Βλέπεις παντού νύκτα, σκοτάδι, κακίαν. Και πουθενά ημέραν, φως, αγάπην. Νομίζεις πως μόνον συ υποφέρεις. Πως μόνον συ πονείς. Πως μόνον συ δυστυχείς. Νομίζεις πως όλοι οι άλλοι είναι υγιείς, είναι ευχαριστημένοι, είναι ευτυχείς. Και όμως πόσον απατάσαι! Πόσον πλανάσαι! Πόσον σφάλλεις…! Λέγεις ότι σε εγκατέλειψαν όλοι. Ω! Πόσον είσαι μακριά από την πραγματικότητα! Ξεχνάς πως όταν και όλοι εγκαταλείπουν, ο Θεός παρακολουθεί και εποπτεύει; Ξεχνάς πως ο Θεός ουδέποτε μας λησμονεί; «Ρίξε σε Μένα», λέγει, «κάθε σου φροντίδα κι Εγώ δεν θα σ’ εγκαταλείψω ποτέ». Ξεχνάς πως πάντοτε ο σπλαχνικός Αυτός Πατέρας μας μας αγαπά και μας προστατεύει; Ξεχνάς πως έχει σε μας τόσην μεγάλην αγάπην ώστε δεν εδίστασε να στείλει τον Υιόν Του τον Αγαπητόν και Μονογενή δια να σταυρωθεί προς χάριν μας; Ξεχνάς πως μας έχει εις την άλλην Ζωήν ετοιμάσει Βασιλείαν ένδοξον και περίλαμπρον; Ξεχνάς πως από την πολλήν Του αγάπην θα κάμει και εμάς ομοίους με Αυτόν, εάν τηρώμεν τον Νόμον Του; Τα ξεχνάς όλα αυτά;
  «Μα αφού μας αγαπά, γιατί να είμαι στο κρεβάτι, γιατί να είμαι δυστυχής;», ίσως θα μου απαντήσεις.
  Μα ακριβώς, αδελφέ μου, επειδή μας αγαπά μας αφήνει να υποφέρουμε. Ο καλός πατέρας δεν τιμωρεί το παιδί του, όταν σφάλλει; Γιατί το τιμωρεί; Ασφαλώς επειδή το αγαπά και θέλει να το συνετίσει. Έτσι και ο Καλός μας Πατέρας, ο Θεός. Όταν ιδεί ότι φεύγομεν από τας εντολάς Του, μας τιμωρεί δια να μας σωφρονίσει. Εάν μας αφήσει ατιμώρητους θα Τον ξεχάσωμεν. Πρέπει λοιπόν να Τον ευχαριστώμεν, διότι μας τιμωρεί δια καλόν μας.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Δεν είναι για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα ο Κύριος υπόδειγμα για μας.



- Γέροντα, αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, ότι κάποια στιγμή ο Χριστός πήρε το φραγγέλιο και πέταξε έξω από το Ναό του Σολομώντος τους εμπόρους και τους χρηματιστές κακούς-κακώς. Μήπως λοιπόν, σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, δικαιολογείται η χρήσις βίας εκ μέρους των Χριστιανών;
- Ο Κύριος είναι Υιός του Θεού, Δημιουργός και Κυβερνήτης του σύμπαντος. Εμείς δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Δεν είναι για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα ο Κύριος υπόδειγμα για μας. Για πολλά είναι· όχι για όλα.
Θέλετε άλλο παράδειγμα; Ο Κύριος  «εἶπε τῷ Πέτρῳ·  ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ»  (Ματθ. 16,23). Μπορούσε Εκείνος να το ειπή, διότι ήταν Υιός Θεού. Εμείς δεν έχουμε  δικαίωμα να ειπούμε στο συνάνθρωπό μας, είσαι διάβολος, είσαι σατανάς.
Μερικά πράγματα τα έκανε ο Κύριος  «ὡς ἐξουσίαν ἔχων»  (Μαρκ. 1,22). Δεν σημαίνει ότι αυτά είναι και υποδείγματα μιμήσεως δικής μας. Εμείς οφείλουμε   «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α’ Πετρ. 2,21) , αλλά στον αγιασμό· όχι σε μερικές πράξεις εξουσίας, τις οποίες έκανε ο Κύριος. Χρειάζεται πολλή προσοχή και θερμή προσευχή σε κάθε περίπτωση να μας φωτίζει ο Θεός, πως θα ενεργήσουμε.

π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Ποια είναι η «επί γης ειρήνη» του Αγγελικού ύμνου της Βηθλεέμ;



 του Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου


 Ελάχιστα χωρία της Αγίας Γραφής έχουσι τόσον οικτρώς παρερμηνευθεί όσον το χωρίον Λουκ. β΄ 14. Πρόκειται περί του Ύμνου όστις εψάλλετο υπό των Αγγέλων κατά την θεσπεσίαν εκείνην νύκτα της κατά σάρκα γεννήσεως του Ανάρχου Θεού Λόγου, του Κυρίου Ιησού. Η παρερμηνεία αυτή υπό πολλών ορθοδόξων δεν είναι βεβαίως ηθελημένη και σκόπιμος (μόνον οι αιρετικοί παρερμηνεύουσιν ηθελημένως), αλλ’ οφείλεται εις άγνοιαν του καθόλου νοήματος της Αγίας Γραφής. Ένεκεν αυτής της αγνοίας καθ’ έκαστον έτος εν τη ημέρα των Χριστουγέννων ακούομεν κηρύγματα ή αναγιγνώσκομεν δημοσιεύματα πολλών διδασκάλων του Ευαγγελίου της ημετέρας Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, αποδυρόμενα διότι οι πόλεμοι δεν έλαβαν ακόμη τέλος και τα όπλα δεν κατηργήθησαν και η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου δεν επεκράτησεν εισέτι επί της γής. Ακόμη και εις επισήμους Εκκλησιαστικάς  Εγκυκλίους βλέπομεν διατυπουμένας τοιαύτας θέσεις, ως και παρακλήσεις προς τον Θεόν όπως επί τέλους επιτρέψει την επικράτησιν επί της γής της ειρήνης αυτής «ήτις επί δύο σχεδόν χιλιάδας ετών εξακολουθεί να παραμένει μακράν της πραγματικότητος, απλή ελπίς, απλούν όνειρον, απλή και εναγώνιος προσδοκία». Αγνοούσιν οι ευλογημένοι ότι η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ήδη πραγματικότης και έχει επικρατήσει επί της γής απ’ αυτής της σαρκώσεως του Κυρίου. Κακώς και εκ παρεξηγήσεως εκλαμβάνομεν την ειρήνην αυτήν ως εξωτερικήν, ως κατάστασιν φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, ατόμων προς άτομα και λαών προς λαούς, ως κατάπαυσιν των πολέμων και των μαχών. Τοιαύτην ειρήνην ουδέποτε επηγγείλατο το Ευαγγέλιον.
Η ειρήνη του Ευαγγελίου είναι εσωτερική, είναι η κατάστασις γαλήνης, ήτις βασιλεύει εν τη ψυχή του πιστού ανθρώπου, του ανθρώπου όστις έχει φιλίαν και κοινωνίαν προς τον Θεόν. Είναι ειρήνη μεταξύ ανθρώπου και Θεού και ουχί ανθρώπων προς ανθρώπους. Είναι η κατάλυσις του «μεσοτοίχου του φραγμού», όπερ εχώριζε γην και Ουρανόν, άνθρωπον και Θεόν· είναι η λήξις της ανταρσίας, το τέλος της επαναστάσεως του πλάσματος προς τον Πλάστην. Αυτήν την ειρήνην ήλθε κομίζων εις τον κόσμον ο Υιός του Θεού. Και έκτοτε πας ο πιστεύων εις Ιησούν Χριστόν Σαρκωθέντα, Σταυρωθέντα, και Αναστάντα, έχει πλέον φίλον τον Θεόν, ευρίσκεται εις κοινωνίαν υιικήν προς Αυτόν. Δεν είναι πλέον αντάρτης, δεν είναι αποστάτης, δεν είναι εχθρός του Θεού. Συνεφιλιώθη και «αποκατηλλάγη» προς Αυτόν δια του Αιωνίου Μεσίτου Κυρίου Ιησού Χριστού. Η διά της παραβάσεως του Αδάμ κατάστασις ανταρσίας και εχθρότητος προς τον Θεόν ανήκει πλέον εις το παρελθόν και αποτελεί, διά τον πιστόν άνθρωπον, απλήν πικράν ανάμνησιν. Από της εποχής του Κυρίου και δυνάμει της Σταυρικής Αυτού Θυσίας, εισήλθεν ο άνθρωπος εις νέαν περίοδον, εις νέαν κατάστασιν· εις κατάστασιν Χάριτος, Φιλίας, Υιοθεσίας. Αι περί ειρήνης υποσχέσεις του Ευαγγελίου εις αυτήν την ειρήνην αναφέρονται και ουχί εις την εξωτερικήν ειρήνην. «Ειρήνην αφίημι υμίν», έλεγεν ο Κύριος προς τους Αποστόλους, «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Και ίνα τονίσει ότι η ειρήνη αυτή είναι άλλου είδους ειρήνη, συμπληροί: «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ’ 27). Και αλλαχού ομιλών περί της εξωτερικής ειρήνης, λέγει ότι δεν κομίζει τοιαύτην ειρήνην. Απεναντίας προβλέπει ότι η εις Αυτόν πίστις θα αποβεί αιτία διαστάσεων και πολέμων μεταξύ των ανθρώπων. Οι άπιστοι θα διώκωσι τους πιστούς του Ιησού και ούτως οι πόλεμοι όχι μόνον δεν θα ελαττωθώσιν, αλλά θα αυξηθώσιν, εφόσον εις τους υπάρχοντας θα προστεθεί και ο κατά της νέας πίστεως. «Μη νομίσητε», λέγει, «ότι ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 34-35). Πριν δε οδηγηθεί εκουσίως εις τον Γολγοθάν, ίνα πιεί φρικτού θανάτου ποτήριον, παρείχεν εις τους Αποστόλους την εσωτερικήν ειρήνην, ήτις δεν θα επηρεάζετο υπό των μυρίων εξωτερικών θλίψεων και διωγμών. Παρά πάντα ταύτα θα υπήρχεν, ακριβώς διότι ήτο εσωτερική: «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε. Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. ιστ’ 33). Εχαρίζετο εις τους Αποστόλους ειρήνην, καίτοι εγνώριζεν ότι επώδυνοι θάνατοι ανέμενον αυτούς, καίτοι ρητώς έλεγεν ότι απέστειλεν αυτούς ως «πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Ήτο δυνατόν λοιπόν να παρέχει εξωτερικήν ειρήνην; Αναμφιβόλως όχι!
Και ο θείος Παύλος αυτής της εσωτερικής, της προς τον Θεόν ειρήνης είναι κήρυξ και απόστολος. «Δικαιωθέντες ούν εκ πίστεως, ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» γράφει προς Ρωμαίους (ε’ 1). Γράφων δε προς Εφεσίους, λέγει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «η ειρήνη ημών», είναι ο τους ανθρώπους «αποκαταλλάξας τω Θεώ» διά του σταυρού, ός έλθών, «ευηγγελίσατο ειρήνην…, ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν… προς τον πατέρα» (Εφεσ. β’ 14-18).
Συμπέρασμα: Η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ειρήνη του ανθρώπου προς τον Θεόν και ουχί εξωτερική. Η ειρήνη αυτή επεκράτησεν όντως «επί γης», εφόσον πλέον αυτή συνεφιλιώθη προς τον ουρανόν δια της μέχρι Σταυρού ταπεινώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Περιττόν βεβαίως να λεχθεί ότι ο έχω «ειρήνην προς τον Θεόν» άνθρωπος, είναι ειρηνικός και προς τους έξω. Πάντας αγαπά, ουδένα μισεί. Μόνος αυτός δύναται να λέγει το «και μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός» (Ψαλμ. 119,6). Αγαπά και ευεργετεί και αυτούς ακόμα τους εχθρούς του. Η εσωτερική ειρήνη είναι προϋπόθεσις της εξωτερικής. Και η εξωτερική είναι όχι απλώς ανεπίτευκτος, αλλά αδιανόητος άνευ της εσωτερικής. Η δε τραγωδία της συγχρόνου εποχής εις τούτο ακριβώς έγκειται: Ενώ εκήρυξε τον πόλεμον κατά του Θεού, επιζητεί εναγωνίως την ειρήνην μεταξύ των ανθρώπων. Ενώ αδιαφορεί παντελώς δια την εσωτερικήν ειρήνην, επιδιώκει κραυγαλέως την εξωτερικήν. Εκριζοί το δένδρον και αναμένει καρπούς, κρημνίζει την οικίαν και αναζητεί θαλπωρήν, απομακρύνεται εκ του ηλίου και θέλει φώς!...
Ανέκαθεν η ειρήνη, «το γλυκύ πράγμα και όνομα», ήτο «ποθούμενη τοις πάσιν ανθρώποις» (Εσθ. γ΄, 12α). Ουδεμία όμως εποχή είχε τόσον πόθον, τόσην δίψαν ειρήνης, όσον και όσην η εποχή μας. Θα επιτύχει λοιπόν αυτή όπου όλαι οι άλλαι εποχαί απέτυχαν οικτρώς; Θα κατορθώσει δηλαδή να οικοδομήσει την ειρήνην άνευ Θεού; Θα καταργήσει τους φρικαλέους σημερινούς εξοπλισμούς; Θα καταστήσει τους πολέμους μακρινήν ιστορικήν ανάμνησιν; Με βοηθόν ποίον; Την Επιστήμην; Την Τεχνολογίαν; Τον Ανθρωπισμόν; Τη Φιλοσοφίαν; Τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συστήματα; Αλλά εκ του βάθους των αιώνων ακούεται σαφής και κατηγορηματική η συγκλονιστική προειδοποίησις, ης την αξίαν και την αλήθειαν επιβεβαιοί φευ! η πικρότατη πείρα των διαρρευσασών έκτοτε τριών σχεδόν χιλιετιών «εάν θέλητε και εισηκούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθαι· εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιραν υμάς κατέδεται· το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα» (Ησ. α΄19-20). Εάν η «μάχαιρα» θα είναι η γνωστή και συνήθης ή άλλη τις, νέας κατασκευής, προϊόν εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, τούτο μικράν σημασίαν έχει….
«Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν, Κύριε ο Θεός ημών, κτήσαι ημάς...» (Ησ. κστ’ 12-13).

«ΚΟΙΝΩΝΙΑ» φύλλον Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου 1984

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων. ( Ή περί συχνής θείας Κοινωνίας )


Του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου από το βιβλίο «Περίοδος Τριωδίου»

Την Τετάρτην και την Παρασκευήν  της Καθαράς Εβδομάδος, ως και καθ’ όλας τας Τετάρτας και Παρασκευάς της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (καθώς και οσάκις συμπέσει εορτή  αγίου) τελείται η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Τι είναι αυτή η Λειτουργία και διατί γίνεται μόνον κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν ;
Η Εκκλησία μας έχει εν χρήσει τρείς θ. Λειτουργίας κατά τας οποίας γίνεται Θυσία : Την Λειτουργίαν του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την Λειτουργίαν του Αγίου Βασιλείου και την Λειτουργίαν του αγίου Ιακώβου. Η τελευταία γίνεται μίαν μόνον φοράν κατ’ έτος, την 23ην Οκτωβρίου, ημέραν της εορτής του αγίου Ιακώβου. Η Λειτουργία του αγίου Βασιλείου γίνεται δέκα φορές κατ’ έτος, ήτοι: Κατά τας πέντε πρώτας Κυριακάς της Μ. Τεσσαρακοστής, την 1ην Ιανουαρίου, ημέραν της εορτής του αγίου, την παραμονήν των Φώτων, την παραμονήν των Χριστουγέννων, την Μ. Πέμπτην και το Μ. Σάββατον. Η δε Λειτουργία του αγίου Χρυσοστόμου γίνεται καθ’ όλας τας άλλας Κυριακάς και εορτάς του έτους. Όλαι όμως αυταί οι Λειτουργίαι έχουν πανηγυρικόν και χαρμόσυνον χαρακτήρα. Άλλ’ η Μ. Τεσσαρακοστή είναι πένθιμος περίοδος. Δι’ αυτό η Εκκλησία μας όρισε να μη γίνονται αι Λειτουργίαι αύται παρά μόνον κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς της Μ. Τεσσαρακοστής. (Κανών 49ος της εν Λαοδικεία Συνόδου). Οι παλαιοί όμως χριστιανοί δεν μετελάμβανον  των θείων Μυστηρίων μόνον κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς, αλλ’ ακόμη συχνότερον. Ο Μ. Βασίλειος εις μίαν επιστολήν του (προς Καισαρίαν) αναφέρει ότι οι πιστοί της περιοχής του είχον συνήθειαν να μεταλαμβάνουν και τέσσαρας και πέντε φοράς την εβδομάδα! Εγνώριζον οι παλαιοί Χριστιανοί ότι χωρίς συχνήν μετάληψιν των Αχράντων Μυστηρίων δεν είναι δυνατόν να ζουν «εν Χριστώ». Ο Χριστός δεν είναι μία αφηρημένη ιδέα. Δεν είναι μία απρόσωπος δύναμις. Ο Χριστός είναι το Δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος., είναι ο Υιός του Θεού, που εις ορισμένην χρονικήν στιγμήν  έγινεν άνθρωπος «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν» και εσταυρώθη και απέθανε και ετάφη και ανέστη εκ νεκρών και ανελήφθη εν δόξη εις τους ουρανούς και «εκάθησε εν δεξιά του Πατρός». Ο Χριστός είναι ακόμη, όπως είπεν ο Ίδιος, «βρώσις και πόσις», δηλαδή φαγητόν και ποτόν. Εν τω Μυστηρίω της θείας Ευχαριστίας ο «Αμνός του Θεού. Ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», αυτοπροσφέρεται εις τους πιστούς υπό την μορφήν του άρτου και του οίνου, τα οποία έχουν κατά τρόπον απερινόητον και μυστηριώδη, μεταβληθεί εις αυτό τούτο το Άχραντον Σώμα Του και εις αυτό τούτο το Τίμιον Αίμα Του. Ο Χριστός είναι ο αγιασμός μας, το φως μας η ζωή μας. Η Εκκλησία είναι το Σώμα Του και Αυτός είναι η Κεφαλή της. Τι το όφελος λοιπόν να σκεπτώμεθα συνεχώς τον Κύριον, τι το όφελος να Τον αγαπώμεν με όλην την δυναμίν μας, τι το όφελος να προσευχώμεθα και να μελετώμεν τους λόγους Του, αλλά να μην γινώμεθα, διά της θείας Κοινωνίας, εν Σώμα με Αυτόν; Ο Ίδιος το ετόνισεν : «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι' ἐμέ.» (Ιωάν. στ’ 53-57). Τα εγνώριζον λοιπόν όλα αυτά οι παλαιοί Χριστιανοί και τα ετήρουν.  Προσήρχοντο τακτικώς εις το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και, τρώγοντες το Σώμα και πίνοντες το Αίμα του Σωτήρος Χριστού, εγίνοντο εν Σώμα με Αυτόν, εγίνοντο χριστοφόροι και θεοφόροι. Εγίνοντο δε εν Σώμα και μεταξύ των, επειδή ο καθείς χωριστά και όλοι μαζί ήσαν εν Σώμα με τον Κύριον. «Εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν.» (Α’ Κορ. Ί, 17).
Πως όμως θα εκοινώνουν συχνά οι πιστοί, αφού θεία Λειτουργία δεν εγίνετο παρά μόνον κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς της Μ. Τεσσαρακοστής; Η Εκκλησία μας εύρε τον τρόπον: Καθόρισε α τελείται κατά τας άλλας ημέρας της Μ. Τεσσαρακοστής μια άλλη Λειτουργία, η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Κατά την Λειτουργίαν αυτήν  δεν τελείται Θυσία, δεν γίνεται δηλαδή μεταβολή του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού. Αλλά τι γίνεται; Τα Τίμια Δώρα, ο Άρτος και ο Οίνος, είναι έτοιμα, έχουν προαγιασθεί (δι’ αυτό και λέγεται Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων) κατά την προηγηθείσαν θείαν Λειτουργίαν της Κυριακής, είναι πλέον Σώμα και Αίμα Χριστού, και απλώς προσφέρονται προς μετάληψιν εις τους πιστούς.
Εξηγούμεθα λεπτομερέστερον: Ο Ιερεύς καθ’ εκάστην Κυριακήν κόπτει από το πρόσφορον τον λεγόμενον «Αμνόν», δηλαδή το τετράγωνον εκείνο τεμάχιον της σφραγίδος που γράφει ΙΣ - ΧΣ  ΝΙ - ΚΑ, και το τοποθετεί επάνω εις το ιερόν Δισκάριον. Μετ’ ολίγον, κατά την στιγμήν του «Σε υμνούμεν...», το τεμάχιον αυτό του άρτου θα μεταβληθεί δια της ευλογίας του Ιερέως (ώ θαύμα θαυμάτων!) εις αυτό τούτο το Σώμα του Κυρίου, όπως και ο οίνος, που είναι εις το ιερόν Ποτήριον, θα μεταβληθεί και αυτός εις αυτό τούτο το Αίμα του Κυρίου. Όταν όμως ευρισκόμεθα εις την πένθιμον περίοδον της Μ. Τεσσαρακοστής, ο Ιερεύς, κατά την θείαν Λειτουργίαν της Κυριακής, δεν θα κόψει εν μόνον τεμάχιον εκ της σφραγίδος του προσφόρου, ωσάν αυτό που είπαμε ανωτέρω, αλλά περισσότερα (συνήθως τρία), αναλόγως προς τον αριθμόν των Λειτουργιών των Προηγιασμένων που θα τελέσει κατά την εβδομάδα. Τα τεμάχια αυτά (που δεν κόπτονται όλα από εν πρόσφορον, αλλ’ εν εξ εκάστου προσφόρου), θα τα ευλογήσει κατά την ώραν που πρέπει και αυτά θα μεταβληθούν εις Σώμα Χριστού. Εξ αυτών το εν θα χρησιμοποιηθεί διά την θείαν Μετάληψην της ημέρας εκείνης (Κυριακής), τα δε άλλα (συνήθως δύο) θα εμβαπτισθούν εις το ιερόν Ποτήριον, όπου το Άγιον Αίμα του Κυρίου, και θα φυλαχθούν εις ειδικόν κιβωτίδιον, το ιερόν Αρτοφόριον, διά τας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων που θα γίνουν εντός της εβδομάδος. Κατά αυτάς δε τας Λειτουργίας ο Ιερεύς θα προσφέρει εις τους πιστούς προς μετάληψιν τα Προηγιασμένα αυτά Δώρα. Πόσον ωραία και πόσον σοφά τα έχει όλα καθορίσει η Εκκλησία μας!...
Εις το σημείον αυτό ίσως ερωτήσει κάποιος: «Ελέχθη ότι πρέπει να μεταλαμβάνωμεν συχνά. Την Μ. Τεσσαρακοστήν είναι βεβαίως τούτο δυνατόν, αφού όλη η περίοδος είναι περίοδος νηστείας. Κατά τας άλλας περιόδους όμως π.χ. κατά τον Μάϊον μήνα ή τον Ιούλιον, που δεν υπάρχει μακρά περίοδος νηστείας, πως θα μεταλαμβάνωμεν συχνά; Δεν πρέπει προ της μεταλήψεως των αγίων Μυστηρίων, να νηστεύσωμεν μίαν εβδομάδα τουλάχιστον τας ζωϊκάς τροφάς;
Όχι, αδελφοί μου! Ουδέποτε η Εκκλησία μας εθέσπισε τοιαύτας νηστείας - νηστείας μίας ολοκλήρου εβδομάδος!- πρό της θείας Κοινωνίας. Ουδείς Κανών της Εκκλησίας ομιλεί περί νηστείας προ της θείας Κοινωνίας. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι μία μικρά νηστεία προ της θείας Κοινωνίας είναι κακή και αξιοκατάκριτος. Όχι! Καλή και αγία είναι και ουδείς την απαγορεύει. Ας υπάρχει λοιπόν νηστεία πρό της αγίας Κοινωνίας. Αλλά μικρά! Μικρά, ώστε να δύναται ο πιστός να κοινωνεί συχνά. (Ταύτα διά τους μεταλαμβάνοντες συνεχώς. Όσοι, απειθούντες προς τον Κύριον και την Εκκλησίαν Του, δεν κοινωνούν συχνά, ας νηστεύουν περισσότερον).
Επανερχόμενοι εις το θέμα μας, πρέπει να προσθέσωμεν ότι η Λειτουργία των Προηγιασμένων είναι συνυφασμένη με Εσπερινόν, είναι δηλαδή βραδινή. Αυτό έχει θεσπισθεί, διότι οι παλαιοί Χριστιανοί κατά τας ημέρας της Μ. Τεσσαρακοστής διατέλουν τελείως άσιτοι (νηστικοί) μέχρι των εσπερινών  ωρών. Ημπορούσαν λοιπόν να εκκλησιασθούν και να κοινωνήσουν κατά τας εσπερινάς ώρας. Σήμερον η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται και κατά την εσπέραν, συνηθέστερον όμως τελείται κατά τας πρωϊνάς ώρας προς διευκόλυνσιν των πιστών. Η Λειτουργία αύτη δεν έχει τον πανηγυρικόν και θριαμβευτικόν τόνον των άλλων Λειτουργιών, αλλά δεσπόζει εις αυτή το πένθιμον και κατανυκτικόν στοιχείον.
Η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται καθ’ όλας τας Τετάρτας και Παρασκευάς της Μ. Τεσσαρακοστής. Κατά την Μεγάλην Εβδομάδα τελείται μόνον τας τρείς πρώτας ημέρας αυτής (Μ. Δευτέραν, Μ. Τρίτην και Μ. Τετάρτην). Επίσης τελείται και κατά τας ημέρας εορτών ευρισκομένων εντός της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής. Δεν τελείται κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς της Μ. Τεσσαρακοστής καθώς και κατά την εορτήν του Ευαγγελισμού.
Πολλοί Χριστιανοί, γυναίκες ιδίως, δίδουν, κατά τας Λειτουργίας των Προηγιασμένων, εις τον Ιερέα ονόματα διά να μνημονευθούν. Πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν μνημονεύονται εις την Πρόθεσιν ονόματα, ούτε ζώντων ούτε κεκοιμημένων, κατά τας Λειτουργίας των Προηγιασμένων, διότι, ως είπομεν κατά τας Λειτουργίας αυτάς δεν τελείται Θυσία, αλλά τα Τίμια Δώρα έχουν προαγιασθεί. Ο Ιερεύς, και αν κρατήσει τα ονόματα, δεν θα τα μνημονεύσει εις την Πρόθεσιν, αλλά θα τα αφήσει δια την Λειτουργίαν του Σαββάτου ή της Κυριακής. Επίσης κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων δεν γίνονται μνημόσυνα.
Κατά τας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων αντί Χειρουβικού ψάλλεται το εξής:
«Νύν αι Δυνάμεις τών ουρανών σύν ημίν αοράτως λατρεύουσιν, Ιδού γάρ εισπορεύεται ο Βασιλεύς τής δόξης. Ιδού θυσία μυστική, τετελειωμένη, δορυφορείται, Πίστει καί πόθω προσέλθωμεν, ίνα μέτοχοι ζωής αιωνίου γενώμεθα, Αλληλούϊα.»
Δηλαδή: Κατά τας στιγμάς αυτάς αι στρατιαί  των Αγγέλων που είναι εις τους ουρανούς λατρεύουν αοράτως μαζί με ημάς τον Κύριον. Διότι, ιδού! εισέρχεται τώρα (εις το Ιερόν του Ναού) ο Βασιλεύς της δόξης. Ιδού θυσία μυστική που έχει ήδη τελεσθεί, συνοδεύεται υπό των Αγγέλων, οι οποίοι ως τιμητική φρουρά την περιβάλλουν. Ας προσέλθωμεν με πίστιν και πόθον να κοινωνήσωμεν εκ της θυσίας αυτής, διά να αποκτήσωμεν την αιώνιον ζωήν. Αινείτε τον Θεόν.
Ολίγα περί Εξομολογήσεως
Όλοι σχεδόν οι Χριστιανοί μας συνηθίζουν, τουλάχιστον κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν, να προσέρχονται εις το ιερόν Μυστήριον της Εξομολογήσεως. Βεβαίως υπάρχουν και εκείνοι που λέγουν: «Εγώ εξομολογούμαι εις την Εικόνα»! Εις αυτούς μία απάντησις χρειάζεται: «Τότε και να κοινωνείς από την Εικόνα! Αφού η Εικών έχει εξουσίαν να συγχωρεί αμαρτίας, θα έχει εξουσίαν και να μεταβάλει τον άρτον και τον οίνον εις Σώμα και Αίμα Χριστού. Να θέτεις λοιπόν εμπρός εις την Εικόνα άρτον και οίνον και έπειτα να μεταλαμβάνεις!!!» Πρέπει οι άνθρωποι αυτοί να αντιληφθούν ότι αι Εικόνες, έστω και αν κάμνουν θαύματα, δεν έχουν Ιεροσύνην! Η άφεσις δε των αμαρτημάτων, η μεταβολή του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού, καθώς και η τέλεσις όλων των Μυστηρίων, είναι έργον εκείνων που έχουν Ιεροσύνην, δηλαδή των Ιερέων της Εκκλησίας. Ουδείς άλλος δύναται να δώσει άφεσιν αμαρτιών. Ούτε αι Εικόνες, αλλ’ ούτε και αυτοί οι Άγγελοι έχουν εξουσίαν να συγχωρούν αμαρτίας. Όχι λοιπόν Εξομολόγησις ενώπιον της Εικόνος. Εξομολόγησις μόνον ενώπιον του Πνευματικού! Άλλως αι αμαρτίαι μας θα μείνουν ασυγχώρητοι και την ημέραν της Κρίσεως θα είμεθα αναπολόγητοι και θα καταδικασθώμεν.
Αυτοί δε που εξομολογούνται όπως ορίζει η Εκκλησία μας, δηλαδή ενώπιον του Πνευματικού, ας προσέχουν τα εξής:
1. Η Εξομολόγησις πρέπει να μη γίνεται μόνον κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν, αλλά (τουλάχιστον!) και κατά τας άλλας νηστείας, δηλαδή των Χριστουγέννων, του Δεκαπενταύγουστου και των Αγίων Αποστόλων. Όσον συχνότερον, τόσο καλλίτερον.
2. Να μη αφήνουν τας τελευταίας ημέρας των νηστειών, διότι συρρέουν πολλοί και ο Πνευματικός αδυνατεί να κάμει το έργον του όπως πρέπει.
3. Να μη λέγουν τα αμαρτήματα των άλλων, αλλά τα ιδικά των. Όχι «αυτό μου έκαμε η νύμφη μου» ή «αυτό μου είπε η κόρη μου» ή «έτσι μου εφέρθη η πενθερά μου», αλλά «αυτό έκαμα ή είπα εγώ!». Τα ιδικά μας αμαρτήματα, όχι των άλλων!
4. Να μη πολυλογούν. Να λέγουν αμαρτίας και όχι και όχι ιστορίας. Επίσης: Να λέγουν αμαρτήματα και όχι προβλήματα ούτε βάσανα. Αν θέλουν να συζητήσουν με τον Πνευματικό τα προβλήματά των, ατομικά ή οικογενειακά, και να ζητήσουν την γνώμην του δι’ αυτά, ή αν θέλουν να του ειπούν τα βάσανα των διά να ανακουφισθούν και να ακούσουν λόγους παρηγορίας, αυτό ημπορούν βεβαίως να το πράξουν, αλλ’ εις καιρόν κατάλληλον, οπότε ούτε οι άλλοι άνθρωποι θα περιμένουν ούτε ο Πνευματικός θα στερείται και χρόνου και δυνάμεων. Όχι κατά τας ημέρας π.χ. της Καθαράς ή της Μεγάλης Εβδομάδος, οπότε αναμένουν πλήθη δια να εξομολογηθούν και ο Πνευματικός είναι κατάκοπος.
5. Να μην αναμένουν από τον Πνευματικόν… κήρυγμα! Πολλοί νομίζουν ότι ο Πνευματικός, κατά την ώραν της Εξομολογήσεως των, πρέπει να κάμει εις αυτούς κήρυγμα περί όλων των θεμάτων. Η Εξομολόγησις όμως δεν είναι ούτε κήρυγμα ούτε κατήχησις. Είναι Μυστήριον αφέσεως αμαρτιών και τίποτε άλλο. Και αν ο Πνευματικός μας ακούσει σιωπών, και αν δεν μας είπη ούτε μίαν διδαχήν ή συμβουλήν, αλλ’ απλώς και μόνον αρκεσθεί εις την Ευχήν της συγχωρήσεως (αφού βεβαίως προηγουμένως ακούσει τα αμαρτήματά μας), το Μυστήριον ετελέσθη απολύτως και αι αμαρτίαι μας συνεχωρήθησαν. Ευχής έργον θα ήτο αναμφιβόλως να έχει ο Πνευματικός και χρόνον και δυνάμεις να ειπή πολλά εις τον Εξομολογούμενον, αλλά τούτο δεν είναι πάντοτε δυνατόν, ιδιαιτέρως δε κατά τας ημέρας των μεγάλων εορτών. Ας μας αρκούν λοιπόν έστω και τα δύο συμβουλευτικά λόγια που θα μας ειπή κατά την ώραν της Εξομολογήσεως μας ο Πνευματικός και ας μη αναμένωμεν ολόκληρον κήρυγμα! Η Εκκλησία μας έχει κατά την θ. λατρείαν κηρύγματα, όπως έχει και βιβλία πνευματικά, που κυκλοφορούν εις όλα τα μέρη. Από αυτά ας λαμβάνωμεν την πνευματικήν μας τροφήν, δηλαδή την ευσεβή διδασκαλίαν. Το Μυστήριον της Εξομολογήσεως δεν έγινε δια να παρέχει διδασκαλίαν· έγινε δια να παρέχει άφεσιν αμαρτιών!
6. Να μη προσέρχονται εις τον Πνευματικόν απροετοίμαστοι. Να σκέπτονται προηγουμένως τα αμαρτήματα των και να τα σημειώνουν. Να μην περιμένουν ερωτήσεις από τον Πνευματικόν, αλλά να είναι έτοιμοι να είπουν τα αμαρτήματά των.
7. Να μην εφευρίσκουν διαφόρους δικαιολογίας δια τα αμαρτήματά των. Να ομολογούν με ταπείνωσιν και συντριβήν  την ευθύνην των, διότι μόνον ούτω θα ελκύσουν το έλεος του Θεού.
8. Να διώκουν μακράν την εντροπήν. Να εντρεπώμεθα όταν αμαρτάνωμεν και όχι όταν εξαγορεύωμεν τας αμαρτίας μας δια να συγχωρηθούν.
9. Να λέγουν εις την Εξομολόγησιν όχι μόνον πράξεις, αλλά και λόγους και σκέψεις και επιθυμίας και γενικώς παν το αμαρτωλόν. Να μη φθάνουν όμως εις σκανδαλιστικάς  λεπτομερείας των τελεσθέντων αμαρτημάτων.
10. Να μη ζητούν ποτέ «μίαν Ευχή» χωρίς Εξομολόγησιν. Αυτό που λέγουν πολλοί: «Πάτερ, δεν έχω να πω τίποτε· διάβασε μου την Ευχήν δια να κοινωνήσω», είναι πολύ κακόν. Όλοι έχομεν αμαρτίας. Και χθές αν εξωμολογήθημεν, πάλιν κάτι θα έχομεν να είπομεν σήμερον. Η Ευχή χωρίς Εξομολόγησιν όχι μόνον δεν δίδει άφεσιν αμαρτιών, αλλ’ αποτελεί και εμπαιγμόν του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως, έχουν δε μεγάλην ευθύνην τόσον οι λαϊκοί που ζητούν «μίαν Ευχήν» άνευ Εξομολογήσεως όσον και οι Ιερείς που την δίδουν. Επαναλαμβάνομεν: Ποτέ «Ευχή» χωρίς Εξομολόγησιν! Ας διαφωτίζουν σχετικώς οι Ιερείς το Ποίμνιόν των, διότι αυτοί πταίουν περισσότερον δια την κατάστασιν αυτήν.