Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Ο μυστηριώδης επισκέπτης




Διήγημα του π. Ιγνατίου Ι. Παπασπηλιώπουλου.
 Αναδημοσίευση από το περιοδικό
«Ακτίνες» Ιουνίου 1996



 Εις την υπήνεμον φάραγγα, την σχηματιζομένην μεταξύ των δύο άντικρυς υψουμένων λοφίσκων, εγγύς των υπωρειών του υπερκειμένου όπισθεν φαλακρού υψώματος, ένθα τα λείψανα του παλαιού κάστρου, εκείτο εξοχικός τις ναΐσκος μετά τινών κατηρειπωμένων προσκτισμάτων, περιβαλλόμενος υπό σεσαθρωμένου μανδρότοιχου. Τα παμπάλαια ταύτα κατάλοιπα, διαλαμψάσης ποτέ ανδρώας Μονής, ανθιστάμενα εις την ροήν του χρόνου, ώρθουν θαρραλέως το βραχύ αυτών ανάστημα επί αιώνας. Και εκδιηγούντο την ιστορίαν των εις την ερημίαν, ήτις σιωπώσα έδιδε την ευκαιρίαν εις τον σπάνιον επισκέπτην της όπως την ενωτισθή και αυτός, πλουτίζων τας γνώσεις του. Εκ του μακρόθεν, ο ναΐσκος ούτος, μετά των σωζομένων προσκτισμάτων του ορώμενος, ενεθύμιζε βρέφος καθεύδον εις μητρικήν αγκάλην. Οι σε περιβάλλοντες αυτόν υλώδεις εκ σχοίνων και μύρτων λοφίσκοι, ως ωλέναι βρεφοκρατούσης το τέκνον της μετά στοργής και τρυφερότητος.
Ο ναΐσκος ούτος, απολησμονημένος υπό πάντων, έζη λανθανόντως ως εν χειμερία νάρκη ευρισκόμενος. Ήρχισε δε αφυπνιζόμενος  και επανερχόμενος ολίγον κατ’ ολίγον εις την ενεργόν ζωήν, αφ’ ότου ανέλαβε να τον αναστήση ως νέον τετραήμερον Λάζαρον, ο συνώνυμος του πατήρ Λάζαρος ο εκ της πλησίον κειμένης κώμης φέρων και το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου, καίτοι προερχόμενος εκ του εγγάμου κλήρου. Έλαβε δε τούτο περισσότερον ως ηθικήν υποστήριξιν ή αμοιβήν μετά την πρόωρη χηρείαν του. Ούτως εστερήθη της συλλειτουργού πρεσβυτέρας του το πέμπτον από της χειροτονίας του έτος, μη καταλιπούσης αυτώ την παράκλησιν αλλά και την μέριμναν τέκνου τινός ως ούσα στείρα. Έκτοτε ούτος εβίωνε τον μοναχικόν βίον εν τω κόσμω, σχολάζων ανελλιπώς εις τας ιεράς ακολουθίας, την μελέτην και την ιεράν εξομολόγησιν. Επισκευάσας εξ ιδίων και τη συνδρομή και βοηθεία ευσεβών τινων κατοίκων της κώμης τον ναΐσκον, ήρχισε να τον λειτουργή κατ’ αρχήν την ημέραν της μνήμης του και εκτάκτως ότε τούτο εζητείτο υπό τινων χριστιανών. Αργότερον συνήθιζε να διαμένη περιοδικώς εκεί αφού ανεστήλωσεν ολίγον κατ’ ολίγον και το μερικώς διατηρούμενον μέρος των προσκτισμάτων. Κατοικήσας μονίμως πλέον αυτό διήγε μονήρη βίον, ευρών εκείσε την παράκλησιν και την γαλήνην, εγγύς της μητρός φύσεως, «ενώπιος ενωπίω» του κτίσαντος αυτήν. Τους πρώτους χρόνους διέμενεν εν αυτώ από των αρχών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής του Πάσχα έως τας αρχάς του Σαρανταημέρου των Χριστουγέννων. Δοθέντος κατ’ όρθρον υπό των δυόντων Πλειάδων του μηνύματος περί του επερχομένου χειμώνος, κατά την λαϊκήν αντίληψιν, κατήρχετο εις την κώμην όπως παραχειμάσει πλησίον των επιζώντων γονέων της εκλειπούσης συζύγου του. Ότε δε ανεχώρησαν και ούτοι προς συνάντησιν της πολυκλαύστου θυγατρός των, εγκατεστάθη μονίμως και δι’ όλου του έτους εις την ερημίαν εκείνην ην δεν αντήλλασεν, όπως έλεγεν, ουδέ με τα μυθώδη ανάκτορα του Σαρδανάπαλου. Εκεί ορών «εν εσόπτρω» τον ποιητήν του ουρανού και της γης, συνέψαλλεν συνδοξάζων νυχθημερόν αυτόν μετά των πολυπληθών αηδόνων, των κοσσύφων και των φιλοπαιγμόνων στρουθίων των «ευρόντων εαυτοίς οικίαν» εις τας εξωτερικάς οπάς του ναΐσκου και τους γρύλλους και τα νυκτόβια πτηνά εν τη εκτελέσει της συμφωνίας της ασκητικής χαρμολύπης. Συνανεστρέφετο δε λίαν ευχαρίστως τους αγαθοτάτους αιπόλους και ποιμένας οίτινες απομονωμένοι της κοινωνίας των ανθρώπων ανεζήτουν εν αυτώ την ανθρώπινην παρουσίαν και αναστροφήν. Ασμένως δε ήκουον τας γλαφυράς βιβλικάς διηγήσεις του και ενηχούντο την διδαχήν του ερημίτου προφήτου οικοδομούμενοι και παραμυθούμενοι.
Ο ναΐσκος επανηγύριζεν εξοχικήν πανήγυριν το Σάββατον του Λαζάρου. Όρθρου βαθέως, προσήρχοντο οι προσκυνηταί μετά των οικογενειών των και των υποζυγίων των εμφόρτων εμψύχου και αψύχου φορτίου. Το μεν εξ άρτι ζυμωθέντων σιτίνων άρτων, πλακούντων εν ελαίω εψημένων και ποικίλων άλλων νηστισίμων παρασκευασμάτων ων η γυναικεία τέχνη εφευρίσκει, έτι δε και οίνου αφθόνου, το δε εκ τρυφερών τεκναρίων κατά προτίμηση αρρένων «ως υπερεχόντων», άτινα εκαθέζοντο «μεσογόμι». Τινά εκ των υποζυγίων θα επέστρεφον περί την δείλην κατάφορτα μέχρις ώτων εκ κλάδων βαΐων. Ταύτα απέκοπτον αναρριχώμενοι ως αίλουροι επί των δύο φυλλομανών αειθαλών δαφνών του περιβόλου του ναΐσκου έφηβοι, εις ων το άνω χείλος υπέφωσκεν ήδη ο πρώτος μύσταξ. Εις τούτο επροθυμοποιούντο συναγωνιζόμενοι μάλιστα άπαντας, τούτο μεν παίζοντες τούτο δε επιδεικνύοντες την ανατέλλουσαν ανδροπρέπειαν των εις τα συλλέγοντα τους καταπίπτοντας κάτωθεν αυτών κλάδους συνομήλικα κοράσια. Τα κομιζόμενα εις των κώμην φορτία θα διενέμοντο εις τους τρείς ενοριακούς ναούς αυτής και είτα κοπτόμενα εις λεπτότερους κλαδίσκους θα ευλογούντο εις τον όρθρον της επομένης διανεμόμενα εις τους πιστούς, όπως υποδεχθώσι και ούτοι «ωσεί παίδες» τον αναστήσαντα τον πανηγυρίζοντα άγιον των. Πολλαί των προσκυνητριών, αι νεώτεραι, αι ευχερέστερον περιπατούσαι και κόπτουσαι, έφερον μεθ’ εαυτόν τα κάνιστρά των και τα μικρά των δισάκια προς συλλογήν αγρίων λαχάνων και κοχλιών ακόμη, εάν τας ορθρινάς ώρας είχε επέλθη λεπτός υετός, γνωρίζουσαι ότι θα εξήρχοντο ούτοι προς βοσκήν κρυπτόμενοι άμα τη εξόδω του ηλίου εκ των νεφών. Ουκ ολίγοι δε των ανδρών επεσκέπτοντο και τας μάνδρας των γειτονικών ποιμνίων όπως προμηθευθώσι τον πασχάλιον αμνόν κατόπιν προσεκτικής επιλογής και με τον σχετικόν «σκόντον». Τούτον ωδήγουν, επιστρέφοντες εις την κώμην «προ εξ ημερών του Πάσχα»  εις τους οίκους των «ως πρόβατον άφωνον επί σφαγήν». Και θα ετύγχανε μεν ιεροσολυμητικής υποδοχής αλλά θα είχεν εν τέλει την τύχην του αναστήσαντος τον Λάζαρον.
Λίαν πρωί της Εορτής ήρχιζεν η προσέλευσις των πανηγυριστών, ενώ «σκοτίας έτι ούσης» κατέφθανεν ασθμαίνων εκ της οδοιπορίας ο γεγηρακώς πλέον ιεροψάλτης του Μητροπολιτικού ναού της κώμης, όστις επ’ ουδενί παρέδιδε τα σκήπτρα εις τον συμψάλλοντα κατ’ αντιφωνίαν διάδοχόν του, καίτοι κυρταύχη πλέον, βαρήκοος και βραχνόφωνος. Η φωνή του ήτις μετά προσπαθείας εξήρχετο των στέρνων του συνηχείτω μετά της κλαγγής του αρρωγότος κώδωνος του ναΐσκου, δείγμα του γήρατος αμφοτέρων. Δεν ήθελεν επ’ ουδενί ο ευλογημένος όπως αποδεχθή ότι και αυτός εγήρασεν. Εξ άλλου ο ιερεύς ήτο και αρκούντος γενναιόδωρος περί την αμοιβήν του ιεροψάλτου του ένεκα της πανηγύρεως. Συνηλικιώτης του δε περίπου, ήτο και επιεικής προς αυτόν διά την απόδοσίν του. Προς τούτοις συνεδέετο άλλωστε και μετά τινος συγγενείας εξ αγχιστείας μετ’ αυτού.
Τα δύο τελευταία έτη ολίγον μετά την έναρξιν του Όρθρου, προσήρχετο εμβαίνων εκ της νοτίας θύρας του Ι. Βήματος και άγνωστος τις νέος ρασοφόρος κανονικού αναστήματος με υπόξανθον βραχύν πώγωνα και φωτεινόν πρόσωπον. Ούτος παρηκολούθει την θείαν λειτουργίαν σιωπηλός, εκτελών καθήκοντα υποδιακόνου εν τω ιερώ βήματι. Οι εγγύτερον προς το Άγιον Βήμα ιστάμενοι και διακρίνοντες αυτόν υπέθετον ότι θα ήτο διερχόμενος τις εκ μακράς διακονίας εν τω κόσμω μοναχός, όστις επέστρεφεν εν τη Μονή της μετανοίας του δια τας αγίας ημέρας των εορτών και το δρομολόγιον τον είχε οδηγήσει εκεί. Ούτος με το «Δι’ ευχών» απήρχετω ως ήλθεν. Ερωτηθείς ο ιερεύς υπό τινος, ηπήντησεν αυτώ αορίστως πως. Το τρίτον κατά σειράν έτος συνέβη όλως αιφνιδίως περί τα εξημερώματα της Εορτής να ασθενήση ο γέρων ιεροψάλτης και να μην προσέλθη εγκαίρως εις τον ναΐσκον, μη δυνηθείς και να μηνύσει το συμβάν εις τον ιερέα. Ούτος ηναγκάσθη «να βάλη Ευλογητόν» και είπη μόνος του τα προκαταρτικά. Αρχόμενος του εξαψάλμου, αντί του κωλυομένου ψάλτου του εδέχθη την επίσκεψιν ως συνήθως του μυστηριώδους επισκέπτου του όστις και ανέλαβεν το αναλόγιον. Η κατάπληξις των παρευρισκομένων πιστών εκ της διαυγείας και μελωδικότητος της φωνής του ήτο απερίγραπτος. Δι’ όλου του Όρθρου και της θείας λειτουργίας παρέμειναν όρθιοι εις τας θέσεις των μη καθίσαντες ουδαμώς ουδέ κουφίσαντες τον πόδα. Παραδόξως δε τον ηκολούθει εις τα «ειρηνικά» και τας «εκφωνήσεις» ο ιερεύς, ενθυμίζων εις τους γνωρίσαντας ποτέ αυτόν, τον καλλιφωνότατον λειτουργόν της νεοτητός του. Ότε δε ήρχισεν ο άγνωστος ιεροψάλτης να ψάλλη «Την αγνήν ενδόξως τιμήσωμεν» ψαλλόμενον εις την θέσιν του «την τιμιωτέραν» εις το «Άξιον εστίν», θα ενόμιζε τις ότι περιήλθον όλοι εις ουράνιαν έκστασιν. Ως και αι λαλίσταται ηδυμέλπως αηδόνες πέριξ του ναού και ακουόμεναι εντός αυτού, εσίγησαν ωσεί ακροώμεναι και αύται το εξαίσιον μέλος! Οι πιστοί παρέμεινον εις τας θέσεις των και μετά την Απόλυσιν, αναγκασθέντος του ιερέως να τους παρακινήσει όπως λάβωσι αντίδωρον. Εις μάτην ανεζήτησαν πολλοί όπως ίδωσι και συγχαρώσι τον ξένον. Είχεν πάραυτα απέλθει. Εν εκ των παιδαρίων άτινα φοιτώσι παρά τοις λειτουργοίς ένδον του Βήματος διακονούντα αυτούς, εβεβαίου κατόπιν τους γονείς του ότι άμα τη εισόδω του ιερέως εις το Ιερόν Βήμα όπως λάβη το κάνιστρον μετά του αντιδώρου, αντήλλαξεν ασπασμόν μετά του ξένου επισκέπτου όστις είπεν αυτώ χαμηλοφώνος: «πάτερ σε αναμένομεν μετά χαράς». Και πάραυτα εχάθη χωρίς να ανοίξη καν η θύρα του Ιερού.
Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους εκείνου ο παπά-Λάζαρος ηδιαθέτησεν. Παρά ταύτα δεν παρέμεινεν κλινήρης υποχρεωμένος ων ίνα τελέση απάσας τας ιεράς Ακολουθίας χάριν του απλού ποιμνίου του. Το Μέγα Σάββατον ελειτούργησε μετά κόπου και μετέλαβεν τους ολίγους πιστούς. Μετά την κατάλυσιν υπ’ αυτού του εναπομείναντος πληρώματος του Αγίου Ποτηρίου εμπλησθείς «χαράς και ευφροσύνης» ως ηύξατο προ της Ιεράς Προθέσεως δια της ακροτελευτίου μυστικής ευχής, ουδαμώς ησθάνετο την ανάγκην όπως φάγη ή πίη τι παρά την επιμονήν ευσεβών τινων γυναικών αίτινες ητοίμασαν αυτώ ως εσυνήθιζον νηστήσιμον πρόγευμα διά τον ιερέα των. Ηρκέσθη  εις το επουράνιον εκείνο ακράτισμα και ουδέν τι γήινον επεθύμει. Κατόπιν δε φορτικής επιμονής των εγεύθη ημίσεως διπύρου όπερ ενεβάπτισεν εις το προσφερθέν αυτώ φασκόμηλον. Εφαίνετο δε μη μετέχων της συζητήσεως ήτις ηκολούθησεν ως άλλοτε αλλ’ ως εξεστηκώς. Ασπασάμενος μετ’ ολίγον την ομήγυριν απεσύρθη εις το κελλίον του.
Την μεσημβρίαν της ημέρας εκείνης, ως φαίνεται, απέστη των γήινων. Την πληροφορίαν έφερεν εις την κώμην νεαρός ποιμήν όστις τον επεσκέφθη ενωρίς το απόγευμα δια να τον φιλεύση ολίγον αρτίπηκτον άναλον τυρόν διά το Πάσχα. Τον εύρεν μετά τινα αναζήτησιν άπνουν και με εσταυρωμένας τας χείρας επί της κλίνης του. Εβεβαίου δε ότι είδεν το πρόσωπον αυτού λαμπρόν ωσεί πρόσωπον αγγέλου! Οι προστρέξαντες πρώτον εκ της κώμης εφρόντισαν τα εξόδια αυτού. Το επόμενον έτος καθ’ ο ελειτουργείτο ο ναΐσκος την ημέραν της εορτής του κατά το παλαιόν ειωθός, υπό τινος νέου εφημερίου της κώμης, ο καλλικέλαδος ανώνυμος επισκέπτης δεν έκαμεν την εμφάνισίν του. Αλλ’ ούτε και ο γέρων πρωτοψάλτης, ακολουθήσας τον φίλτατον Γέροντά του εις την αγήρων ζωήν.
Ερωτηθείς ο Μητροπολίτης της Επαρχίας όστις υπερηγάπα και ετίμα τον μεταστάντα Γέροντα, υπό τινος πνευματικού του τέκνου κατά το ετήσιον μνημόσυνον αυτού, περί του μυστηριώδους επισκέπτου εάν γνώριζε τι, σύννους γενόμενος υπήντησεν αυτώ: «Τέκνον μου, οι άγιοι άγγελοι συλλειτουργούσι μετά των ευσεβών ιερέων».
Και ποιήσας το σημείον του σταυρού εψιθύρισεν: «Ας έχομεν την ευχήν του μακαριστού νεωτέρου φίλου του Χριστού».

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Το ατύχημα



Μνήμη Μάνου Σ.

Τα δειλινά της Κυριακής πάντα με διακατέχει μια μελαγχολική διάθεση. Αυτό συμβαίνει ακόμη και τις ημέρες των εορτών, αλλά και τις ημέρες που είμαι σε άδεια από την εργασία μου. Προσπάθησα αρκετές φορές στο παρελθόν να το ερμηνεύσω, αλλά η μόνη εξήγηση που έβρισκα ήταν σε αυτές τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις περί συναισθηματικής καταγραφής στα γονίδια ή περί αρχέγονης αποτύπωσης σε εγκεφαλικές λειτουργίες, ως προς την ταύτιση της δουλειάς με τη δουλεία. Αυτή όμως την Κυριακή, λίγο πριν την εορτή των Χριστουγέννων, υπήρχε σοβαρός λόγος για να μην είμαι ευδιάθετος. 
Πριν από λίγη ώρα, κατά το μούχρωμα (που θα έλεγε και ο ποιητής), άνοιξα το κινητό μου τηλέφωνο. Είχα συνήθειο παλαιό να το κλείνω από το βράδυ της Παρασκευής και να το ξανανοίγω το βράδυ της Κυριακής. Συνήθειο που μου είχε μείνει από την εποχή που απασχολούμουν ως ελεύθερος επαγγελματίας με τα λογιστικά, και η αξιότιμος πελατεία μου είχε σοβαρούς, κατ’ αυτήν, λόγους για να μου τηλεφωνεί ότι ώρα έκρινε σωστό να με ρωτήσει πολύ σημαντικά πράγματα, όπως το πότε θα υποβληθούν οι φορολογικές δηλώσεις ή το γιατί ο κουμπάρος ή ο μπατζανάκης του καθενός ενώ είχε τα ίδια με αυτόν εισοδήματα, πλήρωνε λιγότερο φόρο ενώ αυτός πλήρωνε περισσότερο και άλλα πολλά τέτοια σημαίνοντα, τα οποία δεν έπαιρναν αναβολή απαντήσεως.
Ανοίγοντας λοιπόν το κινητό, βρήκα εννέα αναπάντητες κλήσεις, έξι από το φίλο μου Μαρίνο και τρείς από τον άλλο φίλο μου Γιώργο. Λόγω του ότι το μυαλό μου πάντα πάει στο κακό για να έχω μετά αυξημένο συναίσθημα χαράς όταν δεν έχει συμβεί κάτι κακό, υπέθεσα ότι πάλι κάτι άσχημο θα έχει γίνει, και συνδυάζοντας αυτούς τους δύο φίλους που η σχέση μεταξύ τους είναι πολύ απόμακρη, και σκεπτόμενος ποιους κοινούς γνωστούς μπορεί να έχουν αυτοί οι δύο, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί στο Μάνο ή στο Θανάση.
Το επόμενο τηλεφώνημα που έγινε ευθύς αμέσως και ενώ σκεπτόμουν αυτά, ήταν από το Μαρίνο και επιβεβαίωνε κατά το ήμισυ τις σκέψεις μου.
- Έφυγε ο Μάνος!
- Τι λες! Πώς έγινε αυτό;
- Εχθές το απόγευμα, δεν αισθάνθηκε καλά, και μέχρι να τον πάνε στο νοσοκομείο είχε τελειώσει.
- Και πότε θα γίνει η κηδεία;
- Δεν ξέρω, γιατί πρέπει να γίνει πρώτα η νεκροψία, αλλά μάλλον την παραμονή των Χριστουγέννων.
- Μάλιστα. Ωραία Χριστούγεννα…
Με το Μάνο είχαμε παλαιά φιλία από τα σχολικά μας χρόνια. Φιλία η οποία κράτησε και αργότερα μετά το πέρας των γυμνασιακών μας σπουδών και ήδη αριθμούσε περί την τριανταπενταετία. Το γεγονός του θανάτου του, μου έκανε εντύπωση, αλλά λόγω του ότι συναισθηματικά λειτουργώ ετεροχρονισμένα, όπως θα έλεγαν την πάλαι ποτέ ένδοξη ελληνική σοσιαλιστική περίοδο ή με χρονοκαθυστέρηση, όπως λένε σήμερα, άρχισα πρώτα να ανακαλώ τις μνήμες από το παρελθόν.
Κατά το περασμένο έτος ο μακαρίτης πλέον Μάνος είχε ένα σοβαρό ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα του. Έχασε τον έλεγχο και χτύπησε άσχημα, χωρίς ποτέ να θυμηθεί για ποιό λόγο είχε συμβεί αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει περί τον ένα μήνα στην εντατική του νοσοκομείου, με τους γιατρούς αρχικά να είναι πολύ φειδωλοί στις εκτιμήσεις τους και να μας προετοιμάζουν έμμεσα για το μοιραίο. Τα κατάφερε όμως, αν και με αρκετές λάμες στο σώμα του και αρκετούς μήνες με φυσιοθεραπείες και αποχή από τη δουλειά, να επανέλθει σχεδόν στην προτεραία κατάσταση. Και τώρα -μετά από τόσο κόπο και ταλαιπωρία- να συμβεί αυτό το ξαφνικό από το οποίο επάνοδος δεν υπάρχει…
Εν όσο αναπολούσα αυτά τα γεγονότα, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε και ήταν ο άλλος φίλος μου ο Γιώργος.
-Τα έμαθες;
-Ναι μου τα είπε ο Μαρίνος.
-Σου είπε και το άλλο;
-Ποιο;
-Ο πατέρας του αυτοκτόνησε πριν λίγο.
-Ο πατέρας του Μάνου;
-Ναι! Τίναξε τα μυαλά του με το πιστόλι, δεν άντεξε…
- Και μη χειρότερα…
Το ένα μετά το άλλο! Ο ετεροχρονισμός συνέχιζε να παραμένει ενεργός προστατεύοντάς με από τη συναισθηματική φόρτιση. Ο γέρος ήταν ογδοντακοντούτης και βάλε. Αρχοντάνθρωπος, πρώην στρατιωτικός που χρημάτισε και υπάλληλος τραπέζης, χήρος σχεδόν από δεκαετίας. Ζούσε σε ένα παλαιικό διαμέρισμα γεμάτο βαριά έπιπλα, γυαλικά, βιβλιοθήκες και μια μικρή συλλογή από όπλα, που έμελλε να είναι και το τελευταίο πράγμα που αντίκρυσε στο μάταιο τούτο κόσμο.
Το μούχρωμα είχε πια χαθεί και με τύλιξε η νύχτα. Οι επόμενες δύο ημέρες πέρασαν με αναμνήσεις από τα γυμνασιακά μας χρόνια, τα αστεία της νιότης, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και τους καυγάδες, αλλά και τηλεφωνήματα με παλαιούς φίλους που τώρα μπροστά στο θάνατο θυμήθηκαν τη θνητότητά τους και αποφάσισαν να ξαναβρούμε ο ένας τον άλλο, γιατί «δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει».
Η κηδεία και των δύο, πατέρα και γιού, ορίστηκε πράγματι για την παραμονή των Χριστουγέννων. Νεκρώσιμη ακολουθία θα τελούσαν και για τον πατέρα, ερμηνεύοντας προφανώς ο οικείος επίσκοπος κατ’ οικονομίαν τους ιερούς κανόνες ή ίσως έχοντας στο χέρι έγγραφο, με διαβεβαίωση ψυχιάτρου ότι ο γέρος δεν είχε σώας τας φρένας.
Πήγα να ζητήσω άδεια με σφιγμένη καρδιά από το διευθυντή που ήταν και ιδιοκτήτης της εταιρείας που δούλευα. Σφιγμένη καρδιά όχι μόνο για τη μνήμη θανάτου, αλλά και για το πώς θα ζητήσω άδεια, καθότι ο κυρ Νίκος, όταν άκουγε αυτή τη λέξη, η μορφή του έπαιρνε μια ερυθρωπή απόχρωση σαν τις ζωγραφιές του Πανσέληνου στο Πρωτάτο, αλλά σε πιο χτυπητό τόνο. Το γραφείο του ήταν γεμάτο από εικόνες. Παντού όλοι οι τοίχοι καλυμμένοι, αλλά και τα έπιπλα, με την πρωτιά να έχει ο προστάτης των θαλασσινών, τον οποίο και χάριζε στους πελάτες κάθε χρόνο και σε κάθε συνάντηση, με κάθε μορφή απεικόνισης, χάρτινη, ξύλινη ή ανάγλυφη. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις εικόνες των Αγίων είχε και τη φωτογραφία της συμπεθέρας του. Μόνον αυτή· καμία άλλη· το γιατί ποτέ δεν το έμαθα και ούτε και τόλμησα ποτέ να το ρωτήσω.
-Θα λείψω αύριο, πρέπει να πάω σε δυο κηδείες.
-Τι έγινε;
Του εξιστόρησα τα γεγονότα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες για να αποδεσμευτώ όσο μπορούσα γρηγορότερα από την εμπόλεμη ζώνη. Έκανε το σταυρό του και μου απάντησε:
-Τα επιτόκια όμως των δανείων είναι οκτώ τοις εκατό.
-Πάντα με τόσο επιτόκιο δανειζόμαστε.
-Όχι εγώ δεν το ήξερα αυτό.
-Όσα χρόνια είμαι εδώ με αυτό το επιτόκιο δανείζεστε.
-Όχι!!! Το λογιστήριο είναι υπεύθυνο και εσείς φταίτε που δεν έχω λεφτά να αγοράσω ένα καρφί. Δεν έχω συνεργάτες, δεν ενδιαφέρεστε για την εταιρεία.
Έσκυψα το κεφάλι και αποχώρησα θεωρώντας ότι δεν άκουσε τι του είπα, αλλά και θεωρώντας πάλι ότι μου έδωσε την άδεια να λείψω.
Την επόμενη μαζί με το φίλο μου Γιώργο και συγκινησιακά φορτισμένοι ανηφορίσαμε σιωπηλοί προς το νεκροταφείο στις παρυφές του Υμηττού. Καθίσαμε έξω από το σπιτάκι, σχεδόν απέναντι από την εκκλησία, όπου ήταν ο χώρος αναμονής των τεθνεώτων. Ένα ετερόκλητο ενδυματολογικά πλήθος ήταν εκεί από τους παλαιούς φίλους και συμμαθητές, στο μεταίχμιο της νιότης και της ωριμότητας. Οι περισσότεροι είχαν χαρούμενη διάθεση, μια χαρμολύπη θα έλεγες, με την χαρά να κυριαρχεί που συναντούσαν πάλι παλαιούς γνωστούς και φίλους και αν δεν ήταν ο χώρος του νεκροταφείου, θα νόμιζες ότι βρισκόσουν σε κάποιο από αυτά τα λεγόμενα «κτήματα» που πριν την οικονομική κρίση ο καθείς που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να κάνει εκεί το γάμο του.
Σε λίγο η καμπάνα χτύπησε πένθιμα και οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών σηκώνοντας τα δύο φέρετρα κατευθύνθηκαν προς το ναό. Η νεκρώσιμος ακολουθία ξεκίνησε, ο Άμωμος…, μετά των Αγίων ανάπαυσον…, πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…, δεύτε τελευταίον ασπασμόν…, και η πομπή αναχώρησε για τον τάφο. Ακολούθησα μαζί με το φίλο μου την πορεία με τα δύο φέρετρα να προπορεύονται για την τελευταία κατοικία, εν αναμονή αναστάσεως σωμάτων και φρικτής Κρίσεως. Οι παρευρισκόμενοι στο νεκροταφείο, κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένες γυναίκες που ήταν στους παρακείμενους τάφους έστεκαν εκστατικές και έκαναν το σταυρό τους βλέποντας, το όχι και τόσο συνηθισμένο θέαμα με τα δύο φέρετρα να ηγούνται. Ρίξαμε το χώμα και τα λουλούδια που μας έδωσε ο υπάλληλος του γραφείου τελετών στους τάφους και σκουπίσαμε τα χέρια μας με το αρωματικό μαντηλάκι που πάλι ο ίδιος υπάλληλος μας έδωσε. Ασπαστήκαμε τη χήρα, πλέον, του αναπαυμένου φίλου μας, είπαμε κάποια λόγια για τους τύπους δίνοντας την υπόσχεση να τα πούμε εκτενώς αργότερα όταν θα έχει περάσει λίγος χρόνος και κατηφορίσαμε προς τη έξοδο.
Μια γυναίκα στο πλάι του δρομίσκου, που έπλενε τον τάφο κάποιου οικείου της προφανώς, με σταμάτησε.
-Ατύχημα;
-Πες το κι έτσι.
Και συνέχισα το δρόμο μου.
Σ. Σ.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το Ρωσικόν Μοναστήριον. Η λαμπρά αυτού πανήγυρις.



Ο Σκιαθίτης λογοτέχνης, και δημοσιογράφος Α. Μωραϊτίδης (ο γνωστός εξάδελφος και συμψάλτης του Α. Παπαδιαμάντη) επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος το 1888. Αργότερα θα επιστρέψει και πάλι για προσκύνημα τα καλοκαίρια του 1893, του 1898, και του 1900. Τις εντυπώσεις του από αυτές τις προσκυνηματικές επισκέψεις, καθώς και από άλλα ταξίδια που έκανε, θα τις καταγράψει στο βιβλίο του «Με του Βορηά τα κύμματα» που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Ν. Ι. Σιδέρη, το 1924.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το παραπάνω βιβλίο, και περιγράφει την πανήγυρη του Ρωσικού Μοναστηριού, ή Μονής Αγίου Παντελεήμονος, στο Άγιον Όρος.
*  *  *
Επιθυμών να παρευρεθώ εις την ωραίαν πανήγυριν του παμμεγίστου Ρωσικού Μοναστηρίου, εορτάζοντος εις μνήμην του Αγίου Παντελεήμονος, ανεχώρησα εκ Καρυών, μεσημέριον σχεδόν. Εις τον Άθωνα, όπου τα τόσα πυκνά και απέραντα δάση, δεν έχετε να φοβηθήτε το καύμα· διότι βαδίζετε υπό δροσερωτάτην σκιάν καστανεών, τας οποίας δεν διαπερνούν αι ακτίνες του ηλίου.
Μετά δε μιάς ώρας πορείαν επί ημιόνου έφθασα εις τον ζυγόν του βουνού· και αφίνων οπισθέν μου τας βορείους του Όρους ακτάς και την εύμορφον Θάσον ησυχάζουσαν πέραν εις τον γλαυκόν πόντον, κατήλθον εις την περιφέρειαν του Ρωσικού, θαυμάζων αδιακόπως τα καλλιεργημένα των καστανεών δάση, εξ ων παράγεται η αρίστη εκείνη οικοδομήσιμος ξυλεία, η «αγιορείτικη», με τ’ όνομα. Ενόμιζον ότι ήσαν λεμονέαι τα ωραία δένδρα· τόσον χλοερά και τόσον σκιερά ήσαν τα καταπράσινα φύλλα των. Υπό την δροσεράν τούτων σκιάν περιπατών, μετά μίαν ακόμη ώραν είδον τους στιλπνούς, πολλούς και καταπρασίνους θόλους, και τους χρυσούς σταυρούς του Ρωσικού Κοινοβίου, όπερ εθεώρουν εκ του ανωφερούς εκεί μετά θαυμασμού ως μίαν μεγάλην πόλιν επαύλεων και ανακτόρων.
Κείμενον παρά την ακτήν, ολίγον πέραν της θαλάσσης, εκτείνεται πολυδαίδαλον και πολυώροφον. Εκ των αρχαίων δε ελληνικών κτιρίων σώζεται ανέπαφον μόνον το ωραίον Καθολικόν, ένας ωραιότατος ναός, και 6 παρεκκλήσια περικλεισμένα πλέον μετά την Ρωσικήν κατάκτησιν από πολυαρίθμους πυργοειδείς οικοδομάς των νέων κυριάρχων, οι οποίοι κατέστησαν αυτήν ονομαστήν και μοναδικήν εις το είδος της με τας μαρμαροκτίστους και πανυψήλους πτερυγάς της, παρέχουσαν όψιν μιάς ολοκλήρου πόλεως. Ο ξένος απομένει κατάπληκτος ευρισκόμενος ενώπιον ποικιλορρύθμου σειράς οικοδομών και παραρτημάτων, άλλων εξεχόντων, και άλλων εισεχόντων, τα οποία είναι όλα με θόλους καταπρασίνους εστολισμένα, τον ένα επί του άλλου, με χρυσούς σταυρούς, με παράθυρα μεγάλα και μικρά, με εξώστας και απλωταριαίς, με τειχόκαστρα και αυλάς και παραυλάς, αναβάσεις και καταβάσεις, και κρυψώνας εδώ κι εκεί, εις τους διαδρόμους υπό τας κλίμακας, δια να χωρή η αναρίθμητος μυρμηγκιά των μοναχών.
Αποβιβασθείς ο ξένος, ολίγον παραπάνω από την βραχώδη ακτή συναντά αμέσως την τοξοειδή Πύλην του Μοναστηρίου, εντός του τόξου της οποίας υπάρχει η εικών του Αγίου Παντελεήμονος αρχαία βυζαντινή, της παλαιάς Μονής, αλλά με ρωσικήν επιγραφήν. Οι Ρώσοι γενόμενοι κύριοι της Μονής ήλλαξαν παν το ελληνικόν. Μόνον το παλαιόν Καθολικόν εσεβάσθησαν αφήσαντες αυτό όπως αρχηθέν ήτο. Επειδή όμως ο χώρος του δεν επαρκεί να εκκλησιάζωνται τόσοι μοναχοί, άνω των 1.500, επάνω εις την υψηλοτέραν οροφήν προς βορράν, έκτισαν έναν παμμέγιστον Ναόν εις τιμήν της Αγίας Σκέπης,  όλον απαστράπτοντα από τον χρυσόν και άργυρον, όπου εκκλησιάζονται οι Ρώσοι με άνεσιν. Απέμεινε δε ωσαύτως ανέπαφος και η αρχαία του Βυζαντινού Μοναστηρίου Τράπεζα με τας ωραίας τοιχογραφίας της.
Αλλά μοί επεφυλάσσετο άλλη μείζων έτι έκπληξις. Εθαμβώθην ολοτελώς ότε εισελθών εις την αυλήν είδον αυτήν κατάμαυρον εκ των αναριθμήτων μοναχών, οίτινες ξετινάξαντες πλέον τα υποδήματά των εκ της μακράς οδοιπορίας περιεπάτουν καθ’ ομίλους εκεί, αναμένοντες την έναρξιν του Εσπερινού. Κ’ εξηκολούθουν ολονέν να έρχωνται και άλλοι και άλλοι. Ουδέποτε είχον ίδει επί το αυτό τόσους μαυροφόρους. Οι ρώσοι πατέρες καλοενδεδυμένοι και αυτοί είχον εις το πρόσωπόν των ρίψει μίαν φαιδρότητα πάντη ευφρόσυνον, αναμεμιγμένην μετά τινός υπερηφανείας και αυταρεσκείας, γεννήματα του πλούτου και της εθνικής των μεγαλειότητος.
Αυτήν την ημέραν και οι πλέον αυστηροί αποβάλλουσι το ξηρόν της όψεως, και θέλουσι να φανώσι μειλίχιοι και ευπροσήγοροι. Άλλως δε οι Ρώσοι δεν είναι κακοί κατά βάθος, τουλάχιστον οι κατώτεροι μοναχοί, είναι απλούστατοι άνθρωποι. Ο πορτάρης είχεν αφήσει ελευθέραν την είσοδον εις πάντας, ούτε διαμονητήρια ζητεί, ούτε ερωτά περί των ερχομένων. Ευτραφής, ως ήτο, με τα καινούργια ράσα του, εκάθητο εις την θολωτήν είσοδον με ελεήμον θεωρών βλέμμα τους σωρευμένους εκεί ενώπιόν του άρτους, τους παμμεγίστους εν σχγήματι ορθογωνίων, όπου έκαστος ζυγίζει 8 οκάδας, οίτινες εκεί εκείντο προς ελεημοσύνην. Άλλος δε βοηθός του με μάχαιραν μεγάλη ήτο έτοιμος ν’ αρχίσει να κόπτη έκαστον άρτον εις 8 τεμάχια· διότι ούτω κομμένος διανέμεται. Οι ξενώνες πάμπολοι και ποικίλοι, άλλα δωμάτια και κελλία, όλα εγέμισαν. Την τρίτην ώραν πλέον δεν υπήρχεν ούτε κλίνη ούτε θέσις. Εγώ γνωρίζων και εξ άλλης επισκέψεώς μου τον αρχοντάρην, κάλλιστον ρώσον μοναχόν εκ Καυκάσου, επορεύθην κατ’ ευθείαν ζητών κλίνην.
- Τώρα, τώρα, τι κάμει εγώ, μοι έλεγε στριφογυρίζων εδώ και εκεί ως άνθρωπος πολύ απησχολημένος, ενώ εξηκολούθουν να βλέπω σωρείαν ξένων μοναχών, άλλους καθημένους εις τους εξώστας και άλλους τρώγοντας εις τα δωμάτια, ή πίνοντας τσάϊ, εύγεστον και άφθονον. Οι υπηρέται επηγαινοήρχοντο βαστάζοντες φαγητά και ιμπρίκια.
- Λοιπόν, δεν έχεις μέρος; ηρώτων πάλιν εγώ.
- Δεν έχειμι, δεν έχειμι. Αγρυπνία απόψε· εκκλησία απόψε. Δεν έχειμι ύπνο!
Αν και κουρασμένος και επιθυμών να καθίσω ολίγον, όμως από τινος θυρίδος ιδών κάτω εις την αυλήν πληθύν μοναχών, παρεσύρθην πάλιν εκ του σπανίου θεάματος και κατήλθον και ανεμίχθην μετά των πενθίμων εκείνων ομίλων, μελετών τας καλογηρικάς όψεις. Ήσαν εκεί εξ όλων των μοναστηρίων του Αγίου Όρους, και όλων των καλυβών των Σκήτεων και της ερήμου. Σιωπηλοί και ωχμόλευκοι ασκηταί βηματίζοντες εις το προαύλιον και προσμετρούντες τα βήματά των δια των κόκκων του τριχίνου κομβοσχοινίου των, λάλοι κελλιώται συναντώντες εκεί τους γνωρίμους των και ανοίγοντες μακράς διαλέξεις, μη αφήνοντες απειράκτους και τους ρώσους διακονητάς, οίτινες με τα βαρέα των πατήματα και τας ξανεμιζομένας άκρας των πλατεών ράσων διέσχιζον τους διαδρόμους ή κατήρχοντο τας κλίμακας.
Ήσαν ακόμη και οι φερέοικοι εκείνοι, οίτινες διέρχονται ημέρας και μήνας εν αργία, περιηγούμενοι τας μονάς, ευρίσκοντες πολύ γλυκύν τον αγιορείτικον άρτον, οι κυκλευταί υπό των παλαιών καλουμένοι.
Άλλοι πάλιν, οι πενέστεροι, εθαύμαζον τον πλούτον του Κοινοβίου εν τοις μεγάλοις μαγειρείοις, όπου 20 πατέρες ητοίμαζον τα φαγητά με ογκώδεις βούρτσας ξύοντες τα λέπια μεγάλων ιχθύων νωπών ορφών έως 300 οκάδων και πλύνοντες εις το ψυχρόν και διαυγές ύδωρ των εγγύς κρηνών άλλους ιχθύς έως 2.000 οκάδας. Άλλοι εκαθάριζον και έκοπτον τα κρόμμυα έως 200 οκάδας και τις τομάταις έως 300 οκάδες, εν ώ έτεροι είχον ήδη καταιβάσει από της εσχάρας τον παμμέγιστον λέβητα τον περιέχοντα την ορεκτικήν και παχείαν μουρούναν, τοποθετήσαντες αυτόν δια του ανελκυστικού μηχανήματος εις μεγάλην τροχοφόρον τράπεζαν, όπως ούτως ευκόλως τον μεταφέρωσιν εις το μέρος όπου θα εγίνετο η διανομή.
Την στιγμήν εκείνην 3 ώραν μετά μεσημβρίαν εκτύπησαν οι  βαρείς κώδωνες τον μικρόν Εσπερινόν πληρούντες ήχων εκκωφωτικών τας στοάς του Κοινοβίου. Πάραυτα οι πολυάριθμοι εργάται παύσαντες έξω τας εργασίας των, εις τους κήπους και τας οικοδομάς, εισήρχοντο εις μακράς γραμμάς, όπως καθαρισθώσι και ενδυθώσι δια την αγρυπνίαν. Μετ’ ολίγον τους είδον εις μακράν γραμμήν πάλιν να διέρχωνται καθαροί, και ν’ αναβαίνωσι τας κλίμακας εν πλήθει.
Είναι καμμία άλλη εκκλησία ηρώτησα;
- Όχι· πηγαίνουν εις το καφενείον!
Μάλιστα εις το Κοινόβιον υπάρχει και καφενείον, εν ώ διανέμεται εις τους Ρώσους το τσάϊ και εις τους γραικούς ο καφές εν αφθονία.
*  *  *
  Μετά την δύσιν του ηλίου ήρξατο η αγρυπνία και εις τους δύο ναούς, επάνω εις τον ρωσικόν και κάτω εις το καθολικόν, όπου κυρίως τελείται η επίσημος πανήγυρις του Αγίου Παντελεήμονος, χοροστατούντος ενός αρχιεπισκόπου εκ των ησυχαζόντων εν Άθωνι. Η ακολουθία της αγρυπνίας, μικτή εις ελληνικήν και ρωσικήν γλώσσαν, παρετάθη μέχρι της 5 ½ ώρας της πρωίας, ότε μετά το τέλος αυτής ο αρχιεπίσκοπος, ο ηγούμενος φέρων ρωσικήν μίτραν, τον μανδύαν και την επίσημον ράβδον, και οι περί αυτούς ιερείς και διάκονοι εξελθόντες προ της εισόδου έψαλαν τον αγιασμόν, πολυτελέστατα, μεθ’ ο έκρουσαν γλυκύτατα τα βυζαντινά σήμαντρα και ήρξατο η θεία Λειτουργία., βοϋζόντων των ρωσικών κωδώνων. Το θέαμα εν τω χορώ ήτο μεγαλοπρεπέστατον.
Ελειτούργησεν ο αρχιεπίσκοπος μετά 33 ιερέων και 12 διακόνων, φερόντων όλων ομοίας ιερατικάς στολάς, τας λεγομένας μαρτυρικάς εις μνήμην του μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, ήτοι ερυθρού χρώματος μετά χρυσών σταυρών ως ποικιλμάτων. Το είδος τούτο των ιερατικών στολών καλείται «πολυσταύριον», και είναι απομίμησις αρχαιοτάτων βυζαντινών στολών του Ε’ αιώνος. Ούτω ζωγραφίζονται οι τρείς Ιεράρχαι εις τας αρχαιοτέρας βυζαντινάς αγιογραφίας. Φαντασθείτε λοιπόν τον Ναόν κατάχρυσον με τας βαρυτάτας αργυρωμένας ρωσικάς εικόνας του τεμπλέου, με τα δύο νεώτατα μεγάλα εικονοστάσια κατάχρυσα, κομισθέντα άρτι εκ Ρωσίας, με τα πολλά φώτα των πολυελαίων, μανουαλίων, και του στεφάνου του χορού, και υπ’ αυτόν εν τη Εισόδω 33 ιερείς και 12 διακόνους. Θέαμα επιβλητικότατον.
Η ψαλμωδία γίνεται ελληνιστί και ρωσιστί, κατά το Βυζαντινόν ύφος και κατά την τετραφωνίαν. Μέρος μεν της ακολουθίας γίνεται ελληνιστί και μέρος δε ρωσιστί. Τα Κεκραγάρια, κατά την Αγρυπνίαν, εξετελέσθησαν πολύ ωραία κατά το βυζαντινόν ύφος ελληνιστί   υπό του μετακληθέντος πρωτοψάλτου Διακο-Συνεσίου, Δοχειαρίτου, όστις καλλίφωνος λίαν και ειδήμων της Βυζαντινής μουσικής καλείται πάντοτε κατά τας εορτάς παρά των διαφόρων Μονών, καταθέλγων με την υψιφωνίαν του. Αυτοί οι ρώσοι μοναχοί, παρετήρησα, τον ήκουον με πολλήν κατάνυξιν, ευφραινόμενοι από την ελληνικήν μελωδίαν· άλλ’ όμως, οι πλέον φανατικοί οι εμμένοντες ακλόνητοι εις τα πάτριά των, είδα ότι, αρχομένης της ελληνικής ψαλμωδίας, εξήρχοντο του Ναού, κρυφά-κρυφά· αλλά δεν έφευγον ολοτελώς, παρέμενον έξω εις τον Νάρθηκα, ένθεν ήκουον με κρυφήν χαράν την ψαλμωδία μας. Πλησιάσας ένα τούτων, ένα ωχρόν και ευπροσήγορον γαλανομάτην, τον ηρώτησα:
- Πώς φαίνεται μουσική δική μας;
- Βυζαντίνα;
- Ναι, πως πάει αυτί;
- Αυτί καλό, πολύ καλό, μου απήντησε μειδιών ο νεαρός Ρώσος.
- Αφού αυτί καλό, πως δεν ψάλλει έτσι ρούσο;
- Πως ψάλλει; Βυζαντίνα;
- Ναι. Βυζαντίνα, επανέλαβον.
- Εμείς φυλάει ότι βρή. Φυλάει όλα όπως βρή. Φυλάει παλαιά όλα.
Την στιγμήν εκείνην, πλησιάσας γέρων Ρώσος, έρριψε βλοσυρόν βλέμμα προς εμέ, και άγριον ούς εις την ομιλίαν μας· και είπε με οργήν:
- Εμείς έτσι ψάλλει, καλά ψάλλει. Καλλίτερα από όλο κόσμο ψάλλει εμείς!
Και απεσύρθη καταρώμενος:
- Ά Σκουσένιε!
   *  *  *
  Και εν άλλο παρετήρησα κατά την Αγρυπνίαν. Αρέσει εις τους Ρώσους πολύ πάρα πολύ η σεισμόηχος και βροντερά κωδωνοκρουσία, από την οποίαν σείονται τα θεμέλια της Μονής, αλλ’ όμως ευφραίνονται υπερβολικά προς τους γλυκυτάτους ήχους των βυζαντινών σημάντρων, τα οποία κρούονται μετά την των κωδώνων βροντήν. Την χρήσιν των σιδηρών και ξυλίνων βυζαντινών σημάντρων διετήρησαν με πολλήν αγάπην οι Ρώσοι· κρούουσι δε αυτά πολύ τεχνηέντως, και με τόσην αβράν αισθητικότητα, ως να αναγνωρίζουν οι ίδιοι την λεπτοτάτην διαφοράν των δύο αυτών κρούσεων· της μιάς μεν ομοιαζούσης με τρικυμίαν και καταιγίδα, και της άλλης δε με ανοίξεως αύραν και αηδονολογήματα, τα οποία αφήνουν γλυκυτάτας αναμνήσεις εις τον ταξειδιώτην.
Μετά την απόλυσιν του Όρθρου, ανατείλαντος ήδη του  ηλίου, εις τον εξωτερικόν πρόναον, εν τη επί τούτω φιάλη, ετελέσθη μεγαλοπρεπέστατος αγιασμός εις τιμήν του εορταζομένου Μεγαλομάρτυρος υπό ολοχρύσου ιερατείου, παρισταμένου και του Ηγουμένου Μακαρίου με την ρωσικήν μίτραν του, τον χρυσοΰφαντον μανδύαν του και την ποιμαντικήν του ράβδον, εν μέσω παρατάξεως χιλιάδων μοναχών, όλων με τα κουκούλλια και τα Σχήματά των. Πανόραμα πολύ θεαματικόν.
*  *  *
  Μετά την θείαν Λειτουργίαν, ήτις έληξεν περί την 11 ½ ώραν, οι μεν μοναχοί και οι προσκυνηταί εξήλθον, διασπαρέντες έξω εις διάφορα μέρη του προαυλίου, το οποίον εδροσοβολούσεν όλον από την τεχνιτήν επί τούτω γενομένην βροχήν διά τινος μακρού σωλήνος, ο δε Ηγούμενος εδέξατο εν τη μεγάλη αιθούση του καφενείου τας ευχάς των επισήμων ξένων, εν οις διεκρίνετο ο ηγούμενος του Ζωγράφου, βουλγαρικού μοναστηρίου, ευτραφής ιερομόναχος βούλγαρος, με τα παράσημά του τα ρωσικά, ακολουθούμενος υπό τινων άλλων ζωγραφιτών πατέρων, και άλλοι τινές Προηγούμενοι και αντιπρόσωποι άλλων μοναστηρίων, ολίγων όμως, διότι ως θα λάβωμεν αφορμήν να είπωμεν εις άλλα ημών άρθρα, ήδη υπάρχει μεν ομόνοια εν Αγίω Όρει, αλλ’ οι Έλληνες πατέρες και προεστοί δεικνύουσι κάποιαν ψυχρότητα και αδιαφορίαν εις τας ρωσικάς τελετάς, θέλοντες να μειώσωσιν ούτω το εξασκούμενον γόητρον των ξένων κατακτητών, διά της αποχής των εκφράζοντες μίαν μυστικήν θλίψιν δια τας επελθούσας εν Αγίω Όρει μεταβολάς από του 1875.
Μετά τούτο ο Ηγούμενος φέρων την επίσημον αυτού στολήν, τον ιερόν μανδύαν και την ποιμαντικήν ράβδον εισήλθε εις την Τράπεζαν, προηγουμένων κηρίων και του χορού των ψαλτών, ενώ ο μέγας κώδων έσειε δια του δεινού ήχου του τας στέγας και τα θεμέλια των διαφόρων οικοδομών. Η Τράπεζα του ρωσικού Κοινοβίου είναι η παλαιά βυζαντινή, με τας παλαιάς τοιχογραφίας, περιλαμβάνουσα εις δύο στοίχους μακράς τραπέζας διά 500 πατέρας. Εκεί έφαγεν ο Ηγούμενος μετά των μοναχών. Οι κοσμικοί και οι επίσημοι εκ των κεκλημένων έφαγον επάνω εις τους ξενώνας, εν πλούτω εδεσμάτων και ποικιλία μεγάλη. Οι εν τω μεγάλω μάλιστα Εστιατορίω φαγόντες, εν οις ο ιερουργήσας αρχιεπίσκοπος, ο παρεπιδημών πρώην Πατρών και άλλοι τινές εκ των ημετέρων, οι προσελθόντες αντιπρόσωποι της Κοινότητας και οι Ζωγραφίται πατέρες, είχον ενώπιον των μίαν πλουσιωτάτην παράθεσιν εδεσμάτων επί τη μεγάλη πανηγύρει του Μεγαλομάρτυρος, θαυμάζοντες την τέχνην και πολυτροπίαν της ρωσικής μαγειρικής, αμιλλωμένης προς την οψοποιίαν των μεγάλων Ευρωπαϊκών ξενοδοχείων, εν λεπτή καθαριότητι και αβρά περιποιήσει. Εκεί εθαυμάσαμεν τα ωραία σαρακοστιανά petits-pates, ευωδιάζοντα καθόλου ευλογίαν, και την παχείαν μουρούναν εξηυγενισμένην πανσόφως. Το δε θαυμαστότερον πάντων, όπερ δεν είδομεν εν Αθήναις ακόμη, ήτο το μαύρο χαβιάρι, εκλεκτόν και εύγεστον και ορεκτικόν, αριστοκρατικόν όψον, κοκκωτόν και σπυρωτόν εις θαυμάστόν τρόπον, νωπότατον δε και γλυκύτατον. Εγώ όμως λεληθότως πως επροτίμησα το λιπώδες εκείνο ξυρίχι, συνοδευόμενον υπό αφρώδους αγιορείτικου οίνου, κρατερώς εντείνοντος τας δυνάμεις του οδοιπόρου, όστις, απεφάσισε να βαδίζη τα μαύρα και έρημα εκείνα δάση, όπου το ήμισυ μέρος του ανθρώπου, ορφανόν και τεθλιμένον, αγωνίζεται τον κράτιστον των αγώνων της εξαϋλώσεως του γηίνου σαρκίου…
Μετά το γεύμα ανήλθαμεν εις την μεγάλην Αίθουσαν της υποδοχής, υψηλά, επάνω εις τον τέταρτον όροφον καταλαμβάνουσαν ολόκληρον μέγα τετράγωνον, με παμπόλλους εξώστας θεαματικούς, αφ’ ων θεωρεί κανείς με απερίγραπτον ψυχικήν τέρψιν τον ωραίον Σιγγιτικόν κόλπον, εισχωρούντα εις βάθος της Χαλκιδικής, και τας φαιάς ερημονήσους του Αιγαίου, υπό την σκιάν του Άθωνος, μέχρι Σκιάθου και Σκοπέλου. Η αίθουσα αύτη είνε πολυτελέστατα στολισμένη ωσάν των πλουσιωτέρων ξενοδοχείων, με ανάκλιντρα, με πολυθρόνας, με κυκλικάς τραπέζας, και με άλλα αντικείμενα και μικροκομψοτεχνήματα, ευμαρείας και πλούτου μαρτύρια, πλήν καθρεπτών. Εις δε τους τοίχους της είνε ανηρτημέναι αι εικόνες της πολυμελούς αυτοκρατορικής οικογενείας της Ρωσίας, των Μητροπολιτών, και των Κατακτητών του ελληνικού Κοινοβίου του Αγίου Παντελεήμονος, μεταξύ των οποίων διαπρέπει η ζωηρά εικονογραφία του πανούργου εκείνου Ιερονύμου με τον βαθύν πώγωνα διηρημένον εις δύο μέχρι του στήθους, περί ου θα ομιλήσωμεν κατόπιν. Εις ωραίαν πάλιν θέσιν κρέμαται η εικών του Σουλτάνου Αβδούλ-Χαμίτ, κυριάρχου της ιεράς χώρας. Εννοείται, δεν λείπουν αι εικόνες και της βασιλικής οικογενείας της Ελλάδος, ης τα ονόματα ακούει κανείς μνημονευόμενα εν τη Λειτουργία, πλην του Βασιλέως, ου η μνημόνευσις απαγορεύεται, από τους ιερούς κανόνας ως ετεροδόξου. Εν τη αιθούση αυτή της πολυτελούς χλιδής ελάβομεν το σύνηθες μετά το γεύμα επιλεκάνιον. Κατά δε τας γινομένας συνήθεις ομιλίας εν τοιαύτας πολυόχλοις υποδοχαίς, μετά πολλής περιεργείας ξένοι τινές ανταποκριταί εζήτουν παρ’ εμού πληροφορίας περί των καθ’ ημάς πραγμάτων, οι δε Ρώσοι μετ’ επιμονής ανηρεύνων τας εντυπώσεις μου περί τε της εκκλησιαστικής τάξεως, της αγρυπνίας, κωδωνοκρουσίας και λοιπών.
Κάτω εν τη Τραπέζη του Κοινοβίου οι 500 μοναχοί προεξάρχοντος του Ηγουμένου έτρωγον, και έξω άλλοι 500  περιέμενον να τραπεζωθώσι, και μετ’ εκείνους άλλοι 500 ακόμη. Τόσος ην ο συγκεντρωθείς πληθυσμός των μοναχών και κοσμικών κατά την πανήγυριν, ήτις με όλην την ως εκ της πληθύος ανησυχίαν παρηγορεί και επαναπαύει τινά λίαν ευφροσύνως, διότι δεν είναι μικρόν και σύνηθες να ιδής επί το αυτό συνηγμένους 3.000 μοναχούς με τα κατάμαυρα ράσα και τα κατάμαυρα κουκούλια.
*  *  *
Το δειλινόν της πανηγύρεως, ξεκουρασμένος ολίγον από την παρελθούσαν αγρυπνίαν, κατελθών προς την ακτήν, εκάθησα υπό την σκιάν μιάς χλοερωτάτης πλατάνου, θεωρών τα διάφορα πλοιάρια, απού είχον συναχθή εκεί διά την πανήγυριν, και ναύτας φορτωμένους άρτους και φαγητά και οίνον, όπου κατήρχοντο εις τα πλοία των να εορτάσουν και αυτοί τον Άγιον Παντελεήμονα με τα πλούσια δώρα του. Παρακάτω από την ωραίαν μου πλάτανον εσχηματίζετο κρημνός μέχρι του παραλίου κύματος, στερεούμενος όμως δια ξηρολίθων, από τινος οπής του οποίου σιδηρούς κρουνός εξηκόντιζε μετά πατάγου διαυγές και κατάψυχρον ύδωρ, ωσάν να είχε μέσα του πάγον, λίαν παρήγορον δια τας καυσώδεις ώρας του θέρους εις την προς δύσιν πλευράν του Αγίου Όρους. Εκεί καθήμενος αγνάντευα κάτω εις το βάθος του κόλπου, προς τον ισθμόν, την Σκήτην του Ρωσικού Μοναστηρίου, εις θέσιν οπού φέρει ένα πολύ άσχημον όνομα Γουρούνι κοινώς ονομαζομένην «Σφηνιά» ης αι καλύβαι ως αρνία εφαίνοντο από το Κοινόβιον. Εκεί διεσκέδαζα με την ρωσικήν μαύρην ατμάκατον, η οποία παραλαβούσα ικανούς εκ των επισήμων εορταστών έπλεεν ολοταχώς προς την Σκήτην, εις περίπατον θαλασσινόν προς τέρψιν. Εις τας μαρμαρίνας δε προκυμαίας πέραν, πάμπολλα μικροκάϊκα είχαν συγκεντρωθή από την νύκτα ακόμη, όπου επωλούσαν διάφορα του θέρους οπωρικά, και είδη αποικιακών, και αλμυρά οψάρια και οίνους και λοιπά, καταρτισθείσης εκεί πολυόχλου αγοράς ζωηροτάτης.
*  *  *
Μετ’ ολίγον γλυκύτατος ήχος σημάντρου αντηχούσε κάτω εις την ακτήν και τας ωραίας προκυμαίας του Μοναστηρίου. Εσήμαινεν ο Εσπερινός, ο Μεθεόρτιος, ενωρίς, δια τον κόπον της αγρυπνίας, μετά τον οποίον ήρχισαν να απέρχωνται οι πλείστοι των προσκυνητών και οι εκ των επισήμων και άλλων Μονών. Διεκρίνοντο δε εν μέσω αυτών οι ασκηταί και οι ερημίται, απερχόμενοι με γεμάτα τα τουρβαδάκια των, από τα πλούσια λείψανα της πανηγυρικής του Ρωσικού Μοναστηρίου Τραπέζης, καταχαρούμενοι.
Τότε αίφνης αντήχησε βροντερώτατα, ωσάν βροντή ουράνιος αληθώς, ο βόμβος των ρωσικών κωδώνων οπού εσείετο όλη η γη εκεί. Και συγχρόνως ηκούσθησαν βαρύηχοι ρωσικαί ψαλμωδίαι, παταγώδεις ωσαύτως και βροντεραί, ανάμικτοι με το ελληνικόν και ρωσικόν της μουσικής ύφος, και εις γλώσσαν ρωσικήν και βουλγαρικήν.  Μία ωραία συνοδία, ως εν πομπή χαρμοσύνω, ταχέως κατέβαινεν από της Μονής προς την θάλασσαν: Αι λέξεις των ύμνων συγκεχυμέναι απέληγον όλαι εις μίαν μόνον, βροντερωτέρα ηχούσαν, την λέξιν Παντελεήμονα. Προς την θορυβώδη αυτήν συναυλίαν ηγέρθην· και είδον τότε τον Καθηγούμενον του Ρωσικού Μοναστηρίου Μακάριον, όπου προέπεμπε μέχρι του αιγιαλού τους απερχομένους ζωγραφίτας Πατέρας, οι οποίοι είχον αντιπροσωπεύσει την Βουλγαρικήν Μονήν του Ζωγράφου κατά την πανήγυριν. Και ήτο πολύ τερπνόν το θέαμα να βλέπη κανείς τους παρατυχόντας κατά την διάβασιν ρώσους μοναχούς πως αποκαλυπτόμενοι, με βαθυτάτην ευλάβειαν, έκυπτον μέχρι εδάφους εις σεβασμόν των απερχομένων, οι οποίοι επιβάντες άλλης ατμακάτου απήλθον, αφού ησπάσθηκαν την δεξιάν του Ηγουμένου.