Από το βιβλίο του Μοναχού Γρηγορίου Κρούγκ "Σημειώσεις ενός εικονογράφου"
«Τον δι' ημάς τους ανθρώπους
και διά την ημετέραν σωτηρίαν
κατελθόντα εκ των ουρανών...»
Η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού εμφανίζεται στην αρχή του Χριστιανισμού, πιθανώς στην αποστολική εποχή. Οι αποστολικοί κανόνες προτρέπουν να εορτάζεται η ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού την 25η Δεκεμβρίου, δείχνοντας έτσι τη σημασία αυτής της εορτής για την Εκκλησία.
«Προσέξτε, αδελφοί, τας εορτάς. Πρώτη των εορτών, η της Γεννήσεως του Χριστού».
Αυτή η ιδιαίτερη μνεία του εορτασμού των Χριστουγέννων χαρακτηρίσθηκε από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο με τα ακόλουθα λόγια: «Και δεν θα έχει κάνει λάθος, αυτός που θα ονομάσει την εορτή των Χριστουγέννων μητέρα όλων των άλλων εορτών...».
Όπως πηγάζουν από την ίδια πηγή τα διάφορα ρυάκια, έτσι και όλες οι εορτές πηγάζουν από την εορτή της Γεννήσεως του Χριστού, που είναι σαν μια καινούργια δημιουργία του κόσμου. Η σάρκωση του λόγου του Θεού που εορτάζεται σ’ αυτή την εορτή γίνεται ακρογωνιαίος λίθος. Η σάρκωση του Θεού χωρίζει μυστηριωδώς το φως από το σκοτάδι, σύμφωνα με τα λόγια του Αγίου Ιωάννου: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθε σαν άνθρωπος, είναι απ’ τον Θεό, και κάθε πνεύμα που δεν ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθε σαν άνθρωπος, δεν είναι από τον Θεό. Είναι το πνεύμα του Αντιχρίστου...».
Ο χρόνος που προηγείτο της Γεννήσεως του Χριστού ήταν γεμάτος από το βαθύ αίσθημα ενός απροσδιόριστου κακού… Κάθε στιγμή αισθανόταν κανείς την αβεβαιότητα αυτού του χρόνου. Οι λαοί που έζησαν πριν τη Σάρκωση του Χριστού βρίσκονταν σε μια συνεχή κίνηση. Η πνευματική κληρονομιά των λαών δεν διατηρούσε μια στατική ιδιαιτερότητα, αλλά εμπλουτιζόταν και ένωνε διαφορετικά στοιχεία. Οι πολιτισμοί διαφορετικών λαών εισέδυαν, επηρέαζαν και μετέβαλαν ο ένας τον άλλο. Ο κόσμος πριν από τη Γέννηση του Χριστού μοιάζει με καλοοργωμένο χωράφι, έτοιμο να λάβει τον σπόρο της αιώνιας ζωής - απαρχή του μέλλοντος Αιώνος.
Η εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού περιέχεται μυστηριακά στο όνειρο του Ναβουχοδονόσορα και εξηγείται προφητικά από τον προφήτη Δανιήλ (κεφ. 2). Ο βράχος που ξεριζώθηκε από το όρος χωρίς να τον αγγίξει ανθρώπινο χέρι και κατέστρεψε το μεγάλο είδωλο, είναι η εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού. Συνήθως στην εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού, ο Σωτήρας έχει μια κάποια εικονική ομοιότητα με την πέτρα που νίκησε και κατέστρεψε τον τρομερό ανθρώπινο εγωισμό υπό την μορφή του ειδώλου. Το Παιδίον αναπαριστάνεται στο μέσο της εικόνας, σπαργανωμένο. Το μέγεθος του είναι εξαιρετικά μικρό. Συχνά λόγω των διαστάσεών της, η αναπαράσταση του Σωτήρα είναι πιο μικρή απ’ όλα τα άλλα πρόσωπα της εικόνας, κι όμως παρ’ όλα αυτά παραμένει η εικόνα του Κυρίου, η εικόνα του Χριστού. Μέσα στην εικόνα ο Σωτήρας καταλαμβάνει τη βασιλική θέση του Δεσπότου. Ωστόσο η Θεοτόκος εικονίζεται πιο μεγάλη απ’ όλα τα άλλα πρόσωπα της εικόνας κι εδώ είναι ακριβώς που ερμηνεύεται η προφητεία του Δανιήλ, δια μέσου του ονείρου του Ναβουχοδονόσορα. Ο τύπος του όρους και του βράχου που ξεριζώθηκε από μόνος του είναι η προφητική εικόνα της αειπαρθενίας της Θεοτόκου.
Αυτή η ελαχιστότητα του Σωτήρα δέχτηκε την ταπείνωση των σπαργάνων και της φάτνης των ζώων. Αυτή η ελαχιστότητα είναι το μυστήριο, χάρη στο οποίο το ανθρώπινο γένος σώθηκε από το δηλητήριο του εγωισμού, που διοχετεύθηκε από το σατανά στον άνθρωπο με την παρακοή της Εύας. Ολόκληρη η ανθρώπινη ματαιοδοξία που γεννήθηκε από τον εγωισμό του σατανά, μπροστά στη γέννηση του Χριστού έχασε κάθε δύναμη και φαινομενική δόξα. Η εκπλήρωση της προφητείας συμπεριλαμβάνεται στον ύμνο της Θεοτόκου: «Κατέβασε από θρόνους άρχοντες και ανύψωσε ταπεινούς». Η εικόνα της γεννήσεως του Χριστού είναι τύπος της δόξας που δεν έχει τέλος, της εθελουσίας κενώσεως του Χριστού. Ολόκληρη η σύνθεση αυτής της εικόνας το μαρτυρεί. Το θεμελιώδες νόημα της εορτής, που εκφράζεται με την εικόνα αυτή, γίνεται σφραγίδα για όλες τις άλλες εικόνες: παρουσιάζει τη δόξα του Χριστού που έγινε με τη θέληση του άνθρωπος. Δόξα της ταπείνωσής του.
Η νίκη του Δαυίδ όταν χτύπησε με μία πέτρα τον γίγαντα της φυλής των Φιλισταίων Γολιάθ, φαίνεται να προεικονίζει, όπως και στη Γέννηση του Χριστού, την κατάργηση του εγωισμού.
Για τον Χριστό, Παιδίον-Θεό, το ξαπλωμένο μέσα στη σπηλιά σαν μέσα στα σπλάχνα της γης, μαρτυρεί και η εικόνα της παραβολής του κόκκου σινάπεως, όταν ο ίδιος ο Σωτήρας μίλησε για τη βασιλεία των ουρανών. Ο σπόρος του σιναπιού, ο μικρότερος απ’ όλους τους σπόρους, φυτεύεται στη γη για να δώσει ένα μεγάλο δέντρο. Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορεί να πει κανείς ο Χριστός, ουράνιο βασίλειο, που έλαβε σάρκα, ζωντανή Ιερουσαλήμ, έπεσε σαν «κόκκος σινάπεως» στα σκοτεινά σπλάχνα της γης κι εβλάστησε σε μια σπηλιά σκαμμένη στη γη. Το γεγονός ότι η ίδια η μητέρα του Θεού ανέκλινε τον Υιό της, όχι μέσα σε ένα οποιοδήποτε σπίτι, ούτε στην επιφάνεια της γης, αλλά σ’ ένα σπήλαιο, βαθειά στη γη κατά κάποιο τρόπο, αυτό λοιπόν το γεγονός είναι το αλάτι που αλάτισε τα σπλάχνα της γης, αυτά που δέχτηκαν μια νέα ζωή άγνωστη ως εκείνη τη στιγμή. Στην εικόνα της Γεννήσεως η σπηλιά παρουσιάζεται συνήθως πολύ απλά, χωρίς προσπάθεια να φανούν οι λεπτομέρειες, ή να δοθεί κάποιος φωτισμός ιδιαίτερος. Παρουσιάζεται σαν ένα άνοιγμα εντελώς μαύρο, σαν το ανοιχτό στόμα της γης. Κι αυτή η μαυρίλα δεν γλυκαίνεται με τίποτε. Κι αυτή η μαυρίλα έρχεται σε δυνατή αντίθεση με το φως του Σωτήρα, με το φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του, με τη λευκότητα των σπαργάνων με τα οποία τον σπαργάνωσε η Θεομήτωρ.
Η γη στην εικόνα της Γεννήσεως, δεν παρουσιάζεται ομαλή και επίπεδη, όχι. Είναι γεμάτη κίνηση , τινάγματα, λόφους, σκάμματα. Η κίνηση αυτή θυμίζει τα κύματα της θάλασσας. Κι αυτό το ορεσίβιο στοιχείο, το επικίνδυνο, της γήινης επιφάνειας, δε μαρτυρεί μόνο τον επικίνδυνο χαρακτήρα του συγκεκριμένου τόπου κοντά στην Ιερουσαλήμ, αλλά και ένα άλλο μυστικό και γενικότερο νόημα. Η γη αναγνώρισε την έλευση του Σωτήρα και ανταποκρίθηκε σ’ αυτήν αναγεννώμενη και αναζωογονούμενη. Σαν ένα φύραμα άρχισε να ζυμώνεται, διότι ένοιωσε μέσα της τη μαγιά της αιώνιας ζωής. Κι αυτές οι κυματιστές αναδιπλώσεις της γης και τα τινάγματα του εδάφους γύρω από το σπήλαιο δεν είναι άδεια, αλλά γεμάτα από την κατανόηση και τη χαρά του γεγονότος. Συνήθως στις εικόνες της Γεννήσεως εικονίζονται επίσης οι άγγελοι, οι μάγοι και οι βοσκοί. Οι άγγελοι, ως οι πρώτοι αγγελιοφόροι και μάρτυρες της Καλής Αγγελίας της Γεννήσεως του Χριστού. Οι μάγοι και οι βοσκοί ως το ανθρώπινο γένος που καλείται να προσκυνήσει τον Χριστό. Σημειωτέον, ότι οι μάγοι και οι βοσκοί δεν συνθέτουν μια κοινή σύναξη και αυτοί καθεαυτοί δεν βρίσκονται κοντά μεταξύ τους.
Οι βοσκοί παρουσιάζουν τον εκλεκτό ιουδαϊκό λαό. Ο ουρανός άνοιξε γι’ αυτούς και η σύναξη των αγγέλων που ψάλλουν ωδή στον Θεό έγινε ορατή. Εκλήθησαν να προσκυνήσουν τον Χριστό στο όνομα του Ισραήλ. Δέχτηκαν κατευθείαν από του αγγέλους την Καλή Αγγελία. Οι μάγοι που είναι η κορυφή του ειδωλολατρικού κόσμου ανυψώνονται ως το επίπεδο της κατανόησης του νοήματος της Γεννήσεως. Ανυψώνονται μ’ ένα τρόπο, όχι απλό, αλλά δύσκολο και σύνθετο κι έρχονται να προσκυνήσουν τον Χριστό, όχι από μέρη κοντινά, αλλά πολύ μακρινά. Κατά την ορθόδοξη παράδοση, από την Περσία. Η πορεία των μάγων, που οδηγούνται από ένα άστρο, είναι δύσκολη και μακρινή. Δεν οδηγήθηκαν από τους αγγέλους, αλλά από την κίνηση του αστέρος, χωρίς εδώ να αποκαλυφθούν τα πάντα. Έτσι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι το αστέρι που οδηγούσε τους μάγους στη Βηθλεέμ δεν ήταν ένα απλό αστέρι, αλλά ένας άγγελος που ακτινοβολούσε σαν άστρο και οδηγούσε τους μάγους της ανατολής στην προσκύνηση του Χριστού.
Η Καλή Αγγελία έχει διαφορετικές όψεις, όπως και οι δρόμοι των ποιμένων και των μάγων, που συνδέονται τελικά από τον Εμμανουήλ, τον Χριστό που ήλθαν να προσκυνήσουν, με τον ίδιο τρόπο, που οι δύο τοίχοι ενός οικοδομήματος συνδέονται από τον πέτρινο σύνδεσμο πάνω στον οποίο στηρίζεται ολόκληρη η οικοδομή. Χωρίς αυτόν τον σύνδεσμο οι δύο τοίχοι δεν θα συναντιούνταν ποτέ και δεν θ’ αποτελούσαν τοίχους του ίδιου οικοδομήματος. Αυτή η ιδέα εκφράζεται πολύ καθαρά στην εικόνα της Γεννήσεως. Οι μάγοι συνθέτουν μια ομάδα ξεχωριστή από την ομάδα των ποιμένων. Οι ποιμένες παρουσιάζονται επίσης ξεχωριστά καθώς ακούνε τους αγγέλους. Στο πάνω μέρος της εικόνας, ακριβώς πάνω από το σπήλαιο, τοποθετείται ο αστέρας που οδήγησε τους μάγους και παρουσιάζεται μ’ έναν τρόπο πολύ λίγο συνηθισμένο. Είναι σαν να εστάλει να σταθεί πάνω ακριβώς από τη σπηλιά. Δεν παρουσιάζεται σε κάποια άκρη, ξεχωριστά από την όλη σύνθεση, αλλά εξέρχεται από τις ουράνιες σφαίρες που ζωγραφίζονται στο κέντρο της εικόνας. Το άστρο της Βηθλεέμ διατηρήθηκε σαν σύμβολο, όχι μόνο στις εικόνες της Γεννήσεως, αλλά και στη θεία λειτουργία. Όταν τελειώνει η προσκομιδή, τοποθετεί ο ιερέας στον «δίσκο» τον «αστέρα» πάνω από τον αμνό του υψωθέντος και ευλογηθέντος άρτου. Αυτός ο αστέρας είναι σε ανάμνηση εκείνου που στάθηκε πάνω από τη φάτνη, όπου ανακλίθηκε το θείον βρέφος. Και το μανουάλι που τοποθετείται, την παραμονή των Χριστουγέννων, στη μέση της εκκλησίας, συμβολίζει το άστρο της Γεννήσεως.
Φαίνεται πως το άστρο κατέχει μια τέτοια θέση στη γιορτή των Χριστουγέννων επειδή είναι το μυστικό αρχέτυπο του Χριστού, όπως μαρτυρεί η Αποκάλυψη: «Είμαι ρίζα και απόγονος του Δαυίδ – Ο φωτεινός και πρωινός αστέρας».
Συνήθως, παρουσιάζουν στην εικόνα της Γεννήσεως τον Ιωσήφ, τον μνηστήρα της Παρθένου, σκυμμένον από θλίψη, βασανιζόμενον από αμφιβολίες, μη όντας σε θέση να αφομοιώσει το μυστήριο της Γεννήσεως υιού από Παρθένο. Μπροστά του στέκεται ο δαίμων με τη μορφή ενός γέρου βοσκού, που δοκιμάζει να ταράξει τον Ιωσήφ. Είναι χαρακτηριστικό πολλών εικόνων της Γεννήσεως ότι η Θεομήτωρ έχει το πρόσωπο στραμμένο, όχι προς τον Σωτήρα, αλλά προς τον Ιωσήφ με μία έκφραση κατανόησης και βαθειάς λύπης. Η Θεομήτωρ μοιάζει να θέλει να βοηθήσει με όλες τις δυνάμεις της τον Ιωσήφ. Σε αυτή τη φροντίδα προσδιορίζεται κιόλας το υπούργημά της ως Βασίλισσας των ουρανών μεσίτριας του ανθρωπίνου γένους, αυτής που φέρει τις θλίψεις των ανθρώπων.
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009
Ιστορίες της Γαλιλαίας...
Ο ήλιος έκανε τα βοσκοτόπια της Ιουδαίας να αχνίζουν εκείνο το ζεστό απομεσήμερο. Οι ξωμάχοι είχαν σταματήσει από ώρα τις δουλειές τους και είχαν αναζητήσει τη δροσερή σκιά κάτω από τα δέντρα και τα βράχια. Βοσκοί και μικρογεωργοί οι περισσότεροι, αποζητούσαν καθημερινά και παρακαλούσαν για το Θεϊκό έλεος. Στρουθία, που μάζευαν τους σπόρους που έριχνε ο Πλάστης .
Ένα στενό μονοπάτι περνώντας μέσα από τα άγονα χωραφάκια και τις σκονισμένες ελιές, μέσα από τα λιγοστά δένδρα και τα ξερά χορτάρια, οδηγούσε μακριά, στη χώρα της Αιγύπτου.
Σαν μια μαύρη κουκίδα μέσα στο καφεπράσινο του τοπίου, ένα υπομονετικό ζώο προχωρούσε κουρασμένο. Στην πλάτη του καθόταν μια νέα γυναίκα, σχεδόν κοριτσάκι, με ένα μωρό στην αγκαλιά και πλάι περπατούσε ένας άνδρας μεσόκοπος στηριγμένος στο ραβδί του. Σχεδόν νύχτα είχαν φύγει από τη Βηθλεέμ σαν κυνηγημένοι. Κυνηγημένοι και οδηγημένοι από Θεϊκές εντολές. Βάδιζαν σιωπηλοί, κάτω από το βάρος της αγάπης που είχε επιλέξει εκείνους ως δοχεία να πληρωθούν με Άγιο Πνεύμα. Ως εκτελεστές των εντολών Του για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Ως παιδιά, που ο πατέρας τα εμπιστεύτηκε και τα έστειλε να φέρουν το Ζων Ύδωρ.
Περπατούσαν συνεχώς από το πρωί, χωρίς στάση, χωρίς ξεκούραση, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την εκδικητική μανία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Μιας ματαιοδοξίας που θα γινόταν στεφάνι μαρτυρίου για χιλιάδες νήπια. Για νήπια που χωρίς ακόμα να καταλάβουν, γιατί ήλθαν στον κόσμο τούτο έφευγαν με τον πιο άγριο τρόπο. Σε λίγη ώρα οι σπαρακτικές κραυγές των δύστυχων γονέων, μαζί με τις κραυγές χιλιάδων παιδιών που σφαγιάζονταν, θα αντιλαλούσαν πάνω στις ξερολιθιές και τα βράχια. Πάνω στα κορφοβούνια και τις κοιλάδες. Πάνω στα ξερόκλαδα και τα αγκάθια. Θα γινόταν αέρινο μαχαίρι κοφτερό, που θα μάτωνε τις φυλλωσιές και τα χορτάρια.
Το τοπίο, βήμα το βήμα, μεταβαλλόταν και γινόταν όλο και πιο άγριο όλο και πιο σκληρό. Οι βράχοι εναλλάσσονταν με την άμμο και τα λιγοστά καχεκτικά δέντρα. Εδώ δεν ήταν πια, ο τόπος των χωρικών. Ήταν ο τόπος των καραβανιών, των ληστών και των κυνηγημένων. Ήταν ο τόπος που καίγονταν οι ψυχές και μεταλλάσσονταν είτε για καλό είτε για κακό. Ένας τόπος που έμελλε πολλά χρόνια αργότερα να γίνει στίβος αγώνα και πάλης πνευματικής. Μια απόκοσμη ερημιά που θα φύτρωναν χιλιάδες άνθη ευωδιαστά, που το στεγνό αγέρι της ερήμου θα έφερνε στις ψυχές μας, για αιώνες τη μυρωδιά τους. Για αιώνες και μέχρι τη συντέλεια του αιώνος …
Η παρουσία και τα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας είχαν πια χαθεί εδώ και πολλή ώρα και μπροστά τους απλωνόταν το άγριο τοπίο.
Το μυαλό του άνδρα ήταν ξέχειλο από τον χείμαρρο των υπερφυσικών γεγονότων. Παρασυρμένος και βαλμένος σε ένα Θεϊκό σχέδιο. Επιλεγμένος αυτός, από μυριάδες άλλους να εκπληρώσει τα προφητικά λόγια των γραφών, που χρόνια τώρα άκουγε, από τους δασκάλους και τους διαβασμένους. Αυτός ο μικρός, ο ταπεινός, ο σχεδόν αγράμματος, να είναι ο προστάτης της Παρθένου που θα γεννήσει τον Μεσσία;
Εδώ και μήνες ζούσε μέσα σε μια ονειρική πραγματικότητα. Ζούσε στον προθάλαμο του Παραδείσου. Έβλεπε τους Αγγέλους. Μιλούσε μαζί τους. Τους άκουγε να ψέλνουν. Έβλεπε υπερκόσμια γεγονότα στον νυκτερινό ουρανό. Τα επουράνια είχαν γίνει ένα με τα επίγεια. Άγγιζε τον Μεσσία, έβλεπε το χαμόγελο του και άκουγε το κλάμα του. Πολλές φορές αναρωτιόταν και παιδευόταν, προσπαθώντας να εξηγήσει με την λογική του όλα αυτά που του συνέβαιναν. Μάταιος κόπος. Πάντα όμως βρισκόταν δίπλα του ένα Αγγελικό χέρι που διώχνοντας τα σκοτάδια της λογικής τον οδηγούσε στο Θεϊκό παράλογο και υπέρλογο.
Κοίταξε την γυναίκα στο πλάι του. Ήταν κουρασμένη. Το παιδί κοιμόταν ζαλισμένο από το κούνημα του ζώου. Έπρεπε να βρει γρήγορα κάποιο κατάλυμα για να περάσουν το βράδυ. Κοίταξε γύρω του. Ερημιά. Όμως δεν φοβήθηκε. Οι μυριάδες στρατιές των Αγγέλων ήταν πλάι τους, έτοιμες να κατακεραυνώσουν την κάθε απειλή και να προσφέρουν την όποια βοήθεια.
Προχώρησαν λίγο ακόμη.
Ένα μικρό σημάδι φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα χαράζοντας την απεραντοσύνη του τοπίου. Στράφηκαν προς το μέρος εκείνο. Σιγά σιγά άρχιζε να διαγράφεται μια καλύβα με ένα αδύνατο δένδρο στο πλάι της. Ένα ξεροπήγαδο πιο πέρα και μια γυναίκα στην ξύλινη πόρτα με ένα μωρό στην αγκαλιά. Πλησίασαν. Η καθισμένη γυναίκα σηκώθηκε και τους κοίταξε άγρια. Το βλέμμα της τρομαγμένο και επιθετικό μαζί, σαν το αγρίμι που βρίσκεται σε κίνδυνο. Τους ρώτησε τι θέλουν. Ο άνδρας απάντησε ταπεινά ότι θα ήθελαν ένα μέρος για να περάσουν το βράδυ τους. Πήγε να τους διώξει. Όμως η ματιά της έπεσε πάνω στην γυναίκα στο γαϊδουράκι. Ήταν και αυτή σχεδόν στην ηλικία της και με ένα μωρό, σχεδόν σαν το δικό της. Κρατήθηκε. Ένοιωσε ένα απαλό χάδι στην τραχιά ψυχή της. Μια εσωτερική ζεστασιά, που όμως ήταν και δροσιά ταυτόχρονα στο στεγνό τούτο μέρος. Δεν μπορούσε να τους διώξει. Κάτι πάνω από τις δυνάμεις της, την κρατούσε. Μια γλυκιά φωνή σαν θρόισμα ανέμου ήχησε στ' αυτιά της που την παρότρυνε να κρατήσει τους ξένους. Να τους βάλει για μια νύχτα στο σπίτι της. Μούδιασε και παραμερίζοντας τους είπε να καθίσουν. Για ένα βράδυ όμως. Ο άντρας της έλειπε. Ήταν ληστής και θα επέστρεφε αύριο. Δεν θα ήταν καλό να τους βρει εκεί. Οι δύο γυναίκες μπήκαν μέσα στο καλύβι με τα παιδιά και ο άντρας έμεινε απ έξω. Σουρούπωνε. Το δειλινό με τα απαλά του χρώματα, μαλάκωσε το σκληρό τοπίο.
Το ζωντανό πιο πέρα προσπαθούσε να βρει κάποιο ξεροχόρταρο να φάει. Έβγαλε λίγο νερό από το ξεροπήγαδο και του έβαλε σε μια γούρνα. Ήπιε και αυτός λίγο.
Τυλίχτηκε με μια κουβέρτα και ακούμπησε στον ετοιμόρροπο τοίχο. Τα πρώτα αστέρια άρχισαν να κεντούν το ουράνιο εργόχειρο.
Η γυναίκα του ληστή βγήκε έξω και του έδωσε λίγο ψωμί. Ξαναμπήκε μέσα. Κάθισε σε μια γωνιά δίπλα στο παιδί της. Κοίταξε στην άλλη γωνία την ξένη δίπλα στον γιο της που καθόταν ήρεμη. Μια ηρεμία, που όμοια της δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Μια ηρεμία που ξεχείλιζε από μέσα της και γαλήνευε τον κόσμο όλο. Το καλύβι έπαιρνε φως από εκείνη τη γυναίκα και έλαμπε ολόκληρο. Το παιδί της κοιμόταν ήσυχα δίπλα της .
Κοίταξε και το δικό της παιδί. Κοιμόταν και αυτό με μια ουράνια γαλήνη ζωγραφισμένη στο μικρό του πρόσωπο. Περίεργο και αυτό. Ήταν πολύ άγριο παιδί, σαν τον ληστή πατέρα του. Έκλαιγε και φώναζε συνέχεια. Μα τώρα λες και κάτι το έκανε να ηρεμήσει και να κοιμάται ήσυχο και χαμογελαστό.
Τι μυστήριο πράγμα είναι τούτο αναρωτήθηκε. Προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με την άγνωστη γυναίκα, αλλά παρ όλες της προσπάθειές της, εκείνη της απαντούσε μονολεκτικά. Η γυναίκα του ληστή έγειρε στο πλάι, γαλήνεψε. Αύριο θα γυρνούσε ο άντρας της και φωνές και αγριάδες την περίμεναν. Μα τώρα ήταν σα να ζούσε σε όνειρο. Ένα όνειρο που δεν ήθελε να τελειώσει. Μια φωνή άκουσε πάλι δίπλα της. Μια φωνή που όμως δεν την τρόμαξε. Μια φωνή που την νανούρισε, λέγοντας, να μη φοβάται για τον γιο της. Να μην φοβάται, ότι και να γίνει, γιατί θα είναι παρέα με το άλλο παιδάκι …
Κοίταξε για μια ακόμη φορά την άγνωστη γυναίκα. Καθόταν στη γωνιά της και κοιτούσε το παιδί της, σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο πάνω στον κόσμο τούτο παρά μόνο εκείνο το παιδί. Σαν να ήταν το παιδί της το κέντρο του κόσμου όλου.
Έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.
Η νύχτα πέρασε ήσυχα και τα πρώτα σημάδια της μέρας φάνηκαν.
Ο άντρας σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται για την συνέχεια της οδοιπορίας.
Οι γυναίκες είχαν και αυτές ξυπνήσει από ώρα θηλάζοντας τα παιδιά τους. Η γυναίκα του ληστή βγήκε έξω με μια λεκάνη στα χέρια. Καλημέρισε τον άντρα και πήγε στη γούρνα με το λιγοστό νερό που είχε αφήσει το ζωντανό από το προηγούμενο βράδυ και την γέμισε. Μετά πήρε το παιδί της και άρχισε να το πλένει. Έγνεψε και στην ξένη να φέρει και το δικό της παιδί να το πλύνει.
Τα έπλυναν εκεί μαζί στο ίδιο νερό και αυτά δίχως να μιλούν, κοιτούσαν το ένα το άλλο και χαμογελούσαν. Σταύρωναν τα χεράκια τους και συνομιλούσαν στην δική τους πνευματική γλώσσα.
Αφού τελείωσαν, έχυσαν το νερό δίπλα από την πέτρινη γούρνα, πάνω στο ξερό χώμα .
Ο άνδρας είχε ήδη ετοιμασθεί για την πορεία. Ανέβασε την γυναίκα πάνω στο γαϊδουράκι και ευχαριστώντας, πήραν το μακρύ δρόμο της ερήμου.
Η γυναίκα του ληστή, τους κοίταγε για ώρα μέχρι που έγιναν μια μικρή κουκίδα πάνω στο έρημο τοπίο. Ο άνδρας της θα επέστρεφε σε λίγο.
Αναστέναξε. Γύρισε να μπει στο καλύβι με το μωρό στην αγκαλιά.
Ξαφνικά το μάτι της στάθηκε στη γούρνα με το νερό. Ένα μικρό φυτό πράσινο υπήρχε στο πλάι της. Δεν ήταν δυνατόν. Πριν λίγο εκεί δεν υπήρχε τίποτα. Δεν μπορεί, θα την γελούν τα μάτια της. Θα την χτύπησε ο ήλιος της ερήμου, που ήδη είχε ανέβει ψηλά. Πλησίασε. Πράγματι, δεν ήταν οφθαλμαπάτη. Ένα μικρό όμορφο φυτό ήταν εκεί, που ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα. Εκεί, στο σημείο που είχε ρίξει το νερό που πλύθηκαν τα παιδιά. Το άγγιξε με τα δάχτυλά της. Το μύρισε. Μια ευωδία υπέροχη, περίεργη και γνώριμη μαζί. Σαν δύο μυρωδιές ενωμένες σε μία. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ της κάτι τέτοιο. Δεν είχε μυρίσει ποτέ κάτι παρόμοιο.
Κοίταξε προς τη μεριά του δρόμου. Ο άνδρας με τη γυναίκα είχαν πια χαθεί στο βάθος του ορίζοντα. Και όμως αυτή την ευωδία του φυτού την ήξερε. Ήταν η μυρωδιά του παιδιού της και του ξένου παιδιού. Δύο οσμές σε μία. Τι θαύμα ήταν αυτό; Δάκρυσε και θυμήθηκε τον ξεχασμένο από καιρό Θεό της. Θέλησε να τρέξει να προλάβει τους ξένους και να τους παρακαλέσει, να τους εκλιπαρήσει, να της πουν ποιοι ήταν. Θυμήθηκε κάτι βοσκούς που έλεγαν για μια νύχτα υπέροχη, που οι Άγγελοι είχαν κατέβει από τον ουρανό και έψελναν, γιατί γεννήθηκε ο Μεσσίας. Τότε τους είχε κοροϊδέψει. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει τίποτα. Από μακριά άκουσε την φωνή του άντρα της που επέστρεφε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μπήκε γρήγορα μέσα στο καλύβι.
Τα χρόνια πέρασαν. Σε έναν ξερό λόφο έξω από την Ιερουσαλήμ, τρείς άνδρες φρικτά καρφωμένοι πάνω σε ξύλινους σταυρούς, αργοπέθαιναν. Δύο ληστές και στη μέση ο Βασιλεύς των Ιουδαίων. Ένα στέμμα από αγκάθια μάτωνε το κεφάλι Του. Πληγές από μαστίγιο όργωναν το σώμα Του.
Οι τρομακτικοί πόνοι έκαναν το μαρτύριο ακόμα πιο ανελέητο. Ο αριστερός ληστής μέσα στο φοβερό παραλήρημα του επικείμενου θανάτου, στράφηκε προς τον μεσαίο άντρα. Τον άντρα που κάποιοι έλεγαν ότι ήταν ο Μεσσίας και κάποιοι άλλοι , πως ήταν ένας πλάνος . Έβαλε όση δύναμη του είχε απομείνει και είπε: «εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς».
Ο μεσαίος άντρας δεν απάντησε. Όμως ο δεξιός ληστής στρεφόμενος κατά του πρώτου και μέσα από το ψυχορράγημα είπε: «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε».
Έπειτα στρεφόμενος προς τον μεσαίο άντρα και με φωνή που έσβηνε ψέλλισε: «μνήσθητί μου , Κύριε , ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλεία σου».
Τότε ο μεσαίος άντρας που άλλοι τον έλεγαν Μεσσία και άλλοι πλάνο, σήκωσε το κεφάλι Του, κοίταξε τον δεξιό ληστή και είπε: «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ».
Ο δεξιός ληστής έγειρε το κεφάλι, νιώθοντας την ανάσα του θανάτου πλάι του και αναλογίστηκε τα κρίματα του. Όμως, δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Ένα πέπλο ομίχλης είχε σκεπάσει τα πάντα στο νου και δεν έβλεπε απολύτως τίποτα. Σαν να είχε γεννηθεί εκείνη τη στιγμή. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή πρίν από τον επικείμενο θάνατο. Όχι, όχι, ήταν αμαρτωλός. Έπρεπε να θυμηθεί. Να δώσει λόγο για τις πράξεις του. Να τιμωρηθεί κι άλλο. Να βασανιστεί περισσότερο. Μάταια. Τίποτα δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ούτε εικόνες, ούτε πρόσωπα. Σαν να σβήστηκαν όλα μονομιάς. Προσπάθησε. Τίποτα. Κενό. Ομίχλη. Αλλά, να, να. Κάτι θυμήθηκε. Ναι. Την μητέρα του. Περίεργο, τη μητέρα του, που του έλεγε μια ιστορία όταν ήταν μικρός και που ποτέ δεν την είχε πιστέψει. Μια ιστορία για ένα παιδάκι στην ηλικία του, που είχε έρθει κάποτε στο σπίτι τους για ένα βράδυ και που όταν τα έπλυναν μαζί και έχυσε το νερό φύτρωσε ένα φυτό, που η μητέρα του το έλεγε δυόσμο.
Μόνο αυτό θυμόταν. Τίποτε άλλο. Σήκωσε με πόνο τα μάτια. Κοίταξε τον Βασιλέα των Ιουδαίων και δάκρυσε.
Ένοιωσε την ψυχή του να είναι έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι.
Δεν πονούσε πια. Δεν φοβόταν.
Ήταν παρέα μαζί με το άλλο παιδάκι…
Σ.Σ. (αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΝΔΟΝ Δεκεμβρίου 2007)
Ένα στενό μονοπάτι περνώντας μέσα από τα άγονα χωραφάκια και τις σκονισμένες ελιές, μέσα από τα λιγοστά δένδρα και τα ξερά χορτάρια, οδηγούσε μακριά, στη χώρα της Αιγύπτου.
Σαν μια μαύρη κουκίδα μέσα στο καφεπράσινο του τοπίου, ένα υπομονετικό ζώο προχωρούσε κουρασμένο. Στην πλάτη του καθόταν μια νέα γυναίκα, σχεδόν κοριτσάκι, με ένα μωρό στην αγκαλιά και πλάι περπατούσε ένας άνδρας μεσόκοπος στηριγμένος στο ραβδί του. Σχεδόν νύχτα είχαν φύγει από τη Βηθλεέμ σαν κυνηγημένοι. Κυνηγημένοι και οδηγημένοι από Θεϊκές εντολές. Βάδιζαν σιωπηλοί, κάτω από το βάρος της αγάπης που είχε επιλέξει εκείνους ως δοχεία να πληρωθούν με Άγιο Πνεύμα. Ως εκτελεστές των εντολών Του για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Ως παιδιά, που ο πατέρας τα εμπιστεύτηκε και τα έστειλε να φέρουν το Ζων Ύδωρ.
Περπατούσαν συνεχώς από το πρωί, χωρίς στάση, χωρίς ξεκούραση, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την εκδικητική μανία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Μιας ματαιοδοξίας που θα γινόταν στεφάνι μαρτυρίου για χιλιάδες νήπια. Για νήπια που χωρίς ακόμα να καταλάβουν, γιατί ήλθαν στον κόσμο τούτο έφευγαν με τον πιο άγριο τρόπο. Σε λίγη ώρα οι σπαρακτικές κραυγές των δύστυχων γονέων, μαζί με τις κραυγές χιλιάδων παιδιών που σφαγιάζονταν, θα αντιλαλούσαν πάνω στις ξερολιθιές και τα βράχια. Πάνω στα κορφοβούνια και τις κοιλάδες. Πάνω στα ξερόκλαδα και τα αγκάθια. Θα γινόταν αέρινο μαχαίρι κοφτερό, που θα μάτωνε τις φυλλωσιές και τα χορτάρια.
Το τοπίο, βήμα το βήμα, μεταβαλλόταν και γινόταν όλο και πιο άγριο όλο και πιο σκληρό. Οι βράχοι εναλλάσσονταν με την άμμο και τα λιγοστά καχεκτικά δέντρα. Εδώ δεν ήταν πια, ο τόπος των χωρικών. Ήταν ο τόπος των καραβανιών, των ληστών και των κυνηγημένων. Ήταν ο τόπος που καίγονταν οι ψυχές και μεταλλάσσονταν είτε για καλό είτε για κακό. Ένας τόπος που έμελλε πολλά χρόνια αργότερα να γίνει στίβος αγώνα και πάλης πνευματικής. Μια απόκοσμη ερημιά που θα φύτρωναν χιλιάδες άνθη ευωδιαστά, που το στεγνό αγέρι της ερήμου θα έφερνε στις ψυχές μας, για αιώνες τη μυρωδιά τους. Για αιώνες και μέχρι τη συντέλεια του αιώνος …
Η παρουσία και τα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας είχαν πια χαθεί εδώ και πολλή ώρα και μπροστά τους απλωνόταν το άγριο τοπίο.
Το μυαλό του άνδρα ήταν ξέχειλο από τον χείμαρρο των υπερφυσικών γεγονότων. Παρασυρμένος και βαλμένος σε ένα Θεϊκό σχέδιο. Επιλεγμένος αυτός, από μυριάδες άλλους να εκπληρώσει τα προφητικά λόγια των γραφών, που χρόνια τώρα άκουγε, από τους δασκάλους και τους διαβασμένους. Αυτός ο μικρός, ο ταπεινός, ο σχεδόν αγράμματος, να είναι ο προστάτης της Παρθένου που θα γεννήσει τον Μεσσία;
Εδώ και μήνες ζούσε μέσα σε μια ονειρική πραγματικότητα. Ζούσε στον προθάλαμο του Παραδείσου. Έβλεπε τους Αγγέλους. Μιλούσε μαζί τους. Τους άκουγε να ψέλνουν. Έβλεπε υπερκόσμια γεγονότα στον νυκτερινό ουρανό. Τα επουράνια είχαν γίνει ένα με τα επίγεια. Άγγιζε τον Μεσσία, έβλεπε το χαμόγελο του και άκουγε το κλάμα του. Πολλές φορές αναρωτιόταν και παιδευόταν, προσπαθώντας να εξηγήσει με την λογική του όλα αυτά που του συνέβαιναν. Μάταιος κόπος. Πάντα όμως βρισκόταν δίπλα του ένα Αγγελικό χέρι που διώχνοντας τα σκοτάδια της λογικής τον οδηγούσε στο Θεϊκό παράλογο και υπέρλογο.
Κοίταξε την γυναίκα στο πλάι του. Ήταν κουρασμένη. Το παιδί κοιμόταν ζαλισμένο από το κούνημα του ζώου. Έπρεπε να βρει γρήγορα κάποιο κατάλυμα για να περάσουν το βράδυ. Κοίταξε γύρω του. Ερημιά. Όμως δεν φοβήθηκε. Οι μυριάδες στρατιές των Αγγέλων ήταν πλάι τους, έτοιμες να κατακεραυνώσουν την κάθε απειλή και να προσφέρουν την όποια βοήθεια.
Προχώρησαν λίγο ακόμη.
Ένα μικρό σημάδι φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα χαράζοντας την απεραντοσύνη του τοπίου. Στράφηκαν προς το μέρος εκείνο. Σιγά σιγά άρχιζε να διαγράφεται μια καλύβα με ένα αδύνατο δένδρο στο πλάι της. Ένα ξεροπήγαδο πιο πέρα και μια γυναίκα στην ξύλινη πόρτα με ένα μωρό στην αγκαλιά. Πλησίασαν. Η καθισμένη γυναίκα σηκώθηκε και τους κοίταξε άγρια. Το βλέμμα της τρομαγμένο και επιθετικό μαζί, σαν το αγρίμι που βρίσκεται σε κίνδυνο. Τους ρώτησε τι θέλουν. Ο άνδρας απάντησε ταπεινά ότι θα ήθελαν ένα μέρος για να περάσουν το βράδυ τους. Πήγε να τους διώξει. Όμως η ματιά της έπεσε πάνω στην γυναίκα στο γαϊδουράκι. Ήταν και αυτή σχεδόν στην ηλικία της και με ένα μωρό, σχεδόν σαν το δικό της. Κρατήθηκε. Ένοιωσε ένα απαλό χάδι στην τραχιά ψυχή της. Μια εσωτερική ζεστασιά, που όμως ήταν και δροσιά ταυτόχρονα στο στεγνό τούτο μέρος. Δεν μπορούσε να τους διώξει. Κάτι πάνω από τις δυνάμεις της, την κρατούσε. Μια γλυκιά φωνή σαν θρόισμα ανέμου ήχησε στ' αυτιά της που την παρότρυνε να κρατήσει τους ξένους. Να τους βάλει για μια νύχτα στο σπίτι της. Μούδιασε και παραμερίζοντας τους είπε να καθίσουν. Για ένα βράδυ όμως. Ο άντρας της έλειπε. Ήταν ληστής και θα επέστρεφε αύριο. Δεν θα ήταν καλό να τους βρει εκεί. Οι δύο γυναίκες μπήκαν μέσα στο καλύβι με τα παιδιά και ο άντρας έμεινε απ έξω. Σουρούπωνε. Το δειλινό με τα απαλά του χρώματα, μαλάκωσε το σκληρό τοπίο.
Το ζωντανό πιο πέρα προσπαθούσε να βρει κάποιο ξεροχόρταρο να φάει. Έβγαλε λίγο νερό από το ξεροπήγαδο και του έβαλε σε μια γούρνα. Ήπιε και αυτός λίγο.
Τυλίχτηκε με μια κουβέρτα και ακούμπησε στον ετοιμόρροπο τοίχο. Τα πρώτα αστέρια άρχισαν να κεντούν το ουράνιο εργόχειρο.
Η γυναίκα του ληστή βγήκε έξω και του έδωσε λίγο ψωμί. Ξαναμπήκε μέσα. Κάθισε σε μια γωνιά δίπλα στο παιδί της. Κοίταξε στην άλλη γωνία την ξένη δίπλα στον γιο της που καθόταν ήρεμη. Μια ηρεμία, που όμοια της δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Μια ηρεμία που ξεχείλιζε από μέσα της και γαλήνευε τον κόσμο όλο. Το καλύβι έπαιρνε φως από εκείνη τη γυναίκα και έλαμπε ολόκληρο. Το παιδί της κοιμόταν ήσυχα δίπλα της .
Κοίταξε και το δικό της παιδί. Κοιμόταν και αυτό με μια ουράνια γαλήνη ζωγραφισμένη στο μικρό του πρόσωπο. Περίεργο και αυτό. Ήταν πολύ άγριο παιδί, σαν τον ληστή πατέρα του. Έκλαιγε και φώναζε συνέχεια. Μα τώρα λες και κάτι το έκανε να ηρεμήσει και να κοιμάται ήσυχο και χαμογελαστό.
Τι μυστήριο πράγμα είναι τούτο αναρωτήθηκε. Προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με την άγνωστη γυναίκα, αλλά παρ όλες της προσπάθειές της, εκείνη της απαντούσε μονολεκτικά. Η γυναίκα του ληστή έγειρε στο πλάι, γαλήνεψε. Αύριο θα γυρνούσε ο άντρας της και φωνές και αγριάδες την περίμεναν. Μα τώρα ήταν σα να ζούσε σε όνειρο. Ένα όνειρο που δεν ήθελε να τελειώσει. Μια φωνή άκουσε πάλι δίπλα της. Μια φωνή που όμως δεν την τρόμαξε. Μια φωνή που την νανούρισε, λέγοντας, να μη φοβάται για τον γιο της. Να μην φοβάται, ότι και να γίνει, γιατί θα είναι παρέα με το άλλο παιδάκι …
Κοίταξε για μια ακόμη φορά την άγνωστη γυναίκα. Καθόταν στη γωνιά της και κοιτούσε το παιδί της, σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο πάνω στον κόσμο τούτο παρά μόνο εκείνο το παιδί. Σαν να ήταν το παιδί της το κέντρο του κόσμου όλου.
Έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.
Η νύχτα πέρασε ήσυχα και τα πρώτα σημάδια της μέρας φάνηκαν.
Ο άντρας σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται για την συνέχεια της οδοιπορίας.
Οι γυναίκες είχαν και αυτές ξυπνήσει από ώρα θηλάζοντας τα παιδιά τους. Η γυναίκα του ληστή βγήκε έξω με μια λεκάνη στα χέρια. Καλημέρισε τον άντρα και πήγε στη γούρνα με το λιγοστό νερό που είχε αφήσει το ζωντανό από το προηγούμενο βράδυ και την γέμισε. Μετά πήρε το παιδί της και άρχισε να το πλένει. Έγνεψε και στην ξένη να φέρει και το δικό της παιδί να το πλύνει.
Τα έπλυναν εκεί μαζί στο ίδιο νερό και αυτά δίχως να μιλούν, κοιτούσαν το ένα το άλλο και χαμογελούσαν. Σταύρωναν τα χεράκια τους και συνομιλούσαν στην δική τους πνευματική γλώσσα.
Αφού τελείωσαν, έχυσαν το νερό δίπλα από την πέτρινη γούρνα, πάνω στο ξερό χώμα .
Ο άνδρας είχε ήδη ετοιμασθεί για την πορεία. Ανέβασε την γυναίκα πάνω στο γαϊδουράκι και ευχαριστώντας, πήραν το μακρύ δρόμο της ερήμου.
Η γυναίκα του ληστή, τους κοίταγε για ώρα μέχρι που έγιναν μια μικρή κουκίδα πάνω στο έρημο τοπίο. Ο άνδρας της θα επέστρεφε σε λίγο.
Αναστέναξε. Γύρισε να μπει στο καλύβι με το μωρό στην αγκαλιά.
Ξαφνικά το μάτι της στάθηκε στη γούρνα με το νερό. Ένα μικρό φυτό πράσινο υπήρχε στο πλάι της. Δεν ήταν δυνατόν. Πριν λίγο εκεί δεν υπήρχε τίποτα. Δεν μπορεί, θα την γελούν τα μάτια της. Θα την χτύπησε ο ήλιος της ερήμου, που ήδη είχε ανέβει ψηλά. Πλησίασε. Πράγματι, δεν ήταν οφθαλμαπάτη. Ένα μικρό όμορφο φυτό ήταν εκεί, που ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα. Εκεί, στο σημείο που είχε ρίξει το νερό που πλύθηκαν τα παιδιά. Το άγγιξε με τα δάχτυλά της. Το μύρισε. Μια ευωδία υπέροχη, περίεργη και γνώριμη μαζί. Σαν δύο μυρωδιές ενωμένες σε μία. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ της κάτι τέτοιο. Δεν είχε μυρίσει ποτέ κάτι παρόμοιο.
Κοίταξε προς τη μεριά του δρόμου. Ο άνδρας με τη γυναίκα είχαν πια χαθεί στο βάθος του ορίζοντα. Και όμως αυτή την ευωδία του φυτού την ήξερε. Ήταν η μυρωδιά του παιδιού της και του ξένου παιδιού. Δύο οσμές σε μία. Τι θαύμα ήταν αυτό; Δάκρυσε και θυμήθηκε τον ξεχασμένο από καιρό Θεό της. Θέλησε να τρέξει να προλάβει τους ξένους και να τους παρακαλέσει, να τους εκλιπαρήσει, να της πουν ποιοι ήταν. Θυμήθηκε κάτι βοσκούς που έλεγαν για μια νύχτα υπέροχη, που οι Άγγελοι είχαν κατέβει από τον ουρανό και έψελναν, γιατί γεννήθηκε ο Μεσσίας. Τότε τους είχε κοροϊδέψει. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει τίποτα. Από μακριά άκουσε την φωνή του άντρα της που επέστρεφε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μπήκε γρήγορα μέσα στο καλύβι.
Τα χρόνια πέρασαν. Σε έναν ξερό λόφο έξω από την Ιερουσαλήμ, τρείς άνδρες φρικτά καρφωμένοι πάνω σε ξύλινους σταυρούς, αργοπέθαιναν. Δύο ληστές και στη μέση ο Βασιλεύς των Ιουδαίων. Ένα στέμμα από αγκάθια μάτωνε το κεφάλι Του. Πληγές από μαστίγιο όργωναν το σώμα Του.
Οι τρομακτικοί πόνοι έκαναν το μαρτύριο ακόμα πιο ανελέητο. Ο αριστερός ληστής μέσα στο φοβερό παραλήρημα του επικείμενου θανάτου, στράφηκε προς τον μεσαίο άντρα. Τον άντρα που κάποιοι έλεγαν ότι ήταν ο Μεσσίας και κάποιοι άλλοι , πως ήταν ένας πλάνος . Έβαλε όση δύναμη του είχε απομείνει και είπε: «εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς».
Ο μεσαίος άντρας δεν απάντησε. Όμως ο δεξιός ληστής στρεφόμενος κατά του πρώτου και μέσα από το ψυχορράγημα είπε: «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε».
Έπειτα στρεφόμενος προς τον μεσαίο άντρα και με φωνή που έσβηνε ψέλλισε: «μνήσθητί μου , Κύριε , ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλεία σου».
Τότε ο μεσαίος άντρας που άλλοι τον έλεγαν Μεσσία και άλλοι πλάνο, σήκωσε το κεφάλι Του, κοίταξε τον δεξιό ληστή και είπε: «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ».
Ο δεξιός ληστής έγειρε το κεφάλι, νιώθοντας την ανάσα του θανάτου πλάι του και αναλογίστηκε τα κρίματα του. Όμως, δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Ένα πέπλο ομίχλης είχε σκεπάσει τα πάντα στο νου και δεν έβλεπε απολύτως τίποτα. Σαν να είχε γεννηθεί εκείνη τη στιγμή. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή πρίν από τον επικείμενο θάνατο. Όχι, όχι, ήταν αμαρτωλός. Έπρεπε να θυμηθεί. Να δώσει λόγο για τις πράξεις του. Να τιμωρηθεί κι άλλο. Να βασανιστεί περισσότερο. Μάταια. Τίποτα δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ούτε εικόνες, ούτε πρόσωπα. Σαν να σβήστηκαν όλα μονομιάς. Προσπάθησε. Τίποτα. Κενό. Ομίχλη. Αλλά, να, να. Κάτι θυμήθηκε. Ναι. Την μητέρα του. Περίεργο, τη μητέρα του, που του έλεγε μια ιστορία όταν ήταν μικρός και που ποτέ δεν την είχε πιστέψει. Μια ιστορία για ένα παιδάκι στην ηλικία του, που είχε έρθει κάποτε στο σπίτι τους για ένα βράδυ και που όταν τα έπλυναν μαζί και έχυσε το νερό φύτρωσε ένα φυτό, που η μητέρα του το έλεγε δυόσμο.
Μόνο αυτό θυμόταν. Τίποτε άλλο. Σήκωσε με πόνο τα μάτια. Κοίταξε τον Βασιλέα των Ιουδαίων και δάκρυσε.
Ένοιωσε την ψυχή του να είναι έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι.
Δεν πονούσε πια. Δεν φοβόταν.
Ήταν παρέα μαζί με το άλλο παιδάκι…
Σ.Σ. (αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΝΔΟΝ Δεκεμβρίου 2007)
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009
Απόδοση του ΡΓ΄ (103) ψαλμού από τον Φώτη Κόντογλου
Δόξαζε, ψυχή μου, τον Κύριο. Θεέ μου, πολύ μεγάλη είναι η δόξα σου.
Ντύθηκες μεγαλοπρέπεια, παίρνοντας το φως για ρούχο σου.
Τεντώνεις τον ουρανό σα να ‘ναι προβιά, στα παλάτια σου νερά έχεις βάλει για σκεπή.
Καβαλικεύεις απάνου στα σύννεφα, περπατάς απάνου στα φτερά των ανέμων.
Κάνεις τους αγγέλους σου πνεύματα, και τους λειτουργούς σου φλόγα και φωτιά.
Κείνος που θεμελίωσε τη γης απάνου στη βάση της, και δε θα γείρει στον αιώνα του αιώνος.
Η άβυσσος είναι το φόρεμά του, απάνου στα βουνά στέκουνται νερά.
Μπρός στην οργή σου φεύγουνε, στη φωνή της βροντής σου δειλιάζουν.
Ανεβαίνουνε όρη και κατεβαίνουνε κάμποι στον τόπο που τα θεμέλιωσες.
Έβαλες σύνορο, που δε θα το περάσουν, μήτε θα πέσουνε για να σκεπάσουν τη γης.
Κείνος που στέλνει πηγές μέσα στα φαράγγια, ανάμεσα στα βουνά περνούν νερά.
Ποτίζουνε όλα τα θηρία του κάμπου, δέχουνται τ’ άγρια γαϊδούρια πόρχουνται να ξεδιψάσουν.
Σιμά τους θα φωλιάσουν τα πουλιά τ’ ουρανού, ανάμεσα απ’ τις πέτρες βγάζουνε φωνές.
Κείνος που ποτίζει τα βουνά απ’ τα υπερώα του, από τον καρπό των έργων του θα χορτάσει η γης.
Κείνος που βγάζει χορτάρι για τα ζωντανά, και στάχυα στη δουλειά των ανθρώπων.
Για να βγάλει ψωμί απ’ τη γης, και το κρασί φραίνει την καρδιά του ανθρώπου.
Για να γλυκάνει το πρόσωπό του με λάδι, και το ψωμί στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου.
Θα χορτάσουν τα ξύλα του κάμπου, τα κέδρα του Λιβάνου οπού φύτεψες.
Εκεί θα χτίσουν τη φωλιά τους οι σπουργίτες, το σπίτι του ερωδιού είναι πρώτο μέσα στ’ άλλα.
Τα ψηλά βουνά για τα λάφια, οι πέτρες καταφύγιο για τους λαγούς.
Έκανε το φεγγάρι σε γυρίσματα, ο ήλιος ξέρει τη δύση του.
Χύνεις το σκοτάδι και γίνεται νύχτα, που θαν έβγουν άπ’ τις φωλιές τους όλα τα θηρία του δρυμού.
Λεονταρόπουλα που μουγκρίζουν για ν’ αρπάξουν, και ζητάνε απ’ το Θεό τη θροφή τους.
Βγήκε ο ήλιος, και μαζεύουνται και κοιτάζουνται στις σπηλιές τους.
Θάν έβγει ο άνθρωπος να πάει στη δουλειά του και στην εργασία του ως το βράδυ.
Πόσο μεγάλα είναι τα έργα σου Κύριε. Όλα με σοφία τα έπλασες. Γιόμισε η γης απ’ τα χτισίματά σου.
Να, τούτη η θάλασσα η μεγάλη κ’ η ευρύχωρη, εκεί μέσα σερπετά, που δεν έχουνε μετρημό, ζώα μικρά αντάμα με μεγάλα.
Εκεί πηγαινοέρχουνται καράβια, αυτός ο δράκος, που τον έπλασες για να την περιπαίζει.
Όλα από σένα περιμένουν να τους δώσεις τη θροφή τους στην ώρα τους. Όταν τους τη δώσεις θα τη μαζέψουν.
Ανοίγεις τα χέρια σου, και γιομίζουν όλα χαρά κ’ ευτυχία.
Γυρίζεις το πρόσωπό σου κι όλα ταράζουνται.
Τους παίρνεις το πνεύμα τους και χάνουνται, και γυρίζουνε πίσω στο χώμα.
Τους στέλνεις την πνοή σου και χτίζουνται, και ξανανιώνεις το πρόσωπο της γης.
Ας είναι η δόξα του Κυρίου στους αιώνες. Θα ευφραθεί ο Κύριος για τα έργα του.
Κείνος που ρίχνει μια ματιά στη γης, και την κάνει να τρέμει, που αγγίζει τα βουνά και καπνίζουν.
Θα τραγουδώ τον Κύριο σ’ όλην τη ζωή μου, θα ψέλνω το Θεό μου όσο υπάρχω.
Θα γλυκαίνεται απ’ αυτόν ο λογισμός μου, θα φραίνουμαι απ’ τον Κύριο.
Άμποτε να λείψουν οι αμαρτωλοί κ’ οι άνομοι απ’ το πρόσωπο της γης, που να μην ξαναφανούν πιά ποτές. Δόξαζε ψυχήν μου τον Κύριο.
Ντύθηκες μεγαλοπρέπεια, παίρνοντας το φως για ρούχο σου.
Τεντώνεις τον ουρανό σα να ‘ναι προβιά, στα παλάτια σου νερά έχεις βάλει για σκεπή.
Καβαλικεύεις απάνου στα σύννεφα, περπατάς απάνου στα φτερά των ανέμων.
Κάνεις τους αγγέλους σου πνεύματα, και τους λειτουργούς σου φλόγα και φωτιά.
Κείνος που θεμελίωσε τη γης απάνου στη βάση της, και δε θα γείρει στον αιώνα του αιώνος.
Η άβυσσος είναι το φόρεμά του, απάνου στα βουνά στέκουνται νερά.
Μπρός στην οργή σου φεύγουνε, στη φωνή της βροντής σου δειλιάζουν.
Ανεβαίνουνε όρη και κατεβαίνουνε κάμποι στον τόπο που τα θεμέλιωσες.
Έβαλες σύνορο, που δε θα το περάσουν, μήτε θα πέσουνε για να σκεπάσουν τη γης.
Κείνος που στέλνει πηγές μέσα στα φαράγγια, ανάμεσα στα βουνά περνούν νερά.
Ποτίζουνε όλα τα θηρία του κάμπου, δέχουνται τ’ άγρια γαϊδούρια πόρχουνται να ξεδιψάσουν.
Σιμά τους θα φωλιάσουν τα πουλιά τ’ ουρανού, ανάμεσα απ’ τις πέτρες βγάζουνε φωνές.
Κείνος που ποτίζει τα βουνά απ’ τα υπερώα του, από τον καρπό των έργων του θα χορτάσει η γης.
Κείνος που βγάζει χορτάρι για τα ζωντανά, και στάχυα στη δουλειά των ανθρώπων.
Για να βγάλει ψωμί απ’ τη γης, και το κρασί φραίνει την καρδιά του ανθρώπου.
Για να γλυκάνει το πρόσωπό του με λάδι, και το ψωμί στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου.
Θα χορτάσουν τα ξύλα του κάμπου, τα κέδρα του Λιβάνου οπού φύτεψες.
Εκεί θα χτίσουν τη φωλιά τους οι σπουργίτες, το σπίτι του ερωδιού είναι πρώτο μέσα στ’ άλλα.
Τα ψηλά βουνά για τα λάφια, οι πέτρες καταφύγιο για τους λαγούς.
Έκανε το φεγγάρι σε γυρίσματα, ο ήλιος ξέρει τη δύση του.
Χύνεις το σκοτάδι και γίνεται νύχτα, που θαν έβγουν άπ’ τις φωλιές τους όλα τα θηρία του δρυμού.
Λεονταρόπουλα που μουγκρίζουν για ν’ αρπάξουν, και ζητάνε απ’ το Θεό τη θροφή τους.
Βγήκε ο ήλιος, και μαζεύουνται και κοιτάζουνται στις σπηλιές τους.
Θάν έβγει ο άνθρωπος να πάει στη δουλειά του και στην εργασία του ως το βράδυ.
Πόσο μεγάλα είναι τα έργα σου Κύριε. Όλα με σοφία τα έπλασες. Γιόμισε η γης απ’ τα χτισίματά σου.
Να, τούτη η θάλασσα η μεγάλη κ’ η ευρύχωρη, εκεί μέσα σερπετά, που δεν έχουνε μετρημό, ζώα μικρά αντάμα με μεγάλα.
Εκεί πηγαινοέρχουνται καράβια, αυτός ο δράκος, που τον έπλασες για να την περιπαίζει.
Όλα από σένα περιμένουν να τους δώσεις τη θροφή τους στην ώρα τους. Όταν τους τη δώσεις θα τη μαζέψουν.
Ανοίγεις τα χέρια σου, και γιομίζουν όλα χαρά κ’ ευτυχία.
Γυρίζεις το πρόσωπό σου κι όλα ταράζουνται.
Τους παίρνεις το πνεύμα τους και χάνουνται, και γυρίζουνε πίσω στο χώμα.
Τους στέλνεις την πνοή σου και χτίζουνται, και ξανανιώνεις το πρόσωπο της γης.
Ας είναι η δόξα του Κυρίου στους αιώνες. Θα ευφραθεί ο Κύριος για τα έργα του.
Κείνος που ρίχνει μια ματιά στη γης, και την κάνει να τρέμει, που αγγίζει τα βουνά και καπνίζουν.
Θα τραγουδώ τον Κύριο σ’ όλην τη ζωή μου, θα ψέλνω το Θεό μου όσο υπάρχω.
Θα γλυκαίνεται απ’ αυτόν ο λογισμός μου, θα φραίνουμαι απ’ τον Κύριο.
Άμποτε να λείψουν οι αμαρτωλοί κ’ οι άνομοι απ’ το πρόσωπο της γης, που να μην ξαναφανούν πιά ποτές. Δόξαζε ψυχήν μου τον Κύριο.
Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009
Επίκαιρο όσο ποτέ...
…Όλα εναπόκεινται στον τρόπο, στην τέχνη που εφαρμόζεται μια σκέψη, ώστε να παίρνει σάρκα και να ριζώνει οριστικά.
Όσο καλά κι αν είναι εμπνευσμένο κι όσο συγκεκριμένα κι αν έχει διατυπωθεί ένα διάταγμα, πάντα θα παραμείνει νεκρό γράμμα αν δεν εκδηλωθεί από τα κάτω η επιθυμία να το εφαρμόσουν με τον επιζητούμενο τρόπο, τρόπο που τον διακρίνει μόνο εκείνος που βλέπει κάτω από θεϊκό κι όχι ανθρώπινο φως τη δικαιοσύνη.
Διαφορετικά όλα αλλάζουν στο κακό. Απόδειξη οι επιτήδειοι κατεργαρέοι και καταχραστές μας, που ξέρουν να παρακάμπτουν όλους τους κανονισμούς, που γι’ αυτούς κάθε καινούριο θέσπισμα είναι νέα πηγή προσόδων, νέος τρόπος για να περιπλέκουν τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, για να βάλουν μια νέα τροχοπέδη.
Με δυο λόγια, παντού όπου στρέφονται τα βλέμματά μου, στους ανθρώπους που είναι επιφορτισμένοι να εφαρμόζουν το νόμο, βλέπουν ενόχους. Ο ένας, ποθώντας να διακριθεί και να πάρει παράσημο, βιάστηκε υπερβολικά. Ο άλλος, θέλοντας να δείξει ζήλο και αυταπάρνηση, ρίχτηκε στην υπόθεση, χωρίς να κάνει τον κόπο να μελετήσει, και θάρρεψε πως μπορούσε να τη χειρισθεί σαν έμπειρος. Όμως χάνοντας στην πρώτη αποτυχία το θάρρος του, την παράτησε αμέσως, κι αδιαφόρησε. Ένας τρίτος, πληγωμένος στην ταπεινή φιλαυτία του, εγκατέλειψε στον πιο διάσημο απ’ τους κατεργαρέους τη θέση απ’ όπου είχε αρχίσει να δίδει την καλή μάχη.
Με δυο λόγια, πολύ λίγοι από μας έχουν αγαπήσει όσο πρέπει το καλό για να του θυσιάσουν τη φιλοδοξία τους, τη φιλαυτία τους, όλες τις μικρότητες ενός ευερέθιστου εγωισμού, για να επιβάλουν μέσα τους τον αναλλοίωτο νόμο να υπηρετούν τη χώρα τους κι όχι τους εαυτούς τους, έχοντας στη σκέψη τους την κάθε στιγμή ότι βρίσκονται στη θέση τους όχι για να δημιουργήσουν τη δική τους ευτυχία, αλλά την ευτυχία των άλλων.
Νικολάϊ Γκόγκολ (1843)
Όσο καλά κι αν είναι εμπνευσμένο κι όσο συγκεκριμένα κι αν έχει διατυπωθεί ένα διάταγμα, πάντα θα παραμείνει νεκρό γράμμα αν δεν εκδηλωθεί από τα κάτω η επιθυμία να το εφαρμόσουν με τον επιζητούμενο τρόπο, τρόπο που τον διακρίνει μόνο εκείνος που βλέπει κάτω από θεϊκό κι όχι ανθρώπινο φως τη δικαιοσύνη.
Διαφορετικά όλα αλλάζουν στο κακό. Απόδειξη οι επιτήδειοι κατεργαρέοι και καταχραστές μας, που ξέρουν να παρακάμπτουν όλους τους κανονισμούς, που γι’ αυτούς κάθε καινούριο θέσπισμα είναι νέα πηγή προσόδων, νέος τρόπος για να περιπλέκουν τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, για να βάλουν μια νέα τροχοπέδη.
Με δυο λόγια, παντού όπου στρέφονται τα βλέμματά μου, στους ανθρώπους που είναι επιφορτισμένοι να εφαρμόζουν το νόμο, βλέπουν ενόχους. Ο ένας, ποθώντας να διακριθεί και να πάρει παράσημο, βιάστηκε υπερβολικά. Ο άλλος, θέλοντας να δείξει ζήλο και αυταπάρνηση, ρίχτηκε στην υπόθεση, χωρίς να κάνει τον κόπο να μελετήσει, και θάρρεψε πως μπορούσε να τη χειρισθεί σαν έμπειρος. Όμως χάνοντας στην πρώτη αποτυχία το θάρρος του, την παράτησε αμέσως, κι αδιαφόρησε. Ένας τρίτος, πληγωμένος στην ταπεινή φιλαυτία του, εγκατέλειψε στον πιο διάσημο απ’ τους κατεργαρέους τη θέση απ’ όπου είχε αρχίσει να δίδει την καλή μάχη.
Με δυο λόγια, πολύ λίγοι από μας έχουν αγαπήσει όσο πρέπει το καλό για να του θυσιάσουν τη φιλοδοξία τους, τη φιλαυτία τους, όλες τις μικρότητες ενός ευερέθιστου εγωισμού, για να επιβάλουν μέσα τους τον αναλλοίωτο νόμο να υπηρετούν τη χώρα τους κι όχι τους εαυτούς τους, έχοντας στη σκέψη τους την κάθε στιγμή ότι βρίσκονται στη θέση τους όχι για να δημιουργήσουν τη δική τους ευτυχία, αλλά την ευτυχία των άλλων.
Νικολάϊ Γκόγκολ (1843)
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Γερμανού (π. Ανυπόμονου) «Στο βουνό με τον Σταυρό κοντά στον Άρη».
Γνωρίζω τον Άρη
Τα παιδιά της Οργανώσεως μας συνέστησαν στον Άρη,(Άρης Βελουχιώτης - Αθανάσιος Κλάρας) εμένα και τον Παπαλεβέντη (π. Κωνσταντίνος Παπαλεβέντης (Παπαφλέσσας), εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Βλασσίου στο Δαδί Φθιώτιδος). Μίλησαν με ενθουσιασμό για τη δουλειά που κάμαμε στο Δαδί, την προσφορά μας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κ.λπ.. Μετά από αυτά λένε στον Άρη:
«Τώρα ο πάτερ Γερμανός θέλει να ’ρθει στον μόνιμο ΕΛΑΣ. Ο παπα-Κώστας θα γυρίσει μαζί μας».
«Να γυρίσει και ο άλλος παπούλης μαζί σας, γιατί εκεί θα προσφέρει περισσότερα απ’ ότι εδώ», τους λέει ο Άρης.
«Καπετάνιε μου, δεν με σηκώνει άλλο το κλίμα κάτω, γιατί με κυνηγάνε οι Ιταλοί», παρεμβαίνω στη συζήτηση εγώ, για να εξηγήσω την επιθυμία μου να βγω στο βουνό.
«Τότε το πράγμα αλλάζει. Αλλά θ’ αντέξεις παπούλη μου; Είναι σκληρή η ζωή στο Αντάρτικο», μου λέει ο Άρης.
«Θα έρθω κοντά σας και όσο αντέξω», του απαντώ.
«Εντάξει, λοιπόν, παπούλη μου», συμφωνεί ο Άρης και δίνουμε τα χέρια.
Μια σημαία και μια σάλπιγγα
Είχαμε βρει τον Άρη μέσα σ’ ένα μαγαζάκι της Κουκουβίστας. Κοντά του, εκτός των ανταρτών, ήταν και ο Άγγλος ταξίαρχος Έντυ Μάγιερς, ο οποίος εκείνη την ώρα μιλούσε με το συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, μέσω ενός ασυρμάτου που είχαν τοποθετημένο πάνω σ’ ένα τραπέζι του μαγαζιού. Ήταν εκεί και ο δικηγόρος Αλέκος Σεφεριάδης, για τον οποίο ο Άρης αργότερα δεν εξεφράζετο κολακευτικά, γιατί τον θεωρούσε πράκτορα των Άγγλων.
Πρώτη φορά έβλεπα τόσους αντάρτες μαζεμένους και ήσαν ντυμένοι μ’ ένα σωρό διαφορετικές ντυμασιές: Άλλος φόραγε φουστανέλλα, άλλος ντουλαμά, άλλος ιταλική στολή, άλλος γερμανική, άλλος αγγλική. Ένα σωστό μωσαϊκό από ντυμασιές και οπλισμό.
Ανάμεσα σε όλους ξεχώριζε ο γερο-Τσεκούρας (Νίκος Καρβέλης από το Καπνοχώρι, 70 ετών). Αυτός φορούσε φουστανέλλα, κάλτσες, καλτσοδέτες με φούντες, τσαρούχια με φούντες και φέσι κόκκινο. Είχε και ωραία γενειάδα. Αυτός ήταν ο σημαιοφόρος της ομάδος του Άρη. Ο Άρης τον έλεγε «Πατέρα» κι εκείνος τον προσφωνούσε «Παιδί μου, Άρη». Αυτός, λοιπόν, ο γερο-Τσεκούρας κράταγε τη σημαία την ελληνική, και στον ιστό της είχε Σταυρό μπρούτζινο που λαμποκοπούσε. Δεν είχε έλθει ακόμη, βλέπετε, η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» των τεκτόνων-μασώνων απριλιανών συνταγματαρχών, για να αφαιρέσει από τον ιστό της ελληνικής σημαίας τον Σταυρό!... Η σημαία που κράταγε ο γερο-Τσεκούρας είχε και γράμματα επάνω που έλεγαν: «Ελευθερία ή Θάνατος»!
Δίπλα στον γερο-Τσεκούρα ήταν ο Γιώργης Φουσέκης, αγνό παιδί από το Προσήλιο της Αμφίσσης. Αυτός ήταν ο σαλπιγκτής μας. Φόραγε ντουλαμά και κάλτσες και τσαρούχια με φούντες και φάριο. Αυτό το δύστυχο παιδί σκοτώθηκε στους Γαργαλιάνους τον Δεκέμβριο του 1944. Εγώ το εκήδευσα. Τι καλό παιδί που ήταν… χωριατόπαιδο, τσοπανόπουλο αγνό.
Αυτή την ελληνική σημαία και αυτή τη σάλπιγγα βρήκα μπροστά μου όταν βγήκα στο βουνό και αυτά ακολούθησα, με τη βεβαιότητα ότι κι εγώ, με τον τρόπο τον δικό μου, συνεχίζω την παράδοση του ελληνικού ράσου σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπου η πατρίδα μας βρίσκεται εμπερίστατη και το Γένος μας κινδυνεύει. Δεν βρήκα κόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο ούτε κομμουνιστικά κηρύγματα ούτε ξενόφερτα σύμβολα!
Ωστόσο, κι εγώ και όλοι όσοι βγήκαμε στο βουνό, για να προσφέρει ο καθένας μας ότι μπορούσε για τη λευτεριά της πατρίδος μας, θεωρούμεθα από το μετεμφυλιακό κράτος, αλλά και από την αδιάκριτη Ιεραρχία της Εκκλησίας μας κομμουνιστές, βούλγαροι, εχθροί της πατρίδος, πουλημένοι, προδότες, αντίχριστοι!...
Έπρεπε να περάσουν κοντά σαράντα χρόνια για να αναγνωρισθεί επιτέλους η Εθνική Αντίσταση —όπως, τέλος πάντων αναγνωρίσθηκε— κι όμως υπάρχουν ακόμη και σήμερα άνθρωποι που διακατέχονται από τις ίδιες ιδεοληψίες και από αυτά τα αισθήματα, παρά τα δεινά που επεσσώρευσαν στην πατρίδα μας με κορυφαία την επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και την τουρκική κατοχή σχεδόν της μισής Κύπρου από τον Αττίλα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974.
Η στάση τους μας φέρνει πάντα την αγανάκτηση, γιατί μας πνίγει αυτή η αδικία. Ούτε ηθικές ούτε υλικές αμοιβές ζητήσαμε ποτέ. Μόνο να μας αφήσουν ήσυχους και να μη μας βλέπουν ως εχθρούς της πατρίδος μας. Αμοιβή μας— για την οποία ποτέ δεν διαμαρτυρηθήκαμε— είναι το αίμα που προσφέραμε στον βωμό της Ελευθερίας, η ορφάνια και ο κατατρεγμός, οι νεκροί μας και τα τραύματά μας, οι φυλακές και τα ξερονήσια, οι εκτελέσεις και τα βασανιστήρια, η ξυπολησιά και η ψείρα, τα κρυοπαγήματα και οι ρευματισμοί, από τις συνέπειες των οποίων υποφέραμε και υποφέρουμε σε όλη τη ζωή μας.
«Λειτουργιά που χρόνια μας έχει λείψει!»
Από την Ανατολή φύγαμε για το χωριό Κολοκυθιά, κατεβήκαμε μία πλαγία που τη διαδέχθηκε ένας μεγάλος ανήφορος για να φθάσουμε εκεί.
Όταν αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, μου λέει ο Άρης:
«Δώσε μου, Παπούλη, το σακκίδιό σου, να το κρεμάσω στη σέλα του αλόγου μου».
«Δεν πειράζει, Αρχηγέ», του απαντώ. «Ας το κουβαλάω φορτωμένος για να συνηθίζω».
«Όχι», μου λέει. «Πρέπει να κάνουμε οικονομία δυνάμεων».
Τελικά του το έδωσα. Ήταν ο μόνος έφιππος μεταξύ αυτών που εκείνη τη μέρα ήμασταν μαζί του. Είχε ένα παληάλογο, που μου θύμιζε τον Ροσινάλντε, το σκελετωμένο άλογο του Δον Κιχώτη. Του το είχε δώσει ένας μπάρμπας του, Γάκης Μηνογιάννης λεγόμενος, που είχε ένα μεγάλο κτήμα με σπίτι πιο έξω από το χωριό Λευκάδα, στις όχθες του ποταμού Ρουστιανίτη. Κι επειδή ο Μηνογιάννης ήταν μπάρμπας του Άρη τον λέγαμε και εμείς «μπάρμπα του ΕΑΜ».
Φθάσαμε στην Κολοκυθιά κι εκεί διανυκτερεύσαμε. Το πρωί, όταν συγκεντρωθήκαμε για να κινήσουμε για τον προορισμό μας είδα στην πλατειούλα του χωριού πολλούς Λυχνιώτες, οι οποίοι πολλοί με χάρηκαν, όπως κι εγώ εκείνους. Είχαν έλθει εκεί μεταφέροντες τρόφιμα και άλλα εφόδια με τα ζώα τους.
Φεύγοντας από την Κολοκυθιά, στον δρόμο που πάει για τη Ράχη Καρπενησίου, ανάμεσα στα χωριά Αργύρια και Κυριακοχώρι, βρήκαμε μία πηγή μέσα στα έλατα και καθίσαμε να φάμε ότι πρόχειρο είχε ο καθένας. Έβγαλα και εγώ τις λειτουργιές και το τυρί που μου είχε δώσει ο παπα-Αλέκος και πρόσφερα στον Άρη. Εκείνος, παίρνοντας μια λειτουργιά στα χέρια του τη φίλησε μ’ ένα σκαστό φιλί λέγοντας:
«Βλέπετε, συναγωνιστές; Για να ‘χουμε τον Παπούλη μαζί μας, τρώμε και λειτουργιά, που χρόνια πολλά μας έχει λείψει!...»
«Πάτερ Ανυπόμονος»
Στην Αγία Τριάδα μείναμε αρκετό διάστημα. Άρχισαν να καταρτίζονται και να συστηματοποιούνται ομάδες, διμοιρίες κ.λπ.. Εμένα με κατέταξαν στην Ομάδα Διοικήσεως, η οποία τελούσε υπό την άμεση αρχηγία του Άρη.
Εσυντάσσετο ένας κατάλογος ανταρτών, όπου για λόγους ασφαλείας ανεγράφοντο με ψευδώνυμα. Όταν έφθασε η σειρά μου, ο Λευτέρης Χρυσιώτης (Σπύρος Τσιλιγιάννης, από τη Χρυσώ Ευρυτανίας), διμοιρίτης που εκτελούσε χρέη γραμματέα, με ρώτησε:
«Πώς να σε γράψω, Παπούλη; Τι όνομα ή μάλλον τι ψευδώνυμο θα πάρεις;».
Όμως πριν προλάβω να απαντήσω στον Χρυσιώτη, επεμβαίνει ο παριστάμενος Άρης και λέει:
«Πάτερ Ανυπόμονος!». Και αμέσως προσθέτει: «Είναι πολύ φουριόζος ο παπούλης κι αυτό το επίθετο του ταιριάζει».
Έτσι πολιτογραφήθηκα στον ΕΛΑΣ ως ο «Πάτερ Ανυπόμονος».
«Θα προσεύχεσαι για μας...»
Κάποια στιγμή, που βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία, ρώτησα τον Άρη ποια θα ήταν τα καθήκοντα και ποια η αποστολή μου.
«Εδώ, παπούλη μου, κόσμο για να πολεμάει έχουμε και κάθε μέρα μας έρχονται κι άλλοι… Εσύ θα είσαι ο παπάς μας και θα προσεύχεσαι για μας! Θα φοράς το ράσο σου το καλυμαύχι σου, τον σταυρό σου. Θα είσαι ο παπάς μας!...»
Τα λόγια αυτά του Άρη, κατ’ εμέ, ερμηνεύονται ως εξής: «Να κάνεις τον σταυρό σου και να παρακαλάς τον Θεό, σαν παπάς που είσαι, να μας φωτίζει στο καλό και να μας βοηθάει, ως δίκαιος Θεός που είναι, γιατί κι εμείς για την ελευθερία και τα δίκαια του Λαού Του αγωνιζόμαστε».
Και με αυτά τα λίγα που είπαμε —και τα πολύ περισσότερα που εννοήσαμε ο καθένας μας— εγώ προγραμμάτισα την παραπέρα δράση μου.
Η μονάδα στην οποία ανήκα δεν είχε μόνιμη διαμονή, δεν είχε έδρα. Διαρκώς μετεκινείτο σε διάφορες περιοχές, όπου οι ανάγκες του αγώνα το καλούσαν και οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες το απαιτούσαν. Ο Άρης, πολλές φορές, από εκεί όπου τύχαινε να βρισκόμαστε, μου ανέθετε διάφορες αποστολές, πέραν της προσευχής.
Εκείνο που φρόντιζα πάντα ήταν —αν συνέπιπτε την ημέρα που βρισκόμουν σε κάποιο χωριό να είναι Κυριακή ή γιορτή— να πηγαίνω στην εκκλησία και, πάντοτε με την άδεια του εφημερίου της, να ψάλλω, να κηρύττω ή και να λειτουργώ, εάν ο ιερεύς διέθετε δεύτερη ιερατική στολή. Γιατί εγώ δεν είχα μαζί μου παρά μόνον ένα μικρό Επιτραχήλιον, ένα Ευχολόγιον, έναν μικρό Σταυρό αγιασμού, λίγο θυμίαμα και 5-6 κεριά από αγνό κερί για να μη λειώνουν. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας προτιμούσα να πιώ έναν καφέ στο μαγαζάκι του χωριού, για να μου δοθεί η ευκαιρία να πιάσω κουβέντα με τους χωριανούς και να τους ειπώ τα δέοντα.
Τα παιδιά της Οργανώσεως μας συνέστησαν στον Άρη,(Άρης Βελουχιώτης - Αθανάσιος Κλάρας) εμένα και τον Παπαλεβέντη (π. Κωνσταντίνος Παπαλεβέντης (Παπαφλέσσας), εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Βλασσίου στο Δαδί Φθιώτιδος). Μίλησαν με ενθουσιασμό για τη δουλειά που κάμαμε στο Δαδί, την προσφορά μας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κ.λπ.. Μετά από αυτά λένε στον Άρη:
«Τώρα ο πάτερ Γερμανός θέλει να ’ρθει στον μόνιμο ΕΛΑΣ. Ο παπα-Κώστας θα γυρίσει μαζί μας».
«Να γυρίσει και ο άλλος παπούλης μαζί σας, γιατί εκεί θα προσφέρει περισσότερα απ’ ότι εδώ», τους λέει ο Άρης.
«Καπετάνιε μου, δεν με σηκώνει άλλο το κλίμα κάτω, γιατί με κυνηγάνε οι Ιταλοί», παρεμβαίνω στη συζήτηση εγώ, για να εξηγήσω την επιθυμία μου να βγω στο βουνό.
«Τότε το πράγμα αλλάζει. Αλλά θ’ αντέξεις παπούλη μου; Είναι σκληρή η ζωή στο Αντάρτικο», μου λέει ο Άρης.
«Θα έρθω κοντά σας και όσο αντέξω», του απαντώ.
«Εντάξει, λοιπόν, παπούλη μου», συμφωνεί ο Άρης και δίνουμε τα χέρια.
Μια σημαία και μια σάλπιγγα
Είχαμε βρει τον Άρη μέσα σ’ ένα μαγαζάκι της Κουκουβίστας. Κοντά του, εκτός των ανταρτών, ήταν και ο Άγγλος ταξίαρχος Έντυ Μάγιερς, ο οποίος εκείνη την ώρα μιλούσε με το συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, μέσω ενός ασυρμάτου που είχαν τοποθετημένο πάνω σ’ ένα τραπέζι του μαγαζιού. Ήταν εκεί και ο δικηγόρος Αλέκος Σεφεριάδης, για τον οποίο ο Άρης αργότερα δεν εξεφράζετο κολακευτικά, γιατί τον θεωρούσε πράκτορα των Άγγλων.
Πρώτη φορά έβλεπα τόσους αντάρτες μαζεμένους και ήσαν ντυμένοι μ’ ένα σωρό διαφορετικές ντυμασιές: Άλλος φόραγε φουστανέλλα, άλλος ντουλαμά, άλλος ιταλική στολή, άλλος γερμανική, άλλος αγγλική. Ένα σωστό μωσαϊκό από ντυμασιές και οπλισμό.
Ανάμεσα σε όλους ξεχώριζε ο γερο-Τσεκούρας (Νίκος Καρβέλης από το Καπνοχώρι, 70 ετών). Αυτός φορούσε φουστανέλλα, κάλτσες, καλτσοδέτες με φούντες, τσαρούχια με φούντες και φέσι κόκκινο. Είχε και ωραία γενειάδα. Αυτός ήταν ο σημαιοφόρος της ομάδος του Άρη. Ο Άρης τον έλεγε «Πατέρα» κι εκείνος τον προσφωνούσε «Παιδί μου, Άρη». Αυτός, λοιπόν, ο γερο-Τσεκούρας κράταγε τη σημαία την ελληνική, και στον ιστό της είχε Σταυρό μπρούτζινο που λαμποκοπούσε. Δεν είχε έλθει ακόμη, βλέπετε, η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» των τεκτόνων-μασώνων απριλιανών συνταγματαρχών, για να αφαιρέσει από τον ιστό της ελληνικής σημαίας τον Σταυρό!... Η σημαία που κράταγε ο γερο-Τσεκούρας είχε και γράμματα επάνω που έλεγαν: «Ελευθερία ή Θάνατος»!
Δίπλα στον γερο-Τσεκούρα ήταν ο Γιώργης Φουσέκης, αγνό παιδί από το Προσήλιο της Αμφίσσης. Αυτός ήταν ο σαλπιγκτής μας. Φόραγε ντουλαμά και κάλτσες και τσαρούχια με φούντες και φάριο. Αυτό το δύστυχο παιδί σκοτώθηκε στους Γαργαλιάνους τον Δεκέμβριο του 1944. Εγώ το εκήδευσα. Τι καλό παιδί που ήταν… χωριατόπαιδο, τσοπανόπουλο αγνό.
Αυτή την ελληνική σημαία και αυτή τη σάλπιγγα βρήκα μπροστά μου όταν βγήκα στο βουνό και αυτά ακολούθησα, με τη βεβαιότητα ότι κι εγώ, με τον τρόπο τον δικό μου, συνεχίζω την παράδοση του ελληνικού ράσου σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπου η πατρίδα μας βρίσκεται εμπερίστατη και το Γένος μας κινδυνεύει. Δεν βρήκα κόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο ούτε κομμουνιστικά κηρύγματα ούτε ξενόφερτα σύμβολα!
Ωστόσο, κι εγώ και όλοι όσοι βγήκαμε στο βουνό, για να προσφέρει ο καθένας μας ότι μπορούσε για τη λευτεριά της πατρίδος μας, θεωρούμεθα από το μετεμφυλιακό κράτος, αλλά και από την αδιάκριτη Ιεραρχία της Εκκλησίας μας κομμουνιστές, βούλγαροι, εχθροί της πατρίδος, πουλημένοι, προδότες, αντίχριστοι!...
Έπρεπε να περάσουν κοντά σαράντα χρόνια για να αναγνωρισθεί επιτέλους η Εθνική Αντίσταση —όπως, τέλος πάντων αναγνωρίσθηκε— κι όμως υπάρχουν ακόμη και σήμερα άνθρωποι που διακατέχονται από τις ίδιες ιδεοληψίες και από αυτά τα αισθήματα, παρά τα δεινά που επεσσώρευσαν στην πατρίδα μας με κορυφαία την επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και την τουρκική κατοχή σχεδόν της μισής Κύπρου από τον Αττίλα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974.
Η στάση τους μας φέρνει πάντα την αγανάκτηση, γιατί μας πνίγει αυτή η αδικία. Ούτε ηθικές ούτε υλικές αμοιβές ζητήσαμε ποτέ. Μόνο να μας αφήσουν ήσυχους και να μη μας βλέπουν ως εχθρούς της πατρίδος μας. Αμοιβή μας— για την οποία ποτέ δεν διαμαρτυρηθήκαμε— είναι το αίμα που προσφέραμε στον βωμό της Ελευθερίας, η ορφάνια και ο κατατρεγμός, οι νεκροί μας και τα τραύματά μας, οι φυλακές και τα ξερονήσια, οι εκτελέσεις και τα βασανιστήρια, η ξυπολησιά και η ψείρα, τα κρυοπαγήματα και οι ρευματισμοί, από τις συνέπειες των οποίων υποφέραμε και υποφέρουμε σε όλη τη ζωή μας.
«Λειτουργιά που χρόνια μας έχει λείψει!»
Από την Ανατολή φύγαμε για το χωριό Κολοκυθιά, κατεβήκαμε μία πλαγία που τη διαδέχθηκε ένας μεγάλος ανήφορος για να φθάσουμε εκεί.
Όταν αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, μου λέει ο Άρης:
«Δώσε μου, Παπούλη, το σακκίδιό σου, να το κρεμάσω στη σέλα του αλόγου μου».
«Δεν πειράζει, Αρχηγέ», του απαντώ. «Ας το κουβαλάω φορτωμένος για να συνηθίζω».
«Όχι», μου λέει. «Πρέπει να κάνουμε οικονομία δυνάμεων».
Τελικά του το έδωσα. Ήταν ο μόνος έφιππος μεταξύ αυτών που εκείνη τη μέρα ήμασταν μαζί του. Είχε ένα παληάλογο, που μου θύμιζε τον Ροσινάλντε, το σκελετωμένο άλογο του Δον Κιχώτη. Του το είχε δώσει ένας μπάρμπας του, Γάκης Μηνογιάννης λεγόμενος, που είχε ένα μεγάλο κτήμα με σπίτι πιο έξω από το χωριό Λευκάδα, στις όχθες του ποταμού Ρουστιανίτη. Κι επειδή ο Μηνογιάννης ήταν μπάρμπας του Άρη τον λέγαμε και εμείς «μπάρμπα του ΕΑΜ».
Φθάσαμε στην Κολοκυθιά κι εκεί διανυκτερεύσαμε. Το πρωί, όταν συγκεντρωθήκαμε για να κινήσουμε για τον προορισμό μας είδα στην πλατειούλα του χωριού πολλούς Λυχνιώτες, οι οποίοι πολλοί με χάρηκαν, όπως κι εγώ εκείνους. Είχαν έλθει εκεί μεταφέροντες τρόφιμα και άλλα εφόδια με τα ζώα τους.
Φεύγοντας από την Κολοκυθιά, στον δρόμο που πάει για τη Ράχη Καρπενησίου, ανάμεσα στα χωριά Αργύρια και Κυριακοχώρι, βρήκαμε μία πηγή μέσα στα έλατα και καθίσαμε να φάμε ότι πρόχειρο είχε ο καθένας. Έβγαλα και εγώ τις λειτουργιές και το τυρί που μου είχε δώσει ο παπα-Αλέκος και πρόσφερα στον Άρη. Εκείνος, παίρνοντας μια λειτουργιά στα χέρια του τη φίλησε μ’ ένα σκαστό φιλί λέγοντας:
«Βλέπετε, συναγωνιστές; Για να ‘χουμε τον Παπούλη μαζί μας, τρώμε και λειτουργιά, που χρόνια πολλά μας έχει λείψει!...»
«Πάτερ Ανυπόμονος»
Στην Αγία Τριάδα μείναμε αρκετό διάστημα. Άρχισαν να καταρτίζονται και να συστηματοποιούνται ομάδες, διμοιρίες κ.λπ.. Εμένα με κατέταξαν στην Ομάδα Διοικήσεως, η οποία τελούσε υπό την άμεση αρχηγία του Άρη.
Εσυντάσσετο ένας κατάλογος ανταρτών, όπου για λόγους ασφαλείας ανεγράφοντο με ψευδώνυμα. Όταν έφθασε η σειρά μου, ο Λευτέρης Χρυσιώτης (Σπύρος Τσιλιγιάννης, από τη Χρυσώ Ευρυτανίας), διμοιρίτης που εκτελούσε χρέη γραμματέα, με ρώτησε:
«Πώς να σε γράψω, Παπούλη; Τι όνομα ή μάλλον τι ψευδώνυμο θα πάρεις;».
Όμως πριν προλάβω να απαντήσω στον Χρυσιώτη, επεμβαίνει ο παριστάμενος Άρης και λέει:
«Πάτερ Ανυπόμονος!». Και αμέσως προσθέτει: «Είναι πολύ φουριόζος ο παπούλης κι αυτό το επίθετο του ταιριάζει».
Έτσι πολιτογραφήθηκα στον ΕΛΑΣ ως ο «Πάτερ Ανυπόμονος».
«Θα προσεύχεσαι για μας...»
Κάποια στιγμή, που βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία, ρώτησα τον Άρη ποια θα ήταν τα καθήκοντα και ποια η αποστολή μου.
«Εδώ, παπούλη μου, κόσμο για να πολεμάει έχουμε και κάθε μέρα μας έρχονται κι άλλοι… Εσύ θα είσαι ο παπάς μας και θα προσεύχεσαι για μας! Θα φοράς το ράσο σου το καλυμαύχι σου, τον σταυρό σου. Θα είσαι ο παπάς μας!...»
Τα λόγια αυτά του Άρη, κατ’ εμέ, ερμηνεύονται ως εξής: «Να κάνεις τον σταυρό σου και να παρακαλάς τον Θεό, σαν παπάς που είσαι, να μας φωτίζει στο καλό και να μας βοηθάει, ως δίκαιος Θεός που είναι, γιατί κι εμείς για την ελευθερία και τα δίκαια του Λαού Του αγωνιζόμαστε».
Και με αυτά τα λίγα που είπαμε —και τα πολύ περισσότερα που εννοήσαμε ο καθένας μας— εγώ προγραμμάτισα την παραπέρα δράση μου.
Η μονάδα στην οποία ανήκα δεν είχε μόνιμη διαμονή, δεν είχε έδρα. Διαρκώς μετεκινείτο σε διάφορες περιοχές, όπου οι ανάγκες του αγώνα το καλούσαν και οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες το απαιτούσαν. Ο Άρης, πολλές φορές, από εκεί όπου τύχαινε να βρισκόμαστε, μου ανέθετε διάφορες αποστολές, πέραν της προσευχής.
Εκείνο που φρόντιζα πάντα ήταν —αν συνέπιπτε την ημέρα που βρισκόμουν σε κάποιο χωριό να είναι Κυριακή ή γιορτή— να πηγαίνω στην εκκλησία και, πάντοτε με την άδεια του εφημερίου της, να ψάλλω, να κηρύττω ή και να λειτουργώ, εάν ο ιερεύς διέθετε δεύτερη ιερατική στολή. Γιατί εγώ δεν είχα μαζί μου παρά μόνον ένα μικρό Επιτραχήλιον, ένα Ευχολόγιον, έναν μικρό Σταυρό αγιασμού, λίγο θυμίαμα και 5-6 κεριά από αγνό κερί για να μη λειώνουν. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας προτιμούσα να πιώ έναν καφέ στο μαγαζάκι του χωριού, για να μου δοθεί η ευκαιρία να πιάσω κουβέντα με τους χωριανούς και να τους ειπώ τα δέοντα.
Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009
Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009
Το θαύμα της Παναγίας στον αμφιβάλλοντα διδάσκαλο.
Επτακόσια περίπου χρόνια μετά την γέννηση του Χριστού, ήταν ένας ερημίτης Αθηναίος, σοφός στα γράμματα, και στην αρετή σοφότερος. Το ονομά του ήταν Αιγίδιος , και μετά τον θάνατο των γονέων του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και αναχώρησε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Εκεί απήλθε στα ενδότερα μέρη της ερήμου σε έναν τόπο άβατο και απόκρυφο, όπου βρήκε ένα σπήλαιο με μια πηγή ωραιότατη και λίγα δένδρα. Στην ησυχία λοιπόν του τόπου εκείνου έμεινε και ασκήτευε τρεφόμενος, κατά Θεία Οικονομία, από το γάλα μίας ελαφίνας και άγρια χόρτα. Κοντά σ’ εκείνα τα μέρη σ’ ένα κάστρο ήταν ένας διδάσκαλος που στο λογισμό του ο μισόκαλος, είχε σπείρει ζιζάνια και είχε αμφιβολία για την Παρθενία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αυτόν τον δαιμονικό λογισμό δεν μπορούσε με τίποτα να τον διώξει απ’ το μυαλό του. «Πως γίνεται να είναι μητέρα και παρθένος;» αναρωτιόταν. Όταν άκουσε για τον αναχωρητή Αιγίδιο, ότι ήταν σε μεγάλα πνευματικά μέτρα, αποφάσισε να πάει να τον συμβουλευτεί για τον λογισμό του, και να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από αυτή την βλάσφημη σκέψη.
Ενώ βρισκόταν σε μικρή απόσταση πριν από το κελί του αββά Αιγιδίου εξήλθε ο γέροντας να τον προϋπαντήσει. Όταν πλησίασε ο ένας τον άλλον ο διδάσκαλος έβαλε εδαφιαία μετάνοια . Ο αββάς δεν του αποκρίθηκε αλλά χτύπησε με το ραβδί του πάνω σε μία πέτρα λέγοντας: «Παρθένος προ τόκου» και ευθύς πάνω στη πέτρα φύτρωσε ένα κρίνο όμορφο και με ευωδία θαυμάσια. Ξαναχτυπά την πέτρα λέγοντας : «Παρθένος εν τόκω» και δεύτερο κρίνο φύτρωσε όμοιο με το πρώτο. Έπειτα χτύπησε για Τρίτη φορά με το ραβδί του στην πέτρα λέγοντας: «Και μετά τόκον Παρθένος μείνασα» . Και ευθύς βγήκε άλλο ένα θαυμάσιο κρίνο.
Τότε ο αββάς, χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε στο κελί του.
Ο δε διδάσκαλος έχοντας μείνει έκπληκτος απ’ αυτή τη θαυματουργία και λυτρωμένος από τον πειρασμό έφυγε και κήρυττε σε όλους το παραπάνω θαύμα, προς δόξαν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Αμήν.
Από το βιβλίο του Αγαπίου Λάνδου "Αμαρτωλών σωτηρία"
Ενώ βρισκόταν σε μικρή απόσταση πριν από το κελί του αββά Αιγιδίου εξήλθε ο γέροντας να τον προϋπαντήσει. Όταν πλησίασε ο ένας τον άλλον ο διδάσκαλος έβαλε εδαφιαία μετάνοια . Ο αββάς δεν του αποκρίθηκε αλλά χτύπησε με το ραβδί του πάνω σε μία πέτρα λέγοντας: «Παρθένος προ τόκου» και ευθύς πάνω στη πέτρα φύτρωσε ένα κρίνο όμορφο και με ευωδία θαυμάσια. Ξαναχτυπά την πέτρα λέγοντας : «Παρθένος εν τόκω» και δεύτερο κρίνο φύτρωσε όμοιο με το πρώτο. Έπειτα χτύπησε για Τρίτη φορά με το ραβδί του στην πέτρα λέγοντας: «Και μετά τόκον Παρθένος μείνασα» . Και ευθύς βγήκε άλλο ένα θαυμάσιο κρίνο.
Τότε ο αββάς, χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε στο κελί του.
Ο δε διδάσκαλος έχοντας μείνει έκπληκτος απ’ αυτή τη θαυματουργία και λυτρωμένος από τον πειρασμό έφυγε και κήρυττε σε όλους το παραπάνω θαύμα, προς δόξαν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Αμήν.
Από το βιβλίο του Αγαπίου Λάνδου "Αμαρτωλών σωτηρία"
Κυριακή 9 Αυγούστου 2009
Περί ωφελείας ψυχής.
Τρείς των γερόντων παρέβαλον τω αυτώ αββά Στεφάνω τω πρεσβυτέρω, και ως έμειναν λαλούντες περί ωφελείας ψυχής, εσιώπα. Οι δε γέροντες λέγουσι αυτώ. Ουδέν ημίν αποκρίνει, πάτερ δι ωφέλεια ήλθομεν προς σε. Τότε λέγει αυτοίς. Συγχωρήσατέ μοι , έως άρτι ουκ οίδα τι ελελήσατε. Πλήν ω έχω λέγω υμίν. Εγώ νύκτα και ημέραν ουδέν άλλο θεωρώ ει μη τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επί του ξύλου κρεμάμενον. Και ωφεληθέντες ανεχώρησαν.
«Λειμωνάριον» P.G. 87 Γ σ. 2916
«Λειμωνάριον» P.G. 87 Γ σ. 2916
Σάββατο 25 Ιουλίου 2009
Νίκος Τσιριγώτης, ο Θεόφιλος της Κορώνης.
Μορφή ταπεινή και ήσυχη, ψυχή βασανισμένη και κουρασμένη από τα θολά παιχνίδια του μυαλού που όργωσαν το κορμί και την ψυχή του.
Εκεί στην άκρη της Πελοποννήσου, που το βαθύ πράσινο συναντά το απέραντο γαλάζιο. Στην Κορώνη…
Εκεί μέσα στο καμαράκι του, περιτριγυρισμένος από λουλούδια και μικροαντικείμενα. Τα πουλούσε σε περιηγητές και ντόπιους.
Πάλευε με την γη. Σταφίδες, ελιές, ζύμωνε το χώμα μαζί με την ψυχή του και έβλεπε τη γη που τόσο αγαπούσε να γεννάει και να βγάζει καρπούς. Ένα θαύμα που τον γοήτευε και τον έκανε να νοιώθει μια απέραντη απλοϊκή αγάπη, για το Θεϊκό μεγαλείο.
Ζωγράφιζε. Με ευτελή υλικά. Χρώματα από το χρωματοπωλείο και νερομπογιές. Χαρτόνια και χαρτιά που τα έβρισκε εδώ και εκεί. Βότσαλα και ξύλα που ξέβραζε το κύμα. Πήλινα πιάτα από τον αγγειοπλάστη.
Σε όλα αυτά αποτύπωνε τα συναισθήματα του, τις σκέψεις του, όλη του την υπόστασή. Κάθε πινελιά πάνω εκεί ανάκατη με δάκρυ, αίμα, χαρά, λύπη. Ένα κιτάπι, ένα ημερολόγιο που κατέγραφε τις εμπειρίες από τη σύντομη ζωή του.
Στον καθένα που αγόραζε κάτι από αυτά, του χάριζε και ένα κομμάτι της ψυχής του. Μιας ψυχής που αγαπούσε όλον τον κόσμο, έως το τέλος.
Χωρίς ποτέ να είναι ένθερμος χριστιανός, ήταν ο πιο πιστός στα λόγια του Χριστού απ’ όλους μας. Μια καρδιά, σαράντα χρονών παιδική ξεχειλισμένη από απέραντη αγάπη για όλη την κτίση, για όλη τη Δημιουργία.
Τα σημάδια της παρουσίας του Θεού ήταν δίπλα του, γύρω του, μέσα του, παντού. Αυτός ήταν ο φίλος μου…
Νοιώθω μια βαθιά χαρά, που και ο άνθρωπος αυτός, με θεωρούσε κάτι παραπάνω από φίλο του, σαν αδελφό του…
Τρία χρόνια πέρασαν από την φυγή του από αυτόν τον κόσμο. Πριν λίγες μέρες προσευχηθήκαμε στο μνημόσυνο για την ψυχούλα του.
Ελάχιστη προσφορά μου, το κείμενο αυτό.
Η παραπάνω ζωγραφιά, είναι μία από τις πολλές που μας άφησε…
Σ. Σ.
Δευτέρα 20 Απριλίου 2009
Το παράδειγμα του Χριστού
Του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης
Σαν πολύτιμη πνευματική κληρονομιά άφησε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός στην Εκκλησία Του τη διδασκαλία, τα θαύματα και, προ παντός, το παράδειγμά Του. Ότι δίδαξε, το εφήρμοσε πρώτος στην επίγεια ζωή Του. Ότι προείπε για την Εκκλησία Του, εκπληρώθηκε πρώτα στον εαυτό Του. Δίδαξε την αγάπη προς τους εχθρούς, και πρώτος τήρησε αυτή την εντολή, όταν στο αποκορύφωμα του πάθους Του, ικέτευε τον ουράνιο Πατέρα Του υπέρ των σταυρωτών Του: «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Δίδαξε την άμετρη ανεξικακία: «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην» (Ματθ. 5,39) και παραδόθηκε εκούσια στα χέρια των ανόμων Ιουδαίων. «ὃς λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει, παρεδίδου δὲ τῷ κρίνοντι δικαίως» (Α’ Πέτρου 2,23). Δίδασκε να μη φοβούμεθα «ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. 10,28), και δεν φοβήθηκε τους φονευτάς Του. Ευαγγελίσθηκε την ανάσταση των νεκρών και την αιώνια ζωή, και ο ίδιος πρώτος «γήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α’ Κορ. 15,20). Η ανάστασις του Κυρίου είναι η κορύφωσις του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία μας, το θύμα των θαυμάτων του Θεού, με το οποίο προαγγέλλεται και η ανάστασις των ανθρώπων που θα ακολουθήσουν το παράδειγμα Του, αφού ο Χριστός «ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (πρβλ. Α’ Πετρ. 2,21)
Σαν πολύτιμη πνευματική κληρονομιά άφησε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός στην Εκκλησία Του τη διδασκαλία, τα θαύματα και, προ παντός, το παράδειγμά Του. Ότι δίδαξε, το εφήρμοσε πρώτος στην επίγεια ζωή Του. Ότι προείπε για την Εκκλησία Του, εκπληρώθηκε πρώτα στον εαυτό Του. Δίδαξε την αγάπη προς τους εχθρούς, και πρώτος τήρησε αυτή την εντολή, όταν στο αποκορύφωμα του πάθους Του, ικέτευε τον ουράνιο Πατέρα Του υπέρ των σταυρωτών Του: «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Δίδαξε την άμετρη ανεξικακία: «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην» (Ματθ. 5,39) και παραδόθηκε εκούσια στα χέρια των ανόμων Ιουδαίων. «ὃς λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει, παρεδίδου δὲ τῷ κρίνοντι δικαίως» (Α’ Πέτρου 2,23). Δίδασκε να μη φοβούμεθα «ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. 10,28), και δεν φοβήθηκε τους φονευτάς Του. Ευαγγελίσθηκε την ανάσταση των νεκρών και την αιώνια ζωή, και ο ίδιος πρώτος «γήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α’ Κορ. 15,20). Η ανάστασις του Κυρίου είναι η κορύφωσις του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία μας, το θύμα των θαυμάτων του Θεού, με το οποίο προαγγέλλεται και η ανάστασις των ανθρώπων που θα ακολουθήσουν το παράδειγμα Του, αφού ο Χριστός «ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (πρβλ. Α’ Πετρ. 2,21)
Κυριακή 12 Απριλίου 2009
Η άκρα ταπείνωση.
Του Αρχιμανδρίτου Καλλίστρατου Λυράκη.
Το βράδυ της Μ. Πέμπτης παρουσιάζεται μέσα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας βήμα προς βήμα η αγωνία και το Πάθος του Θεανθρώπου. Παρακολουθούμε «τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην, και προ πάντων τον Σταυρόν και τον θάνατον», τα οποία ο Κύριος έπαθε για μας με την θέλησή Του.
Το βράδυ της Μ. Πέμπτης που είναι ο Όρθρος της Μ. Παρασκευής, μετά την ανάγνωση του 5ου Ευαγγελίου γίνεται η έξοδος του Εσταυρωμένου. Τότε εκφωνείται και ψάλλεται το επόμενο τροπάριο, που μέσα από χαώδεις αντιθέσεις εγγίζει κάπως την απροσμέτρητη θεϊκή αγάπη και την ανθρώπινη ακατανόμαστη κακία και αγνωμοσύνη.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι τήν γήν κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο τών Αγγέλων Βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τόν ουρανόν έν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τόν Αδάμ. Ήλοις προσηλώθη, ο Νυμφίος τής Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη, ο Υιός τής Παρθένου. Προσκυνούμέν σου τά Πάθη Χριστέ. Δείξον ημίν, καί τήν ένδοξόν σου Ανάστασιν.
«Σήμερον», μετά από τρία χρόνια αδιάκοπης προσφοράς και ανεπανάληπτων ευεργεσιών, «κρεμάται επί ξύλου» ατιμωτικού ως ο χειρότερος κακούργος Εκείνος που δημιούργησε και περιέβαλλε τη γη κοσμώντας την με τα νερά των θαλασσών. Ο Πλάστης υπομένει τον σταυρό για τη σωτηρία του πλάσματός Του. Περιπαικτικό και υβριστικό «στέφανον εξ ακανθών» φορεί στο κεφάλι Του «ο των αγγέλων βασιλεύς»! Από αυτούς ασιγήτως δοξολογείται με τον επινίκιο ύμνο: «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου». Ταπεινωτική και «ψευδή πορφύραν περιβάλλεται» Αυτός που κυβερνά και κοσμεί το ουράνιο στερέωμα με τα ποικιλόχρωμα νέφη και τα δισεκατομμύρια των αστέρων. Ως να ήταν ένας άθλιος δούλος υπέμεινε και «ράπισμα» ακόμη από ρωμαίο στρατιώτη Εκείνος που «εν Ιορδάνη» ελευθέρωσε τον Αδάμ και τους απογόνους του από την σκλαβιά της αμαρτίας και την κατάδυναστεία του διαβόλου. Ο «ωραίος κάλλει» από όλα τα παιδιά των ανθρώπων, «ο νυμφίος της Εκκλησίας», που τόσο την αγαπά, ώστε να τη λούζει με το αίμα Του και να την τρέφει με το Σώμα Του, με «ήλους» (καρφιά) καρφώθηκε στον σταυρό. Τον άμωμο και πανάγιο Υιό της αμώμου και πανάγνου Παρθένου και Μητέρας τόλμησαν οι μιαροί άνθρωποι να ¨κεντήσουν» (πλήξουν) με τη λόγχη του μίσους και της δυσπιστίας τους. Μπροστά σ’ αυτό το ανέκφραστο μυστήριο της θείας αγάπης με συντριβή αναφωνούμε: «Προσκυνούμεν Σου τα πάθη Χριστέ». Και ικετεύομε: «Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου Ανάστασιν».
Το βράδυ της Μ. Πέμπτης παρουσιάζεται μέσα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας βήμα προς βήμα η αγωνία και το Πάθος του Θεανθρώπου. Παρακολουθούμε «τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην, και προ πάντων τον Σταυρόν και τον θάνατον», τα οποία ο Κύριος έπαθε για μας με την θέλησή Του.
Το βράδυ της Μ. Πέμπτης που είναι ο Όρθρος της Μ. Παρασκευής, μετά την ανάγνωση του 5ου Ευαγγελίου γίνεται η έξοδος του Εσταυρωμένου. Τότε εκφωνείται και ψάλλεται το επόμενο τροπάριο, που μέσα από χαώδεις αντιθέσεις εγγίζει κάπως την απροσμέτρητη θεϊκή αγάπη και την ανθρώπινη ακατανόμαστη κακία και αγνωμοσύνη.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι τήν γήν κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο τών Αγγέλων Βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τόν ουρανόν έν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τόν Αδάμ. Ήλοις προσηλώθη, ο Νυμφίος τής Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη, ο Υιός τής Παρθένου. Προσκυνούμέν σου τά Πάθη Χριστέ. Δείξον ημίν, καί τήν ένδοξόν σου Ανάστασιν.
«Σήμερον», μετά από τρία χρόνια αδιάκοπης προσφοράς και ανεπανάληπτων ευεργεσιών, «κρεμάται επί ξύλου» ατιμωτικού ως ο χειρότερος κακούργος Εκείνος που δημιούργησε και περιέβαλλε τη γη κοσμώντας την με τα νερά των θαλασσών. Ο Πλάστης υπομένει τον σταυρό για τη σωτηρία του πλάσματός Του. Περιπαικτικό και υβριστικό «στέφανον εξ ακανθών» φορεί στο κεφάλι Του «ο των αγγέλων βασιλεύς»! Από αυτούς ασιγήτως δοξολογείται με τον επινίκιο ύμνο: «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου». Ταπεινωτική και «ψευδή πορφύραν περιβάλλεται» Αυτός που κυβερνά και κοσμεί το ουράνιο στερέωμα με τα ποικιλόχρωμα νέφη και τα δισεκατομμύρια των αστέρων. Ως να ήταν ένας άθλιος δούλος υπέμεινε και «ράπισμα» ακόμη από ρωμαίο στρατιώτη Εκείνος που «εν Ιορδάνη» ελευθέρωσε τον Αδάμ και τους απογόνους του από την σκλαβιά της αμαρτίας και την κατάδυναστεία του διαβόλου. Ο «ωραίος κάλλει» από όλα τα παιδιά των ανθρώπων, «ο νυμφίος της Εκκλησίας», που τόσο την αγαπά, ώστε να τη λούζει με το αίμα Του και να την τρέφει με το Σώμα Του, με «ήλους» (καρφιά) καρφώθηκε στον σταυρό. Τον άμωμο και πανάγιο Υιό της αμώμου και πανάγνου Παρθένου και Μητέρας τόλμησαν οι μιαροί άνθρωποι να ¨κεντήσουν» (πλήξουν) με τη λόγχη του μίσους και της δυσπιστίας τους. Μπροστά σ’ αυτό το ανέκφραστο μυστήριο της θείας αγάπης με συντριβή αναφωνούμε: «Προσκυνούμεν Σου τα πάθη Χριστέ». Και ικετεύομε: «Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου Ανάστασιν».
Σάββατο 14 Μαρτίου 2009
Το περιεχόμενο και ο σκοπός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
Ας νεκρώσομε τα μέλη μας τα επίγεια, πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, επιθυμία κακή και πλεονεξία, και μάλιστα κατά την διάρκεια αυτών των ημερών της νηστείας.
Γι αυτό ακριβώς η χάρις του πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας δίδαξε περί της μελλούσης φρικωδέστατης κρίσεως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστη, έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστη, να συμμαζεύομε τους εαυτούς μας, να μην παραδιδόμαστε στην ακράτεια, να μην ανοίγομε θύρα και προσφέρομε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοιλίας σε όλα τα πάθη και φθάνομε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι με ευχαρίστηση κατά κάποιον τρόπο.
Αλλά, αφού αγαπήσομε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας η αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσομε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.
Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει κατάλληλος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3,1), και για όλα υπάρχει ο χρόνος, έτσι και για την εκτέλεση της αρετής πρέπει κανείς να ζητήσει τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών.
(Ομιλία Ι’ τη Β’ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής)
Ας νεκρώσομε τα μέλη μας τα επίγεια, πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, επιθυμία κακή και πλεονεξία, και μάλιστα κατά την διάρκεια αυτών των ημερών της νηστείας.
Γι αυτό ακριβώς η χάρις του πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας δίδαξε περί της μελλούσης φρικωδέστατης κρίσεως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστη, έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστη, να συμμαζεύομε τους εαυτούς μας, να μην παραδιδόμαστε στην ακράτεια, να μην ανοίγομε θύρα και προσφέρομε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοιλίας σε όλα τα πάθη και φθάνομε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι με ευχαρίστηση κατά κάποιον τρόπο.
Αλλά, αφού αγαπήσομε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας η αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσομε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.
Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει κατάλληλος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3,1), και για όλα υπάρχει ο χρόνος, έτσι και για την εκτέλεση της αρετής πρέπει κανείς να ζητήσει τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών.
(Ομιλία Ι’ τη Β’ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής)
Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009
Το μύνημα των Χριστουγέννων
Οἱ τρόποι ὅμως μὲ τοὺς ὁποίους πανηγυρίζουμε στὸν καιρό μας τὰ Χριστούγεννα ἀποτελοῦν, ἀντίθετα, μιὰ θλιβερὴ ἔκπληξη. Στὴ θέση τῆς λιτότητος καὶ τῆς ταπεινώσεως, δεσπόζει ἡ χλιδή, ἡ ἐπίδειξη, ἡ πλεονεξία, ὁ πόθος καὶ ἡ προβολὴ τοῦ ὑλικοῦ πλούτου, ὁ φανταχτερὸς εὐδαιμονισμός, ἡ ὑποτίμηση καὶ περιφρόνηση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν. Αὐτὴ μάλιστα τὴν ἐποχή, ἀναστατώνει τὴν οἰκουμένη μιὰ ἄλλη δυσάρεστη ἔκπληξη: Ἡ κατάρρευση τῆς οἰκονομίας. Ἡ στρεβλὴ οἰκονομικὴ δραστηριότητα, ποὺ λατρεύει τὸ κέρδος, περιφρονεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ λεηλατεῖ τὴν κτίση, ὁδήγησαν στὴ γνωστὴ παγκόσμια οἰκονομικὴ κρίση, ποὺ σὰν φοβερὸς κυκλώνας ἀπειλεῖ τὶς περισσότερες χῶρες, ἀναπτυγμένες καὶ ἀναπτυσσόμενες. Κυρίως ὅμως καταλήγει σὲ νέα ταλαιπωρία τῶν ἑκατομμυρίων φτωχῶν καὶ ἁπλῶν ἀνθρώπων. Οἱ προτάσεις γιὰ τὴν ἄμεση διέξοδο ἀπὸ τὴν κρίση, πολλὲς καὶ ἀξιέπαινες. Ἀλλὰ μακροπρόθεσμα, ἡ γενικότερη δοκιμασία ποὺ περνᾶ ἡ ἀνθρωπότητα ἀπαιτεῖ ριζικότερες ἀλλαγές. Ὁ αἰώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου τὴ Σάρκωση ἑορτάζουμε, δείχνει διαχρονικὰ τὴν κατεύθυνση: Λιτότητα καὶ ἐγκράτεια στὴν προσωπικὴ ζωή. Περισσότερη ἀλληλεγγύη, γνησιότερη ἀγάπη. Ἀληθινὸ σεβασμὸ στὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπου καὶ σὲ ὅποιες συνθῆκες καὶ ἂν γεννήθηκε. Διότι μετέχει στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ὁποία προσέλαβε καὶ ἀνύψωσε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ μορφὴ βιοτῆς ἀνακαινίζει τὴ ζωὴ καὶ τὴν πλουτίζει πνευματικά, χαρίζοντάς της μοναδικὴ ὀμορφιά. Καὶ τελικά, στηρίζει τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ διαμορφώνει τὸν ἀληθινὸ πολιτισμό. Ἂς γιορτάσουμε τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ ἂς φανερώσουμε τὴν ἀφοσίωση καὶ τὴν πιστότητά μας σ᾽ Αὐτόν, μὲ μιὰ ἀντίσταση ποιότητος στὴν κρατοῦσα νοοτροπία πλεονεξίας, βίας, σκληροκαρδίας καὶ καταχρήσεως τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Αὐτὲς ἔχουν ὁδηγήσει τὴν ἀνθρωπότητα στὴ νεοειδωλολατρία τοῦ χρήματος, τοῦ ἀθέμιτου πλουτισμοῦ. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, τοποθετώντας στὸ περιθώριο τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονώντας τὸν Θεάνθρωπο, κατέληξε στὸν ὑπάνθρωπο. Ὅσοι πονοῦμε γιὰ οὐσιαστικὴ ἀνύψωση τῆς κοινωνίας καλούμεθα νὰ ἀντισταθοῦμε στὴ νοοτροπία αὐτή, ἀπ᾽ ὅπου καὶ ἂν προέρχεται, ἀπὸ ὅποιους καὶ ἂν συντηρεῖται. Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης ἂς κατευθύνει καθημερινὰ τὴ ζωή μας, γεμίζοντάς την αἰσιοδοξία καὶ χαρά· καὶ στὶς γιορτινὲς αὐτὲς μέρες καὶ σ᾽ ὅλο τὸν ἐρχόμενο χρόνο.Εὐλογημένα Χριστούγεννα.
(Από το μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου)
(Από το μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)