Σάββατο 9 Απριλίου 2011
Δεν μετανιώνω...;
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
Το πνεύμα των χριστουγέννων ή μήπως Χριστου-γέννων;
Όλοι γιορτάζουν ξέφρενα. Γέλια και χαρές ακούγονται από παντού. Αισθαντικά τραγούδια συνταιριάζονται με μουσικούς κανιβαλισμούς. Φώτα λαμπερά σκορπίζουν το σκοτάδι. Φώτα λαμπερά, μα, σαν το καλοσκεφτείς εκτυφλωτικά, που σε τυφλώνουν όπως ακριβώς και το απόλυτο σκοτάδι. Κοντεύει ξημέρωμα κι όμως η πόλη δε λέει ακόμη να ησυχάσει. Ξημερώνει βλέπεις η 25η Δεκέμβρη, μέρα αργίας και χαράς για τους κατοίκους της. Το ξεφάντωμα άρχισε από το προηγούμενο βράδυ σε φιλικά σπίτια, συνεχίστηκε στην κεντρική πλατεία, στη φιέστα που διοργάνωσε ο Δήμος και ολοκληρώνεται τώρα στα νυχτερινά κέντρα. Τα απομεινάρια του χθεσινού πλήθους προσπαθούν να βρουν δυνάμεις για να συνεχίσουν το πανηγύρι. Όσοι δεν τα καταφέρνουν, επιστρέφουν στο σπίτι χαρούμενοι που για μια ακόμη χρονιά ξεφάντωσαν, τιμώντας με τον τρόπο αυτό το πνεύμα των χριστουγέννων.
Τι όμως άραγε να ‘ναι αυτό το περίφημο πνεύμα; Είναι σε όλους πολύ οικείο, αν και κανείς ποτέ δεν το ‘χει δει. Όλοι πάντως για αυτό μιλούν. Ίσως είναι διάφανο και για αυτό δεν φαίνεται, ίσως πάλι να είναι μαύρο, πράγμα που το βοηθάει να κρυφτεί στο βραδινό σκοτάδι. Αν πάλι πάρει κανείς στα χέρια του το λεξικό, διαπιστώνει ότι μπορεί να είναι το χειμωνιάτικο αεράκι που παγώνει το πλήθος στο δρόμο της πρωινής επιστροφής.
Την λύση στο αίνιγμα αυτό ίσως μπορεί να τη δώσει η τηλεόραση. Αυτή άλλωστε έχει πάντα και για όλα μια λύση. Οι παρουσιαστές της μάλιστα είναι οι πρώτοι που τους καταλαμβάνει το πνεύμα των χριστουγέννων, όπως οι ίδιοι δηλώνουν, και αρχίζουν να γιορτάζουν τουλάχιστον ένα τρίμηνο πριν τη γιορτή. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι είναι υποχρέωση όλων να καταληφθούν από το εν λόγω πνεύμα, καθώς αυτό οδηγεί τον άνθρωπο στις αγαθοεργίες που γίνονται «για το καλό», τώρα που έρχονται «χρονιάρες μέρες». Άλλωστε μια καλή πράξη κάνει τον καθένα μας τόσο χαρούμενο, που του δίνει «θετική» ενέργεια για πολλών ημερών ξεφάντωμα.
Να όμως που στο ρεύμα της επιστροφής που παρασύρει κάθε κουρασμένο διαδηλωτή της χαράς και του κεφιού, διακρίνονται κάποιες μικρές συντροφιές ανθρώπων που αντιστέκονται. Δεν αντιστέκονται με βία και ένταση, απλά προσπαθούν να φθάσουν αθόρυβα στον προορισμό τους. Θαρρείς ότι κάτι τους καθοδηγεί μέσα από το πλήθος και τους κάνει να προχωρούν με σταθερά και ήρεμα βήματα. Λες αυτό το κάτι να είναι το γνωστό πνεύμα;
Σιγά σιγά, οι συντροφιές αρχίζουν και ξεφεύγουν από τη δύναμη του ρεύματος και από την οχλοβοή και τότε ένας διαφορετικός ήχος ξεχωρίζει από το σημείο στο οποίο κατευθύνονται. Είναι ο ήχος από το καμπαναριό της γειτονικής εκκλησίας. Λες εκεί τελικά να κατοικοεδρεύει το πνεύμα των χριστουγέννων; Μα από εκεί δεν ακούγονται γέλια και χαρές. Μυστήρια πράγματα.
Ησυχία επικρατεί στο εσωτερικό της εκκλησίας. Κανείς δε μιλά. Μόνο κάτι τριξίματα από καρέκλες ακούγονται που θυμίζουν κρωξίματα κουκουβάγιας ή θορύβους από νυκτόβια τρωκτικά. Το φως λιγοστό, μα αρκετό για να διακρίνεις το πρόσωπο του διπλανού. Πηγή του τα πολυάριθμα κεριά, που μοιάζουν σαν αστέρια σε ουρανό χωρίς φεγγάρι. Τα κρατούν όλοι αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι που χαμογελούν χωρίς να χαχανίζουν… Κάτι σαν να περιμένουν, κάτι που ακόμη προφανώς δεν έχει έρθει. Μήπως περιμένουν το πνεύμα των χριστουγέννων, ώστε να μετατρέψουν το σιωπηλό τους χαμόγελο σε ξεκαρδιστικό γέλιο;
Ξαφνικά ανοίγουν δύο πόρτες στο κέντρο της εκκλησίας. Η ησυχία γίνεται απόλυτη. Κάποιος ιερέας αρχίζει να λέει κάτι ακατάληπτα λόγια. Οι άνθρωποι δίπλα δείχνουν να τα καταλαβαίνουν. Κάποιοι μάλιστα επιχειρούν να τα σιγοψιθυρίσουν. Τι απογοήτευση! Φαίνεται πως όλο το μυστηριακό αυτό σκηνικό απευθύνεται σε κάποιους λίγους, εκλεκτούς, που για κάποιο λόγο μπορούν και συμμετέχουν στα τεκταινόμενα.
«Χριστός γεννᾶται δοξάσατε….» ακούγεται ξαφνικά από το σύνολο των παρευρισκομένων. Μια φωνή, χωρίς παραφωνίες. Μάλλον πολλές φωνές, ενωμένες σε μία, χωρίς καμιά να θέλει να ξεχωρίσει. Χωρίς καμιά να θέλει να καταπνίξει την άλλη. Σαν ένα μπουκέτο διάφορα λουλούδια που το καθένα έχει το δικό του μοναδικό χρώμα, αλλά που τελικά δεν θα είχε καμία ιδιαίτερη αξία αν το ένα δεν είχε δίπλα του το άλλο σε μια σύνθεση ζωντανή.
Η λειτουργία πλησιάζει στο τέλος της. Όλο το εκκλησίασμα περιμένει στην ουρά για να κοινωνήσει. Τι περίεργο! Με τις ιώσεις που κυκλοφορούν την εποχή αυτή, αποφεύγουμε ακόμη και χειραψία να κάνουμε με τους οικείους μας, όμως όλοι εδώ, ή μάλλον οι περισσότεροι, θα μεταλάβουν με την ίδια λαβίδα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, όπως λέει ο ιερέας σε όσους πλησιάζουν. Φαίνεται πως αυτό το Σώμα και Αίμα είναι που ενώνει ανθρώπους διαφορετικούς και πιθανώς αγνώστους μεταξύ τους. Και φαίνεται πως η ένωση μεταξύ τους και με αυτό το Σώμα και το Αίμα είναι αυτό που τους δίνει λόγο για να χαίρονται και να γιορτάζουν μετά το πέρας της λειτουργίας.
«Χριστός γεννᾶται δοξάσατε….» λοιπόν. Η φωνή αυτή ήταν που διέλυσε το σκοτάδι. Η φωνή αυτή και η συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία. Φως, όχι κερί, αλλά φανάρι πλέον. Να λοιπόν πιο είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων. Να γραφτεί η λέξη με το Χ κεφαλαίο. Να επιτρέψουμε στο Χριστό που γεννήθηκε εκείνη την Άγια Νύχτα στη Βηθλεέμ, να γεννηθεί και στη δική μας καρδιά. Να δούμε το Χριστό στο πρόσωπο του ανθρώπου με τον οποίο συνεορτάζουμε. Να μη περιορίσουμε το «καθήκον» μας για αγαθοεργίες τις «χρονιάρες μέρες» στην δωρεά ενός νομίσματος σε κάποιο αναξιοπαθούντα, προκειμένου να ξεπεράσουμε τις τύψεις μας για τη δική μας καλοζωία, αλλά να προσπαθήσουμε για μια πραγματική και ουσιαστική σχέση με τον κάθε έχοντα ανάγκη συνάνθρωπό μας. Τότε όλη αυτή η ανάγκη μας για χαρά θα βρει το πραγματικό της νόημα. Τότε θα ξέρουμε την αιτία της εορτής και δε θα ψάχνουμε απλά αφορμές για ξεφάντωμα.
Καλό είναι λοιπόν να καταληφθούμε από το πνεύμα των Χριστουγέννων, αν αυτό σημαίνει τα λόγια, τα έργα, η ζωή μας ολάκερη να καθοδηγείται από τον ζωντανό Θεό μέσα μας. Θέλει όμως προσπάθεια να μη ξεθωριάσει ο Χριστός μέσα μας, θέλει προσπάθεια να μη ξεχνάμε να γράφουμε τη λέξη Χριστούγεννα με το Χ κεφαλαίο. Σε διαφορετική περίπτωση η γιορτή αυτή γίνεται ά – Χριστη και άχρηστη, ανόητη και άγευστη, ίσως μια κακόγουστη αποκριά στη μέση του χειμώνα…
Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010
ΑΝΑΓΚΗ ΧΡΗΣΤΟΤΗΤΟΣ
δύο χρόνια, από τον «ιδανικό αυτόχειρα» Κ. Καρυωτά-
κη, με την ιδιότητα του ως γραμματέα της «Ενώσεως
Δημοσίων Υπαλλήλων».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελληνική», στο φύλλο
της 8ης Φεβρουαρίου 1928.
Αν εξαιρέσουμε μερικές λεπτομέρειες, ως προς την οι-
κονομική οργάνωση του κράτους, καθώς και τους μι-
κρούς μισθούς τους οποίους ελάμβαναν οι Δημόσιοι
Υπάλληλοι της εποχής του μεσοπολέμου, το κείμενο θα
μπορούσε κάλλιστα να είχε γραφεί σήμερα.
Το παραθέτουμε προς σκέψη, προβληματισμό και ανα-
λογική σύγκριση με την παρούσα οικονομική και γενικό-
τερα κοινωνική κατάσταση.
ΑΝΑΓΚΗ ΧΡΗΣΤΟΤΗΤΟΣ
Είναι περίεργος ο τρόπος με τον οποίον η παρούσα
κυβέρνησις ακολουθούσα εν τούτω τας προηγηθείσας,
εννοεί ν’ αντιμετωπίσει το υπαλληλικόν ζήτημα. Ανα-
γνωρίζει αφ’ ενός την αθλίαν από οικονομικής ιδία
απόψεως κατάστασιν των δημοσίων υπαλλήλων, εξ
άλλου όμως σπεύδει να δηλώσει διά του υπουργού της
ότι αδυνατεί να λάβει οιανδήποτε μέριμναν υπέρ αυ-
τών, διότι άλλως θα εματαιούτο η ισοσκέλισις του
προϋπολογισμού. Συμπληρούντα δε την παράδοξον
ταύτην τακτικήν τα δημοσιογραφικά της όργανα, προ-
τρέπουν τους δημοσίους υπαλλήλους να επιδιώξουν
διά των νομίμων μέσων την παρά της κυβερνήσεως
αποδοχήν των, ωσάν να μην είχε προ πολλού εξαντλη-
θεί μαζί με το τελευταίον νόμιμον μέσον και η μαρτυ-
ρική αληθώς υπομονή των ανθρώπων αυτών, οι οποί-
οι, επί σειράν ετών τρεφόμενοι με υποσχέσεις και συμ-
βουλάς, ηννόησαν πλέον τώρα, ολίγον πριν η αποθά-
νουν εξ ασιτίας, ότι απλούστατα εμπαίζονται και περι-
φρονούνται.
Η κυβέρνησις, προβάλλουσα ως δικαιολογίαν της αρ-
νήσεως της να ικανοποιήσει τα υπαλληλικά αιτήματα,
την έλλειψιν επαρκών πόρων, πράττει ότι προχειρότε-
ρον δύναται να πράξει.
Θα έπραττεν όμως καλύτερον αν εμελέτα και εξεύρι-
σκε τους απαιτούμενους πόρους, έχουσα υπ’ όψιν, ότι
ούτε το ισοζύγιον του προϋπολογισμού είναι δίκαιον
να επιτευχθεί εις βάρος της τάξεως ακριβώς εκείνης,
ήτις αμέσως συνδέεται προς την υπόστασιν του κρά-
τους, ούτε αποβαίνει κατορθωτή ή έξω των βιβλίων,
εν τοις πράγμασιν επαλήθευσις ενός τοιούτου ισοζυγί-
ου δια των οργάνων καθ’ ων τούτο στρέφεται.
Οι υπάλληλοι δεν εζήτησαν την επιβολή νέων φόρων.
Φρονούν όμως ότι θα ήτο ευχερές δια της καλλιτέρας
διαθέσεως των εννέα δισεκατομμυρίων του προϋπολο-
γισμού να περισσεύσουν τα απαιτούμενα προς αύξη-
σιν των αποδοχών των 200 περίπου εκατομμύρια
δραχμών. Όχι δε διά να πείσουν τον κ. υπουργόν των
οικονομικών, όστις καλύτερον παντός άλλου γνωρίζει
τα τρωτά σημεία της πολιτικής του, αλλ’ ίνα πληροφο-
ρηθεί η κοινή γνώμη πόσον παραγνωρίζονται τα δί-
καιά των, συνέστησεν επιτροπήν, ήτις εντός ολίγων
ημερών θα θέσει υπ’ όψιν της κυβερνήσεως τα μέσα
διά των οποίων, αν ήθελε, θα αντίκρυζεν αποτελεσμα-
τικώς την δημιουργηθείσαν κατάστασιν.
Καταρτίζεται λεπτομερής πίναξ των περιττών δαπα-
νών και των δυναμένων να πραγματοποιηθώσιν άνευ
οιασδήποτε επιβαρύνσεως του λαού δια νέων εσόδων.
Ενδεικτικώς αναφέρομεν ότι ταύτα θα προήρχοντο ως
εξής:
Τα νέα έσοδα
1. Βεβαίωσις και είσπραξις πληρεστέρα των υφι-
σταμένων φόρων, των οποίων ήδη μέγα μέρος δια-
φεύγει, λόγω ιδίως της απροθυμίας των υπαλλήλων,
αμειβομένων ανεπαρκώς. Αρκεί να λεχθεί ότι κατά τα
τρία τέταρτα αι οικοδομαί μένουν αφορολόγητοι, διότι
δεν έχουν δηλωθεί, ενώ αγρίως φορολογούνται οι δη-
λωθήσαι. Η δυσαναλογία μεταξύ εμμέσων
και αμέσων φόρων (70 και 30%) είναι άλλο σημεί-
ον, επί του οποίου θα έπρεπε να επιστήσει την προ-
σοχή της η κυβέρνησις, δεδομένου ότι οι έμμεσοι
φόροι βαρύνουν τους ολιγώτερον εύπορους.
2. Περιορισμός εις το ελάχιστον των ατελειών, αι ο-
ποίαι πρέπει να δίδονται δια να προστατεύονται αι
παραγωγικαί επιχειρήσεις και όχι διά να πλουτίζουν
ορισμένοι κεφαλαιούχοι. Είναι κολοσσιαία τα διαρρέ-
οντα εκ του Δημοσίου Ταμείου ποσά, λόγω της συνε-
χούς επεκτάσεως του μέτρου τούτου και της κατα-
στρατηγήσεως του σχετικού νόμου.
3. Εφαρμογή του μονοπωλίου του καπνού. Το μονο-
πώλιον ισχύει εις τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη,
δεν καθιερώθη δε παρ’ ημίν, διότι δεν συμφέρει εις 4-
5 εκατομμυριούχους καπνεμπόρους, ενώ αντιθέτως θα
έσωζεν από την αθλιότητα πλήθος καπνεργατών και
θα ωφέλει ακόμη τους μικρότερους εμπόρους.
4. Κατάργησις των χορηγουμένων εις μεγάλην κλί-
μακα αναστολών κατά την πληρωμήν των φόρων,
αίτινες συντελούσιν εις το να χρονίζουν τα προς το
Δημόσιον χρέη και να μην πληρώνονται τελικώς οι
φόροι.
5. Συστηματική οργάνωσις της καταδιώξεως του
λαθρεμπορίου, ατελέστατα νυν διεξαγομένης.
6. Κατάργησις του ενός των δύο αστυνομικών σωμά-
των, χωροφυλακής και αστυνομίας πόλεων.
7. Ανασύστασις της Επιτροπής Προμηθειών προς
περιορισμόν της σπατάλης κατά την διενέργειαν
των προμηθειών του Δημοσίου.
8. Απόλυσις των άνευ υπηρεσιακής ανάγκης δι
κομματικούς λόγους διορισθέντων τελευταίως απει-
ραρίθμων υπαλλήλων, κατάργησις των συσταθει-
σών δια σκανδαλωδών νομοθετημάτων νέων θέσε-
ων εις διάφορα υπουργεία, αυστηρός έλεγχος των
νέων διορισμών υπό ειδικών επιτροπών εξ ανωτάτων
δημοσίων λειτουργών.
9. Εξίσωσις των αποδοχών, αφαιρουμένων των χο-
ρηγουμένων εις υπαλλήλους ορισμένων κλάδων
επιδομάτων και των εκτάκτων λόγω ιδία συμμετο-
χής εις επιτροπάς επιχορηγήσεων, ώστε να μη πλου-
τίζουν ολίγοι προνομιούχοι λαμβάνοντες δεκάδας
χιλιάδων δραχμών κατά μήνα, εις βάρος της ολότη-
τος των λιμοκτονούντων υπαλλήλων.
Κράτος και υπάλληλοι
Τινά μόνον των μέτρων τούτων αν ελάμβανεν η κυ-
βέρνησις και αν τα ελάμβανεν ειλικρινώς και μετά
παρρησίας, θα ήτο εις θέσιν να ικανοποιήσει τα υπαλ-
ληλικά αιτήματα, αλλά και να παρουσιάσει περίσσευ-
μα εις τον προϋπολογισμόν της. Αντί αυτού αρκείται
ν’ απευθύνει υποθήκας, συνιστώσα προς τους υπαλλή-
λους να υπομείνωσι μέχρι τέλους την δυστυχίαν, δια-
ποικίλλει ενίοτε τας παραινέσεις της με απειλάς και
λησμονεί ότι η πείνα είναι ο πειστικότερος των συμ-
βούλων και ότι άνθρωποι γνωρίζοντες ότι κατεδικά-
σθησαν ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας ουδέν άλλο θα εφο-
βούντο ολιγότερον από το ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας το
ταχύτερον.
Δεν δύνανται αφ’ εταίρου οι υπάλληλοι να λησμονή-
σουν πως επολιτεύθη το κράτος, όταν άλλη μεγάλη
τάξις οργάνων του, των οποίων αι υπηρεσίαι δεν είναι
βεβαίως σημαντικότεραι, ηξίωσαν την συμφώνως προς
τας ανάγκας της ζωής ρύθμισιν της μισθοδοσίας των.
Αι ταμειακαί δυσχέρειαι υπήρχον και τότε, η ισορρο-
πία του προϋπολογισμού θα διεκινδυνεύετο κατά τον
ίδιον ακριβώς τρόπον, αλλά, δια την καλή των τύχην,
τα όργανα εκείνα διέθετον, πλην των παρακλήσεων
και των ικεσιών, και άλλα πειστικότερα επιχειρήματα.
Και ευρέθη αμέσως τρόπος να αυξηθούν αι αποδοχαί
των, διότι εις την λογικήν του γρόνθου, και μόνον
εις αυτήν, υποχωρούν τα πάντα εν Ελλάδι.
Αλλά μήπως έπραξε τίποτε η κυβέρνησις δια να ενι-
σχύσει ηθικώς τους υπαλλήλους, δια να εξασφαλίσει
την ανεξαρτησίαν των, δια να τους απαλλάξει από τας
κομματικάς πιέσεις; Ούτε μία δραχμή δεν θ’ απητείτο
προς τούτο. Τουναντίον θα περιεστέλλοντο αι εκ των
σημερινών ατασθαλιών δαπάναι. Εν τούτοις το από
ετών καταρτιζόμενον σχέδιον νόμου «Περί καταστά-
σεως των πολιτικών υπαλλήλων της Διοικήσεως» μέ-
νει ακόμη σχέδιον νόμου και οι υπάλληλοι εξακολου-
θούν να διορίζονται, να παύονται, να μετατίθηνται, να
προάγονται, να τιμωρούνται συμφώνως με τα ορέξεις
των διαφόρων κομματαρχών. Συμβαίνει δε ώστε οι
χρηστότεροι ακριβώς και ικανότεροι εξ αυτών να
υποσκελίζονται από τους επιτηδειότερους. Τα υπη-
ρεσιακά συμβούλια κατ’ ουσίαν κατηργήθησαν, διότι
ή έγιναν τυφλά όργανα των υπουργών ή εκδίδουν
γνωματεύσεις μηδέποτε εισακουομένας. Ο υπάλλη-
λος γνωρίζει ότι η φιλοπονία και η ευσυνειδησία
εις ουδέν ωφελούν και εκλέγει την συντομοτέραν
οδόν ίνα προαχθεί και σταδιοδρομήσει. Οι υπουρ-
γοί, αναλαμβάνοντες την αρχήν, φέρουν μεθ’ εαυ-
τόν στρατιάν όλην αργοσχόλων, οι οποίοι εννοούν
να φιλοξενηθούν εις τον δεινοπαθούντα προϋπολο-
γισμόν. Οι μετέχοντες εις την κυβέρνησιν αρχηγοί
των κομμάτων διανέμουν μεταξύ των, αναλόγως
της πολιτικής των ισχύος, ωσάν να επρόκειτο περί
πατρικής των κληρονομίας, όλας τας θέσεις, από
τας των πρεσβευτών και των νομαρχών μέχρι των
θέσεων των ιερέων του Α’ Νεκροταφείου, και τας
προσφέρουν εις τους οπαδούς των εις αντάλλαγμα
αμφιβόλων υπηρεσιών.
Εις την ατμόσφαιραν αυτήν του κομματισμού και της
συναλλαγής ου χρηστοί υπάλληλου ασφυκτιούν. Από
τας υπηρεσιακάς ενεργείας εκλείπει ολονέν περισσό-
τερον η γενική τάσις, ο ανώτερος σκοπός. Τα προ-
γράμματα, αι κατευθυντήριοι γραμμαί, τα εθνικά
και ανθρώπινα ιδεώδη, προς τα οποία ητένιζον
άλλοτε οι φορείς της κρατικής εξουσίας, είναι σή-
μερον λέξεις κεναί. Τα πνεύμα της εποχής - ύλη και
βία– πληροί τους θαλάμους των υπουργείων.
Ο εις μετά τον άλλον οι ευσυνείδητοι υπάλληλοι
υποχωρούν ή υποκύπτουν εις την διαφθοράν. Επί
νέων βάσεων γίνεται η υπηρεσιακή αγωγή. Οι αφε-
λείς, όσοι επίστευσαν ότι θα εργασθούν τιμίως, με
γνώμονα το κοινό συμφέρον, σύμφωνα με τον όρκο
που έδωσαν, πληροφορούνται ότι άλλος είναι ο
προορισμός των.
Σπασμωδικαί ενέργειαι, αντιφατικαί αποφάσεις,
υπό την πίεσιν σήμερον του ενός και αύριον του
άλλου ισχυρού, ατελεύτητος σειρά χαριστικών
πράξεών, διασπάθισις του δημοσίου χρήματος, ι-
δού το σύνηθες περιεχόμενον της κρατικής επιτα-
γής.
Το καθήκον της Κυβερνήσεως
Είναι καιρός πλέον να παύσουν αι ασχήμιαι. Η κυβέρ-
νησις οφείλει να εξαρθεί εις το ύψος της αποστολής
της. Εκείνοι τους οποίους η εξέλιξις των πολιτικών
πραγμάτων έθεσε κατά τας παρούσας κρισίμους διά
το Έθνος στιγμάς επί κεφαλής των μεγάλων κλάδων
της Διοικήσεως, έχουν υποχρέωσιν να παράσχουν
εαυτούς υπόδειγμα ανιδιοτελούς δράσεως και ευγε-
νούς προσηλώσεως εις το καθήκον. Πρέπει να εννοή-
σουν οι διοικούντες τον τόπον ότι αποκλειστική
αρμοδιότης των δεν είναι η προς εξυπηρέτησιν
τούτου ή εκείνου του κόμματος καθοδήγησις του
υπαλληλικού κόσμου ως τυφλής και αμόρφου μάζης.
Αν μόνη η συνείδησις των δεν είναι ικανή να τους υπα-
γορεύσει τον όρθόν τρόπον του πολιτεύεσθαι, ας ενθυ-
μηθούν τουλάχιστον πόσον οικτρώς απέτυχεν κατά το
παρελθόν πάσα προσπάθεια, είτε ατόμων είτε ομάδων,
όταν αύτη έτεινεν εις σκοπούς ελάχιστα αγνούς, τους
οποίους η μεγάλη πλειονότης του λαού, επειδή πάντοτε,
και ανομολογήτους έτι, εγνώριζεν, ηδυνήθη τέλος να
καταδικάσει.
Αι δημοσιοϋπαλληλικαί οργανώσει, δια του αγώνος τον
οποίον ανέλαβον, αποβλέπουν μεν εις την οικονομικήν
ενίσχυσιν του υπαλλήλου, αλλ’ επιδιώκουν κυρίως την
ηθικήν εξύψωσιν αυτού, την ανόρθωσιν των υπηρε-
σιών, τον καθαρισμόν της κρατικής μηχανής από πα-
ντός ξένου και φθοροποιού στοιχείου, εις τρόπον ώστε
η απαιτηθησομένη διά την υλικήν ενίσχυσιν των υπαλ-
λήλων δαπάνη να γίνει φυσιολογικώς, άνευ ουδεμίας
επιβαρύνσεως του λαού, συγχρόνως δε, αποβαίνουσα
γόνιμος και παραγωγική, ν’ αποδοθεί πολλαπλάσιος εις
εργασίαν και εθνικόν πλούτον.
Αφού η κυβέρνησις το αγνοεί ή σκοπίμως το λησμονεί,
ας το βροντοφωνήσωμεν ημείς, οι δημόσιοι υπάλληλοι:
Δεν έχομεν ανάγκην νέων πόρων. Έχομεν ανάγκην
χρηστής διοικήσεως. Τούτο είναι το σύνθημα, το ο-
ποίον κατευθύνει ήδη τας προσπαθείας μας.
Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009
Επίκαιρο όσο ποτέ...
Όσο καλά κι αν είναι εμπνευσμένο κι όσο συγκεκριμένα κι αν έχει διατυπωθεί ένα διάταγμα, πάντα θα παραμείνει νεκρό γράμμα αν δεν εκδηλωθεί από τα κάτω η επιθυμία να το εφαρμόσουν με τον επιζητούμενο τρόπο, τρόπο που τον διακρίνει μόνο εκείνος που βλέπει κάτω από θεϊκό κι όχι ανθρώπινο φως τη δικαιοσύνη.
Διαφορετικά όλα αλλάζουν στο κακό. Απόδειξη οι επιτήδειοι κατεργαρέοι και καταχραστές μας, που ξέρουν να παρακάμπτουν όλους τους κανονισμούς, που γι’ αυτούς κάθε καινούριο θέσπισμα είναι νέα πηγή προσόδων, νέος τρόπος για να περιπλέκουν τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, για να βάλουν μια νέα τροχοπέδη.
Με δυο λόγια, παντού όπου στρέφονται τα βλέμματά μου, στους ανθρώπους που είναι επιφορτισμένοι να εφαρμόζουν το νόμο, βλέπουν ενόχους. Ο ένας, ποθώντας να διακριθεί και να πάρει παράσημο, βιάστηκε υπερβολικά. Ο άλλος, θέλοντας να δείξει ζήλο και αυταπάρνηση, ρίχτηκε στην υπόθεση, χωρίς να κάνει τον κόπο να μελετήσει, και θάρρεψε πως μπορούσε να τη χειρισθεί σαν έμπειρος. Όμως χάνοντας στην πρώτη αποτυχία το θάρρος του, την παράτησε αμέσως, κι αδιαφόρησε. Ένας τρίτος, πληγωμένος στην ταπεινή φιλαυτία του, εγκατέλειψε στον πιο διάσημο απ’ τους κατεργαρέους τη θέση απ’ όπου είχε αρχίσει να δίδει την καλή μάχη.
Με δυο λόγια, πολύ λίγοι από μας έχουν αγαπήσει όσο πρέπει το καλό για να του θυσιάσουν τη φιλοδοξία τους, τη φιλαυτία τους, όλες τις μικρότητες ενός ευερέθιστου εγωισμού, για να επιβάλουν μέσα τους τον αναλλοίωτο νόμο να υπηρετούν τη χώρα τους κι όχι τους εαυτούς τους, έχοντας στη σκέψη τους την κάθε στιγμή ότι βρίσκονται στη θέση τους όχι για να δημιουργήσουν τη δική τους ευτυχία, αλλά την ευτυχία των άλλων.
Νικολάϊ Γκόγκολ (1843)
Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009
Το μύνημα των Χριστουγέννων
(Από το μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου)
Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008
Για αυτούς που γνώρισαν το Άγιον Όρος από τις τηλεοράσεις...
Ο ουρανός με μια μουντή συννεφιά , που πότε-πότε, μας χαιρετά με ψιχάλες.
Φύγαμε από την Μέγιστη Λαύρα και βαδίσαμε για τη σκήτη των Ρουμάνων. Το μικρό μονοπάτι μέσα από τα χαμόδεντρα μας έβγαλε στον χωμάτινο δρόμο. Αριστερά μας τα κτήματα της μονής με τις λιγοστές καλλιέργειες, πλάι στα ορθόχτιστα τείχη. Μια μαυροφορεμένη σκιά, σκυφτή στην πράσινη θάλασσα, ξεχορτάριαζε. Δεξιά μας τα πόδια του Άθωνα κατέβαιναν να ακουμπήσουν την θάλασσα. Τα βήματά μας αντηχούσαν
βαριά πάνω στα χαλίκια. Το τοπίο άγριο και ερημικό. Χωρίς δέντρα μεγάλα. Μονάχα χαμηλοί θάμνοι, άγριοι και αναμαλλιασμένοι από τα χτυπήματα του ανέμου.
Η ματιά μου, τραυματιζόταν από σταχτί της τραχιάς πέτρας και το βαθύ σκούρο γαλάζιο του πελάγους. Μικρές πράσινες πινελιές συστρέφονταν στο χώρο ολόγυρα σε διάφορες αποχρώσεις, σαν από χρωστήρα ζωγράφου. Μια ησυχία παντού, μια υπενθύμιση για το
ιερό του τόπου. Ένα μήνυμα, επιλογής μοναξιάς και απομόνωσης με συντροφιά την τραχιά πέτρα και το φθαρτό του κόσμου τούτου απέναντι στο Άφθαρτο.
Ένα παράξενο συναίσθημα με κατέλαβε. Ένα συναίσθημα μικρότητας και ασημαντότητας. Σημάδι πάνω στον ανθρώπινο χάρτη, εκεί στην άκρη του βράχου. Μικρός και ασήμαντος μπροστά στο Θεϊκό μεγαλείο. Σκόνη του συμπαντικού δημιουργήματος.
Φθάσαμε στη σκήτη. Αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο. Στην άκρη του γερο-Άθωνα. Με τη θάλασσα να χτυπά αλύπητα τον αρχέγονο βράχο, με μια απόκοσμη και υποβλητική βροντή. Σαν γαντζωμένο λίγο πριν το τέλος του κόσμου τούτο το μοναστήρι. Γκρίζα πέτρινα
οικοδομήματα γύρω από το κέντρο της μοναστικής ζωής. Τα σημάδια από τα ξεσπάσματα της γης, ορατά στους τοίχους. Σημειώσεις, για το προσωρινό και το πεπερασμένο. Ψηλά κυπαρίσσια, άλλα σεβάσμια και ρασοφορεμένα και άλλα αναμαλλιασμένα μας υποδέ-
χτηκαν. Ένα λιπόσαρκο γεροντάκι, σαν γεννημένο μέσα από παλιά αναχωρητικά συναξάρια, μας οδήγησε στον ναό. Λιγοστά τα λόγια του και πιο πολλά τα νοήματά του από τα καλαμένια χεράκια του, μας διηγήθηκε την ιστορία του ιερού χώρου. Βγήκαμε στην αυλή. Μολυβένιος θόλος από σύννεφα πάνω μας. Μας οδήγησε στο απέναντι κτίριο. Βαδίζο-
ντας σε σκοτεινούς διαδρόμους αλλοτινών χρόνων, μπήκαμε σε ένα καμαράκι με μεγάλο παράθυρο. Ο χώρος μικρός, γεμάτος με τα εργόχειρά τους. Κομποσχοίνια, σταυρουδάκια, εικόνες, μικρά ξυλόγλυπτα. Τα άγγιζα ένα-ένα και προσπαθούσα να δω μέσα από τα
φθαρτά υλικά, τα δάκρυα και τις προσευχές. Τις γονυκλισίες και τις μετάνοιες. Την αγρύπνια και τον αγώνα. Πήρα μερικά κομποσχοίνια με κεντημένο σχέδιο πάνω τους αντί για χάντρα. Ένα ροζ μικρό και ταπεινό σχεδιάκι. Τα έβαλα στην τσέπη μου ακούγοντας τις ευχαριστίες από τους ερημίτες να αντηχούν στα Αθωνικά σπήλαια. Κοίταξα τις εικόνες. Βαλμένες πλάι-πλάι, πάνω στο μικρό τραπέζι. Ζωγραφισμένες άλλες με τα ανατολικά πρότυπα, άλλες με τα ρουμάνικα. Τι σημασία είχε; Αραδιασμένες Παναγιές με το λυπημένο βλέμμα, κρατώντας τον μονάκριβο στην αγκαλιά. Παντοκράτορες να ευλογούν και γέροντες Άγιοι να στέλνουν ευλαβικά τις προσευχές τους στον Ύψιστο. Ψωνίσαμε έλεος και κατευθυνθήκαμε προς την τράπεζα. Ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι με πάγκους. Καθίσαμε αντικριστά. Εμείς και τα μαυροπούλια. Λιγοστοί γέροντες με έκδηλα τα σημάδια πάνω τους από την αγρύπνια. Μάτια φωλιασμένα βαθιά μέσα σε δασύτριχα κουρασμένα πρόσωπα. Χαμογελούν και μας μιλούν ρουμάνικα. Τους απαντούμε στα ελληνικά. Οι ψυχές κατάλαβαν. Συνεννοήθηκαν στην γλώσσα που είναι πλασμένες. Το φαγητό λιτό. Αλάδωτο. Ένα ζουμί με κριθαράκι και κομμάτια από διάφορα λαχανικά και φρούτα. Ελάχιστη συμπαράσταση στο Θεϊκό μαρτύριο.
Κυλά μέσα μας σαν μέλι. Σαν αμβροσία θεϊκή. Σαν ευλογία. Σηκωθήκαμε. Η προσευχή στα ρουμάνικα, ευχαρίστησε τον Πλάστη. Φιλήσαμε τα διάφανα χεράκια του γέροντα και πήραμε το μονοπάτι μαζί με την ευλογία του, για το τέλος του κόσμου. Εκεί, που με ένα απότομο κόψιμο σαν μαχαιριά , η γη δίνει την θέση της στην θάλασσα. Σταμάτησα στην άκρη του βράχου. Πίσω μου το μοναστήρι. Μπροστά μου το πέλαγος. Η βοή των κυμάτων στ’ αυτιά μου απόμακρη. Σαν ισοκράτημα βγαλμένο από γήινα έγκατα. Κοίταξα κάτω. Το έρεβος. Το Απέραντο γαλάζιο, να σπάει δυνατά πάνω στο γκρίζο, σε μια ατέλειωτη πορεία γέννησης και θανάτου. Ο άνεμος έφερνε μυρωδιές θαλασσινές. Έκλεισα τα μάτια. Πού βρισκόμουν; Ήμουν κομμάτι της ύλης; Είχα σάρκα και οστά; Ήμουν πλάσμα του κόσμου τούτου ή όχι; Εάν εκείνη την στιγμή άφηνα τον βράχο, θα πετούσα; Τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το νοητό, είχαν καταργηθεί. Η λογική προσπαθούσε να οδηγήσει, να συμμορφώσει. Μάταια. Δεν ήταν το Βασίλειο της εδώ. Άγγιξα τον άνεμο και τον άφησα να μου μιλήσει. Δεν ήμουν όμως ακόμα έτοιμος να τον ακούσω. Μπερδεμένα τα λόγια του, έπεφταν από τα χαμόκλαδα και κρύβονταν στα χορτάρια. Έστριψα δεξιά και άρχισα να κατηφορίζω σε ένα βραχόφρυδο, που πότε γινόταν σκάλα, πότε χανόταν σε αρχέγονη πέτρα, για να καταλήξει σε ένα μικρό πλάτωμα. Ένα ερειπωμένο κελί, με το παλιό εκκλησάκι δίπλα στην σπηλιά. Μια χαραμάδα του βράχου, μια κόχη, που ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης μόναζε τα καλοκαίρια. Κρανία μοναχών βαλμένα με τάξη, το ένα επάνω στο άλλο, υπενθύμιζαν το προσωρινό. Το προσωρινό και όμως σκληρά καθοριστικό για την όποια μέλλουσα πορεία. Κόκαλα ξασπρισμένα από τον αγέρα, που μιλούσαν για αυτούς που πέθαναν στην ζωή για να γεννηθούν με τον θάνατο. Ανεβήκαμε τα λιγοστά σκαλοπάτια. Μια μικρή καμπάνα κρέμονταν από ένα ξύλινο δοκάρι. Ο άνεμος έμπαινε σφυρίζοντας από τα σκελετωμένα παράθυρα. Μεγάλες χαραμάδες έχασκαν στο παλιό ξύλινο πάτωμα. Τοίχοι νοτισμένοι από την υγρασία και μαυρισμένοι από τα κεριά. Γωνιές σκεπασμένες από αραχνοΰφαντα πέπλα. Μπήκαμε στο εκκλησάκι. Αυτά τα αμέτρητα εκκλησάκια σε κάθε γωνιά και σχισμή του Όρους. Ένας ολάκερος ναός σε λίγα μέτρα. Με εικόνες, ιερό, στασίδια, καντήλια. Σ ένα μικρό τραπέζι, παλιά βιβλία. Το ψαλτήρι, οι χαιρετισμοί, η Καινή Διαθήκη. Παραδίπλα, το καρβουνάκι σε σκόνη με το μυρωδάτο λιβάνι. Ανάψαμε. Μια ευωδία σαν χάδι μας τύλιξε. Μια άυλη ζεστασιά. Μια ευχαριστιακή προσευχή προς τον Πλάστη. Ανοίξαμε τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Τα φύλλα λεπτά σαν τσιγαρόχαρτο. Λεκέδες από λάδι και κερί στις σελίδες του. Σημάδια πίστης και αναμονής. Σημάδια ελέους και ευλογίας. Το λιγοστό φως του κεριού χρύσωνε τα γράμματα. Αρχίσαμε να διαβάζουμε, με τις ψαλμωδίες του ανέμου να μας συνοδεύουν. Αγγελικά φτερουγίσματα στον μαυρισμένο τοίχο.
Τα λόγια μας αντηχούσαν στον μικρό χώρο και όλοι εκεί είχαμε γίνει με μιας, αρχαίοι μοναχοί, αναχωρητές, γέροντες αλλοτινών χρόνων. Όλος ο κόσμος ένας μικρός
κόκκος άμμου, ένα ξωκλήσι μεταξύ ουρανού και γης, ένα φύλλο ριγμένο στο πέλαγος της Δημιουργίας. Τα ταλαιπωρημένα μας πρόσωπα είχαν δανειστεί μια λάμψη από το μαλάκωμα της ψυχής μας. Το άγριο του Άθωνα μας έτριψε και μας γυάλισε. Κοίταξα το κερί που κρατούσα. Τα χέρια μου μύριζαν μέλι από το άγγιγμά του. Στη σκέψη μου ήλθαν τα λόγια ενός γέροντα, που έλεγε για την απέραντη αγάπη του Θεού, που δίνοντάς σε μας το μέλι για να γλυκαινόμαστε αυτός δέχεται με ευχαρίστηση το κατακάθι που του καίμε και μας ευλογεί.
Βγήκα έξω. Ο δροσερός αγέρας πήρε την ζεστασιά του κεριού από πάνω μου. Ο ουρανός πέρα στο βάθος ξάνοιγε. Κάτω το χάος. Ο κοφτός απότομος βράχος, που σε κάθε παραπάτημα ετοιμάζεται να μας καταπιεί. Γύρω μου οι νεροφαγωμένες πέτρες με το
άγριο καφέ πάνω τους. Ο κόσμος μεγάλωσε ξανά. Μάκρυνε. Η απεραντοσύνη του αρχιπελάγους με συνεπήρε. Κοίταξα την τρύπα του γέροντα πίσω μου. Τον ένοιωσα ότι μας ευλογούσε. Πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Βαδίσαμε πάνω στα ίδια χνάρια, αντάμα με το χάος. Τα σύννεφα διωγμένα από χέρι παντοδύναμο άφηναν τις ακτίνες του απογευματινού ήλιου να χρυσώνουν τον τόπο. Μια υπερκόσμια ηρεμία μαλάκωσε την αγριάδα του βράχου και βγαίνοντας στο ίσωμα ένοιωσα ότι βαδίζω σε περιβόλι καλλιεργημένο από ανθρώπινο χέρι. Η θάλασσα άρχισε να παίρνει τα χρώματα του αποκαμωμένου δειλινού. Περάσαμε πάλι από το πλάι της σκήτης που είχε πάρει μια μελένια απόχρωση και βγήκαμε στον χωμάτινο δρόμο. Επιστροφή στη Λαύρα. Επιστροφή για ξεκούραση και προετοιμασία ψυχής , για το βράδυ της Αναστάσεως. Ο δρόμος τραχύς και γεμάτος πέτρες. Βαδίζουμε πλάι-πλάι συνεπαρμένοι από την φύση και την πληθώρα των εμπειριών. Μιλάμε χωρίς να ακουγόμαστε και ακούμε χωρίς να μιλάμε. Ένα μακρινό θρόισμα πίσω μας φανερώνει ότι κάποιοι μας ακολουθούν. Δυό γέροντες. Δυό μαυροντυμένες σκιές, στο πέρασμα για τον Παράδεισο. Έφθασαν γρήγορα κοντά μας. Χαιρετηθήκαμε. Νέοι μοναχοί, γέροντες από κάποια σκήτη στην άκρη του Άθωνα, με προορισμό την Λαύρα για την Αναστάσιμη λειτουργία. Πορευτήκαμε μαζί. Βαδίζουν και αυτοί πλάι-πλάι. Μορφές εξαϋλωμένες, πρόσωπα που εκπέμπουν ταπεινότητα, νηστεία και προσευχή. Ξαφνικά λέει ο ένας στον άλλον “έλα από εδώ να περπατάς και να έρθω εγώ από την άλλη μεριά γιατί οι πέτρες εδώ είναι πιο στρωτές και εκεί κουράζεσαι”. Στάθηκα συγκλονισμένος. Ζούσα μια εμπειρία ανεπανάληπτη. Η έμπρακτη αγάπη των λόγων του Χριστού, οι γραφές του Αποστόλου Παύλου, των συναξαριών και των βίων των Αγίων, μπροστά μου ολοζώντανες. Κοίταξα κάτω. Πράγματι ο δρόμος ήταν πιο άγριος απ την μια μεριά. Κάτι που δεν το είχα δει, κάτι που δεν του είχα δώσει καμιά σημασία. Κι όμως ο γέροντας το είδε, το πρόσεξε και σκεφτόμενος με αγάπη για τον αδελφό του είπε αυτά τα λόγια. Αυτά τα λόγια που εγώ δεν θα τα έλεγα ποτέ. Είχα σταθεί εκεί στην μέση του δρόμου και προσπαθούσα να κατανοήσω αλλά και να αφομοιώσω αυτό το γεγονός, ένα γεγονός που με έκανε να ζήσω για δευτερόλεπτα στις Συριακές Λαύρες των πρώτων χρόνων. Ένα γεγονός που συντελείται καθημερινά στο Περιβόλι τούτο. Ένα γεγονός που θα έπρεπε να το ζουν κάθε μέρα και κάθε στιγμή, όλοι όσοι θέλουν να λέγονται χριστιανοί .
Συνέχισα να περπατώ. Η ψυχή μου είχε αναταραχτεί όμως. Φτερούγιζε. Δεν ήταν η καρδιά μου. Όχι. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που είχε γίνει, αυτό που είχα ζήσει. Μια τόσο ασήμαντη κουβέντα για τα ανθρώπινα δεδομένα και όμως με τέτοιο πνευματικό βάρος,
που ήταν τρομερά ασήκωτο για την ψυχική μου απαιδευσιά. Οι γέροντες συνέχισαν να βαδίζουν σκυφτοί και αμίλητοι. Ακολουθούσα προσέχοντας και την παραμικρή τους κίνηση και την παραμικρή τους ανάσα και το παραμικρό ανέμισμα του ράσου τους. Προσπαθούσα να διακρίνω τα φτερά στους ώμους τους. Με συνεπήραν οι ιστορίες των συναξαριών και των βιβλίων.
Έφθασα πνευματικά κατάκοπος στην Λαύρα .
Σ.Σ.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008
Αθωνικά...
Τι έγινε; Αποφάσισαν σύσσωμα τα ΜΜΕ να κάνουν στροφή προς τον ορθόδοξο μυστικισμό; Ένοιωσαν ξαφνικά οι τηλεοπτικοί άρχοντες την αμαρτωλότητα τους, και σε μια κίνηση βαθιάς μεταμέλειας, αποφάσισαν να αλλάξουν τρόπο ζωής και παρουσιάσεως;
Δυστυχώς, τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Για ακόμη μια φορά βιώνουμε μια δήθεν λαϊκόφιλη επίθεση κατά της πίστεώς μας.
Αυτόκλητοι σωτήρες εμφανίστηκαν στην τηλεόραση, που κόπτονται και ενδιαφέρονται να φωτίσουν κάποιες «σκοτεινές» δοσοληψίες μεταξύ μοναχών και κρατικών υπαλλήλων. Ακούμε για συμβόλαια, λογαριασμούς, ανταλλαγές, αξίες, κόμματα, κυβερνήσεις, ονόματα.
Ακούμε για ρασοφόρους που εκμεταλλεύονται τον ιδρώτα της φτωχολογιάς.
Για Θεό μόνο δεν ακούμε. Αλλά ποιος δίνει σημασία σε αυτό. Εδώ έχουμε σημαντικότερες υποθέσεις να διελευκάνουμε…
Οι αναμάρτητοι ρίχνουν τον λίθο στους αμαρτωλούς που τρώνε τα λεφτά του ελληνικού λαού, και ζητούν την παραδειγματική τους τιμωρία..
Και ποιο είναι το τελικό συμπέρασμα σε όλη αυτή την υπόθεση;
Είναι ότι οι παπάδες «τα παίρνουνε», οι μοναχοί «αράζουν και περνάνε καλά εις υγείαν των κορόϊδων» και ο πιστός που δίδει από το υστέρημά του στις εκκλησίες είναι με τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό «αφελής».
Ο μισόκαλος θα βρει πολλούς τρόπους να σκανδαλίσει και να διαιρέσει το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Εμείς ως άνθρωποι αμαρτωλοί δεν θα κρίνουμε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Αυτό είναι στο κριτήριο του Θεού. Εμείς υποχρέωση έχουμε προς την ψυχή μας για τη σωτηρία μας, να προσευχηθούμε και για μας και για τους άλλους.
Ας μην επισύρουμε κριτική σε ανθρώπους και μάλιστα μοναχούς που πολεμούνται περισσότερο από τον δαίμονα. Γιατί θα κριθούμε κι εμείς με τις ίδιες παραμέτρους.
Τελειώνω με τον μεστό λόγο του γέροντας Παύλου της Μονής Κωνσταμονίτου στο Άγιον Όρος :
«Ο Θεός εσάς τους λαϊκούς θα σας κρίνει κρατώντας ξύλινη ράβδο, εμάς τους μοναχούς με σιδερένια…»
Σ.Σ.
Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008
Η Αγιότητα
Στο Λευΐτικόν (ιθ 1-37) μας δίδεται από τον ίδιο τον Θεό μια καταπληκτική ερμηνεία στο ερώτημα «Ποιος είναι άγιος;». Ένα ερώτημα που δυστυχώς στις μέρες μας αναφέρεται και συναντάται με ειρωνική χροιά εκφερόμενο… Αυτά που γράφονται εκεί δεν ισχύουν μόνον για την Παλαιά Διαθήκη, αλλά είναι ρήματα του Θεού Πατέρα προς τον Μωϋσή με ανθρωπολογική και σωτηριολογική διαχρονικότητα. Εκεί λοιπόν γράφει πως ο άγιος: φοβείται (σέβεται) τον πατέρα του και τη μητέρα του, τηρεί τα Σάββατα, δεν προσκυνάει τα είδωλα, αγαπά τον πλησίον του, δεν λέει ψέματα, δεν απατά και δεν αδικεί. Δεν κακολογεί, δεν κρίνει άδικα, δεν συκοφαντεί, δεν μισεί, δεν κλέβει δεν ψεύδεται. Δεν ακολουθεί τους ανθρώπους με πνεύμα μαντείας, σέβεται τους γεροντότερους και τους έχοντες άσπρα μαλλιά, αγαπά τους ξένους και τους φέρεται όπως στους ομοεθνείς του. Και τέλος ο άγιος φυλάττει τον Νόμο του Θεού και τα Προστάγματα Αυτού. Σκοπός μας εδώ στη γη είναι να αγιάσουμε. Να γίνουμε πολίτες της Άνω Ιερουσαλήμ. Να πάρουμε την πόλη.
Την Άνω Πόλη…
Ποτέ δεν είναι αργά να ξεκινήσουμε, ακόμα και ένα λεπτό πριν το τέλος. Το τέλος που όμως δεν ξέρουμε πότε θα έλθει. Το τωρινό λεπτό μπορεί να είναι και το τελευταίο μας. Οι Άγιοί μας το προσπάθησαν αυτό και το πέτυχαν με θείο ζήλο, με θείο έρωτα με κλαμένα μάτια, με υπομονή και προσμονή για την σωτηρία. Και τώρα αυτούς τους πρώην μονομάχους της φρικτής αρένας τους παρακαλούμε εμείς να μεσιτεύσουν για την δική μας σωτηρία.
Σ.Σ.
Σάββατο 17 Μαΐου 2008
Στην καλύβα του Γέροντος Γρηγορίου.
Ηλίας Βουτσινάς
Σάββατο 8 Μαρτίου 2008
Μνημόσυνα
Τελικά, καταλαβαίνουμε τι είναι τα μνημόσυνα ;
Είναι για να καθίσουμε άλλα δέκα λεπτά στην εκκλησία αδημονώντας να πάρουμε το αντίδωρο; Είναι μια αναγκαία αγγαρεία; Είναι μία ευκαιρία να συναντηθούμε με παλαιούς γνώριμους και συγγενείς; Είναι ακόμη ένα κόλπο των παπάδων για να “τα παίρνουν” από ζωντανούς και πεθαμένους; Τι είναι τελικά;
Στο Άγιον Όρος όταν γίνεται μνημόσυνο, οι παρευρισκόμενοι εύχονται “και στα δικά μας”. Εύχονται να υπάρξει και για αυτούς μνημόνευση, να υπάρξουν και για αυτούς άνθρωποι που θα τους σκέπτονται και που θα προσευχηθούν για την σωτηρία και της δικής τους ψυχής. Μιας ψυχής που μετά τον θάνατο μένει στάσιμη και δεν μπορεί να έχει καμία ροπή ούτε προς το καλό, ούτε προς το κακό. Μιας ψυχής που περιμένει από εμάς να κάνουμε κάτι για αυτήν. Να προσευχηθούμε, για την σωτηρία της, να την μνημονεύσουμε, να κάνουμε Σαρανταλείτουργα, ελεημοσύνες, αγαθοεργίες. Γιατί αυτή η ίδια δεν μπορεί να κάνει τίποτα πλέον. Και καλά για τις ψυχές που λαμβάνουν θαλπωρή Παραδείσου. Αυτές είναι μάλλον καλά. Για τις άλλες, που ακούν τον κλαυθμό και τον τριγμό των οδόντων; Γι’ αυτές τις ψυχές που μας παρακαλάνε να κάνουμε εμείς οι ζωντανοί κάτι;
Το μνημόσυνο δεν κρατάει πάνω από δέκα λεπτά . Όσο να προσευχηθούμε με ένα εκατοστάρι κομποσχοίνι “Κύριε Ιησού Χριστέ ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου σου…. τάδε”, έχει τελειώσει. Ας μην αγανακτούμε, ας μην συζητούμε και ας μην αδημονούμε για το τελείωμά του. Ας προσευχόμαστε για την σωτηρία του κεκοιμημένου. Στο κάθε μνημόσυνο ο άγγελος κατεβάζει την ψυχή του μεταστάντος εκεί μαζί με μας. Εκείνη την στιγμή, όπως έλεγε και ο γέροντας Παίσιος, δίνουμε στην ψυχή αυτή μια δροσιστική πορτοκαλάδα. Οι ψυχές των κεκοιμημένων έχουν ανάγκη την μνημόνευση. Την περιμένουν με αγωνία βρισκόμενες πιο κοντά στην τελική Κρίση απ’ ότι εμείς. Ας το θυμόμαστε πάντα αυτό.
Άντε και στα δικά μας…
Σ. Σ.
Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007
Μέρρυ Κρίστμασ...
Οι βιτρίνες στολίστηκαν, και οι λογής διαφημίσεις μας βομβαρδίζουν για το που θα χαλάσουμε τον δέκατο τρίτο μισθό μας. Τα πρόσωπα άρχισαν να γίνονται πιο χαρωπά και ευδιάθετα. Ένας κύριος με άσπρα μούσια και κόκκινη φορεσιά, βρίσκεται συνεχώς μπροστά μας. Έλατα, έλκηθρα, κάλτσες, γαλότσες, και λοιπά μπιχλιμπίδια, παντού στο οπτικό μας πεδίο. Θα φάμε τα γλυκά μας, τα χοιρινά μας και τη γαλοπούλα μας. Θα πιούμε, θα μεθύσουμε, θα διασκεδάσουμε, θα ξενυχτήσουμε, θα παίξουμε χαρτιά και ρουλέτες “για το καλό”, θα πάμε στα ρεβεγιόν, θα κάνουμε και καμιά “τσαχπινιά”… Και τελικά, γιατί τα κάνουμε όλα αυτά ; Καταλαβαίνουμε τι ακριβώς γιορτάζουμε…;
Σ. Σ.
Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007
Περί πυρκαγιών
Τον περασμένο μήνα οι πυρκαγιές κατέκαψαν την χώρα. Εκείνο το Σαββατοκύριακο όλοι οι δρόμοι ήταν έρημοι. Αντικρίζαμε μια πόλη χωρίς κατοίκους. Όλοι μας κολλημένοι μπροστά στις τηλεοράσεις εν μέσω φαγητού, μπύρας και διαφημίσεων, απολαμβάναμε έναν ακόμη αγώνα. Στο γήπεδο η ανθρώπινη εθνική ομάδα να χάνει, αντιμέτωπη με τον πόνο, τον θάνατο και την αγωνία. Στην κερκίδα όλοι εμείς, να φωνάζουμε και να ρίχνουμε ευθύνες για το ποιος φταίει και η ομάδα μας δεν “τραβάει” και δεν κερδίζει, στο καυτό κυριολεκτικά, ματς…( τον εαυτό μου δεν τον βγάζω απ΄ έξω). Εφ όσον λοιπόν και εγώ ανήκω στους ίδιους “φίλαθλους” οπαδούς , και βλέποντας αρκετή τηλεόραση όλες αυτές τα μέρες , κατέληξα στα εξής : Για τις πυρκαγιές φταίνε οι Αμερικάνοι, οι Αλβανοί, οι Τούρκοι, οι Εβραίοι, οι οικοπεδοφάγοι, οι εργολάβοι, οι εξωγήινοι, ανώτερες δυνάμεις, ξένοι πράκτορες, πυρομανείς, τρελοί, πιτσιρικάδες, πασοκτζήδες, η πυροσβεστική, ο καύσωνας, η αύξηση της θερμοκρασίας, η ανομβρία, οι οξυγονοκολλητές, η γιαγιά με τα κόλλυβα ... Αν ξέχασα κάτι συμπληρώστετο. Εμείς ποτέ δεν φταίμε. Πάντα κάποιος άλλος πρέπει να φταίει. Δεν φταίω εγώ Κύριε η Εύα, ούτε εγώ Κύριε ο όφις… Το μόνο όμως που πραγματικά φταίει για όλα αυτά, είναι η αμαρτωλότητα μας και τίποτε άλλο. Όχι η αμαρτωλότητα των άλλων, αλλά η δική μας, η ατομική μας αμαρτωλότητα. Ας κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας και ας κλείσουμε τις τηλεοράσεις. Η φωτιά κατακαίει και μαυρίζει πρώτα την δική μας ψυχή, και μετά βγαίνει προς τα έξω. Είμαι εγώ ο αμαρτωλός και γι αυτό καίγεται ο κόσμος… α Σ. Σ.
Σάββατο 25 Αυγούστου 2007
Στη σκήτη της Αγίας Άννης
Σ΄ αυτήν την αυλή , όσοι είχαν καθαρή καρδιά έβλεπαν μια μοναχή να σκουπίζει τα πρωινά , και άλλες φορές την άκουγαν στις αγρυπνίες να χτυπά τα στασίδια του Κυριακού πίσω μας , πότε μόνη της και πότε μαζί με τον Άγιο Ιωακείμ. Μέσα στην εκκλησιά, η εικόνα της γεμάτη με λογής τάματα και με φωτογραφίες μωρών , που γεννήθηκαν με την χάρη της και την πίστη των γονέων τους.
Απέναντί μας ο γέροντας Νεόφυτος μας μιλούσε με τον πληθωρικό του λόγο , για τα θαύματα της Αγίας στα άτεκνα ζευγάρια.
Δίπλα μου καθισμένος , ο φίλος μου ο Γιώργος , που σιωπηλός άκουγε όλη αυτήν την ώρα , κομπιάζοντας τον διέκοψε .
-Γέροντα θέλω και εγώ να αποκτήσω παιδί . Γι αυτό ήλθαμε εδώ.
-Θα σου δώσω να διαβάσεις τον κανόνα της τεκνογονίας και όταν είσαστε έτοιμοι , θα ξεκινήσετε με την βοήθεια του πνευματικού σας να τον κάνετε και θα μας το πείτε και εμάς για να κάνουμε προσευχή , απάντησε ο γέροντας .
-Ξέρετε, είπε ξανά διστακτικά ο φίλος μου, η γυναίκα μου έχει σοβαρό πρόβλημα .
-Να κάνετε τον κανόνα είπε πάλι ο γέροντας.
-Γέροντα, τόλμησε να πει πάλι ο φίλος μου, η γυναίκα μου έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα, και οι γιατροί της έχουν αποκλείσει κάθε πιθανότητα να κάνει παιδί.
Ο γέροντας τον κοίταξε έντονα και χαμογέλασε .
- Κατάλαβες που έχεις έλθει ; του είπε
- Έχεις έλθει στην Αγία Άννα . Τι μου συζητάς για γιατρούς τώρα…