Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψαλτήριο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψαλτήριο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

«Ἐλέησον με ὁ Θεòς, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου»




Τα κανδήλια με μια ταπεινωμένη φλόγα. Ίσα που φωτίζουν τον Κύριο, την Παναγία, τον Πρόδρομο, τον Άγιο Χρυσόστομο, τους Αγίους Αποστόλους. Ένα κερί στην Παναγία. Τον ψαλμό που είπαμε το πρωΐ λέω και τώρα. Τον ωραίο ψαλμό του Δαβίδ. Δεν μπορεί να ελπίζει κανείς σε τίποτε άλλο παρά στο έλεος του Θεού. Ότι κι αν κάνουμε είναι φτωχό, μικρό, μηδαμινό. Μόνος και μικρός ενώπιον του μεγάλου Θεού.
Ύστερα από τον κόπο της ημέρας, τις λησμοσύνες, τις κουβέντες και τα πηγαινέλα, σιγή. Μόνος με μόνο τον Θεό. Μια ημέρα ακόμη προστέθηκε στη ζωή και μια αφαιρέθηκε. Τι πρόσθεσε και τι αφαίρεσε; Μόνος ενώπιον της σιγής.
Τα λόγια του ψαλμού την ώρα αυτή είναι σα ντουφεκιές στη νύχτα, σα σάλπισμα στρατιώτη εγερτήριο σε ώρα πολέμου. Στο στασίδι των γερόντων, στην εκκλησία των πατέρων, των αειμνήστων κτιτόρων, στη σκήτη των μακάρων, στο Άγιον Όρος του 1991, στο Άγιον Όρος που ετοιμάζεται να αγρυπνήσει.
Μόνος αλλά όχι μόνος. Φτωχός αλλά όχι φτωχός. Ασθενής αλλά όχι ασθενής. Κουρασμένος αλλά όχι κουρασμένος. Επαναλαμβάνοντας αποστηθιμένους στίχους κι ενούμενους έτσι με τα στίφη των πιστών, των προκατόχων, των μετανοούντων, των μετανοησάντων, των οσίων και των δικαίων.
Είναι ωραία αυτή η μοναξιά, η φτώχια, η κόπωση, η σιγή, η νύχτα. Την ώρα που ένας κόσμος πάσχει, να επικοινωνείς με τον Θεό και να σε γεμίζει η επικοινωνία με αυτό που λέγεται εύκολα χαρά, μα εκφράζεται δύσκολα και μετριέται δυσκολότερα και μεταφέρεται στο χαρτί ακόμα δυσκολότερα. Η δημιουργία είναι σε βάρος της αδράνειας. Η δεύτερη δεν πρέπει εύκολα ν’ αναθερμαίνεται.
Η ησυχία μπορεί να σε κοιμίσει. Να σου νανουρίζει τα πάθη. Θέλει αγώνα μεγάλο ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια. Είναι άσχημο να σου λένε ότι κλείστηκες στο καβούκι σου και δε νοιάζεσαι για κανένα. Μάλλον είναι άσχημο για μένα να σκέφτομαι με κάθε δυνατή ειλικρίνεια πως είμαι χρεώστης στους πάντες. Κλείνει κι αυτή η μέρα και γιομίζει η καρδιά μου ελπίδα και κουράγιο για το αύριο. Μη νομίσετε πως αυτή η ησυχία μοιάζει με καμιά άλλη απ’ αυτές που γνωρίζετε στο εξοχικό σας, στους ορεινούς περιπάτους σας, στο ηχομονωμένο διαμέρισμα σας ή στην κλινική με τα πληρωμένα χαμόγελα και τις αγενείς ευγένειες. Ησυχία και σιωπή, δώρα θεία, ανεκμετάλλευτα μα χρυσοφόρα…
Είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά;
Η ησυχία και η σιωπή είναι δύο πολύτιμες πέτρες του Αγίου Όρους. Σ’ ένα κόσμο κι ένα αιώνα  που πολύ θορυβεί και φλυαρεί. Η σιωπή τρομοκρατεί όσους θέλουν να συναντηθούν με όλους, εκτός από τον εαυτό τους. Η ησυχία ανησυχεί τους οκνηρούς. Η σιωπή κατά τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο είναι ο γρήγορος δρόμος για την κατάκτηση της αρετής. Το ασήμι και το χρυσό της ησυχίας και της σιωπής φτιάχνουν το πολύτιμο κάνιστρο της προσευχής.
Ἐλέησον με ὁ Θεòς, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…

Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Από το βιβλίο «Αθωνικό Απόδειπνο»

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

ΨΑΛΜΟΣ ΡΒ΄ (102)


Σε απόδοση από τον Φώτη Κόντογλου

Δόξαζε, ψυχή μου, τον  Κύριο,
κι όλα τα σπλάχνα μου τ’ όνομά του τ’ άγιο·
δόξαζε, ψυχή μου, τον Κύριο,
και μη ξεχνάς όλα τα αγαθά που σου έδωσε·
κείνον που σχωρνά όλες τις αμαρτίες σου,
κείνον που γιατρεύει όλες τις αρρώστειες σου,
κείνον που γλυτώνει απ΄ το χαμό τη ζωή σου,
κείνον που σε σπλαχνίζεται και σε πονά,
κείνον που γιομίζει με αγαθά την επιθυμία σου,
θέλει να ξαναγεννηθεί η νιότη σου όπως του αϊτού·
ο Κύριος ελεεί του δίκιους, και προστατεύει τους αδικημένους.
Φανέρωσε το δρόμο του στο Μωϋσή,
στα παιδιά του Ισραήλ τα θελήματά του·
ο Κύριος είναι ψυχόπονος και σπλαχνικός,
μακρόθυμος και πολυέλεος,
δεν θα θυμώσει ως το τέλος, μήτε θα οργιστεί ποτές·
δε μας παίδεψε κατά τα έργα μας,
μήτε κατά τις αμαρτίες μας μας πλήρωσε·
γιατί, όσο είναι το ύψος του ουρανού από τη γής,
έτσι απέραντη είναι η σπλαχνιά του για κείνους πόχουν το φόβο του·
όσο απέχει η ανατολή του ήλιου από το βασίλεμα,
τόσο ξεμάκρυνε από τις αμαρτίες μας·
όπως σπλαχνίζεται ο πατέρας τους γυιούς του,
σπλαχνίστηκε ο Κύριος κείνους πόχου το φόβο του,
γιατί ξέρει το τίποτα μας,
θυμήθηκε πως είμαστε χώμα και γής.
Ο άνθρωπος, σαν το χορτάρι είναι οι μέρες του·
σαν το λουλούδι του αγρού, έτσι θάν ανθίσει·
γιατί πέρασε από μέσα του πνοή και θα σβήσει,
και δεν θα ξέρει πια τον τόπο που ΄χε σταθεί·
μα το έλεος του Κυρίου από τον αιώνα και έως τον αιώνα απάνου σ’ όσους έχουνε το φόβο του·
και η δικαιοσύνη του απάνου σ’ εγγόνια εγγονών·
απάνου σ’ όσους φυλάνε τη διαθήκη του,
και σ’ όσους θυμούνται και κάνουν τις παραγγελιές του.
Ο Κύριος ετοίμασε στον ουρανό το θρόνο του,
κι η βασιλεία του απλώνει απάνου σ’ όλα τα πάντα.
Δοξολογάτε τον Κύριο όλοι οι αγγέλοι του,
δυνατοί είναι εκείνοι που ακούν και κάνουν το θέλημα του.
Δοξολογάτε τον Κύριο όλα τα φουσάτα του,
λειτουργοί είναι εκείνοι που κάνουνε τα θελήματά του.
Δοξολογάτε τον Κύριο όλα τα έργα του
σε κάθε τόπο που ΄ναι κείνος βασιλιάς.
Δόξαζε ψυχή μου τον Κύριο.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΨΑΛΜΟΣ ΞΗ΄ (68)



Σε απόδοση από την Φώτη Κόντογλου

Σώσε με, Κύριε, γιατί μπήκανε νερά ως μέσα στην ψυχή μου. Βούλιαξα μέσα σε βάλτο άπατον, και δε γλυτώνω πιά. Κατέβηκα ως τα βάθη της θάλασσας, και με πόντισε η φουρτούνα. Απόκανα να φωνάζω, βράχνιασε το λαρύγγι μου, τα μάτια μου θολώσανε περιμένοντας να έρτεις σε βοήθειά μου. Πληθύνανε περσότερο απ’ τις τρίχες του κεφαλιού μου κείνοι που με οχτρεύουνται άδικα. Γίνανε μεγάλοι και τρανοί κείνοι που με διώχνουν σα σκυλί· πλήρωσα σα να χρωστούσα πράγματα που δεν είχα πάρει. Θεέ μου, εσύ ξέρεις τη αμυαλωσύνη μου, και τα σφάλματά μου δεν είναι κρυφά σε σένα. Ας μη ντροπιαστούν στο πρόσωπό μου κείνοι που ελπίζουν σε σένα, Κύριε των Δυνάμεων· ας μην ντροπιαστούν κείνοι που περιμένουν από σένα βοήθεια, Θεέ του Ισραήλ, γιατί για σένα υπόμεινα εξευτελισμούς κ’ η ντροπή σκέπασε το πρόσωπό μου για σένα· κατάντησα να μη θέλουν να με ξέρουνε τ’ αδέρφια μου, και να μαι ξένος στους γυιούς  της μητέρας μου· γιατί θα με φάγει η αγάπη του σπιτιού σου, κ’ βρισιές κείνων που σε βρίζουν πέσανε απάνω μου. Τσάκισα την ψυχή μου με νηστεία, και με περιπαίζανε· και φόρεσα τσουβάλι για ρούχο, και κατάντησα η παροιμία τους· για μένα κουτσομπολεύανε οι χασομέρηδες που καθόντανε στην καστρόπορτα, και μένα τραγουδάγανε κείνοι που πίνανε κρασί. Μα εγώ παρηγοριέμαι με την προσευχή μου σε σένα, Κύριε· είναι καιρός πια να με γλυτώσεις, Θεέ μου.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ο Ψαλμός ΠΖ’ (87) σε απόδοση από τον Φώτη Κόντογλου.

Κύριε, Θεέ της σωτηρίας μου , σε κράζω μέρα και νύχτα.
Ας έρτει ως εσένα η προσευχή μου, γύρε το αυτί σου στο παράπονό μου.
Γιατί γιόμισε πόνο η ψυχή μου, και η ζωή μου άγγιξε τον Άδη.
Λογαριάστηκα με εκείνους που κατεβαίνουν στο λάκκο, απόμεινα σαν άνθρωπος απροστάτευτος, ξεχασμένος μέσα στους νεκρούς.
Σαν τους πληγιασμένους που κοιμούνται μέσα στους τάφους και δεν τους θυμάσαι πια, που τους ξέγραψες απ’ την έννοιά σου.
Με βάλανε μέσα σε βαθύτατο λάκκο, μέσα στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου.
Απάνω μου ξεθύμανε ο θυμός σου, και όλη την οργή σου απάνω μου την άδειασες.
Ξεμάκρυνες από κοντά μου τους δικούς μου, κατάντησα γι’ αυτουνούς σίχαμα.
Παραδόθηκα και δεν έφυγα, τα μάτια μου θολώσανε απ’ τη φτώχεια.
Φώναξα προς εσένα, Κύριε όλη μέρα, άπλωσα προς εσένα τα χέρια μου.
Μήπως θα κάνεις θάματα στους πεθαμένους; ή οι νεκροί θα αναστηθούνε και θα σε δοξολογήσουν;
Μην τάχα θα διαλαλήσει κανένας μέσα στον τάφο τη σπλαχνιά σου, και την αλήθεια σου μέσα στο χαμό;
Μήπως θα μαθευτούνε τα θάματά σου μέσα στο σκοτάδι; Και η δικαιοσύνη σου σε γη ξεχασμένη;
Κ’ εγώ, Κύριε, φώναξα εσένα να με συντρέξεις, και το πρωί θα σε προφτάξει η προσευχή μου.
Γιατί, Κύριε, αμπώχνεις την ψυχή μου, γιατί γυρίζεις το πρόσωπό σου από μένα;
Εγώ είμαι φτωχός και μέσα στα βάσανα απ’ τα νιάτα μου, κι αφού αναδείχτηκα, πάλι ταπεινώθηκα κ’ έγινα ένα τίποτα.
Από πάνω μου περάσανε οι θυμοί σου, οι φοβέρες σου με ταράξανε, με τριγυρίσανε σα να ‘τανε νερό όλη τη μέρα, και πήγανε να με πνίξουν.
Ξεμάκρυνες από κοντά μου κάθε φίλο και κάθε δικό μου.

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Απόδοση του ΡΓ΄ (103) ψαλμού από τον Φώτη Κόντογλου

Δόξαζε, ψυχή μου, τον Κύριο. Θεέ μου, πολύ μεγάλη είναι η δόξα σου.
Ντύθηκες μεγαλοπρέπεια, παίρνοντας το φως για ρούχο σου.
Τεντώνεις τον ουρανό σα να ‘ναι προβιά, στα παλάτια σου νερά έχεις βάλει για σκεπή.
Καβαλικεύεις απάνου στα σύννεφα, περπατάς απάνου στα φτερά των ανέμων.
Κάνεις τους αγγέλους σου πνεύματα, και τους λειτουργούς σου φλόγα και φωτιά.
Κείνος που θεμελίωσε τη γης απάνου στη βάση της, και δε θα γείρει στον αιώνα του αιώνος.
Η άβυσσος είναι το φόρεμά του, απάνου στα βουνά στέκουνται νερά.
Μπρός στην οργή σου φεύγουνε, στη φωνή της βροντής σου δειλιάζουν.
Ανεβαίνουνε όρη και κατεβαίνουνε κάμποι στον τόπο που τα θεμέλιωσες.
Έβαλες σύνορο, που δε θα το περάσουν, μήτε θα πέσουνε για να σκεπάσουν τη γης.
Κείνος που στέλνει πηγές μέσα στα φαράγγια, ανάμεσα στα βουνά περνούν νερά.
Ποτίζουνε όλα τα θηρία του κάμπου, δέχουνται τ’ άγρια γαϊδούρια πόρχουνται να ξεδιψάσουν.
Σιμά τους θα φωλιάσουν τα πουλιά τ’ ουρανού, ανάμεσα απ’ τις πέτρες βγάζουνε φωνές.
Κείνος που ποτίζει τα βουνά απ’ τα υπερώα του, από τον καρπό των έργων του θα χορτάσει η γης.
Κείνος που βγάζει χορτάρι για τα ζωντανά, και στάχυα στη δουλειά των ανθρώπων.
Για να βγάλει ψωμί απ’ τη γης, και το κρασί φραίνει την καρδιά του ανθρώπου.
Για να γλυκάνει το πρόσωπό του με λάδι, και το ψωμί στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου.
Θα χορτάσουν τα ξύλα του κάμπου, τα κέδρα του Λιβάνου οπού φύτεψες.
Εκεί θα χτίσουν τη φωλιά τους οι σπουργίτες, το σπίτι του ερωδιού είναι πρώτο μέσα στ’ άλλα.
Τα ψηλά βουνά για τα λάφια, οι πέτρες καταφύγιο για τους λαγούς.
Έκανε το φεγγάρι σε γυρίσματα, ο ήλιος ξέρει τη δύση του.
Χύνεις το σκοτάδι και γίνεται νύχτα, που θαν έβγουν άπ’ τις φωλιές τους όλα τα θηρία του δρυμού.
Λεονταρόπουλα που μουγκρίζουν για ν’ αρπάξουν, και ζητάνε απ’ το Θεό τη θροφή τους.
Βγήκε ο ήλιος, και μαζεύουνται και κοιτάζουνται στις σπηλιές τους.
Θάν έβγει ο άνθρωπος να πάει στη δουλειά του και στην εργασία του ως το βράδυ.
Πόσο μεγάλα είναι τα έργα σου Κύριε. Όλα με σοφία τα έπλασες. Γιόμισε η γης απ’ τα χτισίματά σου.
Να, τούτη η θάλασσα η μεγάλη κ’ η ευρύχωρη, εκεί μέσα σερπετά, που δεν έχουνε μετρημό, ζώα μικρά αντάμα με μεγάλα.
Εκεί πηγαινοέρχουνται καράβια, αυτός ο δράκος, που τον έπλασες για να την περιπαίζει.
Όλα από σένα περιμένουν να τους δώσεις τη θροφή τους στην ώρα τους. Όταν τους τη δώσεις θα τη μαζέψουν.
Ανοίγεις τα χέρια σου, και γιομίζουν όλα χαρά κ’ ευτυχία.
Γυρίζεις το πρόσωπό σου κι όλα ταράζουνται.
Τους παίρνεις το πνεύμα τους και χάνουνται, και γυρίζουνε πίσω στο χώμα.
Τους στέλνεις την πνοή σου και χτίζουνται, και ξανανιώνεις το πρόσωπο της γης.
Ας είναι η δόξα του Κυρίου στους αιώνες. Θα ευφραθεί ο Κύριος για τα έργα του.
Κείνος που ρίχνει μια ματιά στη γης, και την κάνει να τρέμει, που αγγίζει τα βουνά και καπνίζουν.
Θα τραγουδώ τον Κύριο σ’ όλην τη ζωή μου, θα ψέλνω το Θεό μου όσο υπάρχω.
Θα γλυκαίνεται απ’ αυτόν ο λογισμός μου, θα φραίνουμαι απ’ τον Κύριο.
Άμποτε να λείψουν οι αμαρτωλοί κ’ οι άνομοι απ’ το πρόσωπο της γης, που να μην ξαναφανούν πιά ποτές. Δόξαζε ψυχήν μου τον Κύριο.