Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Ομιλία εις τον ύπατον Ευτρόπιον.


Του εν Αγίοις πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Σε απόδοση του Βασ. Μουστάκη


Τον παρακάτω συγκλονιστικό λόγο τον εκφώνησε ο Ιερός Χρυσόστομος στα 399, ένα έτος αφού είχε ανεβεί στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτρόπιος που από άσημος δούλος είχε φτάσει στα ύπατα αξιώματα της πολιτείας κι είχε δεινά πολεμήσει την Εκκλησία, έπεσε τέλος σε δυσμένεια και ο στρατός απαίτησε από τον αυτοκράτορα να τον θανατώσει. Τότε ο φοβερός αυτός διώκτης των προβάτων του Χριστού κατέφυγε στην εκκλησία, για να σωθεί από το φρικτό τέλος που τον περίμενε. Ο Χρυσόστομος τον δέχθηκε και πρόβαλε κατηγορηματική άρνηση στους στρατιώτες που κύκλωσαν τον ναό και ζητούσαν να τους παραδοθεί ο υπόδικος. Στο μεταξύ η εκκλησία είχε πλημμυρίσει από πιστούς που έτρεξαν για να ιδούν τον πρώην παντοδύναμο και τώρα τρέμοντα μπροστά στο θυσιαστή-ριο όπου είχε προσπέσει διώκτη τους. Πολλοί από τους χριστιανούς ήθελαν να παραδοθεί στην εξουσία για να λάβει την τιμωρία που του άξιζε. Τότε ο άγιος πατήρ ανέβηκε στον άμβωνα και με φλογερή και συναρπαστική δύναμη, αφ’ ενός μεν έδωσε στο εκκλησίασμα ένα μάθημα περί της ματαιότητος των ανθρωπίνων αφ’ ετέρου δε κίνησε τις καρδιές σε έλεος απέναντι του ζωντανού αυτού διδάγματος που ήταν ο Ευτρόπιος. Μονάχα ένας Χρυσόστομος ως ρήτωρ και ως άγιος  θα ήταν δυνατόν να έχει το θάρρος να μιλήσει τόσο ωμά για το κατάντημα του Ευτροπίου και συγχρόνως να μη φανεί σκληρός αλλά τουναντίον μ’ αυτόν τον φοβερό τρόπο να προκαλέσει στους πιστούς τη συμπάθεια, την αμνησικακία και την επιθυμία ανταποδόσεως καλού αντί κακού απέναντι του πρώην τυράννου και διώκτη των. Σημειωτέον ότι ο Ευτρόπιος είχε εισηγηθεί και πάρει την έγκριση του αυτοκράτορος την προηγούμενη χρονιά να ακυρωθεί ο νόμος που όριζε ότι οι ναοί ήταν άσυλα απαραβίαστα.

Σε όλες τις περιστάσεις, αλλά προ παντός σήμερα είναι επίκαιρο να πούμε· «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Εκκλησιαστής 1, 2). Που είναι τώρα η λαμπρότης του υπατικού αξιώματος; Που τα χαρωπά φώτα; Που τα χειροκροτήματα και οι συνοδείες και οι πολυέξοδες τελετές; Που είναι οι στέφανοι και τα ακριβά διαμερίσματα; Που ο θόρυβος της πόλεως και οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια και οι κολακευτικές αρχές; Όλα αυτά διάβηκαν. Φύσηξε αγέρας και με μιας όλα τα φύλλα τα έριξε κάτω, δείχνοντας μας γυμνό το δέντρο και σαλευόμενο από τη ρίζα του. Ήταν τόσο δυνατό αυτό το δρολάπι, που απείλησε να ξεριζώσει το δέντρο και να το διαλύσει ολότελα. Που είναι τώρα οι επίπλαστοι φίλοι; Που είναι τα συμπόσια και τα δείπνα;
Που είναι το μελισσολόι των παρασίτων και το αψύ κρασί που χυνόταν ολημερίς και οι ποικίλες τέχνες των μαγείρων και οι υπηρέτες της εξουσίας που μιλούσαν και έκαναν περιποιήσεις με πρόθυμη καλοσύνη; Νύχτα ήταν όλα εκείνα και όνειρο, και σαν χάραξε η μέρα,  αφανίσθηκαν. Ήταν άνθη εαρινά, και σαν πέρασε η άνοιξη, όλα μαράθηκαν. Σκιά ήταν και γοργοπερπάτησε. Καπνός ήταν και διαλύθηκε. Πομφόλυγες ήταν και έσκασαν. Αράχνης ιστός ήταν και έσπασε.
Γι’ αυτό, τούτο τον πνευματικό λόγο ψάλλουμε πάνω σ’ αυτά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Αυτός ο λόγος και στους τοίχους και στα ιμάτια και στην αγορά και στο σπίτι και στους δρόμους και στις πόρτες και στα κατώφλια και προ παντός στη συνείδηση του καθενός διαρκώς πρέπει να είναι γραμ­μένος και νυχτοήμερα να τον μελετάμε. Επειδή η απατηλότης των πραγμάτων και τα προσωπεία και η υπόκρισις από τους πολλούς νομίζονται σαν αλήθεια. Αυτόν τον λόγο πρέπει πάντα και όλες τις ώρες και παντού ο ένας να λέγει στον άλλο και ν’ ακούει από τον πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Δεν σου έλεγα ακατάπαυστα πώς ο πλούτος είναι άστατος; Αλλά εσύ δεν μ’ ανεχόσουν. Δεν σου έλεγα ότι είναι αγνώμων δούλος; Αλλά εσύ δεν ήθελες να το παραδεχτείς. Ιδού τώρα τα γεγονότα βοούν ότι όχι μόνο άστατος, όχι μόνο αγνώμων, αλλά και φονιάς είναι γιατί αυτός σε έκαμε να τρέμεις τώρα και να φοβάσαι.
Δεν σου έλεγα όταν διαρκώς με απειλούσες, επειδή σου μιλούσα τη γλώσσα της αλήθειας, ότι εγώ σε αγαπώ περισσότερο από τους κόλακες; Ότι εγώ που σε ήλεγχα, ήμουν περισσότερο με το μέρος σου από ότι εκείνοι που σου χαρίζονταν; Δεν πρόσθετα σ’ εκείνα τα λόγια μου το ότι είναι καλύτερα τα τραύματα των φίλων από τα πρόθυμα φιλήματα των έχθρων; Αν υπέμενες τα τραύματα μου, δεν θα σου γεννούσαν το θάνατο τα φιλήματα εκείνων· γιατί οι δικές μου πληγές ετοίμαζαν την ανάρρωσή σου, ενώ οι ασπασμοί εκείνων σου ετοίμαζαν την απώλεια.
Πού είναι τώρα οι οινοχόοι; Πού είναι εκείνοι που ξεπηδούσαν μπροστά σου στις αγορές και σε στεφάνωναν μ’ ένα σωρό εγκώμια; Αποτραβήχτηκαν, αρνήθηκαν τη φιλία, στάθηκαν μακριά από την αγωνία σου, για να σωθούν. Αλλά εγώ δεν κάνω το ίδιο. Δεν σε προσπέρασα αδιάφορος. Έπεσες και σε περιμαζεύω και σε φροντίζω. Η Εκκλησία που πολέμησες άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχθηκε· τα θέατρα που ενίσχυσες και που για χάρη τους συχνά αγανακτούσες εναντίον μας, σε πρόδωσαν και σε άφησαν να πεθάνεις.
Αλλά εμείς δεν είχαμε πάψει να σου λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι έτσι; Θέλεις να διαπόμπευσης την Εκκλησία και οδηγείς τον εαυτό σου στο χείλος του κρημνού. Αλλά εσύ δεν τα λογάριαζες. Και τα μεν ιπποδρόμια, αφού σου κατέφαγαν τον πλούτο, ακόνισαν το ξίφος που θα σε θανάτωνε· η δε Εκκλησία που δέχθηκε την παράλογη οργή σου, κάνει τώρα το παν για να σε γλυτώσει από τα βρόχια του θανάτου.
Και λέγοντας τώρα αυτά, δεν μπαίνω σε ονειδισμό, αλλά θέλω να κάνω πιο ασφαλείς εκείνους που σε τριγυρίζουν εδώ (δηλαδή το εκκλησίασμα) δεν αναξέω τα έλκη του τραυματισμένου, αλλά θέλω να φυλάξω σε υγεία εκείνους που ως τώρα δεν λαβώθηκαν· δεν καταποντίζω το ναυαγό, αλλά θέλω εκείνους που πλέουν με πρίμο αγέρα να τους διδάξω πώς να μη βουλιάξουν. Και πώς θα γίνει αυτό; Αν νιώσουμε τις μεταβολές των ανθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι αυτός, αν είχε φοβηθεί αυτές τις μεταβολές, δεν θα τον εύρισκαν.
Αλλά επειδή αυτός ούτε από τον εαυτό του ούτε από άλλους γινόταν καλύτερος, εσείς λοιπόν που είστε πνευματικά πλούσιοι, πάρτε ένα κέρδος ακόμη από τη συμφορά του· γιατί, δεν είναι τίποτε πιο τιποτένιο από τα ανθρώπινα πράγματα. Όπως και να τα ονομάσει κανείς, η πραγματικότης θα είναι ισχυρότερη.
Αν καπνό, αν χόρτο, αν όνειρο, αν εαρινά άνθη, αν οτιδήποτε τα ονομάσει, πολύ πιο άστατα κι εφήμερα είναι και πιο τιποτένια από το τίποτε. Και ότι μαζί με την ευτέλεια έχουν και το απόκρημνο, γίνεται φανερό από τούτη την περίπτωση. Ποιος ήταν ψηλότερα απ’ αυτόν εδώ τον άνθρωπο; Δεν θάμπωσε όλη την οικουμένη με τα πλούτη του; Αλλά ιδού που κατάντησε πιο αξιολύπητος κι από τους δεσμώτες, πιο ταπεινωμένος κι από τους δούλους, πιο άνεχος κι από εκείνους που πεθαίνουν της πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα και βάραθρα και δήμιους και σύρσιμο στο θάνατο. Και δεν ξέρει, δεν έχει την ευχαρίστηση να ξέρει τουλάχιστον πότε θα πεθάνει, αλλά μέσα στο καταμεσήμερο βρίσκεται σε σκοτάδι πυκνό. Όσο κι αν προσπαθήσω δεν θα μπορέσω να παραστήσω με τον λόγο την αγωνία του, την αγωνία του να περιμένει κάθε ώρα και στιγμή το θάνατο.
Αλλά τι χρειάζονται τα λόγια μου, όταν ο ίδιος είναι εικόνα και υπογραφή των όσων λέγω; Χθες, όταν ήλθαν σ’ αυτόν από το παλάτι για να τον πιάσουν, έτρεξε στον ιερόν αυτόν τόπο με παγωμένη όψη που και τώρα εξακολουθεί να είναι τέτοια· τα δόντια του χτυπούν, τρέμει και λύνεται το κορμί του, η φωνή του ράγισε, παράλυσε η γλώσσα του κι όλα πάνω σ’ αυτόν δείχνουν μια ψυχή παγωμένη.
Και τα λέγω αυτά όχι ονειδίζοντας, όχι μπαίνοντας αδιάκριτα στη συμφορά του, αλλά θέλοντας να μαλακώσω τη δική σας καρδιά και να σας παρακαλέσω έλεος και να σας πείσω ότι αρκετή στάθηκε γι’ αυτόν η τιμωρία. Υπάρχουν ανάμεσα μας άσπλαχνοι και άδικοι, που θα κατηγορήσουν και μένα γιατί τον δέχθηκα πεσμένο μπροστά στο ιερό βήμα θέλοντας, λοιπόν, με τα λόγια μου να μαλακώσω και ν’ αλλάξω την απανθρωπιά τους, γι’ αυτό διαδηλώνω τη συμφορά του άνθρωπου εδώ.
Για τι πράγμα αγανακτείς, αγαπητέ; πες μου. Γιατί -λέγει - στην Εκκλησία κατέφυγε εκείνος που ασταμάτητα την πολεμούσε. Μα γι’ αυτό ακριβώς έπρεπε περισσότερο να δοξάζεις το Θεό, που τον άφησε να έλθει σε τέτοια ανάγκη, ώστε και τη δύναμη της Εκκλησίας και τη φιλανθρωπία της να μάθει. Τη δύναμη, βλέποντας πώς έπεσε ενώ θαρρούσε ότι ήταν νικητής της· τη φιλανθρωπία, βλέποντας πώς η Εκκλησία που πολεμήθηκε απ’ αυτόν τώρα βάζει ασπίδα να τον προστατέψει και τον δέχεται κάτω από τις πτέρυγες της και τον ασφαλίζει ολότελα και χωρίς να μνησικακήσει για ότι εκείνος έπραξε εναντίον της, του άνοιξε την αγκαλιά της με μητρική στοργή.
Αυτό είναι τρόπαιο απ’ όλα τα τρόπαια λαμπρότερο, αυτό είναι νίκη περιφανής, αυτό ντροπιάζει και καταισχύνει ειδωλολάτρες και Ιουδαίους, αυτό είναι φως θριάμβου στο πρόσωπο της Εκκλησίας. Γιατί, αφού πήρε αιχμάλωτο τον εχθρό, τώρα τον λυπάται, κι ενώ όλοι τον άφησαν έρημο, αυτή μόνη σαν μητέρα φιλόστοργη κάτω από τα παραπετάσματα της, τον έκρυψε και στάθηκε αντιμέτωπη στη βασιλική οργή, στη  μανία του όχλου, στο γενικό, ακράτητο μίσος. Αυτός είναι ο καλύτερος στολισμός του θυσιαστηρίου. Ποιος στολισμός -θα πεις- ο ακάθαρτος και ο πλεονέκτης και ο συλητής ν’ αγγίζει το θυσιαστήριο; Μη το λες· επειδή και η πόρνη άγγιξε τα πόδια του Χριστού, η τόσο μιασμένη και ακάθαρτη· και δεν ήταν αυτό λάθος του Χριστού, αλλά θαύμα και ύμνος μέγας· γιατί δεν ζημίωσε τον καθαρό η ακάθαρτη, αλλά τη μιασμένη πόρνη ο καθαρός και άμωμος την καθάρισε με το άγγιγμα. Μη, λοιπόν, μνησικακείς, άνθρωπε. Όλοι είμαστε δούλοι Εκείνου που έλεγε ενώ τον σταύρωναν: «ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,33).
Αλλά θα πεις, ότι αυτός ο άνθρωπος απετείχισε την Εκκλησία ως καταφύγιο που ήταν, με διάφορα διατάγματα και νόμους. Αλλά να που με τα γεγονότα έμαθε το κακό που έπραξε και με την είσοδό του εδώ πρώτος αυτός κατάργησε το νόμο που έκαμε κι έγινε θέαμα οικτρό της οικουμένης κι ενώ είναι βουβός όμως έτσι σαν να μιλά και να φωνάζει: Μη κάνετε τέτοια, για να μη πάθετε τέτοια.
Υψώνεται μες από τη συμφορά του σαν διδάσκαλος και τώρα είναι που ξεπηδά από το θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποιό είναι αυτό; Ότι η Αγία Τράπεζα έχει δεμένο το λιοντάρι. Όταν θέλουν να απεικονίσουν τη δόξα ενός βασιλέως, δεν θ’ αρκεσθούν να τον παραστήσουν καθήμενο πάνω στο θρόνο και να του φορέσουν την αλουργίδα και να του βάλουν στο μέτωπο το διάδημα. Αλλά θα ζωγραφίσουν επίσης, κάτω από το πόδι του, τους νικημένους βαρβάρους, με δεμένα τα χέρια πίσω, και τα κεφάλια στο χώμα.
Και ότι δεν χρειάζονται λόγια για ένα τέτοιο δίδαγμα, οι ίδιοι το παραδέχεσθε με τη βία με την οποία όλοι τρέξατε εδώ για να δείτε το θέαμα. Σήμερα η Εκκλησία είναι γεμάτη και λαμπροφόρος. Όσο λαό έβλεπα το Πάσχα συναθροισμένο εδώ, βλέπω και σήμερα. Αυτός ο άνθρωπος αν και αμίλητος, όλους σας κάλεσε, σαλπίζοντας μες από το γεγονός το ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις.
Και κόρες τους θαλάμους, και γυναίκες τους γυναικωνίτες, και άντρες την αγορά άδειασαν και τρέξατε όλοι εδώ, για να δείτε την ανθρώπινη φύση ελεγχόμενη κι από τα εφήμερα αγαθά απογυμνωμένη και το χθεσινό ξετσίπωτο πρόσωπο, που άστραφτε από αναίδεια, πλυμένο από το σφουγγάρι της ντροπής των πραγμάτων και ξεβαμμένο από τα ψιμύθια ολότελα. Γιατί η καλοπέραση που δίνουν οι πλεονεξίες είναι πρόστυχη προσωπίδα σαν γραϊδίου όψης βαμμένη.
Αυτού του καταντήματος είναι μεγάλη η ευγλωττία· τον άνθρωπο που έλαμπε και φαινόταν από παντού, τον έκαμε να είναι τώρα ο πιο αδύνατος από όλους.
Αν πλούσιος μπει εδώ, μεγάλο θα είναι το κέρδος που θα πάρει. Γιατί, βλέποντας από τι ψηλή κορφή κρημνίσθηκε εκείνος που έσειε την οικουμένη όλη, και πώς τώρα είναι ζαρωμένος και δειλότερος από λαγό και βάτραχο, και χωρίς δεσμά σ’ αυτή την κολόνα κολλημένος και αντί με αλυσίδα από το φόβο σφιγμένος γύρω της και τρέμοντας, τότε ο πλούσιος θα αισθανθεί μέσα του να πέφτει ο πυρετός της απληστίας, να σωριάζεται ο εγωισμός του, κι αφού φιλοσοφήσει όπως πρέπει πάνω στ’ ανθρώπινα, θα φύγει από την εκκλησία έχοντας μάθει από τα πράγματα εκείνα που με λόγια διδάσκουν οι άγιες Γραφές, ότι δηλαδή· «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπε» (Ησ. 40, 6-7). Επίσης «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψαλμ. 36, 2). Επίσης «ὅτι… ὡσεὶ καπνὸς αἱ ἡμέραι (αυτού)» (Ψαλμ. 101, 4) κ.τ.λ.
Αν πάλι μπει εδώ ο φτωχός και υψώσει τα μάτια του σ’ αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα λυπηθεί τον εαυτό του ούτε θα στενοχωρηθεί για τη φτώχεια του. Αλλά θα αισθανθεί ευγνωμοσύνη στη φτώχεια του, γιατί του είναι άσυλο και λιμάνι ακύμαντο και τείχος ασφαλές. Και βλέποντας ότι βλέπει, θα προτιμήσει χίλιες φορές να μείνει εκεί που βρίσκεται παρά ν’ αποκτήσει για λίγο τον κόσμο ολόκληρο κι ύστερα να κινδυνεύει να χάσει και την ίδια του τη ζωή.
Βλέπεις ότι όχι μικρή η ωφέλεια είναι και στους πλουσίους και στους φτωχούς και στους ταπεινούς και στους δοξασμένους και στους δούλους και στους ελευθέρους από μια τέτοια εδώ καταφυγή. Βλέπεις πώς γιατρεύεται ο καθένας μόνο και μόνο που είδε αυτό το θέαμα.
Άρα σας μαλάκωσα το πάθος, σας ξερίζωσα την οργή; Άρα σας έσβησα την απανθρωπιά; Άρα σας οδήγησα σε συμπάθεια; Νομίζω πώς το πέτυχα και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Μου το δείχνουν τα πρόσωπα σας και οι πηγές των δακρύων σας. Αφού, λοιπόν, η πέτρα έγινε χώμα παχύ και μαλακό, εμπρός ας βλάστηση το έλεος, ας κυματίσουν τα στάχυα της συμπαθείας μας κάτω από τα μάτια του Θεού κι ας πέσουμε στα γόνατα μπροστά στον βασιλέα, η μάλλον ας παρακαλέσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό να μαλακώσει το θυμό του βασιλέως, να κάνει απαλή την καρδιά του και να μας δώσει ολόκληρη τη χάρη που θα του ζητήσουμε.
Και ήδη, από τη μέρα εκείνη που αυτός κατέφυγε εδώ, δεν σημειώθηκε μικρή μεταβολή στις διαθέσεις του βασιλέως. Γιατί, σαν έμαθε ο βασιλεύς πώς κατέφυγε σε τούτο το ιερό άσυλο, έβγαλε λόγο μακρό μπροστά στο στρατόπεδο, που του ζητούσαν να τον αποκεφαλίσει εξαιτίας των εγκλημάτων του, και γαλήνευσε τον στρατιωτικό θυμό. Και είπε ότι δεν πρέπει μόνο τα φταιξίματα, αλλά και τα κατορθώματα του να λογαριασθούν, δείχνοντας έτσι ότι ένιωθε την αγανάκτηση τους, αλλά και ανθρώπινη κατανόηση. Κι όταν πάλι ήλθαν έως εδώ για να εκδικηθούν τον βασιλέα τους, μ’ άγριες φωνές και έξαλλες χειρονομίες και σείοντας τα δόρατα, αυτός εδώ αφήνοντας να ρέουν τα δάκρυα από τα ημερότατα μάτια του και δείχνοντας τους την ιερά τράπεζα όπου είχε καταφύγει, κόπασε την οργή τους.
Αλλά ας προσθέσουμε κι εμείς τώρα τη δική μας συμπεριφορά. Ποιας συγχωρήσεως θα είσαστε άξιοι, αν ο βασιλεύς που υβρίσθηκε δεν μνησικακεί, και σεις που τίποτε τέτοιο δεν πάθατε θα φανερώνατε τόση οργή; Και πώς, σαν διαλυθεί αυτή η σύναξη και παύση αυτό το θέαμα, θα προσεγγίσετε τα άγια μυστήρια και θα φέρετε στα χείλη σας την προσευχή εκείνη που ο Κύριος μάς πρόσταξε να λέμε: «ἄφες ἡμῖν… (καθώς) καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματ. 6, 12) αν απαιτείται τιμωρία;
Έκανε μεγάλες αδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δεν θα το αρνηθούμε ούτε εμείς. Αλλά τώρα δεν είναι καιρός δικαστηρίου, αλλά ελέους· όχι ευθύνης, αλλά φιλανθρωπίας· όχι ανακρίσεως, αλλά συγχωρήσεως· όχι καταδικαστικής ψήφου, αλλά οίκτου και χάριτος. Ας μη φλογίζεται λοιπόν κανένας από οργή, ας μη προβάλλει εμπόδια, αλλά καλύτερα ας δεηθούμε στον φιλάνθρωπο Θεό να δώσει σε τούτο το πλάσμα του προθεσμία ζωής, να εξαρπάσει από τη σφαγή που το απειλεί για να πληρώσει τα φταιξίματα που έκαμε, και όλοι μαζί ας προσέλθουμε στον φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλώντας εξ ονόματος της Εκκλησίας, εξ ονόματος του θυσιαστηρίου, να μάς χαρίσει αυτό τον άνθρωπο που πρόσπεσε στην άγια Τράπεζα.
Αν το πράξουμε αυτό, και ο βασιλεύς θα το δεχθεί και ο Θεός πριν και πάνω από τον βασιλέα θα το επαινέσει και μεγάλη αμοιβή θα μάς αποδώσει για τη φιλανθρωπία που θα δείξουμε. Γιατί, καθώς αποστρέφεται και μισεί τον ωμό και απάνθρωπο, έτσι στον ελεήμονα και φιλάνθρωπο είναι προσηνής και γεμάτος φίλτρο. Και αν μεν αυτός είναι δίκαιος, του πλέκει λαμπρότερα στέφανα· αν δε αμαρτωλός, παρατρέχει τα αμαρτήματα, αμείβοντας τη συμπάθεια που έδειξε ο αμαρτωλός, στον συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Πρ. Ωσηέ 6,6 και Ματ. 9,13). Και παντού της Γραφής βλέπει το Θεό να ζητά ακριβώς αυτό και να το λέγει λύση των αμαρτημάτων.
Έτσι λοιπόν, κι εμείς τώρα θα τον κάνουμε ίλεο, έτσι θα λύσουμε και τα δικά μας φταιξίματα, έτσι θα στολίσουμε την Εκκλησία, έτσι και ο φιλάνθρωπος βασιλεύς θα μάς επαινέσει, καθώς είπα προηγουμένως, και όλος ο λαός θα μας χειροκροτήσει και τα πέρατα της οικουμένης θα μάθουν τη φιλανθρωπία και την ημερότητα της πόλεως αυτής, και θα γεμίσει η γη από το κήρυγμα του παραδείγματος μας.
Για να απολαύσουμε, λοιπόν, τα τόσα αυτά αγαθά, ας προσπέσουμε, ας παρακαλέσουμε, ας δεηθούμε, ας αρπάξουμε από τα νύχια του κινδύνου τον αιχμάλωτο, τον φυγάδα, τον ικέτη, για να πετύχουμε κι οι ίδιοι των μελλόντων αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό                  «ΚΙΒΩΤΟΣ» τεύχος  Ιουλίου 1952


Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Λόγοι Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου περί ασθενείας



Από το βιβλίο «Ο ανθρώπινος πόνος»
έκδοση της Συνοδίας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου 
 Νέα Σκήτη Αγίου Όρους



Προηγούνται οι αμαρτίες της σωματικής ασθένειας

Πολλές φορές οι αμαρτίες προηγήθηκαν της σωματικής ασθένειας, όπως στην περίπτωση του Κάιν, διότι, επειδή δεν έκανε καλή χρήση της δυνάμεως του, πολύ σωστά έγινε παράλυτος (Γεν. 4,1)
Το ίδιο συνέβη και με εκείνον που καθόταν κοντά στην κολυμβήθρα· διότι, επειδή αιτία της παραλυσίας του ήταν τα αμαρτήματά του, λέει ο Χριστός: «Πρόσεχε, απέκτησες την υγεία σου, μην αμαρτάνεις λοιπόν στο εξής» (Ιω. 5,14). Και ο Παύλος πάλι λέει: «Γι’ αυτό ανάμεσα σας υπάρχουνε πολλοί ασθενείς» (Α’ Κορ. 113,30)· επειδή αμάρταναν παίρνοντας μέρος στην κοινωνία του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας χωρίς καθαρή συνείδηση. Και εκείνον πάλι που είχε διαπράξει την πορνεία, τον παραδίδει προς καταστροφή του σώματός του  και ζητεί αυτήν την τιμωρία για τα αμαρτήματά του (Α’ Κορ. 5,1).
Βέβαια αυτό το επιτίμιο δεν επιβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις εξ αιτίας των αμαρτημάτων, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που γίνεται αυτό το πράγμα και αφορμή στεφάνων, όπως στην περίπτωση του Λαζάρου (Λουκ. 16,19 κ.ε.) και του Ιώβ. Και δεν συνέβαιναν μόνο ασθένειες εξ αιτίας των αμαρτημάτων, αλλά και πολλές σωματικές κακώσεις όπως η λέπρα του Οζία συνέβηκε εξ αιτίας της αναίσχυντης γνώμης του (Β’ Παραλ. 26,16), όπως το χέρι του βασιλιά Ιεροβοάμ ξηράθηκε  εξ αιτίας της παραφροσύνης του και της αλαζονείας του (Γ’ Βασιλ. 13,1). Και του Ζαχαρία ακόμη η γλώσσα δεν δέθηκε για καμιά άλλη αιτία, παρά εξ αιτίας της αμαρτίας της ψυχής του (Λουκ. 1,8). Επειδή λοιπόν και στους Ιουδαίους η σωματική δύναμη και η ευρωστία καθώς και η καύχηση γι αυτά τα πλεονεκτήματα γίνονταν αφορμή αλαζονείας, απέκοψε την ρίζα της αλαζονείας, νουθετώντας τους και κάνοντας τους καλύτερους και δίνοντάς τους περισσότερα από εκείνα που τους αφαιρούσε. Διότι ποια βλάβη υπάρχει από το ν’ ασθενεί το σώμα, όταν εξ αιτίας αυτής της ασθένειας ασκείται προς το καλύτερο η ψυχή.
(Εις τον Ησαΐα κεφ. Γ’, ΕΠΕ 8,300-302. PG 56,40)
Οι περισσότερες ασθένειες προέρχονται από την αμαρτία

Τα περισσότερα από τα σωματικά νοσήματα προέρχονται από ψυχικά νοσήματα. Διότι, εάν το σπουδαιότερο νόσημα, αυτός ο θάνατος, δηλαδή, έχει την ρίζα και την αιτία του στην αμαρτία, πολύ περισσότερο τα περισσότερα από τα νοσήματα. Εκτός από αυτά στην αμαρτία οφείλεται και το ότι υποφέρουμε.
(Εις το κατά Ματθαίον ΚΖ’, ΕΠΕ 10,222. PG 57,345)
Δίνονται τα νοσήματα, για να γίνουμε και ευσεβέστεροι

Θα ρωτήσεις· όλα τα νοσήματα προέρχονται από αμαρτίες; Όχι όλα, αλλά τα περισσότερα. Διότι η γαστριμαργία, η μέθη και η αργία προξενούν αυτά τα πάθη. Πρέπει λοιπόν σε κάθε περίπτωση να παρατηρούμε μόνο ένα, ώστε να υποφέρουμε κάθε δυσκολία με ευχαρίστηση. Και εξ αιτίας αμαρτημάτων γίνονται πάθη, διότι βλέπουμε στα βιβλία των Βασιλειών, ότι κάποιος έπαθε ποδάγρα από αυτά (Γ’ Βασιλ. 15,23). Γίνονται, όμως, και για να γίνουμε ευσεβέστεροι, όπως λέει ο Θεός στον Ιώβ: «Μη νομίσεις, ότι έχω ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο για σένα, για τίποτε άλλο, παρά για να δείξεις την αρετή σου» (Ιώβ 40,3)
(Εις το κατά Ιωάννην ΛΗ’, ΕΠΕ 13,378-380.59,212)
Ο ιατρός και ο Θεός. Είδη τιμωρίας

Ο ιατρός δεν είναι άξιος θαυμασμού τότε μόνον όταν οδηγεί τον ασθενή σε κήπους και λιβάδια, ούτε όταν τον φέρνει σε λουτρά και κολυμβήθρες, ούτε όταν παραθέτει πλούσια τράπεζα, αλλά είναι και τότε αξιοθαύμαστος όταν τον προστάζει να μείνει νηστικός και να υποφέρει από την πείνα και να βασανίζεται από την δίψα, όταν τον καθηλώνει στην κλίνη και μετατρέπει, κατά κάποιον τρόπο, την οικία του σε φυλακή και τον αποστερεί και από αυτό το φώς και όταν συσκοτίζει από παντού το δωμάτιο με διάφορα παραπετάσματα και όταν κάνει χειρουργική επέμβαση, και όταν καυτηριάζει και όταν του προσφέρει πικρά φάρμακα.
Πως λοιπόν δεν είναι παράλογο εκείνον, που προκαλεί τόσα κακά να τον ονομάζουμε ιατρό, ενώ τον Θεό, αν καμιά φορά προκαλέσει ένα από αυτά, όπως επιδημία ή θάνατο να τον βλασφημούμε και να αρνούμαστε την πρόνοια του για το σύμπαν; Και όμως μόνον αυτός είναι ο αληθινός ιατρός, ιατρός των ψυχών και των σωμάτων.
Γι αυτό πολλές φορές παραλαμβάνει τον άνθρωπο, όταν σκιρτά από ευημερία και προκαλεί πυρετό αμαρτημάτων, με την ένδεια και την πείνα και με τον θάνατο και με τις άλλες συμφορές και με άλλα φάρμακα, που αυτός γνωρίζει, τον θεραπεύει από τα νοσήματα. Αλλά μόνο οι φτωχοί αισθάνονται την πείνα, θα πει κανείς. Όμως ο Θεός δεν τιμωρεί μόνο με την πείνα, αλλά και με άλλα αναρίθμητα μέσα· τον πτωχό πολλές φορές τον σωφρόνισε με πείνα, τον πλούσιο και εύπορο με τους κινδύνους, με τα νοσήματα, με πρόωρους θανάτους· διότι είναι επινοητικός και έχει ποικίλα φάρμακα για την σωτηρία μας. Το ίδιο κάνουν και οι δικαστές· δεν τιμούν μόνο, ούτε στεφανώνουν αυτούς που κατοικούν στις πόλεις, ούτε δίνουν μόνο δώρα, αλλά και τιμωρούν πολλές φορές. Γι αυτό ακονίζεται γι’ αυτούς και ξίφος και βάραθρα έχουν ετοιμασθεί και τροχός, και πάσσαλοι και δήμιοι και αναρίθμητα είδη τιμωρίας. Αυτό που είναι στην περίπτωση των δικαστών ο δήμιος, αυτό στην περίπτωση του Θεού είναι ο λιμός που ως άλλος δήμιος μας σωφρονίζει  και μας απομακρύνει από την κακία. Το ίδιο μπορούμε να δούμε, ότι συμβαίνει και στους γεωργούς. Διότι δεν περιποιούνται μόνο την ρίζα της αμπέλου, ούτε την περιφράττουν μόνο, αλλά και την περικόβουν και κόβουν πολλά από τα βλαστάρια· γι’ αυτό δεν έχουν μόνο αξίνη, αλλά και δρέπανα κατάλληλα για να κόβουν. Και όμως δεν κατηγορούμε ούτε αυτούς· αλλά τότε περισσότερο τους θαυμάζουμε, όταν τους βλέπουμε να κόβουν και να πετούν πολλά άχρηστα, ώστε με την απομάκρυνση των περιττών να εξασφαλισθεί η σωτηρία των άλλων. Πως λοιπόν δεν είναι παράλογο τον πατέρα και τον ιατρό και τον δικαστή και τον γεωργό να τους επιδοκιμάζουμε και ούτε εκείνον (τον πατέρα) όταν απομακρύνει τον γυιό του από την οικία, ούτε τον ιατρό, όταν βασανίζει τον ασθενή, ούτε τον δικαστή, όταν τιμωρεί, ούτε τον γεωργό, όταν κλαδεύει, να επικρίνουμε και να κατηγορούμε, ενώ τον Θεό, αν θελήσει καμιά φορά, που είμαστε με βαρύ κεφάλι εξ αιτίας της οινοποσίας να μας κάνει να συνέλθουμε από την πολλή μέθη, να τον επικρίνουμε και να βάλλουμε εναντίον του, με αναρίθμητες κατηγορίες; Πόσο μεγάλο γνώρισμα ανοησίας είναι, το να μη δίνουμε στον Κύριο ίση δικαιολογία προς εκείνη, που αναγνωρίζουμε στους συνδούλους μας;
(Προς τους λέγοντας ότι οι δαίμονες διοικούσιν…,    ΕΠΕ 31,46-54. PG 49,249-252)
Διάφοροι οι τρόποι της δοκιμασίας

Λες όμως ότι έχεις πάθει πάρα πολλά φοβερά πράγματα, περισσότερο από ότι πρέπει. Αλλά ούτε και οι γυμναστές γυμνάζουν όλους με τον ίδιο τρόπο, αλλά εκείνους, που έχουν μικρή ικανότητα, τους βάζουν αδύνατους αντιπάλους, ενώ στους γενναίους δίνουν γενναίους ανταγωνιστές. Διότι εκείνος που αντιμετωπίζει αντίπαλο που είναι κατώτερος της δικής του δυνάμεως και αν ακόμη συμπλέκεται όλη την διάρκεια της ημέρας με αυτόν, παραμένει αγύμναστος.
Θα πει όμως κάποιος· Γιατί ο Θεός δεν έδωσε τους ίδιους μόχθους σε εκείνους που διάλεξαν τον ίδιο τρόπο ζωής; Διότι ο Θεός δεν εφαρμόζει ένα μόνο τρόπο ασκήσεως, αλλά ούτε και οι άνθρωποι όλοι έχουν ανάγκη από τις ίδιες δοκιμασίες, και αν ακόμα ακολουθούν τον ίδιο τρόπο ζωής· και πολλοί άρρωστοι που πάσχουν από την ίδια ασθένεια, δεν χρειάσθηκαν τα ίδια φάρμακα, αλλά, άλλα μεν αυτοί και άλλα οι άλλοι. Γι’ αυτό και οι τρόποι των δοκιμασιών είναι ποικίλοι και διάφοροι, και άλλος υποφέρει από μακροχρόνια ασθένεια, άλλος από πολύ φοβερή πείνα, άλλος βιάζεται και αδικείται και άλλος με το ότι  βλέπει συνεχείς και αλλεπάλληλους θανάτους και των παιδιών του και των συγγενών του. Και αυτός δοκιμάζεται επειδή περιφρονείται από όλους και δεν απολαμβάνει καμμία τιμή, ενώ άλλος επειδή συκοφαντείται για πράγματα, που ούτε τα φαντάζεται, και υποφέρει έτσι το βάρος της συκοφαντίας, και άλλος πάλι με άλλο τρόπο· διότι δεν μπορούμε τώρα να τα απαριθμήσουμε όλα με ακρίβεια.
(Εις Σταγείριον Α’ ΕΠΕ 29,76-78.PG 62,658-659)

Ο Θεός επειδή μας αγαπά πολύ, γι’ αυτό μας αφήνει στις θλίψεις

Όταν πέσεις σε κάποια απροσδόκητη συμφορά, μη χάσης το θάρρος σου, αλλά αμέσως ανύψωσε την σκέψη σου και τρέξε προς το ακύμαντο λιμάνι και τον απόρθητο πύργο, την βοήθεια του Θεού. Διότι γι’ αυτό σε άφησε να πέσεις στην συμφορά, για να καλέσεις αυτόν. Αλλά οι πολλοί, όταν πέσουν σε συμφορά, αποβάλλουν τότε και την ευλάβεια που υπάρχει, ενώ πρέπει να κάνουν το αντίθετο. Επειδή, δηλαδή, μας αγαπά πάρα πολύ, γι’ αυτό μας αφήνει να θλιβόμαστε, ώστε η σύνδεση μας μαζί του να γίνεται πιο τέλεια. Διότι και οι μητέρες τα ανυπάκουα παιδιά, φοβερίζοντάς τα με διάφορα προσωπεία, τα αναγκάζουν να καταφεύγουν στην αγκαλιά τους, όχι επειδή θέλουν να τα στενοχωρήσουν, αλλά επινοούν τρόπους για να τα κρατούν κοντά τους· έτσι και ο Θεός θέλοντας πάντοτε να μας έχει ενωμένους μαζί του, σαν κάποιος ακριβώς σφοδρός εραστής, μάλλον δε επειδή είναι ορμητικότερος από οποιονδήποτε εραστή, σε αφήνει να περιέλθεις σε τέτοιες ανάγκες, ώστε να ασχολείσαι συνέχεια με την προσευχή και συνέχεια να τον επικαλείσαι, και, αφήνοντας τα άλλα να φροντίζεις για τα του Θεού.
(Εις τον ΡΙΔ’ Ψαλμόν, ΕΠΕ 6,522.PG 55,316)

Πολλοί από τις θλίψεις γίνονται σπουδαιότεροι

Πολλοί που ταπεινώνονται από τις συμφορές, γίνονται σπουδαιότεροι, ενώ όταν απολαμβάνουν τα αγαθά, γίνονται περισσότερο ράθυμοι και νωθροί, πράγμα που το λέει σε άλλη περίπτωση για τους Ιουδαίους: «Όταν τους παρέδινε σε θάνατο, τότε τον αναζητούσαν» (Ψαλμ. 77,34)
(Εις τον Θ’ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5,456.PG 55,125)