Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Το ατύχημα



Μνήμη Μάνου Σ.

Τα δειλινά της Κυριακής πάντα με διακατέχει μια μελαγχολική διάθεση. Αυτό συμβαίνει ακόμη και τις ημέρες των εορτών, αλλά και τις ημέρες που είμαι σε άδεια από την εργασία μου. Προσπάθησα αρκετές φορές στο παρελθόν να το ερμηνεύσω, αλλά η μόνη εξήγηση που έβρισκα ήταν σε αυτές τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις περί συναισθηματικής καταγραφής στα γονίδια ή περί αρχέγονης αποτύπωσης σε εγκεφαλικές λειτουργίες, ως προς την ταύτιση της δουλειάς με τη δουλεία. Αυτή όμως την Κυριακή, λίγο πριν την εορτή των Χριστουγέννων, υπήρχε σοβαρός λόγος για να μην είμαι ευδιάθετος. 
Πριν από λίγη ώρα, κατά το μούχρωμα (που θα έλεγε και ο ποιητής), άνοιξα το κινητό μου τηλέφωνο. Είχα συνήθειο παλαιό να το κλείνω από το βράδυ της Παρασκευής και να το ξανανοίγω το βράδυ της Κυριακής. Συνήθειο που μου είχε μείνει από την εποχή που απασχολούμουν ως ελεύθερος επαγγελματίας με τα λογιστικά, και η αξιότιμος πελατεία μου είχε σοβαρούς, κατ’ αυτήν, λόγους για να μου τηλεφωνεί ότι ώρα έκρινε σωστό να με ρωτήσει πολύ σημαντικά πράγματα, όπως το πότε θα υποβληθούν οι φορολογικές δηλώσεις ή το γιατί ο κουμπάρος ή ο μπατζανάκης του καθενός ενώ είχε τα ίδια με αυτόν εισοδήματα, πλήρωνε λιγότερο φόρο ενώ αυτός πλήρωνε περισσότερο και άλλα πολλά τέτοια σημαίνοντα, τα οποία δεν έπαιρναν αναβολή απαντήσεως.
Ανοίγοντας λοιπόν το κινητό, βρήκα εννέα αναπάντητες κλήσεις, έξι από το φίλο μου Μαρίνο και τρείς από τον άλλο φίλο μου Γιώργο. Λόγω του ότι το μυαλό μου πάντα πάει στο κακό για να έχω μετά αυξημένο συναίσθημα χαράς όταν δεν έχει συμβεί κάτι κακό, υπέθεσα ότι πάλι κάτι άσχημο θα έχει γίνει, και συνδυάζοντας αυτούς τους δύο φίλους που η σχέση μεταξύ τους είναι πολύ απόμακρη, και σκεπτόμενος ποιους κοινούς γνωστούς μπορεί να έχουν αυτοί οι δύο, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί στο Μάνο ή στο Θανάση.
Το επόμενο τηλεφώνημα που έγινε ευθύς αμέσως και ενώ σκεπτόμουν αυτά, ήταν από το Μαρίνο και επιβεβαίωνε κατά το ήμισυ τις σκέψεις μου.
- Έφυγε ο Μάνος!
- Τι λες! Πώς έγινε αυτό;
- Εχθές το απόγευμα, δεν αισθάνθηκε καλά, και μέχρι να τον πάνε στο νοσοκομείο είχε τελειώσει.
- Και πότε θα γίνει η κηδεία;
- Δεν ξέρω, γιατί πρέπει να γίνει πρώτα η νεκροψία, αλλά μάλλον την παραμονή των Χριστουγέννων.
- Μάλιστα. Ωραία Χριστούγεννα…
Με το Μάνο είχαμε παλαιά φιλία από τα σχολικά μας χρόνια. Φιλία η οποία κράτησε και αργότερα μετά το πέρας των γυμνασιακών μας σπουδών και ήδη αριθμούσε περί την τριανταπενταετία. Το γεγονός του θανάτου του, μου έκανε εντύπωση, αλλά λόγω του ότι συναισθηματικά λειτουργώ ετεροχρονισμένα, όπως θα έλεγαν την πάλαι ποτέ ένδοξη ελληνική σοσιαλιστική περίοδο ή με χρονοκαθυστέρηση, όπως λένε σήμερα, άρχισα πρώτα να ανακαλώ τις μνήμες από το παρελθόν.
Κατά το περασμένο έτος ο μακαρίτης πλέον Μάνος είχε ένα σοβαρό ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα του. Έχασε τον έλεγχο και χτύπησε άσχημα, χωρίς ποτέ να θυμηθεί για ποιό λόγο είχε συμβεί αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει περί τον ένα μήνα στην εντατική του νοσοκομείου, με τους γιατρούς αρχικά να είναι πολύ φειδωλοί στις εκτιμήσεις τους και να μας προετοιμάζουν έμμεσα για το μοιραίο. Τα κατάφερε όμως, αν και με αρκετές λάμες στο σώμα του και αρκετούς μήνες με φυσιοθεραπείες και αποχή από τη δουλειά, να επανέλθει σχεδόν στην προτεραία κατάσταση. Και τώρα -μετά από τόσο κόπο και ταλαιπωρία- να συμβεί αυτό το ξαφνικό από το οποίο επάνοδος δεν υπάρχει…
Εν όσο αναπολούσα αυτά τα γεγονότα, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε και ήταν ο άλλος φίλος μου ο Γιώργος.
-Τα έμαθες;
-Ναι μου τα είπε ο Μαρίνος.
-Σου είπε και το άλλο;
-Ποιο;
-Ο πατέρας του αυτοκτόνησε πριν λίγο.
-Ο πατέρας του Μάνου;
-Ναι! Τίναξε τα μυαλά του με το πιστόλι, δεν άντεξε…
- Και μη χειρότερα…
Το ένα μετά το άλλο! Ο ετεροχρονισμός συνέχιζε να παραμένει ενεργός προστατεύοντάς με από τη συναισθηματική φόρτιση. Ο γέρος ήταν ογδοντακοντούτης και βάλε. Αρχοντάνθρωπος, πρώην στρατιωτικός που χρημάτισε και υπάλληλος τραπέζης, χήρος σχεδόν από δεκαετίας. Ζούσε σε ένα παλαιικό διαμέρισμα γεμάτο βαριά έπιπλα, γυαλικά, βιβλιοθήκες και μια μικρή συλλογή από όπλα, που έμελλε να είναι και το τελευταίο πράγμα που αντίκρυσε στο μάταιο τούτο κόσμο.
Το μούχρωμα είχε πια χαθεί και με τύλιξε η νύχτα. Οι επόμενες δύο ημέρες πέρασαν με αναμνήσεις από τα γυμνασιακά μας χρόνια, τα αστεία της νιότης, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και τους καυγάδες, αλλά και τηλεφωνήματα με παλαιούς φίλους που τώρα μπροστά στο θάνατο θυμήθηκαν τη θνητότητά τους και αποφάσισαν να ξαναβρούμε ο ένας τον άλλο, γιατί «δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει».
Η κηδεία και των δύο, πατέρα και γιού, ορίστηκε πράγματι για την παραμονή των Χριστουγέννων. Νεκρώσιμη ακολουθία θα τελούσαν και για τον πατέρα, ερμηνεύοντας προφανώς ο οικείος επίσκοπος κατ’ οικονομίαν τους ιερούς κανόνες ή ίσως έχοντας στο χέρι έγγραφο, με διαβεβαίωση ψυχιάτρου ότι ο γέρος δεν είχε σώας τας φρένας.
Πήγα να ζητήσω άδεια με σφιγμένη καρδιά από το διευθυντή που ήταν και ιδιοκτήτης της εταιρείας που δούλευα. Σφιγμένη καρδιά όχι μόνο για τη μνήμη θανάτου, αλλά και για το πώς θα ζητήσω άδεια, καθότι ο κυρ Νίκος, όταν άκουγε αυτή τη λέξη, η μορφή του έπαιρνε μια ερυθρωπή απόχρωση σαν τις ζωγραφιές του Πανσέληνου στο Πρωτάτο, αλλά σε πιο χτυπητό τόνο. Το γραφείο του ήταν γεμάτο από εικόνες. Παντού όλοι οι τοίχοι καλυμμένοι, αλλά και τα έπιπλα, με την πρωτιά να έχει ο προστάτης των θαλασσινών, τον οποίο και χάριζε στους πελάτες κάθε χρόνο και σε κάθε συνάντηση, με κάθε μορφή απεικόνισης, χάρτινη, ξύλινη ή ανάγλυφη. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις εικόνες των Αγίων είχε και τη φωτογραφία της συμπεθέρας του. Μόνον αυτή· καμία άλλη· το γιατί ποτέ δεν το έμαθα και ούτε και τόλμησα ποτέ να το ρωτήσω.
-Θα λείψω αύριο, πρέπει να πάω σε δυο κηδείες.
-Τι έγινε;
Του εξιστόρησα τα γεγονότα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες για να αποδεσμευτώ όσο μπορούσα γρηγορότερα από την εμπόλεμη ζώνη. Έκανε το σταυρό του και μου απάντησε:
-Τα επιτόκια όμως των δανείων είναι οκτώ τοις εκατό.
-Πάντα με τόσο επιτόκιο δανειζόμαστε.
-Όχι εγώ δεν το ήξερα αυτό.
-Όσα χρόνια είμαι εδώ με αυτό το επιτόκιο δανείζεστε.
-Όχι!!! Το λογιστήριο είναι υπεύθυνο και εσείς φταίτε που δεν έχω λεφτά να αγοράσω ένα καρφί. Δεν έχω συνεργάτες, δεν ενδιαφέρεστε για την εταιρεία.
Έσκυψα το κεφάλι και αποχώρησα θεωρώντας ότι δεν άκουσε τι του είπα, αλλά και θεωρώντας πάλι ότι μου έδωσε την άδεια να λείψω.
Την επόμενη μαζί με το φίλο μου Γιώργο και συγκινησιακά φορτισμένοι ανηφορίσαμε σιωπηλοί προς το νεκροταφείο στις παρυφές του Υμηττού. Καθίσαμε έξω από το σπιτάκι, σχεδόν απέναντι από την εκκλησία, όπου ήταν ο χώρος αναμονής των τεθνεώτων. Ένα ετερόκλητο ενδυματολογικά πλήθος ήταν εκεί από τους παλαιούς φίλους και συμμαθητές, στο μεταίχμιο της νιότης και της ωριμότητας. Οι περισσότεροι είχαν χαρούμενη διάθεση, μια χαρμολύπη θα έλεγες, με την χαρά να κυριαρχεί που συναντούσαν πάλι παλαιούς γνωστούς και φίλους και αν δεν ήταν ο χώρος του νεκροταφείου, θα νόμιζες ότι βρισκόσουν σε κάποιο από αυτά τα λεγόμενα «κτήματα» που πριν την οικονομική κρίση ο καθείς που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να κάνει εκεί το γάμο του.
Σε λίγο η καμπάνα χτύπησε πένθιμα και οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών σηκώνοντας τα δύο φέρετρα κατευθύνθηκαν προς το ναό. Η νεκρώσιμος ακολουθία ξεκίνησε, ο Άμωμος…, μετά των Αγίων ανάπαυσον…, πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…, δεύτε τελευταίον ασπασμόν…, και η πομπή αναχώρησε για τον τάφο. Ακολούθησα μαζί με το φίλο μου την πορεία με τα δύο φέρετρα να προπορεύονται για την τελευταία κατοικία, εν αναμονή αναστάσεως σωμάτων και φρικτής Κρίσεως. Οι παρευρισκόμενοι στο νεκροταφείο, κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένες γυναίκες που ήταν στους παρακείμενους τάφους έστεκαν εκστατικές και έκαναν το σταυρό τους βλέποντας, το όχι και τόσο συνηθισμένο θέαμα με τα δύο φέρετρα να ηγούνται. Ρίξαμε το χώμα και τα λουλούδια που μας έδωσε ο υπάλληλος του γραφείου τελετών στους τάφους και σκουπίσαμε τα χέρια μας με το αρωματικό μαντηλάκι που πάλι ο ίδιος υπάλληλος μας έδωσε. Ασπαστήκαμε τη χήρα, πλέον, του αναπαυμένου φίλου μας, είπαμε κάποια λόγια για τους τύπους δίνοντας την υπόσχεση να τα πούμε εκτενώς αργότερα όταν θα έχει περάσει λίγος χρόνος και κατηφορίσαμε προς τη έξοδο.
Μια γυναίκα στο πλάι του δρομίσκου, που έπλενε τον τάφο κάποιου οικείου της προφανώς, με σταμάτησε.
-Ατύχημα;
-Πες το κι έτσι.
Και συνέχισα το δρόμο μου.
Σ. Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: