Από το βιβλίο «Οι Θεομητορικές εορτές στη λατρεία της Εκκλησίας» του Γεωργίου Ν. Φίλια
Το κατά την 21η Νοεμβρίου εορταζόμενο γεγονός των Εισοδίων της Θεοτόκου στο ναό αποτελεί μία ακόμη θεομητορική εορτή, η οποία εμφανίστηκε σταδιακώς και δι’ ορισμένων συγκυριών. Τα γεγονότα της εορτής δεν μαρτυρούνται στα Ευαγγέλια, μνημονεύει δε αυτά το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, στο οποίο περιγράφεται πως η Παρθένος οδηγήθηκε από το τρίτο έτος της ηλικίας της στο ναό όπου και έμεινε ως το δωδέκατο έτος. Όπως διαπιστώθηκε και περί των υπολοίπων θεομητορικών εορτών, τα Εισόδια ήσαν γνωστά ως γεγονός στην εκκλησιαστική παράδοση προφανώς από τους αποστολικούς χρόνους, εορτή όμως εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού δεν μαρτυρείται κατά τους πέντε πρώτους αιώνες.
Μία σειρά γεγονότων συνεργούν στη διαμόρφωση της εορτής. Το πρώτο και βασικό γεγονός είναι η ανέγερση από τον Ιουστινιανό Α’ (527-565) στα Ιεροσόλυμα μιας μεγαλοπρεπούς βασιλικής η οποία ονομάστηκε «Νέα Εκκλησία» ή «Αγία Μαρία η Νέα». Ο ναός αυτός κτίσθηκε στη νότια πλευρά του ναού του Σολομώντος, πάνω στην κορυφή του λόφου «Μορία». Γνωρίζουμε ότι στις 20 Νοεμβρίου του 543 εγκαινιάσθηκε η «Νέα Εκκλησία». Δεν πρέπει να παραθεωρείται το γεγονός ότι η Ιεροσολυμιτική Εκκλησία απέκτησε ιδιαίτερη αίγλη μετά την ανακήρυξη των Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο το 455. την ίδια εποχή ακμάζει ο παλαιστινός μοναχισμός (αγ. Σάββας, Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, Μέγας Ευθύμιος), εντός του οποίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερη τιμή προς το πρόσωπο της Θεοτόκου. Οι παράμετροι αυτές είναι σημαντικές για να κατανοήσουμε το γεγονός εμφανίσεως της εορτής των Εισοδίων.
Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι η ημερομηνία των εγκαινίων του ναού υπήρξε η αφορμή για τον καθορισμό της εορτής των Εισοδίων, δεδομένης της γειτνιάσεως της «Νέας Εκκλησίας» με το Ναό του Σολομώντος, όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ο ημερολογιακός συνδυασμός των δύο γεγονότων είναι εύλογος, εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη την από των πρώτων αιώνων υφισταμένη τιμή προς τη Θεοτόκο και τα γεγονότα της ζωής της, η οποία (τιμή) «αναζητούσε» χρονική ευκαιρία θεσμοθετήσεως εορτών. Πότε, όμως η ημερομηνία των εγκαινίων απετέλεσε το έναυσμα καθορισμού της ημερομηνίας των Εισοδίων; Υπήρξε συνεορτασμός των δύο γεγονότων, ή η εορτή των Εισοδίων διαδέχθηκε και υπεκατέστησε την εορταστική ανάμνηση των εγκαινίων; Στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχει σαφής απάντηση. Και νε μεν ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων δεν μνημονεύει την ύπαρξη της εορτής σε Ομιλία του στον Ευαγγελισμό το 634, το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η εορτή των Εισοδίων δεν υφίστατο.
Γνωρίζουμε ότι ο ναός του Ιουστινιανού μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος από τους Άραβες το 638. Ας θεωρηθεί νόμιμο να συμπεράνουμε ότι, όταν πλέον παύει να υφίσταται κάποιος ναός, τότε χάνεται και η ανάμνηση των εγκαινίων του. Εάν το όλο σκεπτικό ευσταθεί, μετά το 638 επισυμβαίνει η υποκατάσταση της εορτής των εγκαινίων με την εορτή των Εισοδίων, τα οποία (Εισόδια) καθορίζονται ημερολογιακώς μία μέρα μετά την ημερομηνία των εγκαινίων, επομένως στις 21 Νοεμβρίου. (Το ίδιο συνέβη με την περίπτωση των εγκαινίων του επί του Παναγίου Τάφου ναού-13 Σεπτεμβρίου– η ανάμνηση των οποίων αντικαταστάθηκε από την εορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου.)
Πρέπει επομένως να συμπεράνουμε ότι η εορτή των Εισοδίων υφίσταται στα Ιεροσόλυμα το 685, όταν ο Ανδρέας Κρήτης υπήρξε ο εισηγητής της εορτής στην Κωνσταντινούπολη. Εύλογο, επίσης, είναι το συμπέρασμα ότι ο Ανδρέας Κρήτης υπήρξε ο εισηγητής της εορτής στην Κωνσταντινούπολη, με δεδομένη μάλιστα την επισήμανση του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως (αρχές 8ου αιώνα) ότι η εορτή των Εισοδίων ήταν «αρτιύμνητη», δηλαδή νεοσύστατη.
Το χρονολογικό διάγραμμα εξελίξεως της εορτής διαφαίνεται πλέον σαφές: τον 6ο αιώνα στα Ιεροσόλυμα εγκαινιάζεται (στις 20 Νοεμβρίου του 543) ο ναός της «Νέας Εκκλησίας» από τον Ιουστινιανό και η ανάμνηση των εγκαινίων συνιστά ετήσια εορτή. Όταν όμως, ένα αιώνα αργότερα ο ναός μετατρέπεται σε μουσουλμανικό τέμενος, η ανάμνηση των εγκαινίων του χάνεται και στη θέση της εορτής αυτής τίθεται η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, με μεταβολή της ημερομηνίας κατά μία ημέρα (21 Νοεμβρίου) προς διάκριση των δύο εορτών. Δύο παράμετροι συνέβαλλαν στην τελική αυτή εορτολογική διαμόρφωση: η συνήθεια να καθορίζονται εορτές (Δεσποτικές ή Θεομητορικές) σε ημερομηνίες εγκαινίων ναών και η γειτνίαση του ναού του Ιουστινιανού με το ναό των Εισοδίων (το ναό του Σολομώντος). Τοιουτοτρόπως, η παλαιά ιεροσολυμιτική παράδοση περί τιμής των θεομητορικών γεγονότων έφθασε σε εορτολογική διαμόρφωση ως προς το γεγονός των Εισοδίων (7ος αιώνας), καθιστώντας τα Ιεροσόλυμα-για μία ακόμη φορά-λίκνο γενέσεως μίας θεομητορικής εορτής. Ο Ανδρέας Κρήτης είναι προφανώς, εκείνος ο οποίος μετέφερε εκ των Ιεροσολύμων την εορτή στην Κωνσταντινούπολη περί τα τέλη του 7ου αιώνα, ο δε περί τας αρχάς του 8ου αιώνα συγγράφων Γερμανός Α’ Κωνσταντινουπόλεως επιβεβαιώνει το γεγονός.
Η θεσμοθέτηση μίας εορτής δεν σημαίνει ταυτοχρόνως και τη διάδοση και παγίωση της στην εορτολογική συνείδηση της Εκκλησίας. Το ίδιο συνέβη και με την εορτή των Εισοδίων: η περαιτέρω ανάπτυξή της σημειώνεται μετά τον 9ο αιώνα, η δε οριστική και καθολική επικράτησή της επισυμβαίνει το 12ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός (1143 - 1180) την καθιερώνει ως ημέρα αργίας.
Στη Δύση, η θεσμοθέτηση της εορτής καθυστέρησε ακόμα περισσότερο σε σχέση με την Ανατολή. (Στη Δύση οι διηγήσεις των Αποκρύφων αντιμετώπισαν πολύ μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απ’ ότι στην Ανατολή. Αυτό, ίσως, ερμηνεύει και την επιφυλακτικότητα περί των γεγονότων των Εισοδίων, μαρτυρουμένων μόνο στην απόκρυφη πηγή του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου.) Εμφανίστηκε μεν μεμονωμένως κατά τους 10ο και 11ο αιώνα, η εισαγωγή της όμως στο εορτολόγιο της δυτικής Εκκλησία πραγματοποιήθηκε το 14ο αιώνα. Την εποχή ακριβώς εκείνη, ο πρεσβευτής του βασιλέως της Γαλλίας Καρόλου στην Κύπρο, ο Γάλος ευγενής Φίλιππος de Mezieres, άνδρας ευλαβούμενος εξαιρετικά τη Θεοτόκο και γνώστης της ανατολικής παραδόσεως περί της εορτής, ενημέρωσε τόσο τους επισκόπους της δυτικής Εκκλησίας, όσο και τον ίδιο το βασιλέα Κάρολο (στην Αβινιόν της Γαλλίας) περί της τελέσεως της εορτής στην ανατολική Εκκλησία, ο δε Κάρολος εισηγήθηκε και επέτυχε την από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΑ’ (1371 - 1378) επίσημη θεσμοθέτηση της εορτής στη Δύση. Το 1372 εορτάσθηκαν επισήμως για πρώτη φορά στη δυτική Εκκλησία τα Εισόδια της Θεοτόκου.