Του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Όταν η Υπεραγία Θεοτόκος Μαρία
έφθασε σε ηλικία τριών ετών, οι άγιοι
γονείς της, Ιωακείμ και Άννα, την πήραν από τη Ναζαρέτ στην Ιερουσαλήμ για να
την αφιερώσουν στην υπηρεσία του Θεού, όπως το είχαν υποσχεθεί. Ήταν ένα
κοπιώδες τριήμερο ταξίδι από τη Ναζαρέτ μέχρι την Ιερουσαλήμ, αλλά, επειδή
ταξίδευαν για θεάρεστο σκοπό δεν δυσκολεύτηκαν.
Πολλοί συγγενείς του Ιωακείμ και
της Άννης συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ για να παρευρεθούν στο γεγονός, κατά
το οποίο παρίσταντο επίσης αόρατοι άγγελοι του Θεού. Επικεφαλής της πομπής προς
τον Ναό ήταν παρθένοι με αναμμένες λαμπάδες ανά χείρας· ακολουθούσε η Παναγία
Παρθένος καθοδηγούμενη, ένθεν και ένθεν, απ’ τον πατέρα και τη μητέρα της. Η Παναγία
ήταν στολισμένη με χρυσοκέντητο ένδυμα εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη,
πεποικιλμένη, όπως άρμοζε στη «θυγατέρα του βασιλέως» [πᾶσα ἡ δόξα αὐτῆς θυγατρὸς βασιλέως ἔσωθεν (Ψαλμός 44, 13-15)]. Στη συνέχεια ακολουθούσε
πλήθος συγγενών και φίλων, όλοι με αναμμένες λαμπάδες. Δεκαπέντε σκαλοπάτια
οδηγούσαν στο εσωτερικό του Ναού. Οι θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα ανέβασαν την
Παναγία στην πρώτη αναβαθμίδα, στο πρώτο σκαλί και ύστερα εκείνη ανέβηκε μόνη
της τρέχοντας μέχρι επάνω.
Εκεί την υποδέχθηκε ο Αρχιερέας Ζαχαρίας, ο
μετέπειτα πατέρας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Την πήρε από το χέρι και την
οδήγησε όχι μόνο μέσα στο Ναό, αλλά στα ενδότερα, στα «Άγια των Αγίων», στον
ιερότερο απ’ όλους τους ιερούς τόπους, εκεί όπου μόνον ο αρχιερέας εισερχόταν
και μόνον άπαξ του ενιαυτού. Λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Θεοφύλακτος Αχρίδος
ότι ο Ζαχαρίας ήταν εκστατικός και θεόληπτος, όταν οδηγούσε την Παρθένο στα
Άγια των Αγίων του Ναού, πέραν του δευτέρου καταπετάσματος — δεν θα μπορούσε να
εξηγηθεί διαφορετικά αυτή η ενέργειά του! Οι γονείς της Μαρίας τότε έδωσαν την
προσφορά τους στον Θεό, σύμφωνα με τον Νόμο, έλαβαν την ευλογία του ιερέως και
επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Η Παναγία Παρθένος Μαρία παρέμεινε στον Ναό· εκεί ήταν το ενδιαίτημα της για εννέα ολόκληρα χρόνια. Ενόσω ζούσαν
οι γονείς της την επισκέπτονταν συχνά., ιδίως η αγία Άννα. Όταν ο Θεός τους κάλεσε και αναχώρησαν από
τον κόσμο, η Παρθένος Μαρία έμεινε ορφανή και δεν επιθυμούσε να αφήσει τον ναό
μέχρι τον θάνατο της, αλλά ούτε και να έλθει εις γάμου κοινωνία. Καθώς αυτό θα
ήταν ενάντια στον Νόμο και τα έθιμα του λαού του Ισραήλ, γι’ αυτόν τον λόγο
δόθηκε στον άγιο Ιωσήφ, τον υπέργηρο συγγενή της στη Ναζαρέτ, μόλις συμπλήρωσε
την ηλικία των δώδεκα ετών. Έτσι, υπό τον παραδεκτό ρόλο της μνηστευμένης, μπορούσε
πλέον να ζει εν παρθενία και να εκπληρώσει την επιθυμία της καρδιάς της, ενώ
ταυτόχρονα εκπλήρωνε και την επιταγή του Νόμου, διότι διαφορετικά ήταν κάτι
ανήκουστο για τα δεδομένα του λαού του Ισραήλ οι νεαρές κοπέλες να επιλέγουν να
ζουν εν παρθενία μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Η Παρθένος Μαρία ήταν η πρώτη από τις διά βίου
αφιερωμένες παρθένους και από τις χιλιάδες επί χιλιάδων παρθένων ανδρών και
γυναικών που θα ακολουθούσαν το παράδειγμα εκείνης, στην Εκκλησία του Χριστού.