Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόντογλου Φώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόντογλου Φώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Η ταραγμένη μας ζωή και η ευλογημένη ψυχική ησυχία.


Του Φώτη Κόντογλου

Από το βιβλίο «Ευλογημένο καταφύγιο» των εκδόσεων «Ακρίτας»



Δεν γνωρίζω τί νοιώθουνε οι άλλοι άνθρωποι στον καιρό μας. Εγώ νοιώθω πολλές φορές πως βρίσκουμαι μέσα σε μια παραζάλη και μια ταραχή, σ' αυτόν τον κόσμο της μηχανής και της δράσης. Σαν να στριφογυρίζει το κεφάλι μου μέσα στο σβούρισμα πού έχει πιάσει την ανθρωπότητα, και δεν έχει μιας στιγμής ησυχία. Ποτέ το ανθρώπινο γένος δεν το 'πιασε τόση δραστηριότητα —όχι πνευματική, μα υλική δραστηριότητα. Γιατί, κι αυτά πού τα λέγει σήμερα ο κόσμος πνευματικά, επιστημονικά, δεν είναι παρά υλικά, κι αποβλέπουνε στην υλική ζωή του ανθρώπου. Κι αυτή η υλική ζωή του ανθρώπου, λέγεται με μια λέξη: Παράς. Όλες οι ακαταμέτρητες μηχανές πού αγκομαχάνε σαν τελώνια μέρα-νύχτα, σε στεριά, σε θάλασσα και στον αγέρα, όλα αυτά τα συνέδρια, και τα επιστημονικά εργαστήρια, κ' οι εφευρέσεις, κ’ οι μυριάδες εφημερίδες και τα λογής - λογής βιβλία, κ' οι καλλιτεχνίες, τα θέατρα, οι ρεκλάμες, οι διάφορες ρουκέτες για καινούριες θεωρίες, τα διαπλανητικά ταξίδια, όπως τα λένε, οι αστρονομίες, οι εξερευνήσεις στους πόλους, στις ζούγκλες, στα βάθη του ωκεανού, όλα, όλα γίνουνται γι' αυτόν τον τύραννο, πού καβαλίκεψε την αμαρτωλή την ανθρωπότητα και την στριφογυρίζει σαν δαιμονισμένη: τον Παρά. Ποτές ο Μαμωνάς δεν προσκυνήθηκε με τόση πίστη, με τόσο άγρια πίστη, όσο σήμερα. Κ' οι πιο φανατικοί προσκυνητές του, αλλοίμονο, είναι οι λεγόμενοι χριστιανοί, αυτοί πού λένε πως πιστεύουνε σε Κείνον, πού είπε πως ο Μαμωνάς είναι ο πιο μεγάλος εχθρός του, ο Εωσφόρος, ο Σατανάς!
*
Λοιπόν, ο κόσμος στριφογυρίζει από την τρέλα του Μαμωνά, κι όλοι μας, επειδή βρισκόμαστε μέσα σ' αυτόν τον άγριον ανεμοστρόβιλο, είμαστε ζαλισμένοι, και δεν καταλαβαίνουμε αυτό το φοβερό στριφογύρισμα, πού δεν μας αφήνει να πάρουμε αναπνοή. Όποιος μπορέσει και τραβηχθεί για λίγο έξω από τούτον τον ανεμοστρίφουλα (κ' είναι πολύ λιγοστοί οι τέτοιοι άνθρωποι), με τρομάρα βλέπει που πηγαίνει η τυφλή ανθρωπότητα, έχοντας χαμένα τα φρένα της ολότελα. Τότε μοναχά καταλαβαίνει πώς όλα τούτα τα εκατομμύρια, στ’ αληθινά δεν νοιώθουνε σχεδόν τίποτα από την ουσία της ζωής, ενώ, ίσια - ίσια, θαρρούνε πως τρέχοντας σαν δαιμονισμένοι, είναι φτερωμένοι με τα φτερά της ζωής, και δεν ξέρουνε πως κυνηγάνε τον ψεύτικο ίσκιο της!
Ο κάθε άνθρωπος της σημερινής κοινωνίας είναι φορτωμένος με τόσες έγνοιες, πού δεν προφταίνει, να ζήσει. Κ' ενώ αυτές οι λογής - λογής έγνοιες τον μποδίζουνε να ζήσει, ίσα - ίσα αυτές οι άσπλαχνες έγνοιες πού του τρώνε το συκώτι, όπως το όρνιο έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα, αυτές λοιπόν οι έγνοιες θαρρεί, μέσα στην παραζάλη του, πως είναι η ζωή η ίδια, ο δυστυχής, και φοβάται μήπως αυτές οι βδέλλες πού πίνουνε το αίμα του, ξεκολλήσουνε από πάνω του, και πεθάνει.
Πάρτε έναν σημερινό άνθρωπο, πού να 'ναι φουσκωμένος σαν σαμπρέλα από την τρελή δραστηριότητα πού λέμε, με το κεφάλι του γεμάτο από χίλιες έγνοιες και φροντίδες και σχέδια και μηχανές (όλα για τον Παρά), και πιάστε και ξεκολλήστε από πάνω του μία - μία όλες αυτές τις βδέλλες, ως πού ν' απομείνει σκέτος, δηλαδή ήσυχος, αζάλιστος, αμέριμνος. Θα νομίσει πως πέθανε, πως δεν έχει τίποτα να κάνει πια στον κόσμο, γιατί μαζί με τις βδέλλες εβγήκε κ' η ψυχή του, επειδής εκείνες οι βδέλλες ήτανε η ζωή του. Παραμέσα από το πετσί του, πού το βυζαίνουνε αυτές οι βδέλλες, δεν υπάρχει ψυχή, δηλαδή δεν υπάρχει, ζωή. Ο τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να απομείνει μόνος με τον εαυτό του, γιατί εαυτός του καλά - καλά δεν υπάρχει. Γι' αυτό κρεμνιέται από τις φροντίδες κι από τις σκοτούρες, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει γι' αυτόν ζωή.
Ζωή είναι η από μέσα αίσθηση του κόσμου, πού έχει ο άνθρωπος. Ζει όποιος απομένει με τον εαυτό του, χωρίς μάταιους περισπασμούς, «Ο ολιγομέριμνος, λέγει ένας άγιος, εν αναπαύσει νοός διάγει». Και πάλι ο ίδιος λέγει: «Χωρίς αμεριμνίας, φως εν τη ψυχή σου μη ζητήσης, μήτε γαλήνην και ησυχίαν». Μα, για τους σημερινούς ανθρώπους, γαλήνη και ησυχία είναι ο θάνατος, ενώ ταραχή είναι η ζωή. Ο ίδιος άγιος λέγει; «Άνθρωπος πολυμέριμνος, πράος και ησύχιος ου δύναται είναι», και «Ο αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστί της χαράς».
Από φυσικό μου δεν αγαπώ την ταραχή, κ' είμαι αδιάφορος σε ότι γίνεται γύρω μου, δηλαδή στη λεγόμενη «εξέλιξη». Άλλα σήμερα είναι τόσο μεγάλη η βουή πού γίνεται στον κόσμο, πού νοιώθω ώρες - ώρες πως ζαλίζομαι, και πέφτω σε αθυμία, βλέποντας αυτή την κατάσταση, και για να βγάλω από πάνω μου τα μπερδεμένα νήματα πού μας έχουνε ζωσμένους, αποτραβιέμαι στη μοναξιά, σαν άνθρωπος πού τον κυνηγάνε, και τρέχει να κρυφτεί.
*
Κάθουμαι κάτω από το τσαρδάκι, κοντά στην ακροθαλασσιά. Τ' αεράκι φυσά, γλυκομουρμουρίζοντας στα δροσερά φύλλα των δέντρων πού κρέμουνται από πάνω μου. Ανάμεσα στα δεντράκια και στα χαμόκλαρα, κοιτάζω το μαβύ πέλαγο. Δόξα σοι ο Θεός! Φύγανε από πάνω μου οι ανόητες έγνοιες, σαν τον άνθρωπο πού λούσθηκε και καθαρίστηκε, και νοιώθει τον εαυτό του αναπαυμένον. Αληθινά, «ο αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστί της χαράς»!
Κοιτάζω αντίκρυ μου και χαίρουμαι, ενώ ακούγω τη θάλασσα ν’ αλαφροκυματίζει και τα κυματάκια να μουρμουρίζουνε στα φύκια της ακρογιαλιάς. Αντίκρυ βλέπω δυο νησιά, το 'να πίσ' από τ' άλλο. Το πιο κοντινό φαίνεται καθαρώτατα, μ' όλα τα καθέκαστα. Το άλλο πού κρύβεται από πίσω του, γαλανιάζει, έχει ένα δροσερό χρώμα, το χρώμα του νερού. Αερικά βουνά, με έμορφα χαμηλώματα ανάμεσα τους, απλώνουνε από την μια άκρη ως την άλλη, Βλέπω κάβους, έρημες ακρογιαλιές. Εδώ κ’ εκεί μίλια μακρυά τόνα από τ' άλλο, βλέπω κανένα σπιτάκι, ξεχασμένο στην ερημιά. Ίσως μοναχά το δικό μου μάτι να το πρόσεξε, το κακόμοιρο. Άραγε ποια ψυχή κάθεται κει μέσα! Τούτη την ώρα δεν φαίνεται κοντά του ανθρώπινος ίσκιος.
Δυο-τρία πανάκια, βολτατζάρουνε στο πέλαγο. Το ένα είναι μεγάλο, ένα τρεχαντήρι μ' ένα λατίνι. Το καθένα τραβά το μάτι μου. Το κοιτάζω ως πού κουράζομαι. Μικραίνει, μικραίνει, ως πού σβήνει μέσα στην άχνα του πελάγου και χάνεται μέσα στη θολούρα. Μια ψυχή είναι αυτό το πανί πού έσβησε, ένας άνθρωπος. Άραγε ποιος είναι; Έχε γεια, αδερφέ μου, πού δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε κ' εσύ θα μάθεις ποτές πως σε κοίταξε κάποιος από μακρυά, με τόση αγάπη, από μιαν έρημη ακρογιαλιά, δίχως να φαίνεται καθόλου,
Κάθουμαι και κοιτάζω έτσι ώρες πολλές. Ησυχία είναι μέσα μου, κι απ’ έξω η πλάση είναι ειρηνεμένη και βλογημένη. Η βουή του κόσμου σαν να 'ναι ψέμα, ένας βραχνάς πού έσβησε και χάθηκε. Δεν έχω έγνοιες, μηδέ φιλοδοξίες. Ο πελαγίσιος αγέρας σκόρπισε το σμάρι τις σφήκες πού ζαλίσανε το κεφάλι μου. Εδώ σε μια ώρα μέσα, ζεις όσο δε ζει αληθινά ούτε μέσα σ' ένα χρόνο ο αεικίνητος άνθρωπος της μηχανής και του παρά. Τί λέγω; Κ' εκατό, και διακόσια χρόνια να ζήσει ένας τέτοιος σε τούτον τον κόσμο, δεν θα καταλάβει ότι νοιώθει σε μια ώρα ο από μέσα άνθρωπος από το βαθύ μυστήριο του κόσμου!
Δυστυχισμένοι! Εσείς πού έχετε την ιδέα πως είσαστε ζωντανοί, γιατί στριφογυρίζετε μέρα - νύχτα, σαν τις μηχανές πού προσκυνάτε! Όσο ζωντανές είναι αυτές οι μηχανές, άλλο τόσο ζωντανοί είσαστε και σεις. «Υιοί ανθρώπων, ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος;»


Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Η ευωδία της Παναγίας.


Του Φώτη Κόντογλου



 Σαν την καταστολισμένη νύφη, έτσι είναι η Ελλάδα μας γεμάτη από εκκλησίες, μοναστήρια και ερημοκκλήσια της Παναγίας, πνευματικά παλάτια της ταπεινής αυτής Βασίλισσας. Στο καθένα απ΄ αυτά βρίσκεται το σεβάσμιο εικόνισμά της, δεξιά από την Ωραία Πύλη, με το γυρτό κεφάλι της για ν’ ακούσει τον κάθε πόνο μας, την κάθε χαρά μας.
Πόσα δάκρυα στ’ άχραντα χέρια της, δάκρυα του βασανισμένου λαού μας! Το γλυκό, μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπο της δίνει ελπίδα στους απελπισμένους, χαρά στους θλιμμένους, ανάπαυση στους κουρασμένους, ειρήνη στους ταραγμένους. Το κάλλος του δεν είναι σαρκικό, αλλά κάλος πνευματικό, που φέρνει κατάνυξη σεβασμό και αγάπη. Οι ζωγράφοι που τη ζωγραφίσανε ήτανε πονεμένοι άνθρωποι, νηστευτές, εγκρατείς και ολοκάθαροι, κατά το τροπάρι που λέγει: «Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαυέτω μηδαμώς χείρ αμυήτων...».
Στην Ελλάδα προσκυνείται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο· ήγουν με δάκρυα, με πόνο, με ταπεινήν αγάπη και με «χαροποιόν πένθος». Γιατί η Ελλάδα μας είναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος· και το έθνος μας βρίσκει στις σκληρές περιστάσεις του παρηγοριά και στήριγμα στη λυπημένη μητέρα του Χριστού. Σε άλλες χώρες η Παναγία τραγουδιέται με τραγούδια κοσμικά· μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη, θαρρετά μα και με συστολή, με αγάπη, μα και με σέβας, σαν μητέρα μας, μα και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγομε την καρδιά μας, για να ιδεί τι έχει μέσα και να γιάνει τις πληγές μας. Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας· το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη μας», «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο λιμήν των χειμαζομένων».
Το Δεκαπενταύγουστο μοσχοβολά όλη η χώρα μας από την μυστική ευωδία της Θεοτόκου. «Επί Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις· αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος. Ηγιασμένε ναέ και Παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και πεδίον γέγονεν».
Ο αγέρας, τα βουνά, οι θάλασσες, τα χωριά, οι πολιτείες, γεμίζουνε ευωδία από το «χρυσούν θυμιατήριον», από την «μαναδόχον στάμναν» που έχει μέσα «μύρον το ακένωτον». Οι γυναίκες μας είναι στολισμένες με τα’ όνομά της· τα χωριά μας, τα βουνά οι κάμποι, τα νησιά, οι ακροθαλασσιές, οι κάβοι είναι αγιασμένα από τα ερημοκκλήσια και τα μοναστήρια τους. Τα καΐκια και τα καράβια μας έχουνε γραμμένα επάνω στη μάσκα και στην πρύμνη το γλυκό τ’ όνομά της. Αληθινά στην Ελλάδα μας «επί Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις»...

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Πρωτοχρονιά στη Σιβηρία. Στο εκκλησάκι το πάτερ Ιωνά



 Του Φώτη Κόντογλου

από το βιβλίο «Ταξιδευτές κι ονειροπόλοι»
των εκδόσεων «Ακρίτας»




Προχτές πήγα να δώ τον μπάρμπα - Ηρακλή Γιαβάσογλου, που τον λένε Γιαβάς-Θαλασσινόν από το κοσμογύρισμα που έκανε σ’ όλη τη ζωή του. Καθότανε στη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα και πυρωνότανε. Φορούσε ένα καλπάκι από αστραχάν, κι είχε τρυπωμένα τόνα χέρι του μέσα στο μανίκι τα’ αλλουνού. Μου φάνηκε πως βρισκόμουνα στην καλύβα κανενός Γιακούτου, στις χιονισμένες χώρες, μέσα στην Ασία. Ο μπάρμπα-Ηρακλής είναι πολύ γέρος, ως ενενηνταπέντε χρονών, μα βαστά καλά, γέρος-αγέραστος.
Άμα τον είδα ντυμένον έτσι, χαμογέλασα. Κι εκείνος μου λέγει: «Ένα μπαίγνιο είναι ο άνθρωπος. Τώρα που γέρασα κρυώνω με τούτη την τιποτένια ψύχρα. Κείνον τον καιρό που ταξιδεύαμε στα παγωμένα μέρη με τις καζάκες (έλκυθρα), το κορμί μας άναβε, κι ας κρεπάρανε οι πέτρες από το τάντανο»
Του λέγω: «Δε μου λές καμιά ιστορία, μπάρμπα-Ηρακλή, από κείνα τα μέρη;».
«Μετά χαράς να σου πώ», μου λέγει. «Σε τούτον τον μάταιον τον ντουνιά, ούλα γίνουνται ιστορίες και περνούνε. Μα σήμερα θα σου πώ μιαν ιστορία καλή, και τη θυμήθηκα λίγο πρίν νάρθεις, την ώρα που άναψα τη φωτιά και μυρίσανε τα ξύλα. Με τη μυρουδιά και με τα’ αστραχάν που φόρεσα στο κεφάλι μου, ήρθανε στο νού μου καθαρά, σαν νάτανε προχτές, κάτι πράματα ξεχασμένα, πρίν από τον Ρωσο-Γιαπωνέζικον πόλεμο. Κείνη τη χρονιά βρέθηκα… Για πες που βρέθηκα;… Στη Σιβηρία!».
Εγώ, σαν άκουσα «Σιβηρία», ενθουσιάστηκα, και τον αγκάλιασα τον μπάρμπα-Ηρακλή, που χαμογελούσε και με κοίταζε καλοκάγαθα. Με όλο που ήξερα πως είχε ταξιδέψει σ’ όλη την υδρόγειο σφαίρα, μ’ όλα ταύτα δεν περίμενα νάχε πάγει και στη Σιβηρία.
Πήγα δυό φορές στη Σιβηρία, μούπε, κι έχω να σου πω πολλές ιστορίες. Ήτανε κι άλλοι Ρωμιοί πηγαιμένοι σε κείνα τα μέρη. Σήμερα θα σου πώ την πιο καλή ιστορία, και μπορείς να τη γράψεις στη φημερίδα, οι μέρες πούναι. Το λοιπόν, σαν τέτοιες χρονιάρες μέρες , Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, βρέθηκα, όχι μονάχα στη Σιβηρία, αλλά πέρασα και στο νησί που το λένε Σαχαλίνα. Γι αυτό σου λέγω πως η σημερινή ιστορία είναι σπουδαία από τις σπουδαίες. Στη Σαχαλίνα δεν μπορούσε να πάγει όποιος κι όποιος, γιατί εκεί πέρα βρισκότανε οι φυλακές που στέλνανε τους βαρυποινίτες απ’ ούλη τη Ρουσία. Το λοιπόν, σ’ αυτό το μέρος έκανα Χριστούγεννα και τα’ αγιού Βασιλείου, κι έκλαψα, γιατί πήγα και λειτουργήθηκα σε εκκλησία! Και τι εκκλησία: Ορθόδοξη σαν τις δικές μας, με παπάδες σαν τους δικούς μας, με εικονίσματα, με ψαλμωδίες σαν τις δικές μας. Το «Πάτερ ημών», το «Κύριε ελέησον», κι άλλα γράμματα, τα λέγανε ελληνικα. Που; Εκεί που θαρρεί κανένας πως βρίσκεται στον άλλον κόσμο.
Μπόρεσα και πήγα στη Σαχαλίνα, γιατί ήμουνα τότες μαζί μ’ έναν Ρούσο μηχανικό Αντρώποφ, που είχε άδεια να πάγει να κάνει εξέταση για πετρέλαια. Γιατί αυτό το καταραμένο νησί τι δεν βγάζει: Κάρβουνο, πετρέλαιο, χρυσάφι, σίδερο, ψάρια, γούνες, φώκες, φάλαινες…    Μ΄ όλο που είναι πολύ μεγάλο, δεν έχει καμιά πολιτεία απάνω του, εξόν από πεντέξι μαζέματα καλύβες, το Ντουέκ, τα’ Αλεξαντρόβσκ, το Ονόρ, κι ένα-δύο άλλα. Σ’ αυτά τα μέρη βγάζανε πετροκάρβουνο. Δουλεύανε Ρούσοι, Τάταροι, Αρμένηδες, Έλληνες και Τούρκοι, ούλοι ύποπτοι, της κοπριάς τ’ άνθος. Το νησί αυτό το λέγανε καταραμένο από τις φυλακές, από τα κάτεργα, που τα λέγανε κι οι Ρούσοι Κάτοργκα. Το τι είδανε τα μάτια μου, όσον καιρό κάθισα σ’ αυτόν τον τόπο, και τι σκληρά πράγματα άκουσα να λένε για τους καταδίκους, θα σου τα πώ άλλη φορά. Υπήρχανε κάτεργα σε δυό-τρία μέρη, όλα στο ίδιο σχέδιο, τα γραφεία, η εκκλησία, η καζάρμα, δυό-τρία μικρομάγαζα, κι οι φυλακές, κάτι μπουντρούμια, που καλύτερα να πεθαίνει κανένας στην καρμανιόλα, παρά νάναι ζωντανός εκεί μέσα.
Εξόν απ’ αυτά που είπα, εκείνο τα’ απέραντο νησί ήτανε έρημο. Από τη μεγάλη στεριά της Ταταρίας το χωρίζει ένα μπουγάζι, που έχει φάρδος από 12 έως 50 μίλια. Τον χειμώνα παγώνει αυτό το μπουγάζι, και περνάνε από την Ταταρία κρυφά Τάταροι, Μογγόλοι και άλλοι. Περνάνε από τη στεριά και αγρίμια. Περνούσανε από το νησί στη στεριά και κατσάκηδες (δραπέτες), που καταφέρνανε να φύγουνε από τα κάτεργα και γυρίζανε μέσα στα χιόνια οι δυστυχισμένοι, χωρίς θροφή, χωρίς τίποτα. Οι περισσότεροι πεθαίνανε.
Εγώ με τον μηχανικό είχαμε ξεμπαρκάρει στη Σαχαλίνα μπαίνοντας ο Δεκέμβριος. Επειδή ήμουνα ορθόδοξος, με περιποιόντανε  πολύ όπου πήγαινα γιατί, μ’ όλο που οι πιο πολλοί ήτανε του σκοινιού και του παλουκιού, είχανε μεγάλο σέβας για τη θρησκεία. Τα Χριστούγεννα βρέθηκα σ’ ένα χωριό που το λέγανε Μοτνάρ, απάνω στην ακροθαλασσιά που κοιτάζει στο τατάρικο μπουγάζι. Εκεί πέρα βρήκα κι ακόμα ένα Ρωμιό από τα μέρη της Μακεδονίας, που είχε δυό-τρία χρόνια σ’ αυτό το μέρος και πήγαμε μαζί και προσκυνήσαμε στην εκκλησία. Ήτανε κανωμένη με ξύλα, αλλά στο σχέδιο ήτανε απαράλλαχτη με τις δικές μας, με κουμπέ και με καμπαναριό, με τέμπλο, με μανάλια, με όλα τα καθέκαστα σαν τις δικές μας εκκλησιές. Την είχανε στολισμένη για τα Χριστούγεννα, «Ροζντεστβό Χριστόβο». Η σκεπή της ήτανε φορτωμένη από χιόνι. Τα καλύβια τα μισά χωμένα στο χιόνι. Χιόνι! Χιόνι! Χιόνι!
Τη νύχτα, εκεί που κοιμώμουνα, με ξύπνησε η καμπάνα. Νόμισα πως ονειρεύουμαι, ν’ ακούγω καμπάνα της εκκλησιάς μας, ύστερα από χρόνια που είχα ζήσει μέσα στις ερημιές, χωρίς καλά-καλά να βλέπω άνθρωπο. Σηκώθηκα κι έκανα τον σταυρό μου, ντύθηκα και τράβηξα κατά την εκκλησία. Τη βλέπω από μακριά και φεγγοβολούσε από τα πολυέλαια, κι από τις λαμπάδες, κι οι άνθρωποι περπατούσαν μέσα στο χιόνι με φανάρια στα χέρια, και πηγαίνανε κατά την εκκλησιά από τα καλύβια τους. Δάκρυσα! Τι είναι η θρησκεία για τον άνθρωπο!
Μπήκα μέσα, άναψα ένα κερί κι ανεσπάσθηκα την εικόνα του άγιου Παντελεήμονα. Ύστερα πήγα και στάθηκα σ’ ένα στασίδι. Ο παπάς ήτανε ως σαράντα χρονών με ξανθά ανάρηα γένεια, με τ’ απανωκαλύμαυκο, με το φελόνι, με το πετραχήλι, με το θυμιατό στα χέρια. Πέρασε από κοντά μου και με θύμιασε., εγώ έσκυψα, έσκυψε και εκείνος. Έλεγα πως βρισκόμουνα στ’ Άγιον Όρος. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήτανε γονατιστοί, με το κεφάλι σκυμμένο στη γή. Διάφορες φυσιογνωμίες, λογιών-λογιών ράτσες, Ρούσοι στρατιώτες, Τάταροι, Μογγόλοι, Οροχόνοι, Γκόλντοι, Κοζάκοι. Είδα και κάτι ανθρώπους αλλοιώτικους. Ήτανε κοντόσωμοι και με μικρά ποδάρια, τριχωτοί σαν ουραγκουτάγκοι. Τα πρόσωπά τους δεν φαινόντανε από τα μαλλιά, από τα μουστάκια κι από τα γένεια. Στεκόντανε συμμαζεμένοι σαν φοβισμένοι, ήσυχοι, ταπεινοί. Μου είπανε πως τους λέγανε Άϊνος, και πως ήτανε ντόπιοι της Σαχαλίνας, οι πιο αθώοι άνθρωποι που έπλασε ο Θεός. Είναι μια φυλή με τους Γιαπωνέζους, μονάχα πως οι Άϊνος βρίσκουνται σε άγρια κατάσταση. Υστερώτερα έκανα γνωριμία με κάμποσους τέτοιους, ταξίδεψα και μαζί τους. Οι περισσότεροι είναι ψαράδες και κυνηγοί, κι εξόν από τη Σαχαλίνα, βρίσκουνται κι απάνω στα νησιά που είναι βορεινά από τη Γιαπωνία.
Σαν απόλυσε η εκκλησία και πήρα αντίδωρο, δεν ήθελα να φύγω, τόσο με τραβούσε η εκκλησιά. Καταλάβαινα σαν να βρισκόμουνα στον τόπο μου με τους δικούς μου. Επειδής ήμουνα νεοφερμένος, ήρθανε κοντά μου κάμποσοι ντόπιοι και με ρωτούσανε από τι έθνος είμαι, από πού ήρθα και για ποια δουλειά. Φχαριστηθήκανε πολύ που ήμουνα Έλληνας, «Γκρέκ όρτοντόξ», και με καλέσανε να πάγω στα σπίτια τους. Κι οι στρατιώτες ακόμα, που ήτανε άγριοι και απότομοι, κι αυτοί μου μιλούσανε γελαστοί. Κατά βάθος, όλοι ήτανε καλοί άνθρωποι.
Τους είπα πως θα φεύγαμε την άλλη μέρα για τα βορεινά της Σαχαλίνας, για τη δουλειά μας. Μούπανε, πως εκεί που θα πάγω, βρίσκεται ένας άγιος άνθρωπος, ένας καλόγερος, «μονάχα», λεγόμενος πάτερ Ιωνάς, που ζεί σ’ εκείνην την έρημο πολλά χρόνια, και πως δεν τρώγει τίποτα, και πως σ’ αυτόν πηγαίνουνε όσοι νησιώτες θέλουνε να ξομολογηθούνε, για να τους βλογήσει να μη πάθουνε κακό στη θάλασσα και στη στερηά, καθώς και όσοι κατάδικοι τύχει να δραπετέψουνε από τα κάτεργα, σ’ αυτόν καταφεύγουνε να τους προστατέψει από τους στρατιώτες, επειδής οι στρατιώτες κι οι άνθρωποι του τσάρου φοβούνται να τον αγγίξουνε, γιατί όποιος τον αγγίξει ή του αντιμιλήσει, πεθαίνει. Και πως αυτός ο ασκητής είχε ένα καράβι, και μ’ αυτό κυκλόφερνε ένα γύρω στο νησί, και γλύτωνε όσους κατσάκηδες (δραπέτες) εύρισκε να κινδυνεύουνε να πνιγούνε μέσα σ’ εκείνες τις φουρτουνιασμένες θάλασσες, επειδή φεύγανε με παλιόβαρκες.
Την άλλη μέρα φύγαμε με τον κυρ-Αντρώποφ. Περπατήσαμε δύο μερόνυχτα καβάλλα στ’ άλογα, σε κάποια μέρη πιο έρημα απ’ όσα είχα ιδωμένα. Δεν συναπάντησαμε μηδέ έναν άνθρωπο, μηδέ μια καλύβα. Τίποτα! Τέλος φτάξαμε σ’ ένα μέρος, απ’ όπου είδαμε τη βορεινή θάλασσα που τη λένε Θάλασσα του Οκχότς, κι είδαμε τον βορεινόν κάβο της Σαχαλίνας, μια μύτη από άμμο, τον κάβο-Μαρία. Εκατομμύρια πουλιά πετούσανε απάνω από την ακροθαλασσιά, και μας ξεκουφαίνανε με τις φωνές τους. Σαν φτάξαμε κοντήτερα, είδαμε απάνω στην ακρογιαλιά έναν μεγάλο σταυρό στημένον απάνω σ’ έναν βράχο, και κανωμένον από δύο δέντρα σταυρωμένα. Πήγαμε κοντά και διαβάσαμε γραμμένα στα ρούσικα «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Απομείναμε αμίλητοι, κοιτάζοντας αυτόν τον σταυρό που στεκότανε μέσα σε κείνη την ερημιά. Βγάλαμε τα καλπάκια μας, κάναμε τον σταυρό μας και τον ανασπασθήκαμε με ευλάβεια.
Ακόμα θυμάμαι πως απομείναμε βουβοί κάμποση ώρα από τη μεγαλοπρέπεια που είχε εκείνη η άγρια τοποθεσία. Πέρα άπλωνε η βορεινή θάλασσα αφρισμένη, νερό ατελείωτο και έρημο. Αποπίσω μας ήτανε ένα πυκνό δάσος. Μπροστά μας φαινότανε ο κάβο-Μαρία, μια μύτη άμμο. Ο άμμος άπλωνε ολόγυρα στον κάβο, γιατί όπως φαίνεται, τον σκορπούσανε και τον στοιβιάζανε οι φοβεροί αγέρηδες που ερχόντανε από τον βόρειον ωκεανό, κι ήτανε αυτός ο άμμος κύματα-κύματα, σαν τη θάλασσα, και τόσο βαθύς, που βουλιάζαμε, εμείς και τα άλογα.
Σαν περάσαμε τον άμμο κι ανηφορίσαμε λίγο, είδαμε ένα παληό σπίτι κανωμένο από δέντρα, που υα είχανε μαυρισμένα η βροχή, το χιόνι κι ο αγέρας. Στη βορεινή μπάντα είχε έναν μικρόν πύργο μ’ έναν σταυρό στην κορφή του.
Πήγαμε κοντά στην πόρτα και χτυπήσαμε. Μα κανένας δεν ακούσθηκε από μέσα. Πιάσαμε και φωνάξαμε, και τότε φανερωθήκανε δυό-τρείς Άϊνος που καθότανε πίσω από το σπίτι, στ’ απάγκειο, για να φυλαχθούνε από τον αγέρα, και μας είπανε τσάτρα-πάτρα πως ο ασκητής έλειπε με το καράβι, και πως τον περιμένανε κι αυτοί να τους βλογήσει. Μας είπανε να περάσουμε μέσα στο σπίτι και να μείνουμε ως νάρθει ο καλόγερος, γιατί φχαριστιότανε πολύ όποτε εύρισκε ξένους στο σπίτι του, που ήτανε πάντα ανοιχτό.
Για να μην τα πολυλογούμε, καθήσαμε δυό μέρες στο σπίτι. Την Τρίτη μέρα τα χαράματα, μας ξυπνήσανε οι σκύλοι που είχανε οι Άϊνος. Σαν βγήκαμε έξω, είδαμε μια σκούνα που φουντάριζε και μάζευε τα πανιά της. Σε λίγο βγήκανε με τη βάρκα τρείς νοματαίοι, κι ερχόντανε κατά το σπίτι. Μπροστά πήγαινε ένας καλόγερος ψηλός κι αδύνατος σαν σκέλεθρο. Σαν πήγαμε κοντά του, σκέπασε τη σκούφια του με το επανωκαλύμαυκο, και μας βλόγησε. Τα γένεια του ήτανε ανάρηα κι άσπρα.
Μέσα στο σπίτι είχε μια εκκλησιά πολύ μικρή. Εκεί λειτουργηθήκαμε την Πρωτοχρονιά, γιατί ο πάτερ Ιωνάς ήτανε ιερομόναχος, «ότετς Γιονάς». Τι να σου πω κυρ-Φώτη, εσύ που αγαπάς τα θρησκευτικά! Τέτοια λειτουργία δε μπορώ να την παραστήσω! Ο πάτερ Ιωνάς έψελνε, κι ολοένα έλεγε «άγιος Βασίλιε», και θαρρούσες πως λειτουργούσε ο ίδιος ο άγιος Βασίλειος. Πού;  Στη Σαχαλίνα, στον κάβο-Μαρία! Όξω φυσομανούσε ο αγέρας με το χιόνι, κι ακουγότανε το βογγητό της θάλασσας. Μέσα είμαστε: εγώ, ο Αντρώποφ, ένας Μογγόλος που είχε τάλογα, κι οι τρείς Άϊνος. Τα κονίσματα, όπως μούπε ο καλόγερος, ήτανε αγιορείτικα. Ο ίδιος ο πάτερ Ιωνάς είχε κάνει στ’ Άγιον Όρος, στα Καρούλια, και μιλούσε τα ελληνικά. Είχε κι έναν γέροντα Γερόντιο απ’ τ’ Αϊβαλί, κι έλεγε πως ήτανε άγιος. Σαν γύρισε στη Ρουσία, πήγε σ’ ένα μοναστήρι κοντά στο Τόμσκ. Μα σαν έμαθε τι μεγάλη δυστυχία ήτανε στη Σαχαλίνα με τα Κάτοργκα, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του για να ανακουφίσει εκείνους τους δυστυχισμένους. Είχε 40 χρόνια στη Σαχαλίνα. Αυτός έκανε Χριστιανούς τους Άϊνος. Οι κακόμοιροι φιλούσανε τα χέρια μου και λέγανε χαρούμενοι δείχνοντας με «Ορτοντόξ! Ορτοντόξ!». Σ’ όλη τη λειτουργία έκλαιγα, εγώ που πέρασα του λιναριού τα πάθη χωρίς να δακρύσω. 


Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Παναγία και Υπεραγία.


Του Φώτη Κόντογλου



Όλοι οι άγιοι λέγονται άγιοι. Εις την ονομασίαν δεν ξεχωρίζουν ούτε οι δώδεκα Απόστολοι, ούτε ο τίμιος Πρόδρομος όπου εστάθη, κατά τον λόγον του Χριστού, «ο εν γεννητοίς γυναικών μείζων». Αλλά Εσύ, Θεοτόκε, τιμήθηκες περισσότερον από όλους και αξιώθηκες να δανείσεις σάρκα από την σάρκα σου εις τον Υιόν του Θεού, και δια τούτο εξαιρέτως λέγεσαι Παναγία και Υπεραγία, και παρ’ ότι είσαι άνθρωπος γεννημένος από ανθρώπους, είσαι όμως κατά τα λόγια του Αγγέλου, «τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ».
Ο Χριστός και Κύριος μας είναι Υιός του Θεού, και έγινε άνθρωπος διά την σωτηρίαν μας. Δι’ αυτό, μαζί με το θάρρος που παίρνουμε εις το να τον παρακαλέσουμε, θαρρευόμενοι εις την ανθρώπινην φύσιν που έλαβε, νιώθουμε και τον φόβον, επειδή είναι Θεός. Ενώ εις Εσένα θαρρευόμαστε περισσότερον, κ’ ερχόμεθα κοντά Σου ωσάν σε μητέρα και αδελφήν μας, επειδή είσαι άνθρωπος ωσάν κ’ εμάς. Και Σε έχουμε μεσίτριαν ανάμεσα εις τον Θεόν και εις εμάς. Και εις την μεσιτείαν Σου έχουμε το θάρρος μας, επειδή, όπως είπε ο Υιός σου ότι όλα του παρέδωσε ο Πατέρας του, έτσι και εις Εσένα έδωσε κάθε εξουσίαν να ευεργετείς το γένος των ανθρώπων. Οι δυστυχισμένοι και οι κατατρεγμένοι Σε έχουμε στήριγμα και παρηγορίαν, γιατί στάθηκες κ’ Εσύ πικραμένη και βασανισμένη μητέρα, και ετρύπησε την καρδίαν Σου η ρομφαία, όπως το επροφήτευσεν ο θεοδόχος Συμεών.
Σώζε, αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν Σου. Αποσκέπαζε την πτωχήν χώρα μας όπου αγαπά το άγιον πρόσωπόν Σου περισσότερον από κάθε τι εις τον κόσμον, επειδή είναι βασανισμένη όπως είσαι και Εσύ, και δια τούτο η αγάπη της είναι πονεμένη αγάπη. Δι’ Εσένα έχει κτίσει εκκλησίες και ερημοκκλήσια παντού, εις τα βουνά, εις τους κάμπους, εις τες ακρογιαλιές, εις τα νησιά, εις τες πολιτείες κ’ έβαλε μέσα ως θησαυρόν ατίμητον το άγιον εικόνισμά Σου. Η χρυσοκέρινη όψις Σου δεν είναι κάποια ζωγραφιά δια να Σε θυμόμαστε μοναχά, όπως κάνουμε διά τα αγαπημένα μας πρόσωπα, αλλά εικόνισμα ένθερμον και θαυματουργόν. Το ξύλον και οι βαφές είναι αγιασμένα.
Μέσα εις τα ταπεινά κατοικητήριά Σου, όλα μοσχοβολούν από το λιβάνι και από το κερί οπού εμάζεψε η προκομμένη μέλισσα βόσκοντας εις τα αγριολούλουδα των βουνών μας, όπου είναι αγνά σαν κ’ Εσένα.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

ΨΑΛΜΟΣ ΡΒ΄ (102)


Σε απόδοση από τον Φώτη Κόντογλου

Δόξαζε, ψυχή μου, τον  Κύριο,
κι όλα τα σπλάχνα μου τ’ όνομά του τ’ άγιο·
δόξαζε, ψυχή μου, τον Κύριο,
και μη ξεχνάς όλα τα αγαθά που σου έδωσε·
κείνον που σχωρνά όλες τις αμαρτίες σου,
κείνον που γιατρεύει όλες τις αρρώστειες σου,
κείνον που γλυτώνει απ΄ το χαμό τη ζωή σου,
κείνον που σε σπλαχνίζεται και σε πονά,
κείνον που γιομίζει με αγαθά την επιθυμία σου,
θέλει να ξαναγεννηθεί η νιότη σου όπως του αϊτού·
ο Κύριος ελεεί του δίκιους, και προστατεύει τους αδικημένους.
Φανέρωσε το δρόμο του στο Μωϋσή,
στα παιδιά του Ισραήλ τα θελήματά του·
ο Κύριος είναι ψυχόπονος και σπλαχνικός,
μακρόθυμος και πολυέλεος,
δεν θα θυμώσει ως το τέλος, μήτε θα οργιστεί ποτές·
δε μας παίδεψε κατά τα έργα μας,
μήτε κατά τις αμαρτίες μας μας πλήρωσε·
γιατί, όσο είναι το ύψος του ουρανού από τη γής,
έτσι απέραντη είναι η σπλαχνιά του για κείνους πόχουν το φόβο του·
όσο απέχει η ανατολή του ήλιου από το βασίλεμα,
τόσο ξεμάκρυνε από τις αμαρτίες μας·
όπως σπλαχνίζεται ο πατέρας τους γυιούς του,
σπλαχνίστηκε ο Κύριος κείνους πόχου το φόβο του,
γιατί ξέρει το τίποτα μας,
θυμήθηκε πως είμαστε χώμα και γής.
Ο άνθρωπος, σαν το χορτάρι είναι οι μέρες του·
σαν το λουλούδι του αγρού, έτσι θάν ανθίσει·
γιατί πέρασε από μέσα του πνοή και θα σβήσει,
και δεν θα ξέρει πια τον τόπο που ΄χε σταθεί·
μα το έλεος του Κυρίου από τον αιώνα και έως τον αιώνα απάνου σ’ όσους έχουνε το φόβο του·
και η δικαιοσύνη του απάνου σ’ εγγόνια εγγονών·
απάνου σ’ όσους φυλάνε τη διαθήκη του,
και σ’ όσους θυμούνται και κάνουν τις παραγγελιές του.
Ο Κύριος ετοίμασε στον ουρανό το θρόνο του,
κι η βασιλεία του απλώνει απάνου σ’ όλα τα πάντα.
Δοξολογάτε τον Κύριο όλοι οι αγγέλοι του,
δυνατοί είναι εκείνοι που ακούν και κάνουν το θέλημα του.
Δοξολογάτε τον Κύριο όλα τα φουσάτα του,
λειτουργοί είναι εκείνοι που κάνουνε τα θελήματά του.
Δοξολογάτε τον Κύριο όλα τα έργα του
σε κάθε τόπο που ΄ναι κείνος βασιλιάς.
Δόξαζε ψυχή μου τον Κύριο.