Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Τα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου.



Του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς


Όταν η Υπεραγία Θεοτόκος Μαρία έφθασε  σε ηλικία τριών ετών, οι άγιοι γονείς της, Ιωακείμ και Άννα, την πήραν από τη Ναζαρέτ στην Ιερουσαλήμ για να την αφιερώσουν στην υπηρεσία του Θεού, όπως το είχαν υποσχεθεί. Ήταν ένα κοπιώδες τριήμερο ταξίδι από τη Ναζαρέτ μέχρι την Ιερουσαλήμ, αλλά, επειδή ταξίδευαν για θεάρεστο σκοπό δεν δυσκολεύτηκαν.
Πολλοί συγγενείς του Ιωακείμ και της Άννης συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ για να παρευρεθούν στο γεγονός, κατά το οποίο παρίσταντο επίσης αόρατοι άγγελοι του Θεού. Επικεφαλής της πομπής προς τον Ναό ήταν παρθένοι με αναμμένες λαμπάδες ανά χείρας· ακολουθούσε η Παναγία Παρθένος καθοδηγούμενη, ένθεν και ένθεν, απ’ τον πατέρα και τη μητέρα της. Η Παναγία ήταν στολισμένη με χρυσοκέντητο ένδυμα εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη, όπως άρμοζε στη «θυγατέρα του βασιλέως» [πᾶσα ἡ δόξα αὐτῆς θυγατρὸς βασιλέως ἔσωθεν (Ψαλμός 44, 13-15)]. Στη συνέχεια ακολουθούσε πλήθος συγγενών και φίλων, όλοι με αναμμένες λαμπάδες. Δεκαπέντε σκαλοπάτια οδηγούσαν στο εσωτερικό του Ναού. Οι θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα ανέβασαν την Παναγία στην πρώτη αναβαθμίδα, στο πρώτο σκαλί και ύστερα εκείνη ανέβηκε μόνη της τρέχοντας μέχρι επάνω.
Εκεί την υποδέχθηκε ο Αρχιερέας Ζαχαρίας, ο μετέπειτα πατέρας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε όχι μόνο μέσα στο Ναό, αλλά στα ενδότερα, στα «Άγια των Αγίων», στον ιερότερο απ’ όλους τους ιερούς τόπους, εκεί όπου μόνον ο αρχιερέας εισερχόταν και μόνον άπαξ του ενιαυτού. Λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Θεοφύλακτος Αχρίδος ότι ο Ζαχαρίας ήταν εκστατικός και θεόληπτος, όταν οδηγούσε την Παρθένο στα Άγια των Αγίων του Ναού, πέραν του δευτέρου καταπετάσματος — δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί διαφορετικά αυτή η ενέργειά του! Οι γονείς της Μαρίας τότε έδωσαν την προσφορά τους στον Θεό, σύμφωνα με τον Νόμο, έλαβαν την ευλογία του ιερέως και επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Η Παναγία Παρθένος Μαρία παρέμεινε στον Ναό· εκεί ήταν το ενδιαίτημα της για εννέα ολόκληρα χρόνια. Ενόσω ζούσαν οι γονείς της την επισκέπτονταν συχνά., ιδίως η αγία Άννα.  Όταν ο Θεός τους κάλεσε και αναχώρησαν από τον κόσμο, η Παρθένος Μαρία έμεινε ορφανή και δεν επιθυμούσε να αφήσει τον ναό μέχρι τον θάνατο της, αλλά ούτε και να έλθει εις γάμου κοινωνία. Καθώς αυτό θα ήταν ενάντια στον Νόμο και τα έθιμα του λαού του Ισραήλ, γι’ αυτόν τον λόγο δόθηκε στον άγιο Ιωσήφ, τον υπέργηρο συγγενή της στη Ναζαρέτ, μόλις συμπλήρωσε την ηλικία των δώδεκα ετών. Έτσι, υπό τον παραδεκτό ρόλο της μνηστευμένης, μπορούσε πλέον να ζει εν παρθενία και να εκπληρώσει την επιθυμία της καρδιάς της, ενώ ταυτόχρονα εκπλήρωνε και την επιταγή του Νόμου, διότι διαφορετικά ήταν κάτι ανήκουστο για τα δεδομένα του λαού του Ισραήλ οι νεαρές κοπέλες να επιλέγουν να ζουν εν παρθενία μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Η Παρθένος Μαρία ήταν η πρώτη από τις διά βίου αφιερωμένες παρθένους και από τις χιλιάδες επί χιλιάδων παρθένων ανδρών και γυναικών που θα ακολουθούσαν το παράδειγμα εκείνης, στην Εκκλησία του Χριστού.

 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Μνήμη Αγίου Νεκταρίου.



 Από το βιβλίο: «Ο Άγιος Νεκτάριος» του Θεοδώρητου Μοναχού Αγιορείτου




 Το παρακάτω κείμενο αφορά ένα περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα κατά την περίοδο που ο Άγιος Νεκτάριος ήταν διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Η διήγηση είναι του  καθηγητού Ι. Φ. Κωνστανταράκη, που ήταν μαθητής της Ριζαρείου κατά την ανωτέρω  περίοδο.


«...Είναι γνωστόν, ότι η αθώα παιδική ψυχή ουδέποτε πονηρεύεται. Πιστεύει τα πάντα. Η παιδική ευπιστία είναι το χαρακτηριστικόν γνώρισμα της αγγελικής των παιδιών αγιότητος.
Με αυτήν την παιδικήν αγαθότητα συμπεριεφέρετο απέναντί μας εις πάσαν περίστασιν. Άπειρα είναι τα επεισόδια της μαθητικής μας ζωής κατά τα οποία εξεδηλούτο το απονήρευτον και η αγνότης της καρδίας του.
Από το επεισόδιον, που θα διηγηθώ κατωτέρω, θα καταδειχθή πως η μαθητική εφευρετικότης, μη απηλλαγμένη πονηρίας, εξεμεταλλεύετο την αγίαν ευπιστίαν του απαραμίλλου αυτού ιεράρχου.
Κατά τον κανονισμόν της Σχολής μόνον εις ωρισμένας ημέρας μεγάλων εορτών επετρέπετο εις τους μαθητάς «η έξοδος».
Κατά τας ευτυχείς , δι’ ημάς αυτάς ημέρας, εξηρχόμεθα εις την πόλιν και η κυριωτέρα ευχαρίστησίς μας ήτο να κατευθυνθώμεν εις κανέν γαλακτοπωλείον, δια να γευθώμεν ζεστούς λουκουμάδες.
Εκεί όπου υψούται σήμερον υψηκάρηνος οικοδομή, υπό την οποία υπάρχει το κατάστημα «Τσίτα», εις την οδόν Πανεπιστημίου, ήτο το μονώροφον απλόχωρον γαλακτοπωλείον η «Ελβετία» του Χαρ. Κόρακα.
Εμαύριζε κυριολεκτικώς από τα Ριζαρίτικα ράσα κατά τας ημέρας των «εξόδων» μας.
Επειδή αι «έξοδοι» μας ήσαν μάλλον αραιαί, συνεσκεπτόμεθα από την εσπέραν του Σαββάτου, ωρισμένοι εξ ημών, πως την αυριανήν Κυριακήν θα κατωρθώναμεν να επιτύχωμεν την άδειαν του Διευθυντού, δια να εξέλθωμεν εις την πόλιν.
Κατά τας καλοκαιρινάς Κυριακάς, ο Διευθυντής μας συνήθιζε, μετά την λειτουργίαν, να περιπατή  προ του Ι. ναού της Σχολής, ίνα απολαύση την πρωϊνήν δροσιάν και την ευωδίαν των λουλουδιών, τα οποία ήσαν άφθονα εις τον προ του ναού ολίγον χαμηλότερα ευρισκόμενον κατάφυτον από βιολέττες  ανθώνα.
Τότε ετίθετο εις ενέργειαν η εκτέλεσις του σχεδίου της «εξόδου».
Είχομεν συμφωνήσει από του Σαββάτου, ότι άλλος θα έλεγε ότι ο θείος του είναι βαρέως ασθενής, άλλος θα ότι του έστειλαν από την πατρίδα οι γονείς του διάφορα πράγματα, σύκα, σταφίδες, κουλουράκια κλπ. και πρέπει να μεταβή εις το ξενοδοχείον όπου ευρίσκοντο προς παραλαβήν των, άλλος ότι έχει φοβερόν πονόδοντον και θέλει να μεταβή εις τον οδοντοϊατρόν και άλλος άλλα.
Όλη δε αυτή η εξόρμησις, θα εγίνετο προς το γαλακτοπωλείον η «Ελβετία».
Προσήλθε λοιπόν πρώτος ο ανεψιός του βαρέως ασθενούντος θείου. Έκαμε την τυπικής «μετάνοιαν», εφίλησε το χέρι του Διευθυντού και περίλυπος ανεκοίνωσε την ασθένειαν του θείου του, ζητήσας την άδειαν να μεταβή προς επίσκεψίν του. Ο Διευθυντής συγκεκινημένος όχι μόνον έδωκε την άδειαν και την ευχήν του υπέρ της αναρρώσεως του ασθενούς, αλλά και του παρήγγειλεν, όταν επιστρέψη, να τον πληροφορήσει περί της καταστάσεως του θείου του.
Μετ’ ολίγην ώραν προσήλθε και ο δεύτερος, του οποίου τα σύκα και τα κουλουράκια, που του έστειλεν η μητέρα του, εκινδύνευον να φαγωθούν από τον ξενοδόχον και μετά μεγίστης ευκολίας έλαβε και αυτός την άδειαν.
Ομοίως και ο έχων τον πονόδοντον.
Τελευταίος προσήλθον εγώ, χωρίς να έχω εκ των προτέρων χαλκεύσει την αιτιολογίαν μου.
Αλλ’ ευθύς, ως με είδε πλησιάζοντα, ήρχισε να υποψιάζεται, ότι κάποια συμπαιγνία γίνεται.
Με την συνήθη λοιπόν χειρονομίαν του μου έδωκε να εννοήσω, ότι δεν πρέπει να λάβω και τον κόπον να του ειπώ τι θέλω… «Τίποτε», ό έστι μεθερμηνευόμενον, «μην πλησιάσης… δεν θέλω να μου πής τίποτε».
Εγώ περίλυπος τότε έκαμα μίαν μεταβολήν και έφυγα. Αλλά τότε η αγία του ψυχή συνεκινήθη και μετανοημένος δια την σκληρότητα του απέναντί μου με εφώναξε πλησίον του, εδέχθη την διπλήν «μετάνοιάν μου» και μου έδωκε τον λόγον.
«Θέλω και εγώ, Σεβασμιώτατε, να πάω μαζί με τους άλλους». «Μα αυτοί...» «Εγώ θα σας ειπώ την αλήθειαν… ...Εγώ θέλω να πάω για λουκουμάδες! Οι άλλοι δεν ξέρω αν σας είπαν την αλήθεια».
Ευτυχής, επειδή του έλεγα την αλήθειαν, μ’ ευλόγησε και μου είπε. «Έχε την ευχή μου. Να πάς και όταν θα επιστρέψετε, να έλθης να μου πής αν οι άλλοι μου είπαν ψέματα».
Όταν επεστρέψαμεν εις την Σχολήν, είχομεν αγοράσει μια τσαπέλα σύκα (τότε δεν είχε καθιερωθή η Κυριακή αργία και τα καταστήματα ήσαν ανοικτά) επήγα εις τον Διευθυντήν και τον παρεκάλεσα να με συγχωρήση, διότι κακώς υπωψιάσθηκα τους συμμαθητάς μου.
Με ερώτησε δια τον ασθενή, είπα ότι «είναι καλλίτερα» και του πρόσφερα και την τσαπέλα τα σύκα, προερχόμενα τάχα από τα πράγματα τα αποσταλέντα εις τον συμμαθητήν μου. Έλαμψεν η μορφή του από ευτυχίαν, διότι δεν του είχαμεν ειπή ψέμματα.
Αλλά και αν ακόμη είχε κάποιον ενδοιασμόν διά την φιλαλήθειάν μας, είμαι βέβαιος ότι η ανεξάντλητος καλωσύνη του θα έκρινε με επιείκειαν την παιδικήν μας λειχουδιάν και πονηρίαν.
Οι παιδονόμοι και ο γέρο - Πηχεών και ο Κωστής του ανέφερον συχνά τας αταξίας μας, σπανιώτατα όμως μας ετιμώρει, διότι ασφαλώς ελυπείτο να μας επιβάλη και την πλέον ελαφράν τιμωρίαν. ...Η έννοια της αγιωσύνης είναι συνώνυμος προς την αγιότητα της ψυχής, την προς τον πλησίον αγάπην και την προς τον Θεόν αφοσίωσιν.
Υπό των αρετών αυτών εκοσμείτο πλουσίως ο Πενταπόλεως Νεκτάριος».

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Η ευωδία της Παναγίας.


Του Φώτη Κόντογλου



 Σαν την καταστολισμένη νύφη, έτσι είναι η Ελλάδα μας γεμάτη από εκκλησίες, μοναστήρια και ερημοκκλήσια της Παναγίας, πνευματικά παλάτια της ταπεινής αυτής Βασίλισσας. Στο καθένα απ΄ αυτά βρίσκεται το σεβάσμιο εικόνισμά της, δεξιά από την Ωραία Πύλη, με το γυρτό κεφάλι της για ν’ ακούσει τον κάθε πόνο μας, την κάθε χαρά μας.
Πόσα δάκρυα στ’ άχραντα χέρια της, δάκρυα του βασανισμένου λαού μας! Το γλυκό, μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπο της δίνει ελπίδα στους απελπισμένους, χαρά στους θλιμμένους, ανάπαυση στους κουρασμένους, ειρήνη στους ταραγμένους. Το κάλλος του δεν είναι σαρκικό, αλλά κάλος πνευματικό, που φέρνει κατάνυξη σεβασμό και αγάπη. Οι ζωγράφοι που τη ζωγραφίσανε ήτανε πονεμένοι άνθρωποι, νηστευτές, εγκρατείς και ολοκάθαροι, κατά το τροπάρι που λέγει: «Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαυέτω μηδαμώς χείρ αμυήτων...».
Στην Ελλάδα προσκυνείται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο· ήγουν με δάκρυα, με πόνο, με ταπεινήν αγάπη και με «χαροποιόν πένθος». Γιατί η Ελλάδα μας είναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος· και το έθνος μας βρίσκει στις σκληρές περιστάσεις του παρηγοριά και στήριγμα στη λυπημένη μητέρα του Χριστού. Σε άλλες χώρες η Παναγία τραγουδιέται με τραγούδια κοσμικά· μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη, θαρρετά μα και με συστολή, με αγάπη, μα και με σέβας, σαν μητέρα μας, μα και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγομε την καρδιά μας, για να ιδεί τι έχει μέσα και να γιάνει τις πληγές μας. Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας· το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη μας», «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο λιμήν των χειμαζομένων».
Το Δεκαπενταύγουστο μοσχοβολά όλη η χώρα μας από την μυστική ευωδία της Θεοτόκου. «Επί Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις· αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος. Ηγιασμένε ναέ και Παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και πεδίον γέγονεν».
Ο αγέρας, τα βουνά, οι θάλασσες, τα χωριά, οι πολιτείες, γεμίζουνε ευωδία από το «χρυσούν θυμιατήριον», από την «μαναδόχον στάμναν» που έχει μέσα «μύρον το ακένωτον». Οι γυναίκες μας είναι στολισμένες με τα’ όνομά της· τα χωριά μας, τα βουνά οι κάμποι, τα νησιά, οι ακροθαλασσιές, οι κάβοι είναι αγιασμένα από τα ερημοκκλήσια και τα μοναστήρια τους. Τα καΐκια και τα καράβια μας έχουνε γραμμένα επάνω στη μάσκα και στην πρύμνη το γλυκό τ’ όνομά της. Αληθινά στην Ελλάδα μας «επί Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις»...

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Περί Εκκλησίας





Από το βιβλίο «Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος»
των εκδόσεων «Ορθόδοξος Κυψέλη»




(Ομιλία του μακαριστού πατρός Φιλοθέου Ζερβάκου γενομένη κατά την ολονύκτιον αγρυπνίαν εις τον Ι. Ναόν της Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, τον Νοέμβριον του 1968. Μεταφέρεται απομαγνητοφωνηθείσα)

«Πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών, ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών, τη μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος, τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος...»
Αγαπητά μου πνευματικά τέκνα, μετά την πτώσιν των πρωτοπλάστων ο ουρανός ήτο κεκλεισμένος. Οι άνθρωποι διά την παράβασιν των προπατόρων μας Αδάμ και Εύας είχον καταδικασθεί εις την αιώνιον καταδίκην, εις τόπον σκοτεινόν και απαραμύθητον, τον Άδην. Μεταξύ του ουρανού και της γής υπήρχε τείχος, το οποίον εχώριζεν, διεχώριζεν τον ουρανόν από την γήν. Ο Ουρανός και ο Παράδεισος ήτο κεκλεισμένος και ο άνθρωπος, ο οποίος ευρίσκετο εν αφθαρσία και αθανασία, κατεδικάσθη εις τον αιώνιον θάνατον. Η πύλη της Εδέμ εκλείσθη. Έχθρα υπήρχε μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων. Έπρεπε να ευρίσκετο ένα μέσον, ένας τρόπος, δια να συμφιλιώση τα επίγεια με τα ουράνια, τον άνθρωπον με τον Θεόν. Δεν ευρέθη όμως κανείς, ούτε προφήτης ούτε δίκαιος ούτε άγγελος… Ευρέθη μία κόρη ταπεινή, αγνή και άξια εις την Βηθλεέμ…
 Διά την μεγάλην αγάπην και φιλανθρωπίαν προς τους ανθρώπους ο Θεός έκλινε ουρανούς και κατέβη εις την γην δια της αγνής και αμώμου κόρης Μαρίας της Παρθένου και Θεοτόκου και τότε ηνώθησαν τα ουράνια με τα επίγεια και οι άνθρωποι αναβαίνουν εις τον Θεόν, δια μέσου της Θεοτόκου. Έγινε γέφυρα των ανθρώπων μεταξύ γης και ουρανού. Έγινε άλλος ουρανός. Γι’ αυτό η Εκκλησία ημών ψάλλει· «εν τω Ναώ εστώτες της δόξης σου, εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν, Θεοτόκε, πύλη επουράνιε, άνοιξον ημίν την θύραν του ελέους σου», και το «Ουρανός πολύφωτος η Εκκλησία ανεδείχθη, άπαντας φωταγωγούσα τους πιστούς· ενώ εστώτες κραυγάζομεν· τούτον τον οίκον στερέωσον, Κύριε». Η Εκκλησία, ο Οίκος του Θεού, έγινε άλλος ουρανός και ημείς οι άνθρωποι οι πιστεύσαντες εις τον Χριστόν, όταν ευρισκώμεθα εις τον οίκον του Θεού στοχαζόμεθα, αισθανόμεθα ότι ευρισκόμεθα εις αυτόν τον ουρανόν.
Όταν, λοιπόν, ευρισκόμεθα εις τον Ναόν του Θεού, εις τον οίκον του Θεού, πρέπει όχι μόνον να ψάλλωμεν και να λέγωμεν «εν τω Ναώ εστώτες της δόξης σου, εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν», αλλά και να το αισθανόμεθα και να σκεπτώμεθα ότι η Εκκλησία είναι οίκος του Θεού. Είναι άλλος ουρανός. Ότι γίνεται εις τον ουρανόν υπό των αγγέλων, γίνεται εις την γήν, εις τον οίκον του Θεού, υπό των ανθρώπων. Τότε όμως γίνεται, όταν εισερχόμενοι εις τον ναόν νομίζομεν ότι ανεβαίνομεν εις τον ουρανόν. Διότι ο ναός είναι οίκος του Θεού και πύλη του ουρανού, δια της οποίας Εκκλησίας και του οίκου του Θεού αναβαίνομεν εις τον ουρανόν, ως ψάλλει η Εκκλησία μας, «Ουρανός πολύφωτος η Εκκλησία ανεδείχθη, άπαντας φωταγωγούσα τους πιστούς».
Η Εκκλησία είναι εκείνη δια της οποίας αναβαίνομεν εις  τον ουρανόν, δια της οποίας και μόνον δυνάμεθα να αναβώμεν εις τον ουρανόν… Δι’ αυτό οι Άγιοι Πατέρες την Αγίαν Εκκλησίαν  την παρομοιάζουν με την κιβωτόν του Νώε και την ονομάζουν Κιβωτόν. Όπως εις την κιβωτόν του Νώε, όσοι εισήλθον εντός, όλοι εσώθησαν από τον κατακλυσμόν, έτσι και εις την Κιβωτόν, την Αγίαν Εκκλησίαν, όσοι εισέρχονται μετά πίστεως και ίστανται με προσοχήν, με ευλάβειαν, με κατάνυξιν, σώζονται από τον κατακλυσμόν της αμαρτίας. Όσοι επί Νώε έμειναν εκτός της κιβωτού, όλοι επνίγησαν, και όσοι ευρίσκονται έξω της Εκκλησίας, μακράν της Εκκλησίας και δεν εισέρχονται εις Αυτήν, με πίστιν και ευλάβειαν, με προθυμίαν και χαράν, πνίγονται από τον κατακλυσμό της αμαρτίας. Όσοι επί Νώε έμειναν εκτός της κιβωτού, όλοι επνίγησαν, και όσοι ευρίσκονται έξω της Εκκλησίας, μακράν της Εκκλησίας και δεν εισέρχονται εις Αυτήν, με πίστιν και ευλάβειαν, με προθυμίαν και χαράν, πνίγονται από τον κατακλυσμόν της αμαρτίας.
Την Εκκλησίαν οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν Μάνδραν λογικήν, και καθώς τας μάνδρας τας κατασκευάζουν οι άνθρωποι, διά να φυλάξουν τα πρόβατα από τους λύκους, να μην κατατρώγωνται, έτσι και η Εκκλησία είναι Μάνδρα Πνευματική, εις την οποίαν εισερχόμενα τα λογικά πρόβατα, οι άνθρωποι, οι πιστοί, σώζονται από τους νοητούς λύκους… Όσα πρόβατα ευρίσκονται έξω από το μανδρί εκείνα τα τρώει ο λύκος και όσοι άνθρωποι ευρίσκονται έξω από την Εκκλησίαν, δεν είναι δυνατόν να φυλαχθούν. Τους καταξεσχίζουν και κατεσθίουν οι νοητοί λύκοι, οι δαίμονες.
Την Εκκλησίαν παρομοιάζουν οι Άγιοι Πατέρες και την ονομάζουν Μητέρα, διότι καθώς η μητέρα τρέφει τα τέκνα αυτής με το γάλα της και, όταν αυξηθούν, με στερεάς τροφάς και έτσι σώζονται, έτσι και εκείνοι οι οποίοι καταφεύγουν εις την Πνευματικήν Μητέρα, την Εκκλησίαν, τρέφονται όχι από υλικήν τροφήν, αλλά από ουράνιον τροφήν, από τον άρτον της ζωής από το σώμα του Χριστού και το αίμα, τα οποία δεν ευρίσκονται έξω της Εκκλησίας, ευρίσκονται μέσα εις την Εκκλησίαν. Εκεί εις την Εκκλησίαν, εις το άγιον Θυσιαστήριον, προσφέρεται εις θυσίαν, θυσιάζεται ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Γίνεται ανάμνησις της επί του Γολγοθά θυσίας. Θυσιάζεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και δίδεται τοις πιστοίς, διά να είναι μαζί με τα τέκνα Του και εκείνα να είναι μαζί με τον Πατέρα Τους. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα, λέγει ο Κύριος, εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ και έχει ζωήν αιώνιον».
Μέσα μόνον εις την Εκκλησίαν ευρίσκεται η τροφή, ο άρτος ο επουράνιος, τον οποίον εσθίουν οι άνθρωποι και διατηρούνται πνευματικώς και καθίστανται άξιοι της επουρανίου βασιλείας. Όσοι μένουν έξω από την Εκκλησίαν, όσοι δεν εσθίουν τον Άρτον της ζωής και δεν πίνουν το Αίμα του Χριστού, αυτοί δεν είναι δυνατόν παρά να αποθάνουν. Είναι νεκροί, όπως είναι νεκροί και εκείνοι που δεν τρώγουν υλικήν τροφήν.
«Χαίρε Σιών Αγία, μήτηρ των Εκκλησιών, Θεού κατοικητήριον», ψάλει η Εκκλησία μας. Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι Θεού κατοικητήριον, αλλά είναι και πνευματική μας Μητέρα εις την οποίαν εισερχόμενοι εσθίομεν την πνευματικήν τροφήν, εκτός δε της πνευματικής τροφής, της τροφής του σώματος και αίματος Χριστού, είναι τροφή και ο λόγος του Θεού, ο οποίος εις την Εκκλησίαν ευρίσκεται και κηρύττεται από τα στόματα  των ιεροκηρύκων και διδασκάλων της πίστεως και της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Παρομοιάζουν οι Άγιοι Πατέρες την Εκκλησίαν και ως ιατρείον ή νοσοκομείον. Και όπως όσοι είναι ασθενείς πηγαίνουν εις τα νοσοκομεία και θεραπεύονται από τους ιατρούς, θεραπεύονται από τας σωματικάς ασθενείας, τοιουτοτρόπως και εκείνοι, οι οποίοι εισέρχονται εις την Αγίαν Εκκλησίαν, η οποία είναι άλλο νοσοκομείον, ιατρείον, θεραπευτήριον, θεραπεύονται από τας ψυχικάς των ασθενείας και γίνονται υγιείς.
Αλλά δια να λαμβάνωμεν αυτάς τας πνευματικάς ωφελείας εις την Εκκλησίαν πρέπει να ιστάμεθα  μετά φόβου Θεού και ευλαβείας και κατανύξεως. Διά να μας παρακινήση ο ιερεύς, πως πρέπει να ιστάμεθα εις την Εκκλησίαν, εντός του ιερού βήματος ευρισκόμενος, εντός του θρόνου του Θεού (το ιερόν Θυσιαστήριον είναι κα θρόνος του Θεού) αναφωνεί και λέγει: «Στώμεν καλώς · στώμεν μετά φόβου· πρόσχωμεν την αγίαν αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν». Να στεκώμεθα με φόβον και τρόμον, διότι κατ’ αυτήν ώραν, κατά την οποίαν θυσιάζεται ο αμνός του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου, παρίστανται Άγγελοι περικυκλούντες το άγιον θυσιαστήριον με φόβον και τρόμον.
Λοιπόν, εάν οι Άγγελοι ιστάμενοι εις τον ναόν του Θεού και περικυκλούντες το άγιον θυσιαστήριον και συμψάλλοντες και συμβοηθούντες τους ιερείς και τους ψάλτας στέκουν με φόβον, προσοχήν μεγάλην και ευλάβειαν, πόσον περισσότερον πρέπει να ιστάμεθα εμείς οι αμαρτωλοί, που είμεθα γεμάτοι από αμαρτίας, και να υμνούμεν τον Θεόν! «Άνω σχώμεν, λέγει ο ιερεύς, τας καρδίας». Άνω, που άνω; εις τον Θεόν, και εμείς λέγομεν· «έχομεν προς τον Κύριον», διότι τούτο εστί «άξιον και δίκαιον». Ιστάμεθα εις τον ναόν με φόβον και τρόμον ή στεκόμεθα  πολλάκις πολλοί εις την Εκκλησίαν με αφοβίαν και με αναισθησίαν, να είπω; Διότι πολλοί εισέρχονται εις τον Ναόν και δεν στοχάζονται που μπαίνουν, και ιστάμενοι εις τον Ναόν, δεν σκέπτονται ότι ίστανται εις τον Οίκον του Θεού, και δεν έχουν τας καρδίας των εις τον ουρανόν. Και δεν αποδιώκουν κάθε μέριμναν βιοτικήν, καθώς ψάλλουν οι ψάλται ότι «πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν, ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμεθα». Είναι ωσάν να λέμε ότι, ευρισκόμενοι εις την Εκκλησίαν, δεν έχομεν καμμίαν άλλην μέριμναν βιοτικήν, καμμίαν άλλην στόχασιν. Στοχαζόμεθα μόνον να υποδεχθώμε τον Βασιλέα των όλων, ο οποίος εις την Εκκλησίαν δορυφορείται υπό των αγγελικών δυνάμεων.
Αλλοίμονον εις υμάς, και εις εμένα τον αμαρτωλόν, διότι πολλάκις δεν αισθάνομαι. Ψάλλω ότι, ευρισκόμενος εις την Εκκλησίαν, ίσταμαι εις τον ουρανόν, και εγώ έχω αλλού τον νουν μου και την καρδίαν μου. Αλλά και όλοι μας δεν στοχαζόμεθα καλά-καλά που ευρισκόμεθα, όταν είμεθα εις την Εκκλησίαν. Και δια να σας δώσω να καταλάβετε πόσον πρέπει να ιστάμεθα προσοχήν εις την Εκκλησίαν και ευλάβειαν, θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα, το οποίον να το έχετε, εσείς και εγώ, να το έχωμε πάντοτε εις τον νουν μας και να το ενθυμούμεθα.
Κάποτε ένας Αρχιερεύς έκανε περιοδεία εις την επαρχίαν του. Επήγε εις ένα χωριό, εις το οποίον ήτο ένας ιερεύς που ήταν αγράμματος. Δεν ήξερε γράμματα., αλλά ήξευρε, γνώριζε τον Θεόν. Πίστευε εις τον Θεόν. Δεν είχε την σοφίαν του κόσμου ούτε την επιστήμην, αλλ’ είχε την σοφίαν και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν είχαν οι Άγιοι Απόστολοι, οι πριν αγράμματοι ψαράδες της Τιβεριάδος θαλάσσης. Ήτο, λοιπόν, πεπροικισμένος από την σοφίαν και την χάριν του Θεού. Διατί; Διότι επίστευσεν εις τον Θεόν και τον ηγάπησεν με όλην του την ψυχήν και με όλην του την καρδίαν και δι’ αυτό ο Θεός ήτο μαζί του και τον εφώτιζε.
Όταν ήρχισε την περιοδείαν του ο Αρχιερεύς, και πριν μεταβή εις αυτό το χωριό επήγε εις μίαν κωμόπολιν, εις την οποίαν ήσαν 3-4 ιερείς εγγράμματοι, αλλά υστερημένοι της σοφίας και της χάριτος, την οποίαν είχεν εκείνος ο αγράμματος.
Και όταν τους είπε ο Αρχιερεύς ότι θα πάει στο χωριό του αγραμμάτου ιερέως, οι ιερείς του είπαν· μη πας, Σεβασμιώτατε, διότι θα στεναχωρεθής. Διατί; τους λέγει· διότι αυτός είναι αγράμματος, δεν ξεύρομε πως ο προκάτοχός σας τον έκανε ιερέα. Είναι κούτσουρο. Δεν γνωρίζει τίποτα και μην πάτε, διότι θα στεναχωρεθήτε. Ίσα-ίσα, τους λέγει, πρέπει να πάω διά να δώ εάν είναι αληθινά, να τον διορθώσω ή να τον παύσω από ιερέα. Και επήγε εις το χωριό. Δεν ελειτούργησε όμως, αλλά κάθισε και παρηκολούθησε να ιδή τον ιερέα, εάν παραγματικά δεν ήξευρε να λειτουργήσει. Εκάθισε εις τον Δεσποτικόν θρόνον. Έβαλε τον ιερέα και ελειτούργησε μόνος του. Εκείνος επροσκύνησε τας αγίας εικόνας με ευλάβεια και εισήλθε εις το ιερόν και ενεδύθη την ιερατικήν του στολήν. Έκανε την προσκομιδήν. Ο Αρχιερεύς επλησίασε εις την θύραν και παρηκολούθει και έβλεπε ότι με φόβον πολύν και με προσοχήν έκανε την αγίαν προσκομιδήν· και όταν ήλθε η ώρα, που είπε το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», βλέπει ο Αρχιερεύς, ώ εξαισίου θαύματος! Ότι τον ιερέα εκείνον τον περικύκλωσε φλόγα, φωτιά και δεν εκαίετο. Ήτο μέσα εις την φωτιά, και επειδή ενόμισε ότι έπιασε φωτιά, κατέβηκε από το στασίδι του να πάη να τον βοηθήση, να την σβήση, αλλ’ ενώ κατέβαινε ήκουσε τον ιερέα να λέγη τα ειρηνικά και εσταμάτησε. Τι συμβαίνει, λέγει, δεν καταλαβαίνει αυτός ο άνθρωπος την φωτιά που τον περικύκλωσε; Διά να λέγει όμως τα ειρηνικά κάτι συμβαίνει. Ή δεν αισθάνεται την φωτιά που τον καίει ή κάτι άλλον μυστήριον είναι αυτό το οποίον βλέπω. Εξηκολούθησε λοιπόν, είπε όλα τα ειρηνικά, έκανε τας αιτήσεις, έκανε την μικράν είσοδον, μέσα εις την φλόγα, ενδεδυμένος την φλόγα και μόλις εδιακρίνετο. Έκανε και την μεγάλην είσοδον. Έλεγε δε τα λόγια της αγίας Λειτουργίας με μεγάλην προσοχήν, σαν να ευρίσκετο πραγματικώς έμπροσθεν του θρόνου του Θεού, μπροστά εις τον Θεόν.
Όταν ετελείωσε την Λειτουργίαν, και μετά που εξεδύθη τα ιερατικά του, ο Αρχιερεύς, γεμάτος από θαυμασμόν και έκπληξιν, γονάτισε μπροστά εις τον ιερέα και του λέγει με κατάνυξιν: Ευλόγησόν με, γνήσιε δούλε του αληθινού Θεού. Ο ιερεύς εξεπλάγη, βλέπων τον Αρχιερέα μπροστά του γονατιστόν, και του λέγει: Σεβασμιώτατε, τι κάνετε! Εσύ πρέπει να με ευλογήσης. Το έλατον υπό του κρείττονος ευλογείται, όχι εγώ ο αμαρτωλός, ο κατώτερος, ο ανάξιος. Και ο Αρχιερεύς του λέγει: Ού δύναμαι ευλογήσαι, τον εν πνεύματι και πυρί λειτουργούντα. Δεν είμαι, λέγει, εις θέσιν, εις κατάστασιν εγώ να ευλογήσω εκείνον, ο οποίος λειτουργεί με πνεύμα και φωτιά. Και ο ιερεύς νομίζοντας ότι, όσοι λειτουργούν, όλοι κατά την Λειτουργίαν γίνονται φωτιά, λέγει προς τον Αρχιερέα: Και είναι δυνατόν, Σεβασμιώτατε, να λειτουργεί κανείς, να υπηρετή τον Βασιλέα του παντός, τον οποίον τρέμουν τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και υμνεί πάσα πνοή και κτίσις, και τρέμουν οι άνω θρόνοι, είναι δυνατόν, να μη γίνεται φωτιά; Το λέγει άλλωστε και ο Προφήτης Δαβίδ, «ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα»…
Και έτσι είαι η αλήθεια. Εκείνοι οι οποίοι πραγματικά αισθάνονται ποίον υπηρετούν και ποίον λειτουργούν, αυτοί γίνονται έξω των ορωμένων, αναβαίνουν με την ψυχήν και την διάνοιαν εις τους ουρανούς. Αισθάνονται σαν να βλέπουν Αυτόν τον ίδιο τον Θεό. Δι’ αυτό και ο Άγιος Χρυσόστομος, όταν ήρχιζε η λειτουργία, έβλεπε τον ναόν να γεμίζη από αγγέλους· άλλοι μεν περιεκύκλουν το άγιον Θυσιαστήριον, άλλοι δε ίσταντο εις τους χορούς και εις όλην την Εκκλησίαν. Ο Άγιος Βασίλειος, πολλάκις, όταν ήρχιζε την Θ. Λειτουργίαν, έβλεπε το Άγιον Πνεύμα ωσεί περιστεράν. Ο Άγιος Σπυρίδων, Αγγέλους έσχεν συλλειτουργούντας αυτώ… και οι καθαροί τη καρδία έβλεπον τον Θεόν, όπως λέγει και μακαρισμός «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Και ημείς όταν εισερχώμεθα εις την Εκκλησίαν, εάν δεν βλέπωμεν τον Θεόν με τα σωματικά μας μάτια, πρέπει να τον βλέπωμεν με τα πνευματικά, με τα όμματα της ψυχής, και να αισθανώμεθα ότι, εν τω Ναώ εστώτες της δόξης Του, εν ουρανώ ιστάμεθα. Κατ’ αυτόν τον τρόπον όταν εισερχώμεθα εις την Εκκλησίαν, αγαπώντες την Εκκλησίαν, αγαπώντες τον Θεόν και καθαρίζοντες τας ψυχάς και τας διανοίας και τας καρδίας ημών, θα νομίζωμεν ότι, όσην ώραν ευρισκόμεθα εις τον Ναόν, ευρισκόμεθα εις τον Ναόν του Θεού. Και όταν εξερχώμεθα από τον Ναόν του Θεού και από το άγιον Θυσιαστήριον και από την αγίαν Τράπεζαν, θα είμεθα γεμάτοι από ευλογίας, από χάριτας, από δωρεάς και από χαράν πνευματικήν. Διότι αισθανώμεθα ότι ελάβομεν τας ευλογίας αυτάς ευρισκόμενοι εις τον Ναόν, αι οποίαι ευλογίαι θα μας συνοδεύουν και όταν ευρισκώμεθα έξω του Ναού. Αλλ’ όμως όχι μόνον εις τον Ναόν ευρισκόμενοι πρέπει να αισθανώμεθα ότι ιστάμεθα μπροστά εις τον Θεόν, αλλά και όπου και αν ευρισκώμεθα, επειδή ο Θεός είναι πανταχού παρών και προσκυνείται εν παντί καιρώ και πάση ώρα.
Λοιπόν, όταν έχωμεν τον νουν μας πάντοτε εις τον Θεόν, τον αγαπώμεν με όλην μας την ψυχήν και με όλην μας την καρδίαν, ο Θεός ο οποίος είναι, κατά τον Θεολόγον Ιωάννην, αγάπη, «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», όταν, λέγω, τον αγαπήσωμεν τον Θεόν με όλην μας την ψυχήν και με όλην μας την καρδίαν· όταν, είτε εις τον Ναόν είτε όπου ευρισκόμεθα, σκεπτόμεθα, στοχαζόμεθα τον Θεόν, ότι είναι μπροστά μας, και τον αγαπώμεν, θα είναι ο Θεός μαζί μας εδώ εις την πρόσκαιρον ζωήν, θα μας φωτίζη και θα μας οδηγή εις το θείον Του θέλημα. Και όταν αναχωρήσωμεν απ’ αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν, διότι είμεθα ξένοι, δεν έχομεν ώδε μένουσα πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν, τότε θα αναχωρήσωμεν με χρηστάς ελπίδας, θα συνοδευθώμεν υπό φωτεινών Αγγέλων, θα κατασκηνώσωμεν εις τα αγαπητά σκηνώματα του Παραδείσου, και θα κληρονομήσωμεν την αιώνιον και ατελεύτητον και ουράνιον βασιλείαν, της οποίας  είθε η χάρις του Παντοδυνάμου Θεού, διά πρεσβειών της Υπερευλογημένης Μητρός Αυτού και Πάντων των Αγίων αξιώσωσιν ημάς Αμήν.