Του Βασ. Μουστάκη
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Κιβωτός» (Μάϊος 1952)
«...Τούτο μου ενθύμισε μίαν άλλην μικρὰν κορασίδα, την Κούλαν (Αγγελικὴν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Απλούς μανάβης, ή οπωροπώλης ήτον ὁ άνθρωπος, αλλ᾿ είχε λάβει θεόθεν δια την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του Αβραάμ. Η μικρὰ οικία ήτο ξενὼν δια τους φίλους και τους διαβατικούς, δια τους εκλεκτοὺς καὶ τους τυχόντας. Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις τὸ παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου και την ώραν του αντιδώρου, η γυνὴ τού Μπούκη του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της, την Αγγελικούλαν, μ᾿ επλησίασεν εις το στασίδι, δια να μου υπομνήσῃ, ως συνήθως, ότι έπρεπε να υπάγω εις το γεύμα.
Τότε η μικρὰ παιδίσκη (ήτο ως εννέα ετών, ροδίνη και καστανή, και την είχαν υιοθετήσει από το βρεφοκομείον, ως άτεκνον οποὺ ήτο το ανδρόγυνον· αλλ᾿ αυτὴ το ηγνόει), μ᾿ εχαιρέτησε καὶ μου λέγει:
―Εσύ, μπαρμπ᾿- Αλέξανδρε, ψέλνεις τα τραγούδια του Θεοῦ...».
(Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη: «Τα τραγούδια του Θεού».)
Αυτός ο Νικόλας ο Μπούκης, που αναφέρει ο κυρ Αλέξανδρος, στάθηκε ένας άγιος άνθρωπος και ήρωας μιας θαυμαστής ιστορίας. Άγνωστο γιατί, δεν θέλησε να τη γράψει ο Παπαδιαμάντης, ο μόνος που άξιζε να το κάνει. Την άκουσα από το στόμα ενός κοινού φίλου τους, και την έβαλα να διασωθεί μέσα στην «Κιβωτό». Ο καινός αυτός φίλος του Παπαδιαμάντη και του Μπούκη δεν είναι άλλος από τον σεπτό ηγούμενο της Λογγοβάρδας της Πάρου, τον πάτερ Φιλόθεο Ζερβάκο.
Ο Νικόλας ο Μπούκης ήτανε σπάταλα χαριτωμένος από τον Θεό. Απλοϊκός στην καρδιά, ταπεινός, ευσεβέστατος, γεμάτος συμπόνια στους φτωχούς, πήγαινε ταχτικά στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου όπου γνωρίστηκε με τον Παπαδιαμάντη και τον πατέρα Φιλόθεο, που ήτανε τότε λαϊκός ακόμα και έκανε τον ψάλτη.
Όταν λοιπόν, ο Νικόλας έφτασε στα τριανταεφτά του χρόνια, αποφάσισε να παντρευτεί.
Τι πιο φυσικό, να σκεφτεί να πάρει για σύντροφο της ζωής του μια κόρη που θα του ταίριαζε, ευσεβή, σεμνή και προκομμένη. Όμως ο νους του δεν πήγε εκεί.
Με την ευκολία που έχουν οι αληθινοί άγιοι, ο μακάριος εκείνος σηκώθηκε και πήγε σ’ ένα σπίτι της αμαρτίας και είπε στην πρώτη που αντίκρυσε εκεί μέσα αμαρτωλή:
- Σήκω κι έλα μαζί μου. Έταξα στον Θεό να γλυτώσω μια ψυχή από τη λάσπη. Έλα να σε κάνω γυναίκα μου.
Εκείνη σάστισε στην αρχή, μα ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το μυαλό πως ήτανε κάποιο άσπλαχνο πείραγμα. Κι ύστερα από λίγο, τον ακολούθησε.
Ο Μπούκης σκεφτότανε μέσα του το χαμένο πρόβατο της παραβολής κι ευχαριστούσε από τα κατάβαθα της ψυχής του τον Κύριο γιατί αξιωνότανε να τον μιμηθεί.
Την έβαλε κι εξομολογήθηκε κι αφού μεταλάβανε μαζί το Σάββατο, στεφανωθήκανε την Κυριακή.
«Η πρώην άσωτος γυνή» ήτανε τώρα στο πλευρό του Μπούκη σαν αγνότατο ρόδο. Φρόνιμη και χαμηλοβλεπούσα, με τα εικοσιδυό χρόνια της δροσάτα, σαν και να την είχε μόλις δρέψει από τον κόρφο της μάνας της.
Το μάθανε και τα’ αδέρφια της κι ήρθανε απ’ το Μενίδι - όπου ήτανε το πατρικό τους - και την καμάρωσαν μ’ όλο τον άλλο κόσμο.
Ύστερα πέρασε κάμποσος καιρός ανέφελα κι ευλογημένα.
Αλλά η αμαρτία είναι δυνατή και δεν παρατάει εύκολα τα πλάσματα που δουλέψανε σ’ αυτή.
Κι έτσι - κατά τον Σολομώντα που λέγει «ώσπερ κύων επί τον εαυτού έμετον» - η γυναίκα του Μπούκη κύλισε ξαφνικά εκεί απ’ όπου η χάρη του Θεού την είχε τραβήξει κι έγινε μοιχαλίδα.
Σαν ο άντρας της την έπιασε, δεν της είπε κανένα πικρό λόγο. Μα τώρα πια δεν βάσταγε να την κρατήσει. Την είδε να φεύγει από το σπίτι τους, χωρίς να την προφτάξει και να της πεί: «Γυναίκα, δε σου κρατάω κακία». Εκείνη πήγε και έμεινε σε μια συγγένισσα της. Φοβότανε και τα’ αδέρφια της και καθότανε εκεί κρυμμένη.
Ο Νικόλας είπε τότε με το νου του: «Άλλο πια δεν μου μένει παρά να πάω στ’ Αγιονόρος να ασκητέψω».
Μπήκε στο βαπόρι, παρατώντας σπίτι και μαγαζί και ήρθε στ’ Αγιονόρος.
Εκεί ρώτησε ποιος ήτανε ο καλύτερος πνευματικός, για να του εμπιστευθεί τον πόνο του και την απόφασή του.
Του είπανε:
- Να πας στον πάτερ Σάββα.
Ο πάτερ Σάββας δεν καθότανε σε μοναστήρι, παρά σε μια βραχότρυπα. Ήτανε βαθύγερος και διαβόητος πνευματικός. Ήξερε, ανάλογα με την ψυχή που ερχότανε σ’ αυτόν, να φέρνεται. Άλλοτε έβαζε βαριούς κανόνες, γιατί έβλεπε πως τους άντεχε ο αμαρτωλός. Κι άλλοτε διάβαζε μονάχα την ευχή κι ύστερα σιγά-σιγά έβαζε νηστείες και μετάνοιες και αγρυπνίες.
Κάποια φορά ένας φοβερός ληστής είχε πάει σ’ αυτόν να εξομολογηθεί. «Βαρέθηκα, του είπε, να σκοτώνω. Λέω να σώσω την ψυχή μου. Αν θέλεις διάβασε μου την ευχή, αλλά κανόνα μη μου βάζεις, γιατί δε βαστάω τέτοια». Ο πάτερ Σάββας τον κοίταξε με ιλαρή ματιά και του αποκρίθηκε: «Ένα κανόνα σου βάζω. Να μη ξαναβλάψεις άνθρωπο». Ο ληστής απόρεσε: «Καλά, αυτό το αποφάσισα», είπε. «Ε, αυτό φτάνει». «Και τίποτε άλλο;» «Τίποτε άλλο. Αν θέλεις νηστεύεις μονάχα Τετράδη και Παρασκευή. Και να λες που και που: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν».
Βουρκώσανε τα μάτια τ’ ανθρώπου. Ύστερα από κάμποσες μέρες ξανάρθε. «Γέροντα - λέει - αυτά που μούπες τα κάνω. Θέλω και κανέναν άλλο κανόνα». Ο πάτερ Σάββας του λέει: «Αν βαστάς νήστευε και τη Δευτέρα. Κάνε και σαράντα μετάνοιες κάθε βράδυ πριν πλαγιάσεις». Ύστερα από κάμποσες μέρες ήρθε πάλι στον γέροντα ο ληστής. «Λέω να νηστεύω και την Τρίτη και την Πέμπτη. Και να ξεπουλήσω όλα μου τα υπάρχοντα και να καθίσω εδώ για πάντα». Και πρόσθεσε με λυγμούς. «Πως ξεπλερώνεται ο Θεός;» Η καρδιά του είχε μαλακώσει ολότελα.
Σ’ αυτόν τον άγιο γέροντα πήγε κι ο Νικόλας.
Σαν τον άκουσεν εκείνος, πήρε αυστηρή όψη και του αποκρίνεται:
- Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα. Αμαρτάνεις μ’ αυτά που σκέφτεσαι. Αν είχες μια γίδα και σούφευγε, θα την παράταγες; Δεν θα πήγαινες να τη βρεις και να τη φέρεις σπίτι σου; Το ίδιο είναι και με τη γυναίκα σου. Έταξες να τη σώσεις. Να σηκωθείς και να πας πίσω και να την πάρεις με το στανιό σπίτι σου.
Ο Νικόλας στεναχωρέθηκε. Του φάνηκε βαριά η συμβουλή του γέροντα, μα καταλάβαινε πως είχε δίκιο.
Έφυγε αναποφάσιστος από τον αναχωρητή. Δεν ήξερε τι να κάνει.
Εκεί που περπατούσε του έρχεται μια ιδέα.
- Μπορεί και να μην είναι έτσι, συλλογίσθηκε. Ας πάω και σε κανέναν άλλο πνευματικό.
Ρωτάει και τον στέλνουνε τώρα στον πάτερ Δανιήλ, άλλον αιωνόβιο ασκητή. Τούτος ήτανε από τη Σμύρνη κι ήξερε και γράμματα πολλά, άγιος όπως ο πρώτος. Έπεσε στα γόνατα ο Νικόλας και του λέει την ιστορία του. Μα ξαφνιασμένος ακούει από το στόμα του πάτερ Δανιήλ τα ίδια που του είχε πει κι ο πάτερ Σάββας. Τα ίδια ακριβώς.
Χωρίς να το θέλει γυροφέρνει τα μάτια μέσα στο κελί μην ήτανε κανένα τηλέφωνο. Αλλιώς δεν μπορούσε να εξηγήσει πως ήτανε τόσο απαράλλαχτη η δεύτερη απόκριση με την πρώτη. Εκείνο τον καιρό τα τηλέφωνα ήτανε σπάνια, αλλά πώς να το χωρέσει ο νους του Νικόλα αυτό το θαύμα; Να ακούει τα ίδια λόγια και τώρα, σαν και νάχανε πρίν συνεννοηθεί οι δυο πνευματικοί.
Τότε πια δεν του έμεινε κανένας δισταγμός. Και γύρισε στην Αθήνα γρήγορα.
Πήγε στο συγγενικό σπίτι απ’ όπου η γυναίκα του δεν είχε ξεπορτίσει, γιατί τα’ αδέρφια της, της είχανε μηνύσει πως θα τη σκοτώνανε.
Πριν φτάσει εκεί, τους συνάντησε στη γωνιά του δρόμου. Παραφυλάγανε εκεί, νύχτα μέρα, με τα μαχαίρια στα ζουνάρια.
- Που πάς; τον ρωτήσανε αγριεμένοι.
- Πάω να την πάρω.
- Άμα το κάνεις, θα σε βρεί και σένα κακό, του είπε ο μικρότερος. Άς τηνε τη σκύλα.
Ο Νικόλας δεν μίλησε. Τράβηξε ίσα στο σπίτι, με σταθερή περπατησιά. Όταν τον είδε εκείνη, έριξε κάτω τα μάτια. Έσκυψε της χάιδεψε τα μαλλιά. Τα λόγια των δύο πνευματικών γινόντανε τώρα ζωντανή εικόνα. Ναι, ήτανε η γιδούλα που ερχότανε τώρα να την πάρει πίσω στο σπίτι του.
- Ας τα ξεχάσουμε, γυναίκα, της είπε με ραγισμένη φωνή. Ο Θεός είναι μεγάλος. Μη ντρέπεσαι, έλα πάμε.
Κάποιος του είπε:
- Καθόμαστε και φυλάμε μη μπούνε τα’ αδέρφια της. Είναι στο δρόμο και θέλουνε να τη σκοτώσουνε.
- Δεν θα το κάνουνε, αποκρίθηκε ήσυχα ο Νικόλας.
Ύστερα από λίγο βγήκανε στο δρόμο. Προσπεράσανε τα’ αδέρφια της, εκείνη με τις παλάμες στο πρόσωπο, ο άντρας της κοιτώντας τους μια στιγμή με χαμόγελο. Τα παλληκάρια δεν κινηθήκανε. Ότι βλέπανε τους είχε παραλύσει την κακούργα θέληση.
Έτσι ο Νικόλας έφερε τη γυναίκα του στο σπίτι του και ζήσανε κάμποσο καιρό πάλι ανέφελα. Εκείνη φαινότανε συντριμμένη, μα σιγά - σιγά πήρε πάλι θάρρος και δεν θυμότανε κανένας τους ότι είχε συμβεί.
Μα η γυναίκα του Νικόλα ξανάπεσε. Έπεσε πολλες φορές. Τώρα όμως ο άντρας της δεν λιγοψύχησε. Υπόμενε. Εγκαρτερούσε. Και δεν έπαυε να την αγαπά, να προσεύχεται γι’ αυτήν.
Ερεθισμένη απ’ αυτή την ανοχή, εκείνη πρόσθεσε στην ντροπή την κακή συμπεριφορά. Του φερνότανε σαν δαίμονας. Τον εξευτέλιζε με τα λόγια της, τον μάτωνε καθημερινά με τους θυμούς και τις κοροϊδίες της. Πόσο θα μπορούσε να βαστάξει ο ανεξίκακος, ο άγιος εκείνος άνθρωπος;
Οι μέρες διαβαίνανε σκληρές, ο σταυρός του γινότανε ολοένα και πιο αβάσταχτος.
Μια μέρα δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. Λύγισε μπροστά στη σιωπή του Θεού, που έκανε πως δεν τον πρόσεχε, πως τον είχε εγκαταλείψει να υποφέρει μονάχος, αβοήθητος, τη θηριώδη κακία αυτής που είχε ευεργετήσει και συγχωρούσε ολοένα.
Επήγε κάτω από το εικονοστάσι και με δάκρυα είπε στο Θεό:
- Θεέ μου, δεν βαστάω άλλο. Ή φώτισε την ή σταμάτα μ’ έναν τρόπο που εσύ ξέρεις ετούτο το βάσανό μου.
Η γυναίκα του, που ο Νικόλας νόμιζε πως έλειπε από το σπίτι, ήρθε από πίσω του.
Άκουσε τα λόγια του. Την πήρανε τα κλάματα. Κατάλαβε ξαφνικά την άβυσσο των κριμάτων της. Συνήλθε ολότελα. Κεραυνωμένη από τη θεία φώτιση, σωριάστηκε στα πόδια του και του φώναξε:
- Συχώρεσε με, Νικόλα. Συχώρεσε με. Είμαι μια τιποτένια. Δεν θέλω να σε ξαναπικράνω.
Ο Χριστός, την τελευταία στιγμή, εκεί πια που ο δούλος του θάσπαζε κάτω από το βάρος του πειρασμού, «εποίησε την έκβασιν».
Από εκείνη τη στιγμή ζήσανε μονιασμένοι. Εκείνη αφοσιώθηκε στη θρησκεία, γύριζε όλη τη μέρα σε φιλανθρωπίες και συνόδευε τον άντρα της στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισαίου.
Πήρανε και την Αγγελικούλα από το βρεφοκομείο και η ευλογία του Θεού θρονιάστηκε στο σπιτάκι τους που ήτανε σ’ ένα σοκάκι της οδού Πειραιώς.
Μετά τις παννυχίδες του Αγίου Ελισαίου, ο Παπαδιαμάντης κι ο πάτερ Φιλόθεος πηγαίνανε στο σπιτάκι του Μπούκη να γευματίσουνε. Όπως τόγραψε στα «Τραγούδια του Θεού ο Κυρ Αλέξανδρος.