11 Νοεμβρίου 1905
Οσιωτάτη εν Κυρίω θυγάτηρ Ξένη , εύχομαι σοι πατρικώς (η παρούσα ν’ αναγνωσθεί εις επήκοον πασών)
Χθές με επεσκέφθησαν η κ. Ζερβουλάκου, η Αμαλία και η Μαρίκα· παρά ταύτης έμαθον ότι ασθενείς. Η είδησις αύτη με έθλιψεν, αλλά πλην της θλίψεως της εκ της ασθενείας σου και της άκρας αδυναμίας σου, περί ης μοι είπεν η Ελένη, ήτις με ανησύχησεν, έτερον τι συναίσθημα δυσάρεστον ανεπτύχθη εν εμοί, αγνοώ πόθεν και με έβαλεν εις δυσθυμίαν. Μοι εφάνη, ότι προήλθεν εκ της εσφαλμένης μου υποθέσεως ότι ασθενείς, διότι αι αδελφαί δεικνύουσιν, ότι δεν απηλλάγησαν εντελώς κοσμικών τινων ελλείψεων και ψυχικών τινων παθών. Επιθυμώ να απατώμαι και να ώσι ψευδείς αι υποθέσεις μου, αλλά εάν εισιν αληθείς η καθ’ όλου ή κατά μέρος, ή εάν αληθεύουσι διά μίαν ή πλείονας και βεβαιωθώ περί τούτου θα θλιβώ μεγάλως. Εγώ αγαπητή Ξένη και αγαπητά τέκνα εν Κυρίω σας φαντάζομαι ως παρθένους φρονίμους, σπευδούσας εις την τελειότητα, εχούσας αεί τας λαμπάδας ανημμένας και φερούσας πάντοτε μεθ’ εαυτάς έλαιον και ετοίμους, ίνα εισέλθητε εις τον θείον νυμφώνα της δόξης του Χριστού. Φρονώ περί υμών, ότι άπασαι αγρυπνείται, όπως εν τη φωνή «ιδού ο Νυμφίος έρχεται» εξέλθετε εις υπάντησιν αυτού, άπασαι ευρεθήτε, έχουσαι κεκοσμημένας τας λαμπάδας υμών. Τοιαύτη η περί υμών πεποίθησις· διά τούτο και δεν παραδέχομαι τους ανησυχήσαντάς με λογισμούς και πράγματι δεν θα έχω δίκαιον· διότι πως είναι δυνατόν να μη φροντίζει μία παρθένος περί της διακοσμήσεως της εαυτής λαμπάδος, μεθ’ ής μόνης θα σπεύση εις υπάντησιν του Κυρίου, ον νυμφίον εαυτή ηρετίσατο; Πως δε είναι δυνατόν ν’ αμελήσει ταύτης, αφού διά την ταύτης διακόσμησιν εξήλθε εις την έρημον αναζητούσα έλαιον προς αγορά παρά των πωλούντων; Τι δε εξήλθε, εάν οκνή ν’ αγοράση και ταμιεύση παρ’ αυτή; Τι δε κοπιά περί πολλά άλλα, αφού ελλείπει το έλαιον; Πως δέ έσται φρόνιμος, αφού άπασαν την εαυτής φροντίδα δεν έστρεψε προς την διακόσμησιν της εαυτής ψυχής, όπως αρέση τω Κυρίω; Πως δε θέλει αρέσει τω Κυρίω υπέρ ου αγωνίζεται, εάν μετά πολλής προσοχής και επιμελείας δεν μελετά καθ’ εκάστην εαυτήν, όπως επιγνώσηται εαυτήν και ίδη τα υπό του εγωισμού και της φιλαυτίας υποκρυπτόμενα πάθη της ψυχής;
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, εγώ περί υμών φρονώ, ότι άπασαι εστέ φρόνιμοι παρθένοι· αλλ’ επειδή μοι εγεννήθη ανησυχία μη τις εξ υμών και προς στιγμήν απελάθετο του έργου της εαυτής αποστολής, προς ησυχίαν της καρδίας μου έκρινα αναγκαίον, να σας γράψω την παρούσαν μου και να σας παρακαλέσω θερμώς να προσέχετε εαυτάς μη εν αμελεία διέλθητε τον βίον εις την έρημον, διότι το παν δια της αμελείας απόλλυται. Η περί τας προσευχάς και τας νηστείας περιοριζομένη ενασχόλησις άνευ της μελέτης υμών αυτών δεν είναι επιμέλεια ψυχής· ουδέ επιφέρει η εργασία αύτη μόνη τους ποθούμενους καρπούς· η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή εισί τα μέσα προς επίιτευξιν του σκοπού και ουχί ο σκοπός, δι ον εξήλθατε εις την έρημον. Τούτο επιθυμώ να το ενθυμήσθε διηνεκώς, ίνα μη εκπέσητε της αποστολής σας και αποτύχητε του σκοπού σας· διότι πολλοί νηστευταί και εργάται των σωματικών ασκήσεων λαβόντες ως σκοπόν τα μέσα και περί ταύτα μόνα τον βίον ανύσαντες, εγκατέλιπον τον σκοπόν και φοβερόν ειπείν, απέτυχον του σκοπού και εκοπίασαν μάτην.
Κοσμήσατε τας λαμπάδας υμών δια του ελαίου των αρετών. Αγωνισθήτε, ίνα αποβάλητε τα πάθη της ψυχής· καθαρήσατε υμών την καρδίαν· τηρήσατε αυτήν αγνήν και πάντα ρύπον αποβάλητε απ’ αυτής τη πόα των πλυνόντων, κατά το γραφικόν ρητόν, όπως ο Κύριος έλθη εν υμίν και ενοικήση και εμπεριπατήση και μονήν παρ’ αυταίς ποιήση, και όπως το Πανάγιον Πνεύμα, πλημμυρίση αυτάς των θείων Αυτού δωρεών, και οι καρποί της Χάριτος Αυτού κομώσιν εν αυταίς αφθόνως.
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, περί ταύτα στραφήτω η φροντίς υμών, περί ταύτα άπασα η ασχολία υμών γινέσθω. Ταύτα ημών είησαν σκοπός, ταύτα πόθος διηνεκής, τούτων η επιζήτησις διαθερμαινέτω υμών την καρδίαν, υπέρ τούτων άπασα η προσοχή υμών προς τον εν Τριάδι Θεόν· υπέρ τούτων κρούετε την θύραν του ελέους και ανοιγήσεται αύτη προς υμάς. Ζητήτε καθ’ εκάστην τον Κύριον, αλλά εν τη καρδία σας και ουχί εκτός αυτής, και όταν εύρητε Αυτόν στήτε μετά φόβου και τρόμου, ως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, διότι θρόνος Θεού εγένετο η καρδία υμών, αλλ’ ίνα εύρητε τον Κύριον ταπεινωθήτε μέχρις εδάφους ενώπιον του Κυρίου, διότι ο Κύριος βδελύσσεται τους υψηλοκαρδίους, αγαπά δε και επισκέπτεται τους ταπεινούς την καρδίαν, διό και λέγει: «προς τίνα επιβλέψω, ή επί τον πράον και ταπεινόν την καρδίαν;» έργον υμών έστω η έρευνα της καρδίας υμών, μη εν αυτή εμφωλεύη, ως όφις ιοβόλος, η υπερηφανία, η πολύτοκος αύτη κακία, η τω ιώ αυτής πάσαν αρετήν δηλητηριάζουσα και απονεκρούσα. Περί ταύτης της εωσφορικής κακίας δύναμαι να είπω, ότι πρέπει να στραφή άπασα η φροντίς υμών και ταύτης την έρευναν ημερινόν και νυκτερινόν ποιήσασθε έργον αδιάλειπτον, διότι πανταχού εμφωλεύει, ως όφις και πάντα δηλητηριάζει· εάν τολμήσω να ειπώ, ότι μελέτη εαυτού και έρευνα της καρδίας είναι η εν πάσιν αναζήτησις της υπερηφανίας και των εκγόνων της κοιλίας αυτής και η ταύτης καταδίωξις, φρονώ, ότι έσομαι εν τη αληθεία. Διότι εάν απαλλαγώμεν ταύτης και αντ’ αυτής κτησώμεθα την ταπεινοφροσύνην και ταύτην ενθρονίσωμεν εν τη καρδία ημών, έχομεν το παν· διότι αφού η ταπείνωσις είναι υψοποιός, έπεται, ότι φέρει μεθ’ εαυτής άπαντα τον χορόν των αρετών· διότι εάν εν τη ταπεινώσει μη είποντο άπασαι αι αρεταί ουκ αν ήν η ταπείνωσις υψοποιός, διότι ο όλος χορός των αρετών υψοί και ουχί τινες εξ αυτών. Άλλως τε αι αρεταί, ως ούσαι ακτίνες από του ηλίου εκπεμπόμεναι, η ως ούσαι τα χρώματα της μίας ακτίνος ηλιακής διαθλασθείσης επί του καθαρού της ψυχής μας κατόπτρου, δεν δύνανται τα μεν να υπάρχωσι τα δε να μην υφίστανται. Διά ταύτα όπου η αληθής κατά Χριστόν ταπείνωσις εκεί και άπασαι αι αρεταί· διά τούτο και υψοποιός η ταπείνωσις. Ταύτην λοιπόν εκζητήσατε και ταύτην αγαπήσατε και εν κόλποις της καρδίας υμών θέσθε, όπως υψωθήτε από γης προς ουρανόν·άνευ ταύτης τα έκγονα της υπερηφανίας μετ’ αυτής δολίως και κρυφίως συνεργαζόμενα έλκουσιν ημάς προς την γην και κωλύουσι την προς τα άνω πτήσιν ημών και ματαιούσι το έργον της αποστολής ημών.
Ταύτα εγερθείς πρωί προ πάσης εργασίας μου έγραψα προς υμάς, όπως καταπαύσω ανησυχίαν τινα της καρδίας μου. Θέλω να μανθάνω, ότι καθ’ εκάστην υψούσθε, διότι εν τούτω χαίρω και η υπέρ υμών φροντίς αυξάνει και μέλημά μου σταθερόν αποβαίνει η της Μονής πρόοδος και τελείωσις. Θλιβερά τις και παρά προσδοκίαν είδησις δια την ψυχικήν μου αδυναμίαν δύναται να επιδράση επί των διαθέσεών μου ψυχρώς. Ταύτα εκ πατρικού ενδιαφέροντος και εύχομαι πάσαις υμίν την επίσκεψιν της Θείας Χάριτος.
†Ο πνευματικός σας πατήρ Πενταπόλεως Νεκτάριος