Του π. Δημήτριου Βαρσαμίδη
Όλοι γιορτάζουν ξέφρενα. Γέλια και χαρές ακούγονται από παντού. Αισθαντικά τραγούδια συνταιριάζονται με μουσικούς κανιβαλισμούς. Φώτα λαμπερά σκορπίζουν το σκοτάδι. Φώτα λαμπερά, μα, σαν το καλοσκεφτείς εκτυφλωτικά, που σε τυφλώνουν όπως ακριβώς και το απόλυτο σκοτάδι. Κοντεύει ξημέρωμα κι όμως η πόλη δε λέει ακόμη να ησυχάσει. Ξημερώνει βλέπεις η 25η Δεκέμβρη, μέρα αργίας και χαράς για τους κατοίκους της. Το ξεφάντωμα άρχισε από το προηγούμενο βράδυ σε φιλικά σπίτια, συνεχίστηκε στην κεντρική πλατεία, στη φιέστα που διοργάνωσε ο Δήμος και ολοκληρώνεται τώρα στα νυχτερινά κέντρα. Τα απομεινάρια του χθεσινού πλήθους προσπαθούν να βρουν δυνάμεις για να συνεχίσουν το πανηγύρι. Όσοι δεν τα καταφέρνουν, επιστρέφουν στο σπίτι χαρούμενοι που για μια ακόμη χρονιά ξεφάντωσαν, τιμώντας με τον τρόπο αυτό το πνεύμα των χριστουγέννων.
Τι όμως άραγε να ‘ναι αυτό το περίφημο πνεύμα; Είναι σε όλους πολύ οικείο, αν και κανείς ποτέ δεν το ‘χει δει. Όλοι πάντως για αυτό μιλούν. Ίσως είναι διάφανο και για αυτό δεν φαίνεται, ίσως πάλι να είναι μαύρο, πράγμα που το βοηθάει να κρυφτεί στο βραδινό σκοτάδι. Αν πάλι πάρει κανείς στα χέρια του το λεξικό, διαπιστώνει ότι μπορεί να είναι το χειμωνιάτικο αεράκι που παγώνει το πλήθος στο δρόμο της πρωινής επιστροφής.
Την λύση στο αίνιγμα αυτό ίσως μπορεί να τη δώσει η τηλεόραση. Αυτή άλλωστε έχει πάντα και για όλα μια λύση. Οι παρουσιαστές της μάλιστα είναι οι πρώτοι που τους καταλαμβάνει το πνεύμα των χριστουγέννων, όπως οι ίδιοι δηλώνουν, και αρχίζουν να γιορτάζουν τουλάχιστον ένα τρίμηνο πριν τη γιορτή. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι είναι υποχρέωση όλων να καταληφθούν από το εν λόγω πνεύμα, καθώς αυτό οδηγεί τον άνθρωπο στις αγαθοεργίες που γίνονται «για το καλό», τώρα που έρχονται «χρονιάρες μέρες». Άλλωστε μια καλή πράξη κάνει τον καθένα μας τόσο χαρούμενο, που του δίνει «θετική» ενέργεια για πολλών ημερών ξεφάντωμα.
Να όμως που στο ρεύμα της επιστροφής που παρασύρει κάθε κουρασμένο διαδηλωτή της χαράς και του κεφιού, διακρίνονται κάποιες μικρές συντροφιές ανθρώπων που αντιστέκονται. Δεν αντιστέκονται με βία και ένταση, απλά προσπαθούν να φθάσουν αθόρυβα στον προορισμό τους. Θαρρείς ότι κάτι τους καθοδηγεί μέσα από το πλήθος και τους κάνει να προχωρούν με σταθερά και ήρεμα βήματα. Λες αυτό το κάτι να είναι το γνωστό πνεύμα;
Σιγά σιγά, οι συντροφιές αρχίζουν και ξεφεύγουν από τη δύναμη του ρεύματος και από την οχλοβοή και τότε ένας διαφορετικός ήχος ξεχωρίζει από το σημείο στο οποίο κατευθύνονται. Είναι ο ήχος από το καμπαναριό της γειτονικής εκκλησίας. Λες εκεί τελικά να κατοικοεδρεύει το πνεύμα των χριστουγέννων; Μα από εκεί δεν ακούγονται γέλια και χαρές. Μυστήρια πράγματα.
Ησυχία επικρατεί στο εσωτερικό της εκκλησίας. Κανείς δε μιλά. Μόνο κάτι τριξίματα από καρέκλες ακούγονται που θυμίζουν κρωξίματα κουκουβάγιας ή θορύβους από νυκτόβια τρωκτικά. Το φως λιγοστό, μα αρκετό για να διακρίνεις το πρόσωπο του διπλανού. Πηγή του τα πολυάριθμα κεριά, που μοιάζουν σαν αστέρια σε ουρανό χωρίς φεγγάρι. Τα κρατούν όλοι αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι που χαμογελούν χωρίς να χαχανίζουν… Κάτι σαν να περιμένουν, κάτι που ακόμη προφανώς δεν έχει έρθει. Μήπως περιμένουν το πνεύμα των χριστουγέννων, ώστε να μετατρέψουν το σιωπηλό τους χαμόγελο σε ξεκαρδιστικό γέλιο;
Ξαφνικά ανοίγουν δύο πόρτες στο κέντρο της εκκλησίας. Η ησυχία γίνεται απόλυτη. Κάποιος ιερέας αρχίζει να λέει κάτι ακατάληπτα λόγια. Οι άνθρωποι δίπλα δείχνουν να τα καταλαβαίνουν. Κάποιοι μάλιστα επιχειρούν να τα σιγοψιθυρίσουν. Τι απογοήτευση! Φαίνεται πως όλο το μυστηριακό αυτό σκηνικό απευθύνεται σε κάποιους λίγους, εκλεκτούς, που για κάποιο λόγο μπορούν και συμμετέχουν στα τεκταινόμενα.
«Χριστός γεννᾶται δοξάσατε….» ακούγεται ξαφνικά από το σύνολο των παρευρισκομένων. Μια φωνή, χωρίς παραφωνίες. Μάλλον πολλές φωνές, ενωμένες σε μία, χωρίς καμιά να θέλει να ξεχωρίσει. Χωρίς καμιά να θέλει να καταπνίξει την άλλη. Σαν ένα μπουκέτο διάφορα λουλούδια που το καθένα έχει το δικό του μοναδικό χρώμα, αλλά που τελικά δεν θα είχε καμία ιδιαίτερη αξία αν το ένα δεν είχε δίπλα του το άλλο σε μια σύνθεση ζωντανή.
Η λειτουργία πλησιάζει στο τέλος της. Όλο το εκκλησίασμα περιμένει στην ουρά για να κοινωνήσει. Τι περίεργο! Με τις ιώσεις που κυκλοφορούν την εποχή αυτή, αποφεύγουμε ακόμη και χειραψία να κάνουμε με τους οικείους μας, όμως όλοι εδώ, ή μάλλον οι περισσότεροι, θα μεταλάβουν με την ίδια λαβίδα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, όπως λέει ο ιερέας σε όσους πλησιάζουν. Φαίνεται πως αυτό το Σώμα και Αίμα είναι που ενώνει ανθρώπους διαφορετικούς και πιθανώς αγνώστους μεταξύ τους. Και φαίνεται πως η ένωση μεταξύ τους και με αυτό το Σώμα και το Αίμα είναι αυτό που τους δίνει λόγο για να χαίρονται και να γιορτάζουν μετά το πέρας της λειτουργίας.
«Χριστός γεννᾶται δοξάσατε….» λοιπόν. Η φωνή αυτή ήταν που διέλυσε το σκοτάδι. Η φωνή αυτή και η συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία. Φως, όχι κερί, αλλά φανάρι πλέον. Να λοιπόν πιο είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων. Να γραφτεί η λέξη με το Χ κεφαλαίο. Να επιτρέψουμε στο Χριστό που γεννήθηκε εκείνη την Άγια Νύχτα στη Βηθλεέμ, να γεννηθεί και στη δική μας καρδιά. Να δούμε το Χριστό στο πρόσωπο του ανθρώπου με τον οποίο συνεορτάζουμε. Να μη περιορίσουμε το «καθήκον» μας για αγαθοεργίες τις «χρονιάρες μέρες» στην δωρεά ενός νομίσματος σε κάποιο αναξιοπαθούντα, προκειμένου να ξεπεράσουμε τις τύψεις μας για τη δική μας καλοζωία, αλλά να προσπαθήσουμε για μια πραγματική και ουσιαστική σχέση με τον κάθε έχοντα ανάγκη συνάνθρωπό μας. Τότε όλη αυτή η ανάγκη μας για χαρά θα βρει το πραγματικό της νόημα. Τότε θα ξέρουμε την αιτία της εορτής και δε θα ψάχνουμε απλά αφορμές για ξεφάντωμα.
Καλό είναι λοιπόν να καταληφθούμε από το πνεύμα των Χριστουγέννων, αν αυτό σημαίνει τα λόγια, τα έργα, η ζωή μας ολάκερη να καθοδηγείται από τον ζωντανό Θεό μέσα μας. Θέλει όμως προσπάθεια να μη ξεθωριάσει ο Χριστός μέσα μας, θέλει προσπάθεια να μη ξεχνάμε να γράφουμε τη λέξη Χριστούγεννα με το Χ κεφαλαίο. Σε διαφορετική περίπτωση η γιορτή αυτή γίνεται ά – Χριστη και άχρηστη, ανόητη και άγευστη, ίσως μια κακόγουστη αποκριά στη μέση του χειμώνα…
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010
Πνευματική συζήτηση του στάρετς (γέροντα) Σαμψών Σίβερς με αγρότισσα
Από το βιβλίο του Μ. Mελινού
«Άνθη αγίας Ρωσίας»
- Στάρετς Σαμψών: Όταν πρόκειται να πας κάπου, κόρη μου, να προσεύχεσαι πολύ, πριν. Πριν το φαγητό, επίσης, πρέπει να προσευχόμαστε. Να ευχαριστούμε αδιάκοπα το Θεό που έχουμε την υγεία μας. Δώρο δικό Του είναι. Πρέπει να είμαστε ταπεινόφρονες. Να ξεριζώνουμε την υπερηφάνεια από την καρδιά μας. Πολλές φορές έρχεται μια αρρώστια και μας ταπεινώνει. Γι’ αυτό την επιτρέπει ο Θεός. Πρώτα ο Θεός, μετά ο συνάνθρωπος και μετά ο εαυτός μας. Ποτέ μην υπόσχεσαι ασυλλόγιστα. Ο υπερήφανος υπόσχεται αβασάνιστα, από εγωισμό. Ο ταπεινός λέει «θα προσπαθήσω».
- Αγρότισσα: Στάρετς, μπορώ να βάφω τα χείλη;
- σ. Σαμψών: Όχι. Βλέπεις και οι ιερείς δεν επιτρέπουν να πλησιάζουν γυναίκες στη Θεία Κοινωνία με βαμμένα χείλη.
- Αγρότισσα: Μα, πάτερ, στην εργασία μας λένε ότι είναι χλωμά τα χείλη μας και γι’ αυτό πρέπει να τα βάφουμε.
- σ. Σαμψών: Είναι ένας τρόπος για να προσελκύετε την προσοχή. Ένα στοιχείο του φλερτ, ας πούμε. Εγώ θα το έλεγα είδος πνευματικής πορνείας, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο προκαλούνται οι άνδρες. Δεν υπάρχουν άσχημες κοπέλες. Ακόμα και αν έχει πρόσωπο αλόγου μια κοπέλα που σκέπτεται τον Θεό, είναι όμορφη! Κάποια κοπέλα ήλθε σ’ εμένα και παραπονιόταν γιατί ο Θεός την έπλασε άσχημη. Έλεγε πως ήταν απαίσια. Εγώ της είπα ότι ο Θεός της έδωσε με αγάπη την εμφάνιση αυτή κι ότι αν ήταν διαφορετική, ίσως ν’ αμάρτανε από τους ποικίλους πειρασμούς. Πολλές φορές, η ομορφιά είναι δυστυχία και για τις γυναίκες και για τους άνδρες. Συχνά, δίχως να το θέλει η γυναίκα γίνεται πειρασμός για τους άλλους. Είναι άθλος για τον όμορφο άνδρα και την όμορφη γυναίκα να διατηρήσουν την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος. Την αθωότητα. Όντως, είναι Θεού δώρο η ομορφιά. Όταν όμως δεν υπάρχει, δεν πρέπει να παρεμβαίνουμε στο δημιούργημα του Θεού με τεχνικά μέσα, για να το διορθώσουμε. Επίσης, δεν πρέπει να κάνουμε το δάσκαλο σε κανένα. Με τη θέλησή σου, κόρη μου, να φαίνεσαι κουτή από ταπείνωση. Ο ταπεινός δεν διδάσκει κανένα. Παριστάνει τον ανόητο κι ας έχει δύο πτυχία κι ας ομιλεί ένδεκα γλώσσες! Φοβάται μήπως μάθουν οι άλλοι ότι είναι τόσο έξυπνος και ικανός. Θέλει, το δώρο που του έδωσε ο Θεός, να το χρησιμοποιεί για να Τον δοξάζει κι όχι για την χαρά των δαιμόνων! Όλα για τη δόξα του Θεού. Πολλοί λένε ότι επειδή μια φορά μόνο ζούμε, πρέπει να εκμεταλλευόμαστε τις γνώσεις, τα ταλέντα, την πείρα και να τα επιδεικνύουμε στους άλλους. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι της πίστεως. Οι σκέψεις αυτές είναι αμαρτωλές. Πρέπει παντού και πάντα να υποτασσόμεθα στη θέληση του Θεού. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αδιάκοπα μας βλέπει ο Θεός. Αν το σκεφτόμαστε συνέχεια, θα αμαρτάνουμε λιγότερο.
- Αγρότισσα: Αν τις μέρες της νηστείας βρισκόμαστε στο τραπέζι μαζί με ανθρώπους που δεν νηστεύουν λόγω πεποιθήσεως, τι θα κάνουμε; Θα φάμε για να μη τους φέρουμε σε δύσκολή θέση ή θα τηρήσουμε τη νηστεία;
- σ. Σαμψών: Βεβαίως και θα νηστέψουμε. Δεν στέκει η δικαιολογία ότι δεν πρέπει να τους φέρουμε σε δύσκολη θέση. Αυτά τα λόγια είναι, μπορώ να πω, τραγούδι των δαιμόνων. Πρέπει να τηρούμε αυστηρά τη νηστεία. Μα, φοβόμαστε, να μην κάνουμε κάτι που είναι αντίθετο στη θέληση του Θεού; Όταν βρεθούμε σε ένα τραπέζι με άθεους, θα τους πούμε: «Δεν μπορώ να φάω, γιατί απλούστατα δεν θέλω να προσβάλω τον Θεό»!
Οι μοναχοί την Τετάρτη και την Παρασκευή κάνουν ιδιαίτερη προσευχή, διότι αυτές τις ημέρες νηστεύουν πιο πολύ και συλλογίζονται τα Πάθη του Κυρίου. Ο Θεός βλέπει και ευλογεί. Όλοι πρέπει να τηρούμε τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη μας στο Θεό.
- Αγρότισσα: Πάτερ, δεν μπορώ να πείσω τον πατέρα μου να πηγαίνει στην εκκλησία. Αν πεθάνει, δίχωσ να κοινωνήσει, τι γίνεται;
- σ. Σαμψών: Καλό είναι να του δίνεις πνευματικά βιβλία να διαβάζει και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν…
- Αγρότισσα: Ο πατέρας μου αισθάνεται πολύ αμαρτωλός κι ότι γι’ αυτό δεν έχει το δικαίωμα να πηγαίνει στην εκκλησία.
- σ. Σαμψών: Οι δαίμονες του βάζουν αυτή τη σκέψη, για να τον κρατούν μακριά από τη σωτηρία. Αυτό είναι υπερηφάνεια.
- Αγρότισσα: Πάτερ, ο πατέρας μου είναι ανάπηρος. Έχει το ένα του χέρι. Αυτό, όπως είναι φυσικό, τον γεμίζει με θλίψη.
- σ. Σαμψών: Με την υπομονή, μπορεί να καλύψει πολλές αμαρτίες. Ο Θεός και βλέπει και ακούει… Κάθε πρωί που λες καλημέρα στους γύρω σου, πρέπει να πεις και στον Θεό. Να προσευχηθείς δηλαδή. Το βράδυ επίσης. Αυτά πες και στον πατέρα σου. Πάντα υπάρχει η παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Μη μαλώνεις τον πατέρα σου, αν σε κουράζει. Χρειάζεται λεπτότητα και ευαισθησία για να τον βοηθήσεις. Εμείς που γνωρίζουμε, δεν πρέπει να κάνουμε τους δικαστές στους άλλους και να τους κατηγορούμε. Με αγάπη και υπομονή να τους βοηθούμε να πλησιάσουν τον Θεό. Ο Θεός ζητά ευθύνες περισσότερες απ’ αυτούς που γνωρίζουν…
- Αγρότισσα: Δηλαδή στάρετς, είναι σε καλύτερη θέση αυτοί που δεν γνωρίζουν και δεν πιστεύουν;
- σ. Σαμψών: Δεν είναι έτσι, γιατί απλούστατα όλοι γνωρίζουμε τι θέλει ο Θεός. Κάνουμε όμως ότι δεν ακούμε. Είμαστε ηδονοθήρες. Σκεπτόμαστε μόνο την απόλαυση, γι’ αυτό δεν μπορούμε να δικαιωθούμε. Ο σατανάς καραδοκεί δίπλα μας. Ο άνθρωπος που αγωνίζεται πνευματικά, έχει μεγαλύτερο πόλεμο από τον διάβολο. Ο φύλακας άγγελος είναι ένας. Τα δαιμόνια γύρω μας πολλά. Συνεχώς. Φοβούνται το σταυρό. Κι όμως δεν χρησιμοποιούμε αυτό το όπλο. Να ‘χετε πάντοτε μαζί σας ένα μικρό σταυρό. Είναι δύναμη μεγάλη. Οι δαίμονες δεν τολμούν να πλησιάσουν τους ανθρώπους και τα σπίτια που προστατεύονται από το σταυρό.
- Αγρότισσα: Πάτερ, κάποιες φορές δυσκολεύομαι να δείξω καλοσύνη στους γύρω μου. Δεν ξέρω γιατί.
- σ. Σαμψών: Πρέπει ν’ αγαπάμε τον Θεό και τους ανθρώπους. Αυτή είναι η βάση της ζωής. Με καθαρή, όμως, καρδιά. Έτσι μπορούμε εύκολα να δεχθούμε και να εφαρμόσουμε τους νόμους του Θεού: Ταπείνωση, καθαρότητα, αυταπάρνηση. Η ταπείνωση γεννάει την αγάπη του Θεού. Η κοσμική αγάπη είναι απλά συναισθήματα. Η αγάπη του Θεού είναι βαθιά, ουσιαστική, πνευματική. Έχει άμεση σχέση με την πίστη. Στην πίστη και στην ταπείνωση βασίζεται η σωτηρία μας. Ο άθεος που συνειδητά δεν αναγνωρίζει τη σημασία της πίστεως και της ταπεινοφροσύνης, είναι υπηρέτης του σατανά. Γι’ αυτό κλαίμε για τη Ρωσία. Επειδή απομακρύνθηκε από το Θεό και στη θέση του έβαλε το διάβολο με την υπερηφάνειά του. Ο διάβολος είναι πρόσωπο. Ο νόμος του είναι η υπερηφάνεια, σε όλες τις εκφράσεις της. Ο κόσμος, δυστυχώς, φοβάται και μισεί την ταπεινοφροσύνη και την πίστη!
Πρέπει να έχουμε ως πρότυπα τους αγίους πατέρας. Έζησαν με την ευλογία του αγίου Πνεύματος. Γι αυτό η καρδιά τους είχε μέσα της μόνο αγάπη. Ο Θεός έχει φτιάξει χριστιανική την καρδιά μας. Το χαρακτηριστικό του χριστιανού, είναι να αγαπά και να προσεύχεται για τον άλλο. Όποιος κι αν είναι. Μερικοί λένε την Κυριακή Προσευχή συχνά. Αλλά μολονότι επαναλαμβάνουν το «αφες ημίν τα αφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών...», τελειώνοντας την προσευχή κάνουν τα ίδια σφάλματα, εξαιτίας της κακής καρδιάς τους. Αυτοί τηρούν μόνο τα της επιφανείας. Η ουσία, η πεμπτουσία του Χριστιανισμού είναι να συγχωρείς, να δικαιολογείς, να μη κατακρίνεις, να βοηθάς το συνάνθρωπο. Ο πόρνος, ο αλκοολικός, ο μοιχός, αν μετανιώσουν θα σωθούν. Αυτός όμως που έχει κακή καρδιά και δεν συγχωρεί, δεν θα απολαύσει τη ζεστασιά του Θεού. Οι χριστιανικές αρετές εμπνέονται στον άνθρωπο, από το άγιο Πνεύμα. Ιδιαίτερα οι μητρικές προσευχές εξοπλίζουν το παιδί με ενάρετη διάθεση. Πηγαίνοντάς το από μικρό στην εκκλησία και κοινωνώντας το, σταυρώνοντάς το και μιλώντας του συνεχώς για το Θεό και τους αγίους, το θωρακίζουμε. Όταν θηλάζει η μητέρα, πρέπει συγχρόνως να προσεύχεται. Έτσι το μωρό μαζί με το γάλα παίρνει και τους ευλογημένους καρπούς της μητρικής προσευχής.
Οι αλλόδοξοι δυτικοί, έχουν μπερδεμένες θέσεις. Συγχέουν την ψυχή με το πνεύμα.
Η Ορθοδοξία, κόρη μου, είναι η κιβωτός της σωτηρίας, την οποία σου εύχομαι!
Ο στάρετς Σαμψών, κοιμήθηκε στη Μόσχα στις 24 Αυγούστου 1979.
«Άνθη αγίας Ρωσίας»
- Στάρετς Σαμψών: Όταν πρόκειται να πας κάπου, κόρη μου, να προσεύχεσαι πολύ, πριν. Πριν το φαγητό, επίσης, πρέπει να προσευχόμαστε. Να ευχαριστούμε αδιάκοπα το Θεό που έχουμε την υγεία μας. Δώρο δικό Του είναι. Πρέπει να είμαστε ταπεινόφρονες. Να ξεριζώνουμε την υπερηφάνεια από την καρδιά μας. Πολλές φορές έρχεται μια αρρώστια και μας ταπεινώνει. Γι’ αυτό την επιτρέπει ο Θεός. Πρώτα ο Θεός, μετά ο συνάνθρωπος και μετά ο εαυτός μας. Ποτέ μην υπόσχεσαι ασυλλόγιστα. Ο υπερήφανος υπόσχεται αβασάνιστα, από εγωισμό. Ο ταπεινός λέει «θα προσπαθήσω».
- Αγρότισσα: Στάρετς, μπορώ να βάφω τα χείλη;
- σ. Σαμψών: Όχι. Βλέπεις και οι ιερείς δεν επιτρέπουν να πλησιάζουν γυναίκες στη Θεία Κοινωνία με βαμμένα χείλη.
- Αγρότισσα: Μα, πάτερ, στην εργασία μας λένε ότι είναι χλωμά τα χείλη μας και γι’ αυτό πρέπει να τα βάφουμε.
- σ. Σαμψών: Είναι ένας τρόπος για να προσελκύετε την προσοχή. Ένα στοιχείο του φλερτ, ας πούμε. Εγώ θα το έλεγα είδος πνευματικής πορνείας, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο προκαλούνται οι άνδρες. Δεν υπάρχουν άσχημες κοπέλες. Ακόμα και αν έχει πρόσωπο αλόγου μια κοπέλα που σκέπτεται τον Θεό, είναι όμορφη! Κάποια κοπέλα ήλθε σ’ εμένα και παραπονιόταν γιατί ο Θεός την έπλασε άσχημη. Έλεγε πως ήταν απαίσια. Εγώ της είπα ότι ο Θεός της έδωσε με αγάπη την εμφάνιση αυτή κι ότι αν ήταν διαφορετική, ίσως ν’ αμάρτανε από τους ποικίλους πειρασμούς. Πολλές φορές, η ομορφιά είναι δυστυχία και για τις γυναίκες και για τους άνδρες. Συχνά, δίχως να το θέλει η γυναίκα γίνεται πειρασμός για τους άλλους. Είναι άθλος για τον όμορφο άνδρα και την όμορφη γυναίκα να διατηρήσουν την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος. Την αθωότητα. Όντως, είναι Θεού δώρο η ομορφιά. Όταν όμως δεν υπάρχει, δεν πρέπει να παρεμβαίνουμε στο δημιούργημα του Θεού με τεχνικά μέσα, για να το διορθώσουμε. Επίσης, δεν πρέπει να κάνουμε το δάσκαλο σε κανένα. Με τη θέλησή σου, κόρη μου, να φαίνεσαι κουτή από ταπείνωση. Ο ταπεινός δεν διδάσκει κανένα. Παριστάνει τον ανόητο κι ας έχει δύο πτυχία κι ας ομιλεί ένδεκα γλώσσες! Φοβάται μήπως μάθουν οι άλλοι ότι είναι τόσο έξυπνος και ικανός. Θέλει, το δώρο που του έδωσε ο Θεός, να το χρησιμοποιεί για να Τον δοξάζει κι όχι για την χαρά των δαιμόνων! Όλα για τη δόξα του Θεού. Πολλοί λένε ότι επειδή μια φορά μόνο ζούμε, πρέπει να εκμεταλλευόμαστε τις γνώσεις, τα ταλέντα, την πείρα και να τα επιδεικνύουμε στους άλλους. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι της πίστεως. Οι σκέψεις αυτές είναι αμαρτωλές. Πρέπει παντού και πάντα να υποτασσόμεθα στη θέληση του Θεού. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αδιάκοπα μας βλέπει ο Θεός. Αν το σκεφτόμαστε συνέχεια, θα αμαρτάνουμε λιγότερο.
- Αγρότισσα: Αν τις μέρες της νηστείας βρισκόμαστε στο τραπέζι μαζί με ανθρώπους που δεν νηστεύουν λόγω πεποιθήσεως, τι θα κάνουμε; Θα φάμε για να μη τους φέρουμε σε δύσκολή θέση ή θα τηρήσουμε τη νηστεία;
- σ. Σαμψών: Βεβαίως και θα νηστέψουμε. Δεν στέκει η δικαιολογία ότι δεν πρέπει να τους φέρουμε σε δύσκολη θέση. Αυτά τα λόγια είναι, μπορώ να πω, τραγούδι των δαιμόνων. Πρέπει να τηρούμε αυστηρά τη νηστεία. Μα, φοβόμαστε, να μην κάνουμε κάτι που είναι αντίθετο στη θέληση του Θεού; Όταν βρεθούμε σε ένα τραπέζι με άθεους, θα τους πούμε: «Δεν μπορώ να φάω, γιατί απλούστατα δεν θέλω να προσβάλω τον Θεό»!
Οι μοναχοί την Τετάρτη και την Παρασκευή κάνουν ιδιαίτερη προσευχή, διότι αυτές τις ημέρες νηστεύουν πιο πολύ και συλλογίζονται τα Πάθη του Κυρίου. Ο Θεός βλέπει και ευλογεί. Όλοι πρέπει να τηρούμε τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη μας στο Θεό.
- Αγρότισσα: Πάτερ, δεν μπορώ να πείσω τον πατέρα μου να πηγαίνει στην εκκλησία. Αν πεθάνει, δίχωσ να κοινωνήσει, τι γίνεται;
- σ. Σαμψών: Καλό είναι να του δίνεις πνευματικά βιβλία να διαβάζει και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν…
- Αγρότισσα: Ο πατέρας μου αισθάνεται πολύ αμαρτωλός κι ότι γι’ αυτό δεν έχει το δικαίωμα να πηγαίνει στην εκκλησία.
- σ. Σαμψών: Οι δαίμονες του βάζουν αυτή τη σκέψη, για να τον κρατούν μακριά από τη σωτηρία. Αυτό είναι υπερηφάνεια.
- Αγρότισσα: Πάτερ, ο πατέρας μου είναι ανάπηρος. Έχει το ένα του χέρι. Αυτό, όπως είναι φυσικό, τον γεμίζει με θλίψη.
- σ. Σαμψών: Με την υπομονή, μπορεί να καλύψει πολλές αμαρτίες. Ο Θεός και βλέπει και ακούει… Κάθε πρωί που λες καλημέρα στους γύρω σου, πρέπει να πεις και στον Θεό. Να προσευχηθείς δηλαδή. Το βράδυ επίσης. Αυτά πες και στον πατέρα σου. Πάντα υπάρχει η παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Μη μαλώνεις τον πατέρα σου, αν σε κουράζει. Χρειάζεται λεπτότητα και ευαισθησία για να τον βοηθήσεις. Εμείς που γνωρίζουμε, δεν πρέπει να κάνουμε τους δικαστές στους άλλους και να τους κατηγορούμε. Με αγάπη και υπομονή να τους βοηθούμε να πλησιάσουν τον Θεό. Ο Θεός ζητά ευθύνες περισσότερες απ’ αυτούς που γνωρίζουν…
- Αγρότισσα: Δηλαδή στάρετς, είναι σε καλύτερη θέση αυτοί που δεν γνωρίζουν και δεν πιστεύουν;
- σ. Σαμψών: Δεν είναι έτσι, γιατί απλούστατα όλοι γνωρίζουμε τι θέλει ο Θεός. Κάνουμε όμως ότι δεν ακούμε. Είμαστε ηδονοθήρες. Σκεπτόμαστε μόνο την απόλαυση, γι’ αυτό δεν μπορούμε να δικαιωθούμε. Ο σατανάς καραδοκεί δίπλα μας. Ο άνθρωπος που αγωνίζεται πνευματικά, έχει μεγαλύτερο πόλεμο από τον διάβολο. Ο φύλακας άγγελος είναι ένας. Τα δαιμόνια γύρω μας πολλά. Συνεχώς. Φοβούνται το σταυρό. Κι όμως δεν χρησιμοποιούμε αυτό το όπλο. Να ‘χετε πάντοτε μαζί σας ένα μικρό σταυρό. Είναι δύναμη μεγάλη. Οι δαίμονες δεν τολμούν να πλησιάσουν τους ανθρώπους και τα σπίτια που προστατεύονται από το σταυρό.
- Αγρότισσα: Πάτερ, κάποιες φορές δυσκολεύομαι να δείξω καλοσύνη στους γύρω μου. Δεν ξέρω γιατί.
- σ. Σαμψών: Πρέπει ν’ αγαπάμε τον Θεό και τους ανθρώπους. Αυτή είναι η βάση της ζωής. Με καθαρή, όμως, καρδιά. Έτσι μπορούμε εύκολα να δεχθούμε και να εφαρμόσουμε τους νόμους του Θεού: Ταπείνωση, καθαρότητα, αυταπάρνηση. Η ταπείνωση γεννάει την αγάπη του Θεού. Η κοσμική αγάπη είναι απλά συναισθήματα. Η αγάπη του Θεού είναι βαθιά, ουσιαστική, πνευματική. Έχει άμεση σχέση με την πίστη. Στην πίστη και στην ταπείνωση βασίζεται η σωτηρία μας. Ο άθεος που συνειδητά δεν αναγνωρίζει τη σημασία της πίστεως και της ταπεινοφροσύνης, είναι υπηρέτης του σατανά. Γι’ αυτό κλαίμε για τη Ρωσία. Επειδή απομακρύνθηκε από το Θεό και στη θέση του έβαλε το διάβολο με την υπερηφάνειά του. Ο διάβολος είναι πρόσωπο. Ο νόμος του είναι η υπερηφάνεια, σε όλες τις εκφράσεις της. Ο κόσμος, δυστυχώς, φοβάται και μισεί την ταπεινοφροσύνη και την πίστη!
Πρέπει να έχουμε ως πρότυπα τους αγίους πατέρας. Έζησαν με την ευλογία του αγίου Πνεύματος. Γι αυτό η καρδιά τους είχε μέσα της μόνο αγάπη. Ο Θεός έχει φτιάξει χριστιανική την καρδιά μας. Το χαρακτηριστικό του χριστιανού, είναι να αγαπά και να προσεύχεται για τον άλλο. Όποιος κι αν είναι. Μερικοί λένε την Κυριακή Προσευχή συχνά. Αλλά μολονότι επαναλαμβάνουν το «αφες ημίν τα αφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών...», τελειώνοντας την προσευχή κάνουν τα ίδια σφάλματα, εξαιτίας της κακής καρδιάς τους. Αυτοί τηρούν μόνο τα της επιφανείας. Η ουσία, η πεμπτουσία του Χριστιανισμού είναι να συγχωρείς, να δικαιολογείς, να μη κατακρίνεις, να βοηθάς το συνάνθρωπο. Ο πόρνος, ο αλκοολικός, ο μοιχός, αν μετανιώσουν θα σωθούν. Αυτός όμως που έχει κακή καρδιά και δεν συγχωρεί, δεν θα απολαύσει τη ζεστασιά του Θεού. Οι χριστιανικές αρετές εμπνέονται στον άνθρωπο, από το άγιο Πνεύμα. Ιδιαίτερα οι μητρικές προσευχές εξοπλίζουν το παιδί με ενάρετη διάθεση. Πηγαίνοντάς το από μικρό στην εκκλησία και κοινωνώντας το, σταυρώνοντάς το και μιλώντας του συνεχώς για το Θεό και τους αγίους, το θωρακίζουμε. Όταν θηλάζει η μητέρα, πρέπει συγχρόνως να προσεύχεται. Έτσι το μωρό μαζί με το γάλα παίρνει και τους ευλογημένους καρπούς της μητρικής προσευχής.
Οι αλλόδοξοι δυτικοί, έχουν μπερδεμένες θέσεις. Συγχέουν την ψυχή με το πνεύμα.
Η Ορθοδοξία, κόρη μου, είναι η κιβωτός της σωτηρίας, την οποία σου εύχομαι!
Ο στάρετς Σαμψών, κοιμήθηκε στη Μόσχα στις 24 Αυγούστου 1979.
Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010
Η δημιουργία της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Από το βιβλίο «Οι Θεομητορικές εορτές στη λατρεία της Εκκλησίας» του Γεωργίου Ν. Φίλια
Το κατά την 21η Νοεμβρίου εορταζόμενο γεγονός των Εισοδίων της Θεοτόκου στο ναό αποτελεί μία ακόμη θεομητορική εορτή, η οποία εμφανίστηκε σταδιακώς και δι’ ορισμένων συγκυριών. Τα γεγονότα της εορτής δεν μαρτυρούνται στα Ευαγγέλια, μνημονεύει δε αυτά το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, στο οποίο περιγράφεται πως η Παρθένος οδηγήθηκε από το τρίτο έτος της ηλικίας της στο ναό όπου και έμεινε ως το δωδέκατο έτος. Όπως διαπιστώθηκε και περί των υπολοίπων θεομητορικών εορτών, τα Εισόδια ήσαν γνωστά ως γεγονός στην εκκλησιαστική παράδοση προφανώς από τους αποστολικούς χρόνους, εορτή όμως εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού δεν μαρτυρείται κατά τους πέντε πρώτους αιώνες.
Μία σειρά γεγονότων συνεργούν στη διαμόρφωση της εορτής. Το πρώτο και βασικό γεγονός είναι η ανέγερση από τον Ιουστινιανό Α’ (527-565) στα Ιεροσόλυμα μιας μεγαλοπρεπούς βασιλικής η οποία ονομάστηκε «Νέα Εκκλησία» ή «Αγία Μαρία η Νέα». Ο ναός αυτός κτίσθηκε στη νότια πλευρά του ναού του Σολομώντος, πάνω στην κορυφή του λόφου «Μορία». Γνωρίζουμε ότι στις 20 Νοεμβρίου του 543 εγκαινιάσθηκε η «Νέα Εκκλησία». Δεν πρέπει να παραθεωρείται το γεγονός ότι η Ιεροσολυμιτική Εκκλησία απέκτησε ιδιαίτερη αίγλη μετά την ανακήρυξη των Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο το 455. την ίδια εποχή ακμάζει ο παλαιστινός μοναχισμός (αγ. Σάββας, Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, Μέγας Ευθύμιος), εντός του οποίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερη τιμή προς το πρόσωπο της Θεοτόκου. Οι παράμετροι αυτές είναι σημαντικές για να κατανοήσουμε το γεγονός εμφανίσεως της εορτής των Εισοδίων.
Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι η ημερομηνία των εγκαινίων του ναού υπήρξε η αφορμή για τον καθορισμό της εορτής των Εισοδίων, δεδομένης της γειτνιάσεως της «Νέας Εκκλησίας» με το Ναό του Σολομώντος, όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ο ημερολογιακός συνδυασμός των δύο γεγονότων είναι εύλογος, εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη την από των πρώτων αιώνων υφισταμένη τιμή προς τη Θεοτόκο και τα γεγονότα της ζωής της, η οποία (τιμή) «αναζητούσε» χρονική ευκαιρία θεσμοθετήσεως εορτών. Πότε, όμως η ημερομηνία των εγκαινίων απετέλεσε το έναυσμα καθορισμού της ημερομηνίας των Εισοδίων; Υπήρξε συνεορτασμός των δύο γεγονότων, ή η εορτή των Εισοδίων διαδέχθηκε και υπεκατέστησε την εορταστική ανάμνηση των εγκαινίων; Στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχει σαφής απάντηση. Και νε μεν ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων δεν μνημονεύει την ύπαρξη της εορτής σε Ομιλία του στον Ευαγγελισμό το 634, το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η εορτή των Εισοδίων δεν υφίστατο.
Γνωρίζουμε ότι ο ναός του Ιουστινιανού μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος από τους Άραβες το 638. Ας θεωρηθεί νόμιμο να συμπεράνουμε ότι, όταν πλέον παύει να υφίσταται κάποιος ναός, τότε χάνεται και η ανάμνηση των εγκαινίων του. Εάν το όλο σκεπτικό ευσταθεί, μετά το 638 επισυμβαίνει η υποκατάσταση της εορτής των εγκαινίων με την εορτή των Εισοδίων, τα οποία (Εισόδια) καθορίζονται ημερολογιακώς μία μέρα μετά την ημερομηνία των εγκαινίων, επομένως στις 21 Νοεμβρίου. (Το ίδιο συνέβη με την περίπτωση των εγκαινίων του επί του Παναγίου Τάφου ναού-13 Σεπτεμβρίου– η ανάμνηση των οποίων αντικαταστάθηκε από την εορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου.)
Πρέπει επομένως να συμπεράνουμε ότι η εορτή των Εισοδίων υφίσταται στα Ιεροσόλυμα το 685, όταν ο Ανδρέας Κρήτης υπήρξε ο εισηγητής της εορτής στην Κωνσταντινούπολη. Εύλογο, επίσης, είναι το συμπέρασμα ότι ο Ανδρέας Κρήτης υπήρξε ο εισηγητής της εορτής στην Κωνσταντινούπολη, με δεδομένη μάλιστα την επισήμανση του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως (αρχές 8ου αιώνα) ότι η εορτή των Εισοδίων ήταν «αρτιύμνητη», δηλαδή νεοσύστατη.
Το χρονολογικό διάγραμμα εξελίξεως της εορτής διαφαίνεται πλέον σαφές: τον 6ο αιώνα στα Ιεροσόλυμα εγκαινιάζεται (στις 20 Νοεμβρίου του 543) ο ναός της «Νέας Εκκλησίας» από τον Ιουστινιανό και η ανάμνηση των εγκαινίων συνιστά ετήσια εορτή. Όταν όμως, ένα αιώνα αργότερα ο ναός μετατρέπεται σε μουσουλμανικό τέμενος, η ανάμνηση των εγκαινίων του χάνεται και στη θέση της εορτής αυτής τίθεται η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, με μεταβολή της ημερομηνίας κατά μία ημέρα (21 Νοεμβρίου) προς διάκριση των δύο εορτών. Δύο παράμετροι συνέβαλλαν στην τελική αυτή εορτολογική διαμόρφωση: η συνήθεια να καθορίζονται εορτές (Δεσποτικές ή Θεομητορικές) σε ημερομηνίες εγκαινίων ναών και η γειτνίαση του ναού του Ιουστινιανού με το ναό των Εισοδίων (το ναό του Σολομώντος). Τοιουτοτρόπως, η παλαιά ιεροσολυμιτική παράδοση περί τιμής των θεομητορικών γεγονότων έφθασε σε εορτολογική διαμόρφωση ως προς το γεγονός των Εισοδίων (7ος αιώνας), καθιστώντας τα Ιεροσόλυμα-για μία ακόμη φορά-λίκνο γενέσεως μίας θεομητορικής εορτής. Ο Ανδρέας Κρήτης είναι προφανώς, εκείνος ο οποίος μετέφερε εκ των Ιεροσολύμων την εορτή στην Κωνσταντινούπολη περί τα τέλη του 7ου αιώνα, ο δε περί τας αρχάς του 8ου αιώνα συγγράφων Γερμανός Α’ Κωνσταντινουπόλεως επιβεβαιώνει το γεγονός.
Η θεσμοθέτηση μίας εορτής δεν σημαίνει ταυτοχρόνως και τη διάδοση και παγίωση της στην εορτολογική συνείδηση της Εκκλησίας. Το ίδιο συνέβη και με την εορτή των Εισοδίων: η περαιτέρω ανάπτυξή της σημειώνεται μετά τον 9ο αιώνα, η δε οριστική και καθολική επικράτησή της επισυμβαίνει το 12ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός (1143 - 1180) την καθιερώνει ως ημέρα αργίας.
Στη Δύση, η θεσμοθέτηση της εορτής καθυστέρησε ακόμα περισσότερο σε σχέση με την Ανατολή. (Στη Δύση οι διηγήσεις των Αποκρύφων αντιμετώπισαν πολύ μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απ’ ότι στην Ανατολή. Αυτό, ίσως, ερμηνεύει και την επιφυλακτικότητα περί των γεγονότων των Εισοδίων, μαρτυρουμένων μόνο στην απόκρυφη πηγή του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου.) Εμφανίστηκε μεν μεμονωμένως κατά τους 10ο και 11ο αιώνα, η εισαγωγή της όμως στο εορτολόγιο της δυτικής Εκκλησία πραγματοποιήθηκε το 14ο αιώνα. Την εποχή ακριβώς εκείνη, ο πρεσβευτής του βασιλέως της Γαλλίας Καρόλου στην Κύπρο, ο Γάλος ευγενής Φίλιππος de Mezieres, άνδρας ευλαβούμενος εξαιρετικά τη Θεοτόκο και γνώστης της ανατολικής παραδόσεως περί της εορτής, ενημέρωσε τόσο τους επισκόπους της δυτικής Εκκλησίας, όσο και τον ίδιο το βασιλέα Κάρολο (στην Αβινιόν της Γαλλίας) περί της τελέσεως της εορτής στην ανατολική Εκκλησία, ο δε Κάρολος εισηγήθηκε και επέτυχε την από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΑ’ (1371 - 1378) επίσημη θεσμοθέτηση της εορτής στη Δύση. Το 1372 εορτάσθηκαν επισήμως για πρώτη φορά στη δυτική Εκκλησία τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Το κατά την 21η Νοεμβρίου εορταζόμενο γεγονός των Εισοδίων της Θεοτόκου στο ναό αποτελεί μία ακόμη θεομητορική εορτή, η οποία εμφανίστηκε σταδιακώς και δι’ ορισμένων συγκυριών. Τα γεγονότα της εορτής δεν μαρτυρούνται στα Ευαγγέλια, μνημονεύει δε αυτά το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, στο οποίο περιγράφεται πως η Παρθένος οδηγήθηκε από το τρίτο έτος της ηλικίας της στο ναό όπου και έμεινε ως το δωδέκατο έτος. Όπως διαπιστώθηκε και περί των υπολοίπων θεομητορικών εορτών, τα Εισόδια ήσαν γνωστά ως γεγονός στην εκκλησιαστική παράδοση προφανώς από τους αποστολικούς χρόνους, εορτή όμως εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού δεν μαρτυρείται κατά τους πέντε πρώτους αιώνες.
Μία σειρά γεγονότων συνεργούν στη διαμόρφωση της εορτής. Το πρώτο και βασικό γεγονός είναι η ανέγερση από τον Ιουστινιανό Α’ (527-565) στα Ιεροσόλυμα μιας μεγαλοπρεπούς βασιλικής η οποία ονομάστηκε «Νέα Εκκλησία» ή «Αγία Μαρία η Νέα». Ο ναός αυτός κτίσθηκε στη νότια πλευρά του ναού του Σολομώντος, πάνω στην κορυφή του λόφου «Μορία». Γνωρίζουμε ότι στις 20 Νοεμβρίου του 543 εγκαινιάσθηκε η «Νέα Εκκλησία». Δεν πρέπει να παραθεωρείται το γεγονός ότι η Ιεροσολυμιτική Εκκλησία απέκτησε ιδιαίτερη αίγλη μετά την ανακήρυξη των Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο το 455. την ίδια εποχή ακμάζει ο παλαιστινός μοναχισμός (αγ. Σάββας, Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, Μέγας Ευθύμιος), εντός του οποίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερη τιμή προς το πρόσωπο της Θεοτόκου. Οι παράμετροι αυτές είναι σημαντικές για να κατανοήσουμε το γεγονός εμφανίσεως της εορτής των Εισοδίων.
Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι η ημερομηνία των εγκαινίων του ναού υπήρξε η αφορμή για τον καθορισμό της εορτής των Εισοδίων, δεδομένης της γειτνιάσεως της «Νέας Εκκλησίας» με το Ναό του Σολομώντος, όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ο ημερολογιακός συνδυασμός των δύο γεγονότων είναι εύλογος, εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη την από των πρώτων αιώνων υφισταμένη τιμή προς τη Θεοτόκο και τα γεγονότα της ζωής της, η οποία (τιμή) «αναζητούσε» χρονική ευκαιρία θεσμοθετήσεως εορτών. Πότε, όμως η ημερομηνία των εγκαινίων απετέλεσε το έναυσμα καθορισμού της ημερομηνίας των Εισοδίων; Υπήρξε συνεορτασμός των δύο γεγονότων, ή η εορτή των Εισοδίων διαδέχθηκε και υπεκατέστησε την εορταστική ανάμνηση των εγκαινίων; Στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχει σαφής απάντηση. Και νε μεν ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων δεν μνημονεύει την ύπαρξη της εορτής σε Ομιλία του στον Ευαγγελισμό το 634, το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η εορτή των Εισοδίων δεν υφίστατο.
Γνωρίζουμε ότι ο ναός του Ιουστινιανού μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος από τους Άραβες το 638. Ας θεωρηθεί νόμιμο να συμπεράνουμε ότι, όταν πλέον παύει να υφίσταται κάποιος ναός, τότε χάνεται και η ανάμνηση των εγκαινίων του. Εάν το όλο σκεπτικό ευσταθεί, μετά το 638 επισυμβαίνει η υποκατάσταση της εορτής των εγκαινίων με την εορτή των Εισοδίων, τα οποία (Εισόδια) καθορίζονται ημερολογιακώς μία μέρα μετά την ημερομηνία των εγκαινίων, επομένως στις 21 Νοεμβρίου. (Το ίδιο συνέβη με την περίπτωση των εγκαινίων του επί του Παναγίου Τάφου ναού-13 Σεπτεμβρίου– η ανάμνηση των οποίων αντικαταστάθηκε από την εορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου.)
Πρέπει επομένως να συμπεράνουμε ότι η εορτή των Εισοδίων υφίσταται στα Ιεροσόλυμα το 685, όταν ο Ανδρέας Κρήτης υπήρξε ο εισηγητής της εορτής στην Κωνσταντινούπολη. Εύλογο, επίσης, είναι το συμπέρασμα ότι ο Ανδρέας Κρήτης υπήρξε ο εισηγητής της εορτής στην Κωνσταντινούπολη, με δεδομένη μάλιστα την επισήμανση του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως (αρχές 8ου αιώνα) ότι η εορτή των Εισοδίων ήταν «αρτιύμνητη», δηλαδή νεοσύστατη.
Το χρονολογικό διάγραμμα εξελίξεως της εορτής διαφαίνεται πλέον σαφές: τον 6ο αιώνα στα Ιεροσόλυμα εγκαινιάζεται (στις 20 Νοεμβρίου του 543) ο ναός της «Νέας Εκκλησίας» από τον Ιουστινιανό και η ανάμνηση των εγκαινίων συνιστά ετήσια εορτή. Όταν όμως, ένα αιώνα αργότερα ο ναός μετατρέπεται σε μουσουλμανικό τέμενος, η ανάμνηση των εγκαινίων του χάνεται και στη θέση της εορτής αυτής τίθεται η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, με μεταβολή της ημερομηνίας κατά μία ημέρα (21 Νοεμβρίου) προς διάκριση των δύο εορτών. Δύο παράμετροι συνέβαλλαν στην τελική αυτή εορτολογική διαμόρφωση: η συνήθεια να καθορίζονται εορτές (Δεσποτικές ή Θεομητορικές) σε ημερομηνίες εγκαινίων ναών και η γειτνίαση του ναού του Ιουστινιανού με το ναό των Εισοδίων (το ναό του Σολομώντος). Τοιουτοτρόπως, η παλαιά ιεροσολυμιτική παράδοση περί τιμής των θεομητορικών γεγονότων έφθασε σε εορτολογική διαμόρφωση ως προς το γεγονός των Εισοδίων (7ος αιώνας), καθιστώντας τα Ιεροσόλυμα-για μία ακόμη φορά-λίκνο γενέσεως μίας θεομητορικής εορτής. Ο Ανδρέας Κρήτης είναι προφανώς, εκείνος ο οποίος μετέφερε εκ των Ιεροσολύμων την εορτή στην Κωνσταντινούπολη περί τα τέλη του 7ου αιώνα, ο δε περί τας αρχάς του 8ου αιώνα συγγράφων Γερμανός Α’ Κωνσταντινουπόλεως επιβεβαιώνει το γεγονός.
Η θεσμοθέτηση μίας εορτής δεν σημαίνει ταυτοχρόνως και τη διάδοση και παγίωση της στην εορτολογική συνείδηση της Εκκλησίας. Το ίδιο συνέβη και με την εορτή των Εισοδίων: η περαιτέρω ανάπτυξή της σημειώνεται μετά τον 9ο αιώνα, η δε οριστική και καθολική επικράτησή της επισυμβαίνει το 12ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός (1143 - 1180) την καθιερώνει ως ημέρα αργίας.
Στη Δύση, η θεσμοθέτηση της εορτής καθυστέρησε ακόμα περισσότερο σε σχέση με την Ανατολή. (Στη Δύση οι διηγήσεις των Αποκρύφων αντιμετώπισαν πολύ μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απ’ ότι στην Ανατολή. Αυτό, ίσως, ερμηνεύει και την επιφυλακτικότητα περί των γεγονότων των Εισοδίων, μαρτυρουμένων μόνο στην απόκρυφη πηγή του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου.) Εμφανίστηκε μεν μεμονωμένως κατά τους 10ο και 11ο αιώνα, η εισαγωγή της όμως στο εορτολόγιο της δυτικής Εκκλησία πραγματοποιήθηκε το 14ο αιώνα. Την εποχή ακριβώς εκείνη, ο πρεσβευτής του βασιλέως της Γαλλίας Καρόλου στην Κύπρο, ο Γάλος ευγενής Φίλιππος de Mezieres, άνδρας ευλαβούμενος εξαιρετικά τη Θεοτόκο και γνώστης της ανατολικής παραδόσεως περί της εορτής, ενημέρωσε τόσο τους επισκόπους της δυτικής Εκκλησίας, όσο και τον ίδιο το βασιλέα Κάρολο (στην Αβινιόν της Γαλλίας) περί της τελέσεως της εορτής στην ανατολική Εκκλησία, ο δε Κάρολος εισηγήθηκε και επέτυχε την από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΑ’ (1371 - 1378) επίσημη θεσμοθέτηση της εορτής στη Δύση. Το 1372 εορτάσθηκαν επισήμως για πρώτη φορά στη δυτική Εκκλησία τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010
Σάββατο 24 Ιουλίου 2010
Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010
ΑΝΑΓΚΗ ΧΡΗΣΤΟΤΗΤΟΣ
Το παρακάτω κείμενο είναι γραμμένο πριν από ογδόντα
δύο χρόνια, από τον «ιδανικό αυτόχειρα» Κ. Καρυωτά-
κη, με την ιδιότητα του ως γραμματέα της «Ενώσεως
Δημοσίων Υπαλλήλων».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελληνική», στο φύλλο
της 8ης Φεβρουαρίου 1928.
Αν εξαιρέσουμε μερικές λεπτομέρειες, ως προς την οι-
κονομική οργάνωση του κράτους, καθώς και τους μι-
κρούς μισθούς τους οποίους ελάμβαναν οι Δημόσιοι
Υπάλληλοι της εποχής του μεσοπολέμου, το κείμενο θα
μπορούσε κάλλιστα να είχε γραφεί σήμερα.
Το παραθέτουμε προς σκέψη, προβληματισμό και ανα-
λογική σύγκριση με την παρούσα οικονομική και γενικό-
τερα κοινωνική κατάσταση.
ΑΝΑΓΚΗ ΧΡΗΣΤΟΤΗΤΟΣ
Είναι περίεργος ο τρόπος με τον οποίον η παρούσα
κυβέρνησις ακολουθούσα εν τούτω τας προηγηθείσας,
εννοεί ν’ αντιμετωπίσει το υπαλληλικόν ζήτημα. Ανα-
γνωρίζει αφ’ ενός την αθλίαν από οικονομικής ιδία
απόψεως κατάστασιν των δημοσίων υπαλλήλων, εξ
άλλου όμως σπεύδει να δηλώσει διά του υπουργού της
ότι αδυνατεί να λάβει οιανδήποτε μέριμναν υπέρ αυ-
τών, διότι άλλως θα εματαιούτο η ισοσκέλισις του
προϋπολογισμού. Συμπληρούντα δε την παράδοξον
ταύτην τακτικήν τα δημοσιογραφικά της όργανα, προ-
τρέπουν τους δημοσίους υπαλλήλους να επιδιώξουν
διά των νομίμων μέσων την παρά της κυβερνήσεως
αποδοχήν των, ωσάν να μην είχε προ πολλού εξαντλη-
θεί μαζί με το τελευταίον νόμιμον μέσον και η μαρτυ-
ρική αληθώς υπομονή των ανθρώπων αυτών, οι οποί-
οι, επί σειράν ετών τρεφόμενοι με υποσχέσεις και συμ-
βουλάς, ηννόησαν πλέον τώρα, ολίγον πριν η αποθά-
νουν εξ ασιτίας, ότι απλούστατα εμπαίζονται και περι-
φρονούνται.
Η κυβέρνησις, προβάλλουσα ως δικαιολογίαν της αρ-
νήσεως της να ικανοποιήσει τα υπαλληλικά αιτήματα,
την έλλειψιν επαρκών πόρων, πράττει ότι προχειρότε-
ρον δύναται να πράξει.
Θα έπραττεν όμως καλύτερον αν εμελέτα και εξεύρι-
σκε τους απαιτούμενους πόρους, έχουσα υπ’ όψιν, ότι
ούτε το ισοζύγιον του προϋπολογισμού είναι δίκαιον
να επιτευχθεί εις βάρος της τάξεως ακριβώς εκείνης,
ήτις αμέσως συνδέεται προς την υπόστασιν του κρά-
τους, ούτε αποβαίνει κατορθωτή ή έξω των βιβλίων,
εν τοις πράγμασιν επαλήθευσις ενός τοιούτου ισοζυγί-
ου δια των οργάνων καθ’ ων τούτο στρέφεται.
Οι υπάλληλοι δεν εζήτησαν την επιβολή νέων φόρων.
Φρονούν όμως ότι θα ήτο ευχερές δια της καλλιτέρας
διαθέσεως των εννέα δισεκατομμυρίων του προϋπολο-
γισμού να περισσεύσουν τα απαιτούμενα προς αύξη-
σιν των αποδοχών των 200 περίπου εκατομμύρια
δραχμών. Όχι δε διά να πείσουν τον κ. υπουργόν των
οικονομικών, όστις καλύτερον παντός άλλου γνωρίζει
τα τρωτά σημεία της πολιτικής του, αλλ’ ίνα πληροφο-
ρηθεί η κοινή γνώμη πόσον παραγνωρίζονται τα δί-
καιά των, συνέστησεν επιτροπήν, ήτις εντός ολίγων
ημερών θα θέσει υπ’ όψιν της κυβερνήσεως τα μέσα
διά των οποίων, αν ήθελε, θα αντίκρυζεν αποτελεσμα-
τικώς την δημιουργηθείσαν κατάστασιν.
Καταρτίζεται λεπτομερής πίναξ των περιττών δαπα-
νών και των δυναμένων να πραγματοποιηθώσιν άνευ
οιασδήποτε επιβαρύνσεως του λαού δια νέων εσόδων.
Ενδεικτικώς αναφέρομεν ότι ταύτα θα προήρχοντο ως
εξής:
Τα νέα έσοδα
1. Βεβαίωσις και είσπραξις πληρεστέρα των υφι-
σταμένων φόρων, των οποίων ήδη μέγα μέρος δια-
φεύγει, λόγω ιδίως της απροθυμίας των υπαλλήλων,
αμειβομένων ανεπαρκώς. Αρκεί να λεχθεί ότι κατά τα
τρία τέταρτα αι οικοδομαί μένουν αφορολόγητοι, διότι
δεν έχουν δηλωθεί, ενώ αγρίως φορολογούνται οι δη-
λωθήσαι. Η δυσαναλογία μεταξύ εμμέσων
και αμέσων φόρων (70 και 30%) είναι άλλο σημεί-
ον, επί του οποίου θα έπρεπε να επιστήσει την προ-
σοχή της η κυβέρνησις, δεδομένου ότι οι έμμεσοι
φόροι βαρύνουν τους ολιγώτερον εύπορους.
2. Περιορισμός εις το ελάχιστον των ατελειών, αι ο-
ποίαι πρέπει να δίδονται δια να προστατεύονται αι
παραγωγικαί επιχειρήσεις και όχι διά να πλουτίζουν
ορισμένοι κεφαλαιούχοι. Είναι κολοσσιαία τα διαρρέ-
οντα εκ του Δημοσίου Ταμείου ποσά, λόγω της συνε-
χούς επεκτάσεως του μέτρου τούτου και της κατα-
στρατηγήσεως του σχετικού νόμου.
3. Εφαρμογή του μονοπωλίου του καπνού. Το μονο-
πώλιον ισχύει εις τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη,
δεν καθιερώθη δε παρ’ ημίν, διότι δεν συμφέρει εις 4-
5 εκατομμυριούχους καπνεμπόρους, ενώ αντιθέτως θα
έσωζεν από την αθλιότητα πλήθος καπνεργατών και
θα ωφέλει ακόμη τους μικρότερους εμπόρους.
4. Κατάργησις των χορηγουμένων εις μεγάλην κλί-
μακα αναστολών κατά την πληρωμήν των φόρων,
αίτινες συντελούσιν εις το να χρονίζουν τα προς το
Δημόσιον χρέη και να μην πληρώνονται τελικώς οι
φόροι.
5. Συστηματική οργάνωσις της καταδιώξεως του
λαθρεμπορίου, ατελέστατα νυν διεξαγομένης.
6. Κατάργησις του ενός των δύο αστυνομικών σωμά-
των, χωροφυλακής και αστυνομίας πόλεων.
7. Ανασύστασις της Επιτροπής Προμηθειών προς
περιορισμόν της σπατάλης κατά την διενέργειαν
των προμηθειών του Δημοσίου.
8. Απόλυσις των άνευ υπηρεσιακής ανάγκης δι
κομματικούς λόγους διορισθέντων τελευταίως απει-
ραρίθμων υπαλλήλων, κατάργησις των συσταθει-
σών δια σκανδαλωδών νομοθετημάτων νέων θέσε-
ων εις διάφορα υπουργεία, αυστηρός έλεγχος των
νέων διορισμών υπό ειδικών επιτροπών εξ ανωτάτων
δημοσίων λειτουργών.
9. Εξίσωσις των αποδοχών, αφαιρουμένων των χο-
ρηγουμένων εις υπαλλήλους ορισμένων κλάδων
επιδομάτων και των εκτάκτων λόγω ιδία συμμετο-
χής εις επιτροπάς επιχορηγήσεων, ώστε να μη πλου-
τίζουν ολίγοι προνομιούχοι λαμβάνοντες δεκάδας
χιλιάδων δραχμών κατά μήνα, εις βάρος της ολότη-
τος των λιμοκτονούντων υπαλλήλων.
Κράτος και υπάλληλοι
Τινά μόνον των μέτρων τούτων αν ελάμβανεν η κυ-
βέρνησις και αν τα ελάμβανεν ειλικρινώς και μετά
παρρησίας, θα ήτο εις θέσιν να ικανοποιήσει τα υπαλ-
ληλικά αιτήματα, αλλά και να παρουσιάσει περίσσευ-
μα εις τον προϋπολογισμόν της. Αντί αυτού αρκείται
ν’ απευθύνει υποθήκας, συνιστώσα προς τους υπαλλή-
λους να υπομείνωσι μέχρι τέλους την δυστυχίαν, δια-
ποικίλλει ενίοτε τας παραινέσεις της με απειλάς και
λησμονεί ότι η πείνα είναι ο πειστικότερος των συμ-
βούλων και ότι άνθρωποι γνωρίζοντες ότι κατεδικά-
σθησαν ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας ουδέν άλλο θα εφο-
βούντο ολιγότερον από το ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας το
ταχύτερον.
Δεν δύνανται αφ’ εταίρου οι υπάλληλοι να λησμονή-
σουν πως επολιτεύθη το κράτος, όταν άλλη μεγάλη
τάξις οργάνων του, των οποίων αι υπηρεσίαι δεν είναι
βεβαίως σημαντικότεραι, ηξίωσαν την συμφώνως προς
τας ανάγκας της ζωής ρύθμισιν της μισθοδοσίας των.
Αι ταμειακαί δυσχέρειαι υπήρχον και τότε, η ισορρο-
πία του προϋπολογισμού θα διεκινδυνεύετο κατά τον
ίδιον ακριβώς τρόπον, αλλά, δια την καλή των τύχην,
τα όργανα εκείνα διέθετον, πλην των παρακλήσεων
και των ικεσιών, και άλλα πειστικότερα επιχειρήματα.
Και ευρέθη αμέσως τρόπος να αυξηθούν αι αποδοχαί
των, διότι εις την λογικήν του γρόνθου, και μόνον
εις αυτήν, υποχωρούν τα πάντα εν Ελλάδι.
Αλλά μήπως έπραξε τίποτε η κυβέρνησις δια να ενι-
σχύσει ηθικώς τους υπαλλήλους, δια να εξασφαλίσει
την ανεξαρτησίαν των, δια να τους απαλλάξει από τας
κομματικάς πιέσεις; Ούτε μία δραχμή δεν θ’ απητείτο
προς τούτο. Τουναντίον θα περιεστέλλοντο αι εκ των
σημερινών ατασθαλιών δαπάναι. Εν τούτοις το από
ετών καταρτιζόμενον σχέδιον νόμου «Περί καταστά-
σεως των πολιτικών υπαλλήλων της Διοικήσεως» μέ-
νει ακόμη σχέδιον νόμου και οι υπάλληλοι εξακολου-
θούν να διορίζονται, να παύονται, να μετατίθηνται, να
προάγονται, να τιμωρούνται συμφώνως με τα ορέξεις
των διαφόρων κομματαρχών. Συμβαίνει δε ώστε οι
χρηστότεροι ακριβώς και ικανότεροι εξ αυτών να
υποσκελίζονται από τους επιτηδειότερους. Τα υπη-
ρεσιακά συμβούλια κατ’ ουσίαν κατηργήθησαν, διότι
ή έγιναν τυφλά όργανα των υπουργών ή εκδίδουν
γνωματεύσεις μηδέποτε εισακουομένας. Ο υπάλλη-
λος γνωρίζει ότι η φιλοπονία και η ευσυνειδησία
εις ουδέν ωφελούν και εκλέγει την συντομοτέραν
οδόν ίνα προαχθεί και σταδιοδρομήσει. Οι υπουρ-
γοί, αναλαμβάνοντες την αρχήν, φέρουν μεθ’ εαυ-
τόν στρατιάν όλην αργοσχόλων, οι οποίοι εννοούν
να φιλοξενηθούν εις τον δεινοπαθούντα προϋπολο-
γισμόν. Οι μετέχοντες εις την κυβέρνησιν αρχηγοί
των κομμάτων διανέμουν μεταξύ των, αναλόγως
της πολιτικής των ισχύος, ωσάν να επρόκειτο περί
πατρικής των κληρονομίας, όλας τας θέσεις, από
τας των πρεσβευτών και των νομαρχών μέχρι των
θέσεων των ιερέων του Α’ Νεκροταφείου, και τας
προσφέρουν εις τους οπαδούς των εις αντάλλαγμα
αμφιβόλων υπηρεσιών.
Εις την ατμόσφαιραν αυτήν του κομματισμού και της
συναλλαγής ου χρηστοί υπάλληλου ασφυκτιούν. Από
τας υπηρεσιακάς ενεργείας εκλείπει ολονέν περισσό-
τερον η γενική τάσις, ο ανώτερος σκοπός. Τα προ-
γράμματα, αι κατευθυντήριοι γραμμαί, τα εθνικά
και ανθρώπινα ιδεώδη, προς τα οποία ητένιζον
άλλοτε οι φορείς της κρατικής εξουσίας, είναι σή-
μερον λέξεις κεναί. Τα πνεύμα της εποχής - ύλη και
βία– πληροί τους θαλάμους των υπουργείων.
Ο εις μετά τον άλλον οι ευσυνείδητοι υπάλληλοι
υποχωρούν ή υποκύπτουν εις την διαφθοράν. Επί
νέων βάσεων γίνεται η υπηρεσιακή αγωγή. Οι αφε-
λείς, όσοι επίστευσαν ότι θα εργασθούν τιμίως, με
γνώμονα το κοινό συμφέρον, σύμφωνα με τον όρκο
που έδωσαν, πληροφορούνται ότι άλλος είναι ο
προορισμός των.
Σπασμωδικαί ενέργειαι, αντιφατικαί αποφάσεις,
υπό την πίεσιν σήμερον του ενός και αύριον του
άλλου ισχυρού, ατελεύτητος σειρά χαριστικών
πράξεών, διασπάθισις του δημοσίου χρήματος, ι-
δού το σύνηθες περιεχόμενον της κρατικής επιτα-
γής.
Το καθήκον της Κυβερνήσεως
Είναι καιρός πλέον να παύσουν αι ασχήμιαι. Η κυβέρ-
νησις οφείλει να εξαρθεί εις το ύψος της αποστολής
της. Εκείνοι τους οποίους η εξέλιξις των πολιτικών
πραγμάτων έθεσε κατά τας παρούσας κρισίμους διά
το Έθνος στιγμάς επί κεφαλής των μεγάλων κλάδων
της Διοικήσεως, έχουν υποχρέωσιν να παράσχουν
εαυτούς υπόδειγμα ανιδιοτελούς δράσεως και ευγε-
νούς προσηλώσεως εις το καθήκον. Πρέπει να εννοή-
σουν οι διοικούντες τον τόπον ότι αποκλειστική
αρμοδιότης των δεν είναι η προς εξυπηρέτησιν
τούτου ή εκείνου του κόμματος καθοδήγησις του
υπαλληλικού κόσμου ως τυφλής και αμόρφου μάζης.
Αν μόνη η συνείδησις των δεν είναι ικανή να τους υπα-
γορεύσει τον όρθόν τρόπον του πολιτεύεσθαι, ας ενθυ-
μηθούν τουλάχιστον πόσον οικτρώς απέτυχεν κατά το
παρελθόν πάσα προσπάθεια, είτε ατόμων είτε ομάδων,
όταν αύτη έτεινεν εις σκοπούς ελάχιστα αγνούς, τους
οποίους η μεγάλη πλειονότης του λαού, επειδή πάντοτε,
και ανομολογήτους έτι, εγνώριζεν, ηδυνήθη τέλος να
καταδικάσει.
Αι δημοσιοϋπαλληλικαί οργανώσει, δια του αγώνος τον
οποίον ανέλαβον, αποβλέπουν μεν εις την οικονομικήν
ενίσχυσιν του υπαλλήλου, αλλ’ επιδιώκουν κυρίως την
ηθικήν εξύψωσιν αυτού, την ανόρθωσιν των υπηρε-
σιών, τον καθαρισμόν της κρατικής μηχανής από πα-
ντός ξένου και φθοροποιού στοιχείου, εις τρόπον ώστε
η απαιτηθησομένη διά την υλικήν ενίσχυσιν των υπαλ-
λήλων δαπάνη να γίνει φυσιολογικώς, άνευ ουδεμίας
επιβαρύνσεως του λαού, συγχρόνως δε, αποβαίνουσα
γόνιμος και παραγωγική, ν’ αποδοθεί πολλαπλάσιος εις
εργασίαν και εθνικόν πλούτον.
Αφού η κυβέρνησις το αγνοεί ή σκοπίμως το λησμονεί,
ας το βροντοφωνήσωμεν ημείς, οι δημόσιοι υπάλληλοι:
Δεν έχομεν ανάγκην νέων πόρων. Έχομεν ανάγκην
χρηστής διοικήσεως. Τούτο είναι το σύνθημα, το ο-
ποίον κατευθύνει ήδη τας προσπαθείας μας.
δύο χρόνια, από τον «ιδανικό αυτόχειρα» Κ. Καρυωτά-
κη, με την ιδιότητα του ως γραμματέα της «Ενώσεως
Δημοσίων Υπαλλήλων».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελληνική», στο φύλλο
της 8ης Φεβρουαρίου 1928.
Αν εξαιρέσουμε μερικές λεπτομέρειες, ως προς την οι-
κονομική οργάνωση του κράτους, καθώς και τους μι-
κρούς μισθούς τους οποίους ελάμβαναν οι Δημόσιοι
Υπάλληλοι της εποχής του μεσοπολέμου, το κείμενο θα
μπορούσε κάλλιστα να είχε γραφεί σήμερα.
Το παραθέτουμε προς σκέψη, προβληματισμό και ανα-
λογική σύγκριση με την παρούσα οικονομική και γενικό-
τερα κοινωνική κατάσταση.
ΑΝΑΓΚΗ ΧΡΗΣΤΟΤΗΤΟΣ
Είναι περίεργος ο τρόπος με τον οποίον η παρούσα
κυβέρνησις ακολουθούσα εν τούτω τας προηγηθείσας,
εννοεί ν’ αντιμετωπίσει το υπαλληλικόν ζήτημα. Ανα-
γνωρίζει αφ’ ενός την αθλίαν από οικονομικής ιδία
απόψεως κατάστασιν των δημοσίων υπαλλήλων, εξ
άλλου όμως σπεύδει να δηλώσει διά του υπουργού της
ότι αδυνατεί να λάβει οιανδήποτε μέριμναν υπέρ αυ-
τών, διότι άλλως θα εματαιούτο η ισοσκέλισις του
προϋπολογισμού. Συμπληρούντα δε την παράδοξον
ταύτην τακτικήν τα δημοσιογραφικά της όργανα, προ-
τρέπουν τους δημοσίους υπαλλήλους να επιδιώξουν
διά των νομίμων μέσων την παρά της κυβερνήσεως
αποδοχήν των, ωσάν να μην είχε προ πολλού εξαντλη-
θεί μαζί με το τελευταίον νόμιμον μέσον και η μαρτυ-
ρική αληθώς υπομονή των ανθρώπων αυτών, οι οποί-
οι, επί σειράν ετών τρεφόμενοι με υποσχέσεις και συμ-
βουλάς, ηννόησαν πλέον τώρα, ολίγον πριν η αποθά-
νουν εξ ασιτίας, ότι απλούστατα εμπαίζονται και περι-
φρονούνται.
Η κυβέρνησις, προβάλλουσα ως δικαιολογίαν της αρ-
νήσεως της να ικανοποιήσει τα υπαλληλικά αιτήματα,
την έλλειψιν επαρκών πόρων, πράττει ότι προχειρότε-
ρον δύναται να πράξει.
Θα έπραττεν όμως καλύτερον αν εμελέτα και εξεύρι-
σκε τους απαιτούμενους πόρους, έχουσα υπ’ όψιν, ότι
ούτε το ισοζύγιον του προϋπολογισμού είναι δίκαιον
να επιτευχθεί εις βάρος της τάξεως ακριβώς εκείνης,
ήτις αμέσως συνδέεται προς την υπόστασιν του κρά-
τους, ούτε αποβαίνει κατορθωτή ή έξω των βιβλίων,
εν τοις πράγμασιν επαλήθευσις ενός τοιούτου ισοζυγί-
ου δια των οργάνων καθ’ ων τούτο στρέφεται.
Οι υπάλληλοι δεν εζήτησαν την επιβολή νέων φόρων.
Φρονούν όμως ότι θα ήτο ευχερές δια της καλλιτέρας
διαθέσεως των εννέα δισεκατομμυρίων του προϋπολο-
γισμού να περισσεύσουν τα απαιτούμενα προς αύξη-
σιν των αποδοχών των 200 περίπου εκατομμύρια
δραχμών. Όχι δε διά να πείσουν τον κ. υπουργόν των
οικονομικών, όστις καλύτερον παντός άλλου γνωρίζει
τα τρωτά σημεία της πολιτικής του, αλλ’ ίνα πληροφο-
ρηθεί η κοινή γνώμη πόσον παραγνωρίζονται τα δί-
καιά των, συνέστησεν επιτροπήν, ήτις εντός ολίγων
ημερών θα θέσει υπ’ όψιν της κυβερνήσεως τα μέσα
διά των οποίων, αν ήθελε, θα αντίκρυζεν αποτελεσμα-
τικώς την δημιουργηθείσαν κατάστασιν.
Καταρτίζεται λεπτομερής πίναξ των περιττών δαπα-
νών και των δυναμένων να πραγματοποιηθώσιν άνευ
οιασδήποτε επιβαρύνσεως του λαού δια νέων εσόδων.
Ενδεικτικώς αναφέρομεν ότι ταύτα θα προήρχοντο ως
εξής:
Τα νέα έσοδα
1. Βεβαίωσις και είσπραξις πληρεστέρα των υφι-
σταμένων φόρων, των οποίων ήδη μέγα μέρος δια-
φεύγει, λόγω ιδίως της απροθυμίας των υπαλλήλων,
αμειβομένων ανεπαρκώς. Αρκεί να λεχθεί ότι κατά τα
τρία τέταρτα αι οικοδομαί μένουν αφορολόγητοι, διότι
δεν έχουν δηλωθεί, ενώ αγρίως φορολογούνται οι δη-
λωθήσαι. Η δυσαναλογία μεταξύ εμμέσων
και αμέσων φόρων (70 και 30%) είναι άλλο σημεί-
ον, επί του οποίου θα έπρεπε να επιστήσει την προ-
σοχή της η κυβέρνησις, δεδομένου ότι οι έμμεσοι
φόροι βαρύνουν τους ολιγώτερον εύπορους.
2. Περιορισμός εις το ελάχιστον των ατελειών, αι ο-
ποίαι πρέπει να δίδονται δια να προστατεύονται αι
παραγωγικαί επιχειρήσεις και όχι διά να πλουτίζουν
ορισμένοι κεφαλαιούχοι. Είναι κολοσσιαία τα διαρρέ-
οντα εκ του Δημοσίου Ταμείου ποσά, λόγω της συνε-
χούς επεκτάσεως του μέτρου τούτου και της κατα-
στρατηγήσεως του σχετικού νόμου.
3. Εφαρμογή του μονοπωλίου του καπνού. Το μονο-
πώλιον ισχύει εις τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη,
δεν καθιερώθη δε παρ’ ημίν, διότι δεν συμφέρει εις 4-
5 εκατομμυριούχους καπνεμπόρους, ενώ αντιθέτως θα
έσωζεν από την αθλιότητα πλήθος καπνεργατών και
θα ωφέλει ακόμη τους μικρότερους εμπόρους.
4. Κατάργησις των χορηγουμένων εις μεγάλην κλί-
μακα αναστολών κατά την πληρωμήν των φόρων,
αίτινες συντελούσιν εις το να χρονίζουν τα προς το
Δημόσιον χρέη και να μην πληρώνονται τελικώς οι
φόροι.
5. Συστηματική οργάνωσις της καταδιώξεως του
λαθρεμπορίου, ατελέστατα νυν διεξαγομένης.
6. Κατάργησις του ενός των δύο αστυνομικών σωμά-
των, χωροφυλακής και αστυνομίας πόλεων.
7. Ανασύστασις της Επιτροπής Προμηθειών προς
περιορισμόν της σπατάλης κατά την διενέργειαν
των προμηθειών του Δημοσίου.
8. Απόλυσις των άνευ υπηρεσιακής ανάγκης δι
κομματικούς λόγους διορισθέντων τελευταίως απει-
ραρίθμων υπαλλήλων, κατάργησις των συσταθει-
σών δια σκανδαλωδών νομοθετημάτων νέων θέσε-
ων εις διάφορα υπουργεία, αυστηρός έλεγχος των
νέων διορισμών υπό ειδικών επιτροπών εξ ανωτάτων
δημοσίων λειτουργών.
9. Εξίσωσις των αποδοχών, αφαιρουμένων των χο-
ρηγουμένων εις υπαλλήλους ορισμένων κλάδων
επιδομάτων και των εκτάκτων λόγω ιδία συμμετο-
χής εις επιτροπάς επιχορηγήσεων, ώστε να μη πλου-
τίζουν ολίγοι προνομιούχοι λαμβάνοντες δεκάδας
χιλιάδων δραχμών κατά μήνα, εις βάρος της ολότη-
τος των λιμοκτονούντων υπαλλήλων.
Κράτος και υπάλληλοι
Τινά μόνον των μέτρων τούτων αν ελάμβανεν η κυ-
βέρνησις και αν τα ελάμβανεν ειλικρινώς και μετά
παρρησίας, θα ήτο εις θέσιν να ικανοποιήσει τα υπαλ-
ληλικά αιτήματα, αλλά και να παρουσιάσει περίσσευ-
μα εις τον προϋπολογισμόν της. Αντί αυτού αρκείται
ν’ απευθύνει υποθήκας, συνιστώσα προς τους υπαλλή-
λους να υπομείνωσι μέχρι τέλους την δυστυχίαν, δια-
ποικίλλει ενίοτε τας παραινέσεις της με απειλάς και
λησμονεί ότι η πείνα είναι ο πειστικότερος των συμ-
βούλων και ότι άνθρωποι γνωρίζοντες ότι κατεδικά-
σθησαν ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας ουδέν άλλο θα εφο-
βούντο ολιγότερον από το ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας το
ταχύτερον.
Δεν δύνανται αφ’ εταίρου οι υπάλληλοι να λησμονή-
σουν πως επολιτεύθη το κράτος, όταν άλλη μεγάλη
τάξις οργάνων του, των οποίων αι υπηρεσίαι δεν είναι
βεβαίως σημαντικότεραι, ηξίωσαν την συμφώνως προς
τας ανάγκας της ζωής ρύθμισιν της μισθοδοσίας των.
Αι ταμειακαί δυσχέρειαι υπήρχον και τότε, η ισορρο-
πία του προϋπολογισμού θα διεκινδυνεύετο κατά τον
ίδιον ακριβώς τρόπον, αλλά, δια την καλή των τύχην,
τα όργανα εκείνα διέθετον, πλην των παρακλήσεων
και των ικεσιών, και άλλα πειστικότερα επιχειρήματα.
Και ευρέθη αμέσως τρόπος να αυξηθούν αι αποδοχαί
των, διότι εις την λογικήν του γρόνθου, και μόνον
εις αυτήν, υποχωρούν τα πάντα εν Ελλάδι.
Αλλά μήπως έπραξε τίποτε η κυβέρνησις δια να ενι-
σχύσει ηθικώς τους υπαλλήλους, δια να εξασφαλίσει
την ανεξαρτησίαν των, δια να τους απαλλάξει από τας
κομματικάς πιέσεις; Ούτε μία δραχμή δεν θ’ απητείτο
προς τούτο. Τουναντίον θα περιεστέλλοντο αι εκ των
σημερινών ατασθαλιών δαπάναι. Εν τούτοις το από
ετών καταρτιζόμενον σχέδιον νόμου «Περί καταστά-
σεως των πολιτικών υπαλλήλων της Διοικήσεως» μέ-
νει ακόμη σχέδιον νόμου και οι υπάλληλοι εξακολου-
θούν να διορίζονται, να παύονται, να μετατίθηνται, να
προάγονται, να τιμωρούνται συμφώνως με τα ορέξεις
των διαφόρων κομματαρχών. Συμβαίνει δε ώστε οι
χρηστότεροι ακριβώς και ικανότεροι εξ αυτών να
υποσκελίζονται από τους επιτηδειότερους. Τα υπη-
ρεσιακά συμβούλια κατ’ ουσίαν κατηργήθησαν, διότι
ή έγιναν τυφλά όργανα των υπουργών ή εκδίδουν
γνωματεύσεις μηδέποτε εισακουομένας. Ο υπάλλη-
λος γνωρίζει ότι η φιλοπονία και η ευσυνειδησία
εις ουδέν ωφελούν και εκλέγει την συντομοτέραν
οδόν ίνα προαχθεί και σταδιοδρομήσει. Οι υπουρ-
γοί, αναλαμβάνοντες την αρχήν, φέρουν μεθ’ εαυ-
τόν στρατιάν όλην αργοσχόλων, οι οποίοι εννοούν
να φιλοξενηθούν εις τον δεινοπαθούντα προϋπολο-
γισμόν. Οι μετέχοντες εις την κυβέρνησιν αρχηγοί
των κομμάτων διανέμουν μεταξύ των, αναλόγως
της πολιτικής των ισχύος, ωσάν να επρόκειτο περί
πατρικής των κληρονομίας, όλας τας θέσεις, από
τας των πρεσβευτών και των νομαρχών μέχρι των
θέσεων των ιερέων του Α’ Νεκροταφείου, και τας
προσφέρουν εις τους οπαδούς των εις αντάλλαγμα
αμφιβόλων υπηρεσιών.
Εις την ατμόσφαιραν αυτήν του κομματισμού και της
συναλλαγής ου χρηστοί υπάλληλου ασφυκτιούν. Από
τας υπηρεσιακάς ενεργείας εκλείπει ολονέν περισσό-
τερον η γενική τάσις, ο ανώτερος σκοπός. Τα προ-
γράμματα, αι κατευθυντήριοι γραμμαί, τα εθνικά
και ανθρώπινα ιδεώδη, προς τα οποία ητένιζον
άλλοτε οι φορείς της κρατικής εξουσίας, είναι σή-
μερον λέξεις κεναί. Τα πνεύμα της εποχής - ύλη και
βία– πληροί τους θαλάμους των υπουργείων.
Ο εις μετά τον άλλον οι ευσυνείδητοι υπάλληλοι
υποχωρούν ή υποκύπτουν εις την διαφθοράν. Επί
νέων βάσεων γίνεται η υπηρεσιακή αγωγή. Οι αφε-
λείς, όσοι επίστευσαν ότι θα εργασθούν τιμίως, με
γνώμονα το κοινό συμφέρον, σύμφωνα με τον όρκο
που έδωσαν, πληροφορούνται ότι άλλος είναι ο
προορισμός των.
Σπασμωδικαί ενέργειαι, αντιφατικαί αποφάσεις,
υπό την πίεσιν σήμερον του ενός και αύριον του
άλλου ισχυρού, ατελεύτητος σειρά χαριστικών
πράξεών, διασπάθισις του δημοσίου χρήματος, ι-
δού το σύνηθες περιεχόμενον της κρατικής επιτα-
γής.
Το καθήκον της Κυβερνήσεως
Είναι καιρός πλέον να παύσουν αι ασχήμιαι. Η κυβέρ-
νησις οφείλει να εξαρθεί εις το ύψος της αποστολής
της. Εκείνοι τους οποίους η εξέλιξις των πολιτικών
πραγμάτων έθεσε κατά τας παρούσας κρισίμους διά
το Έθνος στιγμάς επί κεφαλής των μεγάλων κλάδων
της Διοικήσεως, έχουν υποχρέωσιν να παράσχουν
εαυτούς υπόδειγμα ανιδιοτελούς δράσεως και ευγε-
νούς προσηλώσεως εις το καθήκον. Πρέπει να εννοή-
σουν οι διοικούντες τον τόπον ότι αποκλειστική
αρμοδιότης των δεν είναι η προς εξυπηρέτησιν
τούτου ή εκείνου του κόμματος καθοδήγησις του
υπαλληλικού κόσμου ως τυφλής και αμόρφου μάζης.
Αν μόνη η συνείδησις των δεν είναι ικανή να τους υπα-
γορεύσει τον όρθόν τρόπον του πολιτεύεσθαι, ας ενθυ-
μηθούν τουλάχιστον πόσον οικτρώς απέτυχεν κατά το
παρελθόν πάσα προσπάθεια, είτε ατόμων είτε ομάδων,
όταν αύτη έτεινεν εις σκοπούς ελάχιστα αγνούς, τους
οποίους η μεγάλη πλειονότης του λαού, επειδή πάντοτε,
και ανομολογήτους έτι, εγνώριζεν, ηδυνήθη τέλος να
καταδικάσει.
Αι δημοσιοϋπαλληλικαί οργανώσει, δια του αγώνος τον
οποίον ανέλαβον, αποβλέπουν μεν εις την οικονομικήν
ενίσχυσιν του υπαλλήλου, αλλ’ επιδιώκουν κυρίως την
ηθικήν εξύψωσιν αυτού, την ανόρθωσιν των υπηρε-
σιών, τον καθαρισμόν της κρατικής μηχανής από πα-
ντός ξένου και φθοροποιού στοιχείου, εις τρόπον ώστε
η απαιτηθησομένη διά την υλικήν ενίσχυσιν των υπαλ-
λήλων δαπάνη να γίνει φυσιολογικώς, άνευ ουδεμίας
επιβαρύνσεως του λαού, συγχρόνως δε, αποβαίνουσα
γόνιμος και παραγωγική, ν’ αποδοθεί πολλαπλάσιος εις
εργασίαν και εθνικόν πλούτον.
Αφού η κυβέρνησις το αγνοεί ή σκοπίμως το λησμονεί,
ας το βροντοφωνήσωμεν ημείς, οι δημόσιοι υπάλληλοι:
Δεν έχομεν ανάγκην νέων πόρων. Έχομεν ανάγκην
χρηστής διοικήσεως. Τούτο είναι το σύνθημα, το ο-
ποίον κατευθύνει ήδη τας προσπαθείας μας.
Σάββατο 1 Μαΐου 2010
Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
Ο Ψαλμός ΠΖ’ (87) σε απόδοση από τον Φώτη Κόντογλου.
Κύριε, Θεέ της σωτηρίας μου , σε κράζω μέρα και νύχτα.
Ας έρτει ως εσένα η προσευχή μου, γύρε το αυτί σου στο παράπονό μου.
Γιατί γιόμισε πόνο η ψυχή μου, και η ζωή μου άγγιξε τον Άδη.
Λογαριάστηκα με εκείνους που κατεβαίνουν στο λάκκο, απόμεινα σαν άνθρωπος απροστάτευτος, ξεχασμένος μέσα στους νεκρούς.
Σαν τους πληγιασμένους που κοιμούνται μέσα στους τάφους και δεν τους θυμάσαι πια, που τους ξέγραψες απ’ την έννοιά σου.
Με βάλανε μέσα σε βαθύτατο λάκκο, μέσα στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου.
Απάνω μου ξεθύμανε ο θυμός σου, και όλη την οργή σου απάνω μου την άδειασες.
Ξεμάκρυνες από κοντά μου τους δικούς μου, κατάντησα γι’ αυτουνούς σίχαμα.
Παραδόθηκα και δεν έφυγα, τα μάτια μου θολώσανε απ’ τη φτώχεια.
Φώναξα προς εσένα, Κύριε όλη μέρα, άπλωσα προς εσένα τα χέρια μου.
Μήπως θα κάνεις θάματα στους πεθαμένους; ή οι νεκροί θα αναστηθούνε και θα σε δοξολογήσουν;
Μην τάχα θα διαλαλήσει κανένας μέσα στον τάφο τη σπλαχνιά σου, και την αλήθεια σου μέσα στο χαμό;
Μήπως θα μαθευτούνε τα θάματά σου μέσα στο σκοτάδι; Και η δικαιοσύνη σου σε γη ξεχασμένη;
Κ’ εγώ, Κύριε, φώναξα εσένα να με συντρέξεις, και το πρωί θα σε προφτάξει η προσευχή μου.
Γιατί, Κύριε, αμπώχνεις την ψυχή μου, γιατί γυρίζεις το πρόσωπό σου από μένα;
Εγώ είμαι φτωχός και μέσα στα βάσανα απ’ τα νιάτα μου, κι αφού αναδείχτηκα, πάλι ταπεινώθηκα κ’ έγινα ένα τίποτα.
Από πάνω μου περάσανε οι θυμοί σου, οι φοβέρες σου με ταράξανε, με τριγυρίσανε σα να ‘τανε νερό όλη τη μέρα, και πήγανε να με πνίξουν.
Ξεμάκρυνες από κοντά μου κάθε φίλο και κάθε δικό μου.
Ας έρτει ως εσένα η προσευχή μου, γύρε το αυτί σου στο παράπονό μου.
Γιατί γιόμισε πόνο η ψυχή μου, και η ζωή μου άγγιξε τον Άδη.
Λογαριάστηκα με εκείνους που κατεβαίνουν στο λάκκο, απόμεινα σαν άνθρωπος απροστάτευτος, ξεχασμένος μέσα στους νεκρούς.
Σαν τους πληγιασμένους που κοιμούνται μέσα στους τάφους και δεν τους θυμάσαι πια, που τους ξέγραψες απ’ την έννοιά σου.
Με βάλανε μέσα σε βαθύτατο λάκκο, μέσα στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου.
Απάνω μου ξεθύμανε ο θυμός σου, και όλη την οργή σου απάνω μου την άδειασες.
Ξεμάκρυνες από κοντά μου τους δικούς μου, κατάντησα γι’ αυτουνούς σίχαμα.
Παραδόθηκα και δεν έφυγα, τα μάτια μου θολώσανε απ’ τη φτώχεια.
Φώναξα προς εσένα, Κύριε όλη μέρα, άπλωσα προς εσένα τα χέρια μου.
Μήπως θα κάνεις θάματα στους πεθαμένους; ή οι νεκροί θα αναστηθούνε και θα σε δοξολογήσουν;
Μην τάχα θα διαλαλήσει κανένας μέσα στον τάφο τη σπλαχνιά σου, και την αλήθεια σου μέσα στο χαμό;
Μήπως θα μαθευτούνε τα θάματά σου μέσα στο σκοτάδι; Και η δικαιοσύνη σου σε γη ξεχασμένη;
Κ’ εγώ, Κύριε, φώναξα εσένα να με συντρέξεις, και το πρωί θα σε προφτάξει η προσευχή μου.
Γιατί, Κύριε, αμπώχνεις την ψυχή μου, γιατί γυρίζεις το πρόσωπό σου από μένα;
Εγώ είμαι φτωχός και μέσα στα βάσανα απ’ τα νιάτα μου, κι αφού αναδείχτηκα, πάλι ταπεινώθηκα κ’ έγινα ένα τίποτα.
Από πάνω μου περάσανε οι θυμοί σου, οι φοβέρες σου με ταράξανε, με τριγυρίσανε σα να ‘τανε νερό όλη τη μέρα, και πήγανε να με πνίξουν.
Ξεμάκρυνες από κοντά μου κάθε φίλο και κάθε δικό μου.
Σάββατο 13 Μαρτίου 2010
Περί ελεημοσύνης
Του Διονυσίου Ιερομονάχου,
από το βιβλίο «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ»
των εκδόσεων Β. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
Έναν καιρόν έσμιξα με τον αββάν Ιωσήφ εις τον Έννατον, και ήτον μαζί και ο ρήτωρ ο Σωφρόνιος. Και σμίγοντας ημείς με τον Λέοντα, ιδού ήλθεν ένας κάποιος από Αϊλά, και του έδιδε τρία φλωρία λέγοντας: «Δέξου ταύτα, Πάτερ τίμιε, να ευχηθείς το καράβι μου, ότι το εφόρτωσα, και το έπεμψα εις την Αιθιοπίαν». Και ο Γέρων ολοτελώς δεν του έδωσεν απάντησιν. Λέγει λοιπόν εις τον Γέροντα ο Σωφρόνιος: «Δέξου ταύτα, Πάτερ, και δώσε τα πάλιν εις αδελφόν χρειαζόμενον». Απεκρίθη ο Γέρων: «Διπλή εντροπή είναι τέκνον μου, να λάβω εκείνα όπου δεν χρειάζομαι, και με τα δικά μου χέρια να τρέφω ξένας ακάνθας. Άμποτε να ημπόρουν να εθέριζα τας ακάνθας της ιδικής μου ψυχής, διότι είναι γεγραμμένον. «Εάν σπείρεις, σπείρε τα ιδικά σου, διότι τα ξένα είναι πικρότερα από ταις είραις του σιταριού», και περισσότερον, ω τέκνον μου, ότι δεν είναι, παρά αφορμή να ζημιωθεί η ψυχή». Του είπεν ο Σωφρόνιος: «Το λοιπόν όσα κάνει ο άνθρωπος ελεημοσύνην δεν του λογαριάζει ο Θεός;». Απεκρίθη ο Γέρων: «Πολλαί είναι αι διαφοραί εις τον σκοπόν της ελεημοσύνης. Διότι είναι άνθρωπος όπου κάμνει ελεημοσύνην, διά να ευλογηθεί το σπίτι του, και ο Θεός το ευλογεί. Άλλος διά το καράβι του, και ο Θεός το κατευοδώνει. Άλλος διά τα τέκνα του, και ο Θεός τα φυλάττει. Άλλος διά να δοξασθεί και ο Θεός τον δοξάζει. Επειδή ο Θεός δεν καταφρονεί κανένα, και ότι θέλει κάθε εις, του τα δίδει όταν δεν βλάπτεται η ψυχή του. Και αυτοί όλοι έχουσι παρμένον τον μισθόν τους, διότι προς τον σκοπόν όπου έκαμαν την ελεημοσύνην, ο Θεός τους έδωκε, και τίποτες δεν τους χρεωστεί εις το μέλλον. Λοιπόν εσύ, αν κάμνεις ελεημοσύνην, κάμε την διά την ψυχήν σου, και θέλει σου δώσει ο Θεός, εκείνο όπου επιθυμείς. Διότι είναι γεγραμμένον, άμποτες ο Θεός να σου δώσει κατά την καρδίαν σου. Είναι όμως μερικοί, όπου φαίνονται να κάμνωσιν ελεημοσύνην, και θυμώνουσι περισσότερον τον Θεόν». Και ο Σωφρόνιος είπε: «Ξεκαθάρισόν μου, Πάτερ, τον λόγον». Και εκείνος είπεν: «Ο Θεός επρόσταξεν τα πρώτα γεννήματα, και όλον τον καρπόν και τα καθαρά ζώα δια να του προσφέρωσι δια την ευλογίαν των επίλοιπων και δια την συγχώρησιν των αμαρτιών. Ακόμη και από τα πρωτογεννημένα βρέφη να του αφιερώνωσι. Και οι πλούσιοι κάμνουσι το εναντίον, τα ωφελημώτερα κρατούσιν αυτοί, και τα άχρηστα μοιράζουν εις τους πτωχούς και αδελφούς των. Λόγου χάριν το καλόν κρασί πίνουν αυτοί, και το ξυνόν, ή βρωμερόν, το δίδουσιν εις τας χήρας και ορφανά, και το πωρικόν το φυλαγμένον τρώγουσι, και το σάπιον προσφέρουσι. Και τα τίμια και χρήσιμα φορέματα εις τον εαυτόν των αποδίδουσι, και τα ξεσχισμένα και παλαιά ρίπτουσιν εις τους πτωχούς. Και τα παιδία τα υγιή και εύμορφα ετοιμάζουσιν εις γάμους και υπανδρείας, και κάνουσι πολλήν φροντίδα δι’ αυτά, αλλά τα αρρωστημένα, ή μονόφθαλμα, ή κολοβά, ή άσχημα, αφιερώνουσιν εις τον Θεόν, και βάνουσιν εις Μοναστήρια.
Διά ταύτα γίνονται απρόσδεκτα εκείνα όπου προσφέρουσι. Διότι τέτοιας λογής ο Κάϊν προσφέρων όχι μόνον δεν ευχαρίστησε τον Θεόν, αλλά και τον εθύμωσεν. Έπρεπε αυτοί να μετρώσωσιν, ότι ανίσως και θελήσουν να τιμήσουν ομοίους μας ανθρώπους, σπουδάζουν να προσφέρωσιν εκείνα όπου φαίνονται μάλιστα τιμιώτερα, πόσω μάλλον τον Πλάστην μας, από τον οποίον έχομεν και εκείνα τα ίδια όπου προσφέρομεν; Τούτον όταν θέλομεν να τον ημερώσωμεν δια την ελεημοσύνην, χρεωστούμεν να του φέρωμεν τα τιμιώτερα από ότι έχομεν, όπως μη η προσφορά ήθελε στραφεί εις τον κόλπον μας με εντροπήν μας, και η θυσία μας ήθελε γενεί συχαμένη και απρόσδεκτος. Διότι, καθώς η θυσία του Νώε ούσα κνίσα και καπνός, δια την καλήν γνώμην εκείνου όπου την επρόσφερεν, ελογαριάσθη εις τον Θεόν μυρωδία ευώδης ως είναι γεγραμμένον, ο Κύριος εμυρίσθη μυρωδίαν ευώδη, ούτω και η καρποφορία όπου προσφέρεται από κακήν γνώμην, αν και φαίνεται καλή κατά το φαινόμενον, λογαριάζεται σύχαμα εις τον Κύριον. Όπως η θυσία και το θυμίαμα των Ιουδαίων, όπου ο Θεός τους είπε διά του Προφήτου, το θυμίαμά σας είναι σύχαμα».
Και ο Γέρων καταλαμβάνων ημάς ότι αμφιβάλλομεν εις τους λόγους του, σηκωνόμενος έμπροσθεν μας και υψώνων τα χέρια και τα ομμάτια εις τον ουρανόν, είπεν εις επήκοον μας: «Ιησού, ο Θεός ημών όπου έκαμες τον ουρανόν, την γήν, την θάλασσαν, και όσα είναι εις αυτά, ο ελευθερωτής των ψυχών μας, ανίσως εκείνα όπου είπα εις τους αδελφούς είναι ψεύματα, ας μείνει αυτή η πέτρα αβλαβής, (και εκεί σιμά ήτον κομμάτι κολώνα τεσσάρων πήχεων) ει δε αληθινά, ας κοπεί». Και με τον λόγον εκόπη η πέτρα εις πέντε κομμάτια. Και ημείς θαυμάζοντες και ωφελούμενοι, εμισεύσαμεν. Και συνοδεύων μας ο Γέρων είπε: «Τέκνα, ελάτε το ερχόμενον Σάββατον, διότι έχω ανάγκη από εσάς».
Και φθάνοντας το Σάββατον, ώρα τρίτη, τον εύρηκαν αποθαμένον, θαπτοντές τον, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τω Θεώ, όπου τους ηξίωσε να κηδεύσουν τοιούτον άγιον. Πάντων των πραττομένων υφ’ υμών τον σκοπόν ζητεί ο Θεός, είτε δι’ αυτόν πράττομεν, είτε διά άλλην αιτίαν. Όταν ακούσης της Γραφής λεγούσης, ότι συ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού, ου δια παρά τον ορθόν σκοπόν πραττόμενα, ει και δοκεί είναι, ο Θεός καλά αποδίδωσιν, αλλά δια τα κατά τον ορθόν σκοπόν πραττόμενα. Ου δε γαρ εις τα γενόμενα, αλλά εις τον σκοπόν των γινομένων η κρίσις του Θεού αφορά. Εισί τινά πολλά φύσει καλά υπό των ανθρώπων γινόμενα, αλλ’ ου καλά πάλιν δια τινα αιτίαν. Οίον η νηστεία και η ψαλμωδία, η ελεημοσύνη και η φιλοξενία. Φύσει ουν ταύτα καλά έργα εισίν, αλλ’ όταν δια κενοδοξίαν γίνωνται, ουκ έστι καλά. Μισθοί των πόνων της αρετής εισίν η απάθεια και η γνώσις. Αύται γαρ πρόξενοι της αιωνίου ζωής.
από το βιβλίο «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ»
των εκδόσεων Β. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
Έναν καιρόν έσμιξα με τον αββάν Ιωσήφ εις τον Έννατον, και ήτον μαζί και ο ρήτωρ ο Σωφρόνιος. Και σμίγοντας ημείς με τον Λέοντα, ιδού ήλθεν ένας κάποιος από Αϊλά, και του έδιδε τρία φλωρία λέγοντας: «Δέξου ταύτα, Πάτερ τίμιε, να ευχηθείς το καράβι μου, ότι το εφόρτωσα, και το έπεμψα εις την Αιθιοπίαν». Και ο Γέρων ολοτελώς δεν του έδωσεν απάντησιν. Λέγει λοιπόν εις τον Γέροντα ο Σωφρόνιος: «Δέξου ταύτα, Πάτερ, και δώσε τα πάλιν εις αδελφόν χρειαζόμενον». Απεκρίθη ο Γέρων: «Διπλή εντροπή είναι τέκνον μου, να λάβω εκείνα όπου δεν χρειάζομαι, και με τα δικά μου χέρια να τρέφω ξένας ακάνθας. Άμποτε να ημπόρουν να εθέριζα τας ακάνθας της ιδικής μου ψυχής, διότι είναι γεγραμμένον. «Εάν σπείρεις, σπείρε τα ιδικά σου, διότι τα ξένα είναι πικρότερα από ταις είραις του σιταριού», και περισσότερον, ω τέκνον μου, ότι δεν είναι, παρά αφορμή να ζημιωθεί η ψυχή». Του είπεν ο Σωφρόνιος: «Το λοιπόν όσα κάνει ο άνθρωπος ελεημοσύνην δεν του λογαριάζει ο Θεός;». Απεκρίθη ο Γέρων: «Πολλαί είναι αι διαφοραί εις τον σκοπόν της ελεημοσύνης. Διότι είναι άνθρωπος όπου κάμνει ελεημοσύνην, διά να ευλογηθεί το σπίτι του, και ο Θεός το ευλογεί. Άλλος διά το καράβι του, και ο Θεός το κατευοδώνει. Άλλος διά τα τέκνα του, και ο Θεός τα φυλάττει. Άλλος διά να δοξασθεί και ο Θεός τον δοξάζει. Επειδή ο Θεός δεν καταφρονεί κανένα, και ότι θέλει κάθε εις, του τα δίδει όταν δεν βλάπτεται η ψυχή του. Και αυτοί όλοι έχουσι παρμένον τον μισθόν τους, διότι προς τον σκοπόν όπου έκαμαν την ελεημοσύνην, ο Θεός τους έδωκε, και τίποτες δεν τους χρεωστεί εις το μέλλον. Λοιπόν εσύ, αν κάμνεις ελεημοσύνην, κάμε την διά την ψυχήν σου, και θέλει σου δώσει ο Θεός, εκείνο όπου επιθυμείς. Διότι είναι γεγραμμένον, άμποτες ο Θεός να σου δώσει κατά την καρδίαν σου. Είναι όμως μερικοί, όπου φαίνονται να κάμνωσιν ελεημοσύνην, και θυμώνουσι περισσότερον τον Θεόν». Και ο Σωφρόνιος είπε: «Ξεκαθάρισόν μου, Πάτερ, τον λόγον». Και εκείνος είπεν: «Ο Θεός επρόσταξεν τα πρώτα γεννήματα, και όλον τον καρπόν και τα καθαρά ζώα δια να του προσφέρωσι δια την ευλογίαν των επίλοιπων και δια την συγχώρησιν των αμαρτιών. Ακόμη και από τα πρωτογεννημένα βρέφη να του αφιερώνωσι. Και οι πλούσιοι κάμνουσι το εναντίον, τα ωφελημώτερα κρατούσιν αυτοί, και τα άχρηστα μοιράζουν εις τους πτωχούς και αδελφούς των. Λόγου χάριν το καλόν κρασί πίνουν αυτοί, και το ξυνόν, ή βρωμερόν, το δίδουσιν εις τας χήρας και ορφανά, και το πωρικόν το φυλαγμένον τρώγουσι, και το σάπιον προσφέρουσι. Και τα τίμια και χρήσιμα φορέματα εις τον εαυτόν των αποδίδουσι, και τα ξεσχισμένα και παλαιά ρίπτουσιν εις τους πτωχούς. Και τα παιδία τα υγιή και εύμορφα ετοιμάζουσιν εις γάμους και υπανδρείας, και κάνουσι πολλήν φροντίδα δι’ αυτά, αλλά τα αρρωστημένα, ή μονόφθαλμα, ή κολοβά, ή άσχημα, αφιερώνουσιν εις τον Θεόν, και βάνουσιν εις Μοναστήρια.
Διά ταύτα γίνονται απρόσδεκτα εκείνα όπου προσφέρουσι. Διότι τέτοιας λογής ο Κάϊν προσφέρων όχι μόνον δεν ευχαρίστησε τον Θεόν, αλλά και τον εθύμωσεν. Έπρεπε αυτοί να μετρώσωσιν, ότι ανίσως και θελήσουν να τιμήσουν ομοίους μας ανθρώπους, σπουδάζουν να προσφέρωσιν εκείνα όπου φαίνονται μάλιστα τιμιώτερα, πόσω μάλλον τον Πλάστην μας, από τον οποίον έχομεν και εκείνα τα ίδια όπου προσφέρομεν; Τούτον όταν θέλομεν να τον ημερώσωμεν δια την ελεημοσύνην, χρεωστούμεν να του φέρωμεν τα τιμιώτερα από ότι έχομεν, όπως μη η προσφορά ήθελε στραφεί εις τον κόλπον μας με εντροπήν μας, και η θυσία μας ήθελε γενεί συχαμένη και απρόσδεκτος. Διότι, καθώς η θυσία του Νώε ούσα κνίσα και καπνός, δια την καλήν γνώμην εκείνου όπου την επρόσφερεν, ελογαριάσθη εις τον Θεόν μυρωδία ευώδης ως είναι γεγραμμένον, ο Κύριος εμυρίσθη μυρωδίαν ευώδη, ούτω και η καρποφορία όπου προσφέρεται από κακήν γνώμην, αν και φαίνεται καλή κατά το φαινόμενον, λογαριάζεται σύχαμα εις τον Κύριον. Όπως η θυσία και το θυμίαμα των Ιουδαίων, όπου ο Θεός τους είπε διά του Προφήτου, το θυμίαμά σας είναι σύχαμα».
Και ο Γέρων καταλαμβάνων ημάς ότι αμφιβάλλομεν εις τους λόγους του, σηκωνόμενος έμπροσθεν μας και υψώνων τα χέρια και τα ομμάτια εις τον ουρανόν, είπεν εις επήκοον μας: «Ιησού, ο Θεός ημών όπου έκαμες τον ουρανόν, την γήν, την θάλασσαν, και όσα είναι εις αυτά, ο ελευθερωτής των ψυχών μας, ανίσως εκείνα όπου είπα εις τους αδελφούς είναι ψεύματα, ας μείνει αυτή η πέτρα αβλαβής, (και εκεί σιμά ήτον κομμάτι κολώνα τεσσάρων πήχεων) ει δε αληθινά, ας κοπεί». Και με τον λόγον εκόπη η πέτρα εις πέντε κομμάτια. Και ημείς θαυμάζοντες και ωφελούμενοι, εμισεύσαμεν. Και συνοδεύων μας ο Γέρων είπε: «Τέκνα, ελάτε το ερχόμενον Σάββατον, διότι έχω ανάγκη από εσάς».
Και φθάνοντας το Σάββατον, ώρα τρίτη, τον εύρηκαν αποθαμένον, θαπτοντές τον, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τω Θεώ, όπου τους ηξίωσε να κηδεύσουν τοιούτον άγιον. Πάντων των πραττομένων υφ’ υμών τον σκοπόν ζητεί ο Θεός, είτε δι’ αυτόν πράττομεν, είτε διά άλλην αιτίαν. Όταν ακούσης της Γραφής λεγούσης, ότι συ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού, ου δια παρά τον ορθόν σκοπόν πραττόμενα, ει και δοκεί είναι, ο Θεός καλά αποδίδωσιν, αλλά δια τα κατά τον ορθόν σκοπόν πραττόμενα. Ου δε γαρ εις τα γενόμενα, αλλά εις τον σκοπόν των γινομένων η κρίσις του Θεού αφορά. Εισί τινά πολλά φύσει καλά υπό των ανθρώπων γινόμενα, αλλ’ ου καλά πάλιν δια τινα αιτίαν. Οίον η νηστεία και η ψαλμωδία, η ελεημοσύνη και η φιλοξενία. Φύσει ουν ταύτα καλά έργα εισίν, αλλ’ όταν δια κενοδοξίαν γίνωνται, ουκ έστι καλά. Μισθοί των πόνων της αρετής εισίν η απάθεια και η γνώσις. Αύται γαρ πρόξενοι της αιωνίου ζωής.
Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
Η ΣΑΡΞ
Διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη
Διάβαζε τον ψαλμό ΞΘ’, όταν άκουσε τη βροχή που είχε πιάσει.
-Βρέχει, σκέφτηκε. Περίεργο! Δε φαινόταν από νωρίς πως ήτανε για βροχή ο καιρός.
Διέκοψε απότομα τους συλλογισμούς του. Η βροχή ήταν ένα εξωτερικό γεγονός και δεν άξιζε να διακόψει τον ψαλμό γι’ αυτήν. Ξανάρχισε τον ψαλμό:
«μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριόν σου, εγώ δε πτωχός ειμί και πένης, ο Θεός βοηθησόν μοι».
Έξω η βροχή δυνάμωνε ολοένα.
Είχε δύο βδομάδες περίπου που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτήν τη συνοικία. Ήτανε η πρώτη του ενορία. Η αλήθεια είναι πως είχε ζητήσει ο ίδιος να τοποθετηθεί σε λαϊκή συνοικία. Είχε πει στους αρμοδίους:
- Θα ήθελα να αρχίσω το στάδιό μου ως εφημέριος σε μία λαϊκή συνοικία.
Οι δύο αυτές λέξεις «λαϊκή συνοικία» χτυπούσανε μέσα του με παράξενο ήχο. «Είμαι ένας ρομαντικός, φαίνεται», συλλογιζότανε καμιά φορά. Ήτανε νέος και δεν είχε ως τότε την ευκαιρία να γνωρίσει τη ζωή από πολλές πλευρές. Η οικογένειά του, μια μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας του, τραπεζικός υπάλληλος. Είχε πεθάνει πρόπερσι. Από αυτόν είχε κληρονομήσει τον φόβο του Θεού και την αφοσίωση στις εντολές Του. Γράφτηκε στη Θεολογική σχολή, τελειώνοντας το γυμνάσιο, και το όνειρό του ήτανε να γίνει ιερεύς. Να υπηρετήσει έτσι το Θεό. Να φέρει κοντά στον Ποιμένα όσα μπορούσε περισσότερα «απολωλότα πρόβατα».
Από τη διπλανή κάμαρα ακουγότανε η βαριά ανάσα της γυναίκας του. Η πόρτα ήτανε μισάνοιχτη.
Δύο βδομάδες μονάχα είχε σ’ αυτήν τη συνοικία, όμως είχε κιόλας την ευκαιρία να διαπιστώσει πως οι ενορίτες του, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε μακριά από το δρόμο του Θεού. Ιδίως από την άποψη ηθών, η κατάσταση απελπιστική. Ωστόσο ο ίδιος δεν απελπιζότανε. Την περασμένη Κυριακή είχε μιλήσει στη μικρή Εκκλησία πάνω στο θέμα των ηθών. Πύρινος ο λόγος του. Έκανε μεγάλη εντύπωση. Και κατάστρωνε το σχέδιό του, που θα το έβαζε σ’ εφαρμογή το συντομότερο. Είχε έρθει κιόλας σ’ επαφή με μερικούς ευσεβείς ενορίτες, μέλη μιας χριστιανικής οργάνωσης, που ήτανε κι αυτοί σύμφωνοι πως η διαφθορά είχε προχωρήσει πολύ στη συνοικία τους.
- Οι εγκόσμιοι πειρασμοί κυριαρχούν εις την συνοικίαν μας, είπε, σε μια συγκέντρωση που κάνανε, ο μεγαλύτερος μπακάλης της γειτονιάς, που ήταν εξέχον μέλος της χριστιανικής οργάνωσης. (Στην Κατοχή, είχε πλουτίσει με τη μαύρη αγορά αλλά τούτο δεν είχε σημασία για τη χριστιανική οργάνωση. Έτερον εκάτερον…)
- Η σάρξ! Πετάχτηκε ένας άλλος, έμπορος ψιλικών. Προπαντός, η σάρξ!
Η φωνή του είχε τόνο υστερικό.
- Επιμένω επί της σαρκός! συνέχισε, και το καρύδι στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε.
- Και εγώ επιμένω επί του αλκοολισμού! είπε κάποιος άλλος.
Ο καθένας είχε κάτι και σ’ αυτό επέμενε. Ο εφημέριος τους τούς ησύχασε, και καταλήξανε όλοι στο συμπέρασμα πως πρέπει να προχωρήσουν με σχέδιο μελετημένο καλά, για να κατατροπώσουν τη διαφθορά.
Διάβαζε τώρα τον ψαλμό Ος΄. Ρεύτηκε την ψαρόσουπα που είχε φάει πριν από λίγο. Η γυναίκα του την πετύχαινε πολύ.
Η βροχή συνεχιζόταν με την ίδια ένταση.
Ξαφνικά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
- Ανοίχτε! μια φωνή που του φάνηκε παιδική.
Έριξε το παλτό του, γιατί ήτανε με τα νυχτικά του, άνοιξε. Μπήκε ένα αγόρι, ίσαμε δώδεκα χρονώ, μούσκεμα από τη βροχή.
- Τι συμβαίνει; το ρώτησε.
- Με έστειλε η μάνα μου, είναι ένας πεθαμένος, λέει, και να κάνεις γρήγορα να τον μεταλάβεις, λέει, γιατί όπου νάναι πεθαίνει.
Του έδωσε μια πετσέτα να σκουπιστεί.
- Δε βαριέσαι, έκανε το παιδί και την άφησε.
Ήθελε να ντυθεί. Στην κρεβατοκάμαρα κοιμόταν η γυναίκα του, φοβότανε μη την ξυπνήσει.
- Γύρισε το κεφάλι σου στον τοίχο, είπε του παιδιού για να περάσει το παντελόνι του.
Το είδε που κρυφοκοίταζε.
- Φοβερή εξαχρείωσις! συλλογίστηκε
Βγήκανε, τέλος, οι δυό τους. Θα πέρναγε από την Εκκλησία να πάρει το δισκοπότηρο. Είχε αφήσει ένα σημείωμα, δύο λόγια στη γυναίκα του, μην ξυπνήσει και δεν τον δει και τρομάξει.
Η βροχή έπεφτε πάντα δυνατή. Μπροστά πήγαινε το παιδί.
- Που μένει; το ρώτησε.
- Παρακάτω.
Το παιδί δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Βάδιζε μπροστά και η βροχή το χτυπούσε. Ακολουθούσε αυτός, βαστώντας το δισκοπότηρο σφιχτά στο στήθος του.
Βαδίζοντας, η σκέψη του δούλευε. Ήταν η πρώτη φορά που θα κοινωνούσε ετοιμοθάνατο. Ήτανε φυσικό νάναι συγκινημένος. Και μάλιστα, που τύχαινε η πρώτη αυτή φορά νάναι σε μια περιοχή οπού οι άνθρωποι είχανε ξεχάσει το Θεό και ζούσανε στην αμαρτία.
Προσευχήθηκε, περπατώντας, και ζήτησε από το Θεό να του δώσει δύναμη, κείνη τη νύχτα, να φέρει κοντά του ένα «απολωλός πρόβατον».
Το παιδί βούλιαξε σε μια λακκούβα γεμάτη νερό.
- Τα κέρατά σου, δήμαρχε! βλαστήμησε.
Συλλογίστηκε πως έπρεπε να του κάνει την παρατήρηση για τις βλαστήμιες που έλεγε κάθε τόσο. Θα του μιλούσε αργότερα.
- Εδώ ‘μαστε, είπε το παιδί.
Το δωμάτιο, 3 Χ 3 περίπου, ήτανε στο βάθος της αυλής. Κι ο άνθρωπος ήτανε μόνος εκεί, στο σιδερένιο κρεβάτι, το κεφάλι του και το ένα χέρι, το αριστερό, έξω από την κουβέρτα.
Από ένα άλλο δωμάτιο ακουγότανε γραμμόφωνο.
- Έχει γούστο να πέθανε κιόλας, είπε το παιδί.
Δεν προχώρησε όμως. Στάθηκε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταζε.
Μια λάμπα πετρελαίου, πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, έριχνε λιγοστό φώς. Στο γυαλί της μια φουρκέτα.
Έκλεισε την ομπρέλα του. Άφησε το δισκοπότηρο στο τραπέζι κι έσκυψε πάνω στον άνθρωπο. Ήταν ακίνητος, με κλειστά μάτια. Ίσαμε εξήντα χρονώ. Όμως, δεν είχε πεθάνει. Ανάσαινε.
Η βροχή εξακολουθούσε, πιο δυνατή. Κείνη τη στιγμή, τον είδε και άνοιξε τα μάτια του. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Ο άνθρωπος ξανάκλεισε τα μάτια κι έπεσε στο λήθαργο του.
- Δεν πέθανε, είπε το παιδί από τη γωνιά.
- Όχι, είπε αυτός.
Γίνηκε σιωπή. Σε λίγο ρώτησε:
- Μόνος του είναι;
- Ναι.
- Είναι καιρός που αρρώστησε;
- Είναι.
- Τι έχει;
Το παιδί ήθελε να πει «πείνα», δεν είπε τίποτα. Του φάνηκε παράξενο που ο παπάς δεν είχε καταλάβει ακόμα τι έτρεχε κει μέσα, που δεν είχε καταλάβει τι αρρώστια είχε ο άνθρωπος. Δεν ήταν βέβαια παρών ο παπάς τις προάλλες που ήρθε ο γιατρός και είπε: «Δεν γίνεται τίποτα. Είναι πολύ εξαντλημένος. Είναι πολύ αργά.»
Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο είχε μερικά έπιπλα, το σιδερένιο κρεβάτι, το τραπέζι, μια καρέκλα και ένα ντουλάπι.
Ήταν κι ένα ημερολόγιο στον τοίχο. Έδειχνε Πέμπτη, 10 Ιουλίου, ενώ ήτανε Νοέμβρης.
Ήτανε ακόμα ένα κάδρο που παρίστανε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Κι ένα δίπλωμα απονομής πολεμικού μεταλλίου, σε κάδρο, μαζί με το μετάλλιο.
Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του.
-Ήρθες; είπε.
Η φωνή του έβγαινε με πολύν κόπο από μέσα του.
- Ναι, είπε. Ήρθα.
- Γιατί φοράς μαύρα; ρώτησε ο άνθρωπος.
Κοίταξε το παιδί. Η ανάσα του ανθρώπου γινόταν ολοένα και πιο βαριά.
- Ήθελα να σου μιλήσω, είπε, κι έσκυψε πάνω στο κατακίτρινο πρόσωπο.
Να, τώρα θα του έλεγε για το Θεό, για την αιωνιότητα. Όμως ο άνθρωπος έκλεισε ξανά τα μάτια του.
Το γραμμόφωνο στο διπλανό δωμάτιο έπαιζε πάντα. Το παιδί στεκότανε σαν απολιθωμένο στο βάθος.
Ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του ανθρώπου. Ήτανε ιδρωμένο. Ένας ιδρώτας παγωμένος.
Πήρε το δισκοπότηρο από το τραπέζι. Έγνεψε του παιδιού, που ήρθε κοντά και τον ανασήκωσε λίγο. Άνοιξε τα μάτια του.
Έβαλε μετάληψη στη λαβίδα.
- Έλα, είπε.
Μισάνοιξε το στόμα του.
Πήγε να πει αυτός:
- Εις το όνομα του Πατρός…
Δεν πρόλαβε να μιλήσει.
- Δώσ’ μου! είπε ο άνθρωπος, προτού καταπιεί καλά καλά.
Τον κοίταξε.
- Δώσ’ μου!
Το στόμα του, μισάνοιχτο, περίμενε. Κι αυτός που ήταν έτοιμος να πει για την αιωνιότητα! Μια σύγχυση ήτανε μέσα του.
- Δώσ’ μου!
Κάτι ξέσπασε μες στο στήθος του, μια στοργή, μια τρυφερότητα, σαν πατέρας ένοιωθε που ταΐζει το παιδί του που πεινάει. Άρχισε να δίνει τη μία κουταλιά ύστερ’ από την άλλη.
Τα μάτια του ανθρώπου ήταν αλλιώτικα τώρα. Τα μάτια του παιδιού ήταν αλλιώτικα τώρα.
Η βροχή έπεφτε πάντα. Το γραμμόφωνο έπαιζε πάντα.
- Θεέ μου! είπε ο άνθρωπος.
Δεν είπε τίποτα αυτός.
Διάβαζε τον ψαλμό ΞΘ’, όταν άκουσε τη βροχή που είχε πιάσει.
-Βρέχει, σκέφτηκε. Περίεργο! Δε φαινόταν από νωρίς πως ήτανε για βροχή ο καιρός.
Διέκοψε απότομα τους συλλογισμούς του. Η βροχή ήταν ένα εξωτερικό γεγονός και δεν άξιζε να διακόψει τον ψαλμό γι’ αυτήν. Ξανάρχισε τον ψαλμό:
«μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριόν σου, εγώ δε πτωχός ειμί και πένης, ο Θεός βοηθησόν μοι».
Έξω η βροχή δυνάμωνε ολοένα.
Είχε δύο βδομάδες περίπου που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτήν τη συνοικία. Ήτανε η πρώτη του ενορία. Η αλήθεια είναι πως είχε ζητήσει ο ίδιος να τοποθετηθεί σε λαϊκή συνοικία. Είχε πει στους αρμοδίους:
- Θα ήθελα να αρχίσω το στάδιό μου ως εφημέριος σε μία λαϊκή συνοικία.
Οι δύο αυτές λέξεις «λαϊκή συνοικία» χτυπούσανε μέσα του με παράξενο ήχο. «Είμαι ένας ρομαντικός, φαίνεται», συλλογιζότανε καμιά φορά. Ήτανε νέος και δεν είχε ως τότε την ευκαιρία να γνωρίσει τη ζωή από πολλές πλευρές. Η οικογένειά του, μια μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας του, τραπεζικός υπάλληλος. Είχε πεθάνει πρόπερσι. Από αυτόν είχε κληρονομήσει τον φόβο του Θεού και την αφοσίωση στις εντολές Του. Γράφτηκε στη Θεολογική σχολή, τελειώνοντας το γυμνάσιο, και το όνειρό του ήτανε να γίνει ιερεύς. Να υπηρετήσει έτσι το Θεό. Να φέρει κοντά στον Ποιμένα όσα μπορούσε περισσότερα «απολωλότα πρόβατα».
Από τη διπλανή κάμαρα ακουγότανε η βαριά ανάσα της γυναίκας του. Η πόρτα ήτανε μισάνοιχτη.
Δύο βδομάδες μονάχα είχε σ’ αυτήν τη συνοικία, όμως είχε κιόλας την ευκαιρία να διαπιστώσει πως οι ενορίτες του, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε μακριά από το δρόμο του Θεού. Ιδίως από την άποψη ηθών, η κατάσταση απελπιστική. Ωστόσο ο ίδιος δεν απελπιζότανε. Την περασμένη Κυριακή είχε μιλήσει στη μικρή Εκκλησία πάνω στο θέμα των ηθών. Πύρινος ο λόγος του. Έκανε μεγάλη εντύπωση. Και κατάστρωνε το σχέδιό του, που θα το έβαζε σ’ εφαρμογή το συντομότερο. Είχε έρθει κιόλας σ’ επαφή με μερικούς ευσεβείς ενορίτες, μέλη μιας χριστιανικής οργάνωσης, που ήτανε κι αυτοί σύμφωνοι πως η διαφθορά είχε προχωρήσει πολύ στη συνοικία τους.
- Οι εγκόσμιοι πειρασμοί κυριαρχούν εις την συνοικίαν μας, είπε, σε μια συγκέντρωση που κάνανε, ο μεγαλύτερος μπακάλης της γειτονιάς, που ήταν εξέχον μέλος της χριστιανικής οργάνωσης. (Στην Κατοχή, είχε πλουτίσει με τη μαύρη αγορά αλλά τούτο δεν είχε σημασία για τη χριστιανική οργάνωση. Έτερον εκάτερον…)
- Η σάρξ! Πετάχτηκε ένας άλλος, έμπορος ψιλικών. Προπαντός, η σάρξ!
Η φωνή του είχε τόνο υστερικό.
- Επιμένω επί της σαρκός! συνέχισε, και το καρύδι στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε.
- Και εγώ επιμένω επί του αλκοολισμού! είπε κάποιος άλλος.
Ο καθένας είχε κάτι και σ’ αυτό επέμενε. Ο εφημέριος τους τούς ησύχασε, και καταλήξανε όλοι στο συμπέρασμα πως πρέπει να προχωρήσουν με σχέδιο μελετημένο καλά, για να κατατροπώσουν τη διαφθορά.
Διάβαζε τώρα τον ψαλμό Ος΄. Ρεύτηκε την ψαρόσουπα που είχε φάει πριν από λίγο. Η γυναίκα του την πετύχαινε πολύ.
Η βροχή συνεχιζόταν με την ίδια ένταση.
Ξαφνικά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
- Ανοίχτε! μια φωνή που του φάνηκε παιδική.
Έριξε το παλτό του, γιατί ήτανε με τα νυχτικά του, άνοιξε. Μπήκε ένα αγόρι, ίσαμε δώδεκα χρονώ, μούσκεμα από τη βροχή.
- Τι συμβαίνει; το ρώτησε.
- Με έστειλε η μάνα μου, είναι ένας πεθαμένος, λέει, και να κάνεις γρήγορα να τον μεταλάβεις, λέει, γιατί όπου νάναι πεθαίνει.
Του έδωσε μια πετσέτα να σκουπιστεί.
- Δε βαριέσαι, έκανε το παιδί και την άφησε.
Ήθελε να ντυθεί. Στην κρεβατοκάμαρα κοιμόταν η γυναίκα του, φοβότανε μη την ξυπνήσει.
- Γύρισε το κεφάλι σου στον τοίχο, είπε του παιδιού για να περάσει το παντελόνι του.
Το είδε που κρυφοκοίταζε.
- Φοβερή εξαχρείωσις! συλλογίστηκε
Βγήκανε, τέλος, οι δυό τους. Θα πέρναγε από την Εκκλησία να πάρει το δισκοπότηρο. Είχε αφήσει ένα σημείωμα, δύο λόγια στη γυναίκα του, μην ξυπνήσει και δεν τον δει και τρομάξει.
Η βροχή έπεφτε πάντα δυνατή. Μπροστά πήγαινε το παιδί.
- Που μένει; το ρώτησε.
- Παρακάτω.
Το παιδί δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Βάδιζε μπροστά και η βροχή το χτυπούσε. Ακολουθούσε αυτός, βαστώντας το δισκοπότηρο σφιχτά στο στήθος του.
Βαδίζοντας, η σκέψη του δούλευε. Ήταν η πρώτη φορά που θα κοινωνούσε ετοιμοθάνατο. Ήτανε φυσικό νάναι συγκινημένος. Και μάλιστα, που τύχαινε η πρώτη αυτή φορά νάναι σε μια περιοχή οπού οι άνθρωποι είχανε ξεχάσει το Θεό και ζούσανε στην αμαρτία.
Προσευχήθηκε, περπατώντας, και ζήτησε από το Θεό να του δώσει δύναμη, κείνη τη νύχτα, να φέρει κοντά του ένα «απολωλός πρόβατον».
Το παιδί βούλιαξε σε μια λακκούβα γεμάτη νερό.
- Τα κέρατά σου, δήμαρχε! βλαστήμησε.
Συλλογίστηκε πως έπρεπε να του κάνει την παρατήρηση για τις βλαστήμιες που έλεγε κάθε τόσο. Θα του μιλούσε αργότερα.
- Εδώ ‘μαστε, είπε το παιδί.
Το δωμάτιο, 3 Χ 3 περίπου, ήτανε στο βάθος της αυλής. Κι ο άνθρωπος ήτανε μόνος εκεί, στο σιδερένιο κρεβάτι, το κεφάλι του και το ένα χέρι, το αριστερό, έξω από την κουβέρτα.
Από ένα άλλο δωμάτιο ακουγότανε γραμμόφωνο.
- Έχει γούστο να πέθανε κιόλας, είπε το παιδί.
Δεν προχώρησε όμως. Στάθηκε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταζε.
Μια λάμπα πετρελαίου, πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, έριχνε λιγοστό φώς. Στο γυαλί της μια φουρκέτα.
Έκλεισε την ομπρέλα του. Άφησε το δισκοπότηρο στο τραπέζι κι έσκυψε πάνω στον άνθρωπο. Ήταν ακίνητος, με κλειστά μάτια. Ίσαμε εξήντα χρονώ. Όμως, δεν είχε πεθάνει. Ανάσαινε.
Η βροχή εξακολουθούσε, πιο δυνατή. Κείνη τη στιγμή, τον είδε και άνοιξε τα μάτια του. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Ο άνθρωπος ξανάκλεισε τα μάτια κι έπεσε στο λήθαργο του.
- Δεν πέθανε, είπε το παιδί από τη γωνιά.
- Όχι, είπε αυτός.
Γίνηκε σιωπή. Σε λίγο ρώτησε:
- Μόνος του είναι;
- Ναι.
- Είναι καιρός που αρρώστησε;
- Είναι.
- Τι έχει;
Το παιδί ήθελε να πει «πείνα», δεν είπε τίποτα. Του φάνηκε παράξενο που ο παπάς δεν είχε καταλάβει ακόμα τι έτρεχε κει μέσα, που δεν είχε καταλάβει τι αρρώστια είχε ο άνθρωπος. Δεν ήταν βέβαια παρών ο παπάς τις προάλλες που ήρθε ο γιατρός και είπε: «Δεν γίνεται τίποτα. Είναι πολύ εξαντλημένος. Είναι πολύ αργά.»
Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο είχε μερικά έπιπλα, το σιδερένιο κρεβάτι, το τραπέζι, μια καρέκλα και ένα ντουλάπι.
Ήταν κι ένα ημερολόγιο στον τοίχο. Έδειχνε Πέμπτη, 10 Ιουλίου, ενώ ήτανε Νοέμβρης.
Ήτανε ακόμα ένα κάδρο που παρίστανε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Κι ένα δίπλωμα απονομής πολεμικού μεταλλίου, σε κάδρο, μαζί με το μετάλλιο.
Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του.
-Ήρθες; είπε.
Η φωνή του έβγαινε με πολύν κόπο από μέσα του.
- Ναι, είπε. Ήρθα.
- Γιατί φοράς μαύρα; ρώτησε ο άνθρωπος.
Κοίταξε το παιδί. Η ανάσα του ανθρώπου γινόταν ολοένα και πιο βαριά.
- Ήθελα να σου μιλήσω, είπε, κι έσκυψε πάνω στο κατακίτρινο πρόσωπο.
Να, τώρα θα του έλεγε για το Θεό, για την αιωνιότητα. Όμως ο άνθρωπος έκλεισε ξανά τα μάτια του.
Το γραμμόφωνο στο διπλανό δωμάτιο έπαιζε πάντα. Το παιδί στεκότανε σαν απολιθωμένο στο βάθος.
Ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του ανθρώπου. Ήτανε ιδρωμένο. Ένας ιδρώτας παγωμένος.
Πήρε το δισκοπότηρο από το τραπέζι. Έγνεψε του παιδιού, που ήρθε κοντά και τον ανασήκωσε λίγο. Άνοιξε τα μάτια του.
Έβαλε μετάληψη στη λαβίδα.
- Έλα, είπε.
Μισάνοιξε το στόμα του.
Πήγε να πει αυτός:
- Εις το όνομα του Πατρός…
Δεν πρόλαβε να μιλήσει.
- Δώσ’ μου! είπε ο άνθρωπος, προτού καταπιεί καλά καλά.
Τον κοίταξε.
- Δώσ’ μου!
Το στόμα του, μισάνοιχτο, περίμενε. Κι αυτός που ήταν έτοιμος να πει για την αιωνιότητα! Μια σύγχυση ήτανε μέσα του.
- Δώσ’ μου!
Κάτι ξέσπασε μες στο στήθος του, μια στοργή, μια τρυφερότητα, σαν πατέρας ένοιωθε που ταΐζει το παιδί του που πεινάει. Άρχισε να δίνει τη μία κουταλιά ύστερ’ από την άλλη.
Τα μάτια του ανθρώπου ήταν αλλιώτικα τώρα. Τα μάτια του παιδιού ήταν αλλιώτικα τώρα.
Η βροχή έπεφτε πάντα. Το γραμμόφωνο έπαιζε πάντα.
- Θεέ μου! είπε ο άνθρωπος.
Δεν είπε τίποτα αυτός.
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010
Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010
Ο Άγιος Αυξέντιος ο Νεομάρτυρας
Από το «Νέον Μαρτυρολόγιον»
του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εμαρτύρησεν εν Κωνσταντινουπόλει περίπου το αψκ΄ (1720) Ιανουαρίου κε΄ (25)
Αυξεντίω στέφανος ηυξήθη μέγας,
εις ουράνια διά του μαρτυρίου.
Ούτος ο μάρτυς του Χριστού Αυξέντιος, ήτον από μίαν Επισκοπήν των Ιωαννίνων, ονομαζομένων Βελλάς, γέννημα ευσεβών Χριστιανών. Νέος δε έτι ων, επείγε εις Κωνσταντινούπολιν και εδούλευε την τέχνην των γουναράδων εις το χάνι το λεγόμενον Μαχμούτ Πασσά. Αλλά ο εχθρός του καλού διάβολος όπου πάντοτε δεν παύει να πολεμεί τους νέους με διάφορους τρόπους, δεν υπέφερε να βλέπει και τούτου του νέου την καθαρότητα, όθεν έσπειρεν εις αυτόν λογισμούς τοιούτους. Ήγουν, ότι, να απεράσει ετούτην την πρόσκαιρον ζωήν με ηδονάς και ξεφαντώματα και με άλλα παρόμοια. Και έτζη τον επλάνεσε και άφησε την τέχνην του, και επήγε με τα βασιλικά καράβια. Εκεί λοιπόν κάμνοντας μερικόν καιρόν και ξεφαντώνοντας με τους συντρόφους του τους αλλοφύλους, εσυκοφαντήθει παρ’ αυτών των ιδίων ψευδώς, πως ηρνήθει τον Χριστόν και ομολόγησε την θρησκείαν αυτών. Όθεν φοβηθείς, μήπως τον διαβάλουν εις τον αυθέντην του καραβίου του, έφυγεν εκείθεν κρυφίως και ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν (ήτον γαρ έξω αυτής) ενδυμένος όχι με τα συνήθη των Καλιουντζήδων (στρατιωτών σε πολεμικά πλοία) φορέματα, αλλά με άλλα ταπεινά, και αγοράσας ένα καΐκιον, εδούλευε με αυτό, δια να εβγάνει την ζωοτροφίαν του. Εμετανόησε δε και ολοψύχως δια τα πρότερα σφάλματα όπου έκαμε, και μάλιστα κατεκαίετο η καρδία του από τον έρωτα του Μαρτυρίου, και νύκτα και ημέραν παρεκάλει τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, να του δείξει κανένα έμπειρον πνευματικόν δια να εξομολογηθεί εις αυτόν, και να του φανερώσει τον πόθον, όπου είχεν εις το να πίει το του Μαρτυρίου ποτήριον. Ο δε Θεός δεν παρήκουσε την δέησίν του, αλλά του έστειλεν ιατρόν έμπειρον, κατά τον πόθον του, με τοιούτον τρόπον.
Ο σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος, (όστις ήτον αγιορείτης, εκ της σεβασμίας μονής του Ξηροποτάμου) θέλοντας να περάσει μιαν ημέραν από το Καράκιοϊ εις το Φανάρι, κατ’ οικονομίαν Θεού, εμβήκεν εις το καΐκιον του νέου. Ο δε νέος βλέποντας το ευλαβητικόν ήθος του συγκέλλου, απεφάσισε να αποκαλύψει εις αυτόν τον σκοπόν του. Και λοιπόν, αφού εβγήκεν από το καΐκι, επήρεν αυτόν καταμόνας και του εφανέρωσε την διάπυρον αγάπην, όπου είχεν εις το να μαρτυρήσει δια τον Χριστόν. Ο δε σύγκελλος επαίνεσε μεν τον σκοπό του, τον εμπόδισεν όμως από τον αγώνα του Μαρτυρίου, φοβούμενος μήπως δειλιάσει εις τας βασάνους, και έτζη του είπεν: άκουσον τέκνον μου, αι επιβουλαί του πονηρού διαβόλου είναι πολλαί και φοβούμαι, μήπως σε κάμει και δειλιάσεις εις τα βάσανα και υστερηθείς τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν. Αλλά φύγε από εδώ και πήγαινε εις καμμίαν ησυχίαν και εκεί γίνου καλόγηρος, και πέρασε την ζωήν σου ενάρετα. Και ελπίζω εις την αγαθότητα του γλυκυτάτου μας Ιησού να σε συναριθμήσει μετά θάνατον, εις τον χορόν των Μαρτύρων, διά να χαίρεσαι αιωνίως.
Ο δε νέος ακούοντας ταύτα εσιώπα μεν, ευλαβούμενος τον πνευματικόν αυτού πατέραν, η καρδία του όμως κατεφλέγετο από τον θείον έρωτα του Μαρτυρίου. Όθεν εδούλευε πάλιν με το καΐκιον του, και από τα άσπρα που έβγανεν, εκράτει μόνον όσα ήσαν αρκετά διά ζωοτροφίαν του, τα δε λοιπά, εμοίραζεν είς τους πτωχούς. Επέρνα δε και εις το εξής την ζωήν του με νηστείας και με ολονυκτίους αγρυπνίας. Πολλάκις δε επήγαινεν εις τον ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, έξω εις την Ζωοδόχον πηγήν, και όλην την νύκτα παρεκάλει την πανάχραντον, δια να τον ενδυναμώσει να τελειώσει την ζωήν του με Μαρτύριον. Και λοιπόν με τοιαύτα και τοσαύτα όπλα αρματώθη από την θείαν χάριν του Αγίου πνεύματος και ενδυναμώθη από την πρεσβείαν της Θεοτόκου, και ούτως επήγε πάλιν εις το πρότερον καράβι όπου ήτον. Οι δε σύντροφοί αυτού και οι άλλοι όπου τον εγνώριζαν, ευθύς όπου τον είδον, ώρμησαν κατεπάνω του με μεγάλον θυμόν και τον εκτύπουν. Άλλοι δε του έλεγον, εσύ ήσουν εις την θρησκείαν μας και πως τώρα άλλαξες την γνώμην σου; Και ταύτα λέγοντες, ετράβηξαν εις το κριτήριον. Ο δε Μάρτυς του Χριστού, χωρίς να δειλιάσει ολότελα, με φαιδρόν πρόσωπον αντέλεγεν εις αυτούς, φωνάζωντας παρησσία. «Εγώ Χριστιανός ήμουν και είμαι και δια τον Χριστόν μου έτοιμος είμαι να λάβω μυρία βάσανα».
Ένας δε από εκείνους, μην υποφέροντας την τόσην παρρησίαν του Αγίου, εκτύπησεν αυτόν εις το μέτωπον με σίδηρον και εχύθη ο δεξιός του οθφαλμός. Ο δε Μάρτυς μηδέν δειλιάσας εις τούτο, ευχαρίστει τον Κύριον όπου τον ηξίωσε να πάσχει διά το όνομά του. Ο δε αλιτήριος εκείνος, πάλιν εκτύπησεν εις το στόμα του Μάρτυρος και ευθύς έπεσαν δύο του οδόντια. Αλλά ο Μάρτυς πάλιν με λαμπράν φωνήν εκύρηττε τον Χριστόν, Θεόν αληθινόν. Όθεν επήγαν αυτόν εις το κριτήριον του μουλά πρώτον και ηρώτησεν αυτόν ο κριτής, διατί άλλαξε την προτέραν του γνώμην και ηρνήθη την θρησκεία των; Καθώς μαρτυρούν οι εκεί παρόντες μάρτυρες, ότι ηρνήθει τον Χριστόν και ομολόγησε δια καλήν την θρησκείαν αυτών; Τότε ο Άγιος αναβιβάσας τον νούν του εις τον Θεόν και ζητήσας την θείαν του βοήθειαν, εστράφη εις τον κριτήν, και του λέγει με πεπαρρησιασμένην φωνήν: «Εγώ, δικαστά, ουδέποτε αρνήθηκα τον γλυκύτατόν μου Χριστόν, αλλά πιστεύω και ομολογώ αυτόν Θεόν παντοδύναμον και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου, και είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου δια την πίστην μου και όχι να τουρκίσω. Μη γένοιτο ποτέ Κυριέ μου».
Ταύτα ως ήκουσεν ο δικαστής, όλος επλήσθη θυμού και προστάσσει τους υπηρέτας να κτυπήσουν τριακοσίας ραβδίας εις τους πόδας του Αγίου. Οι δε υπηρέται ετέλεσαν παρευθύς το προσταττόμενον, όθεν έτρεχε το αίμα ποταμηδόν από τους όνυχας των ποδών του Μάρτυρος. Ο δε Άγιος ευχαρίστει μεγάλως τον Κύριον, παρακαλώντας τον, δια να τον ενδυναμώσει και εις το εξής να τελειώσει τον δρόμον του Μαρτυρίου. Είτα επρόσταξεν ο κριτής να υπάγουν τον Μάρτυρα εις το Πασσιά καπισί, και να τον φυλακώσουν εκεί, έως ου να γένη μεγαλυτέρα κρίσις, δια να τον κρίνουν, επειδή τότε έτυχε να είναι ημέρα Παρασκευή, ο και εγένετο. Ο δε πνευματικός αυτού πατήρ, ο προρρηθείς λέγω Γρηγόριος, μαθών την παρρησίαν του Αγίου και τα βάσανα όπου υπέμεινε διά τον Χριστόν, έκαμε τρόπον και επήγε και τον αντάμωσε μέσα εις την φυλακήν, και με τους λόγους του τον επαραθάρρυνε να μη δειλιάσει εις τους αγώνας, αλλά να σταθεί με ανδρείον φρόνημα, δια να καταισχύνει τον διάβολον κα να λάβει λαμπρούς τους στεφάνους της νίκης παρά του αθλοθέτου Θεού. Ο δε Μάρτυς εζήτησε να μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια, και ευθύς του τα έφερε ο σύγκελλος και επλήρωσε την αίτησίν του. Την ερχομένην Τρίτην έφεραν τον Άγιον εις το κριτήριον, με βαρείας αλύσεις δεδεμένον, ωσάν κακούργον. Αυτός δε έστεκε χαρούμενος, ωσάν να έστεκεν εις καμμίαν πανήγυριν. Βλέποντας δε αυτόν ο βεζύρης, με άγριον και φονικόν βλέμμα, του λέγει: «διατί εσύ δεν ομολογείς την εδικήν μας θρησκείαν καλήν και αληθινήν, αλλά την αποστρέφεσαι και την εξουθενείς;» Τότε ο Μάρτυς του λέγει: «εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να αποθάνω, και δεν αρνούμαι την πίστην μου, καν μύρια βάσανα μου κάμετε, διατί αυτή είναι καλή και αληθινή. Και άμποτε να πιστεύσετε και εσείς αυθέντα, διά να μη κολασθείτε.»
Ταύτα ακούσας παρ’ αυτού ο βεζύρης, όλος επλήσθει θυμού, και βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν διά ξίφους απόφασιν. Και παρευθύς αρπάζοντες τον οι υπηρέται, τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης. Ο δε Άγιος έκαμε δέησιν προς τον Θεόν, διά την σύστασιν και την ειρηνικήν κατάστασιν των ορθοδόξων Χριστιανών, και όλα του κόσμου. Έπειτα γονατίσας, είπεν εις τον δήμιον να κάμει εκείνο, όπου επροστάχθη. Ο δε, απέκοψε την Αγίαν αυτού κεφαλήν τη κέ Ιανουαρίου ημέρα γ΄, ώρα β΄ της ημέρας, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον, όντας εις την ηλικίαν ετών τριάκοντα. Τη δε ερχομένη Τετάρτη προς το ξημέρωμα, φώς ουράνιον εκατέβη επάνω εις το μαρτυρικόν λείψανον, το οποίο είδον όχι μόνον πολλοί Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Τούρκοι, οίτινες και το ωμολόγουν και το εκήρυττον ενώπιον πάντων. Ο δε φιλόχριστος άρχων, Μιχαήλ ο του βασιλέως τερτζίμπασης (αρχιράπτης), έχων θάρρος εις την σουλτάναν, παρεκάλεσεν αυτήν, διά να προστάξει να του δοθεί το σώμα του Μάρτυρος, διά να το θάψει, ήτις επρόσταξε και του το έδωσαν. Λαβών δε ο άρχων το σώμα του Αγίου, το έπλυνε με διάφορα μύρα και αρώματα, καθώς έκαμε και ο Νικόδημος εις το τεθεωμένον σώμα του Ιησού, και ούτω με πολλήν ευλάβειαν το εσήκωσαν οι Χριστιανοί, ομού με τον Πατριάρχην και τους παρευρεθέντας αρχιερείς, και το επήγαν εις τον ναόν της Ζωοδόχου Πηγής, και εκεί το ενταφίασαν εντίμως. Μετά δύο χρόνους ο προρρηθείς άρχων, έχων πολλήν ευλάβειαν εις τον Μάρτυρα, έκαμεν ανακομιδήν του λειψάνου του και ευθύς όπου άνοιξαν τον τάφον, εβγήκε τόση άρρητος ευωδία, ώστε οπού εθαύμασαν όλοι οι εκείσε ευρεθέντες Χριστιανοί και εδόξασαν τον Θεόν, όπου δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας. Επήρε δε ο άρχων την Αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις τον οίκον του, και επειδή έτυχε να είναι ασθενείς οι υιοί του με δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, ευθύς οπού ησπάσθησαν από την κλίνην με πίστιν και ευλάβειαν την Αγίαν κάραν, ώ του θαύματος! ηγέρθησαν από την κλίνην και εγένοντο τελείως υγιείς, δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον.
Αλλά και κάποιος ράπτης, Νικόλαος ονομαζόμενος, εις δεινήν και χαλεπήν ασθένειαν ευρισκόμενος, και αποφασισθείς εις θάνατον από τους ιατρούς, επειδή πλέον απελπίσθη από τη παρούσαν ζωήν, ενθυμήθη το θαύμα όπου έκαμεν ο Άγιος εις τους υιούς του τερτζίμπαση, και ευθύς έστειλε και έφεραν την Αγίαν κάραν. Και καθώς την έθεσαν επάνω του, δόξασε τον Θεόν και τον Μάρτυρα. Ο δε προρρηθείς Παπά Γρηγόριος ο Ξηροποταμηνός, ακούσας τα θαύματα του Μάρτυρος και έχοντας ευλάβειαν εις τον Άγιον, επήγεν εις τον άρχοντα, όστις ήτον φίλος του και τον παρεκάλεσε να αφιερώσει την Αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις το εδικόν του Μοναστήριον του Ξηροποτάμου.
Ο δε άρχων και διά την ευλάβειαν οπού είχεν εις το αυτό Μοναστήριον και διά την φιλίαν, οπού είχε με τον άνωθεν σύγκελλον, αφιέρωσεν αυτήν ως δώρον πολύτιμον, ήτις ευρίσκεται μέχρι του νύν εις την αυτήν σεβασμίαν Μονήν, πηγάζουσα καθ’ εκάστην διάφορα θαύματα, λυτρώνουσα πολλούς από την θανατηφόρον ασθένειαν της λοιμικής και της πανώλης, και από πολλά άλλα πάθη και νόσους ελευθερούσα εκείνους, όπου μετ’ ευλαβείας και θερμής πίστεως εις αυτήν καταφεύγουσιν, εις δόξαν Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εμαρτύρησεν εν Κωνσταντινουπόλει περίπου το αψκ΄ (1720) Ιανουαρίου κε΄ (25)
Αυξεντίω στέφανος ηυξήθη μέγας,
εις ουράνια διά του μαρτυρίου.
Ούτος ο μάρτυς του Χριστού Αυξέντιος, ήτον από μίαν Επισκοπήν των Ιωαννίνων, ονομαζομένων Βελλάς, γέννημα ευσεβών Χριστιανών. Νέος δε έτι ων, επείγε εις Κωνσταντινούπολιν και εδούλευε την τέχνην των γουναράδων εις το χάνι το λεγόμενον Μαχμούτ Πασσά. Αλλά ο εχθρός του καλού διάβολος όπου πάντοτε δεν παύει να πολεμεί τους νέους με διάφορους τρόπους, δεν υπέφερε να βλέπει και τούτου του νέου την καθαρότητα, όθεν έσπειρεν εις αυτόν λογισμούς τοιούτους. Ήγουν, ότι, να απεράσει ετούτην την πρόσκαιρον ζωήν με ηδονάς και ξεφαντώματα και με άλλα παρόμοια. Και έτζη τον επλάνεσε και άφησε την τέχνην του, και επήγε με τα βασιλικά καράβια. Εκεί λοιπόν κάμνοντας μερικόν καιρόν και ξεφαντώνοντας με τους συντρόφους του τους αλλοφύλους, εσυκοφαντήθει παρ’ αυτών των ιδίων ψευδώς, πως ηρνήθει τον Χριστόν και ομολόγησε την θρησκείαν αυτών. Όθεν φοβηθείς, μήπως τον διαβάλουν εις τον αυθέντην του καραβίου του, έφυγεν εκείθεν κρυφίως και ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν (ήτον γαρ έξω αυτής) ενδυμένος όχι με τα συνήθη των Καλιουντζήδων (στρατιωτών σε πολεμικά πλοία) φορέματα, αλλά με άλλα ταπεινά, και αγοράσας ένα καΐκιον, εδούλευε με αυτό, δια να εβγάνει την ζωοτροφίαν του. Εμετανόησε δε και ολοψύχως δια τα πρότερα σφάλματα όπου έκαμε, και μάλιστα κατεκαίετο η καρδία του από τον έρωτα του Μαρτυρίου, και νύκτα και ημέραν παρεκάλει τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, να του δείξει κανένα έμπειρον πνευματικόν δια να εξομολογηθεί εις αυτόν, και να του φανερώσει τον πόθον, όπου είχεν εις το να πίει το του Μαρτυρίου ποτήριον. Ο δε Θεός δεν παρήκουσε την δέησίν του, αλλά του έστειλεν ιατρόν έμπειρον, κατά τον πόθον του, με τοιούτον τρόπον.
Ο σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος, (όστις ήτον αγιορείτης, εκ της σεβασμίας μονής του Ξηροποτάμου) θέλοντας να περάσει μιαν ημέραν από το Καράκιοϊ εις το Φανάρι, κατ’ οικονομίαν Θεού, εμβήκεν εις το καΐκιον του νέου. Ο δε νέος βλέποντας το ευλαβητικόν ήθος του συγκέλλου, απεφάσισε να αποκαλύψει εις αυτόν τον σκοπόν του. Και λοιπόν, αφού εβγήκεν από το καΐκι, επήρεν αυτόν καταμόνας και του εφανέρωσε την διάπυρον αγάπην, όπου είχεν εις το να μαρτυρήσει δια τον Χριστόν. Ο δε σύγκελλος επαίνεσε μεν τον σκοπό του, τον εμπόδισεν όμως από τον αγώνα του Μαρτυρίου, φοβούμενος μήπως δειλιάσει εις τας βασάνους, και έτζη του είπεν: άκουσον τέκνον μου, αι επιβουλαί του πονηρού διαβόλου είναι πολλαί και φοβούμαι, μήπως σε κάμει και δειλιάσεις εις τα βάσανα και υστερηθείς τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν. Αλλά φύγε από εδώ και πήγαινε εις καμμίαν ησυχίαν και εκεί γίνου καλόγηρος, και πέρασε την ζωήν σου ενάρετα. Και ελπίζω εις την αγαθότητα του γλυκυτάτου μας Ιησού να σε συναριθμήσει μετά θάνατον, εις τον χορόν των Μαρτύρων, διά να χαίρεσαι αιωνίως.
Ο δε νέος ακούοντας ταύτα εσιώπα μεν, ευλαβούμενος τον πνευματικόν αυτού πατέραν, η καρδία του όμως κατεφλέγετο από τον θείον έρωτα του Μαρτυρίου. Όθεν εδούλευε πάλιν με το καΐκιον του, και από τα άσπρα που έβγανεν, εκράτει μόνον όσα ήσαν αρκετά διά ζωοτροφίαν του, τα δε λοιπά, εμοίραζεν είς τους πτωχούς. Επέρνα δε και εις το εξής την ζωήν του με νηστείας και με ολονυκτίους αγρυπνίας. Πολλάκις δε επήγαινεν εις τον ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, έξω εις την Ζωοδόχον πηγήν, και όλην την νύκτα παρεκάλει την πανάχραντον, δια να τον ενδυναμώσει να τελειώσει την ζωήν του με Μαρτύριον. Και λοιπόν με τοιαύτα και τοσαύτα όπλα αρματώθη από την θείαν χάριν του Αγίου πνεύματος και ενδυναμώθη από την πρεσβείαν της Θεοτόκου, και ούτως επήγε πάλιν εις το πρότερον καράβι όπου ήτον. Οι δε σύντροφοί αυτού και οι άλλοι όπου τον εγνώριζαν, ευθύς όπου τον είδον, ώρμησαν κατεπάνω του με μεγάλον θυμόν και τον εκτύπουν. Άλλοι δε του έλεγον, εσύ ήσουν εις την θρησκείαν μας και πως τώρα άλλαξες την γνώμην σου; Και ταύτα λέγοντες, ετράβηξαν εις το κριτήριον. Ο δε Μάρτυς του Χριστού, χωρίς να δειλιάσει ολότελα, με φαιδρόν πρόσωπον αντέλεγεν εις αυτούς, φωνάζωντας παρησσία. «Εγώ Χριστιανός ήμουν και είμαι και δια τον Χριστόν μου έτοιμος είμαι να λάβω μυρία βάσανα».
Ένας δε από εκείνους, μην υποφέροντας την τόσην παρρησίαν του Αγίου, εκτύπησεν αυτόν εις το μέτωπον με σίδηρον και εχύθη ο δεξιός του οθφαλμός. Ο δε Μάρτυς μηδέν δειλιάσας εις τούτο, ευχαρίστει τον Κύριον όπου τον ηξίωσε να πάσχει διά το όνομά του. Ο δε αλιτήριος εκείνος, πάλιν εκτύπησεν εις το στόμα του Μάρτυρος και ευθύς έπεσαν δύο του οδόντια. Αλλά ο Μάρτυς πάλιν με λαμπράν φωνήν εκύρηττε τον Χριστόν, Θεόν αληθινόν. Όθεν επήγαν αυτόν εις το κριτήριον του μουλά πρώτον και ηρώτησεν αυτόν ο κριτής, διατί άλλαξε την προτέραν του γνώμην και ηρνήθη την θρησκεία των; Καθώς μαρτυρούν οι εκεί παρόντες μάρτυρες, ότι ηρνήθει τον Χριστόν και ομολόγησε δια καλήν την θρησκείαν αυτών; Τότε ο Άγιος αναβιβάσας τον νούν του εις τον Θεόν και ζητήσας την θείαν του βοήθειαν, εστράφη εις τον κριτήν, και του λέγει με πεπαρρησιασμένην φωνήν: «Εγώ, δικαστά, ουδέποτε αρνήθηκα τον γλυκύτατόν μου Χριστόν, αλλά πιστεύω και ομολογώ αυτόν Θεόν παντοδύναμον και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου, και είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου δια την πίστην μου και όχι να τουρκίσω. Μη γένοιτο ποτέ Κυριέ μου».
Ταύτα ως ήκουσεν ο δικαστής, όλος επλήσθη θυμού και προστάσσει τους υπηρέτας να κτυπήσουν τριακοσίας ραβδίας εις τους πόδας του Αγίου. Οι δε υπηρέται ετέλεσαν παρευθύς το προσταττόμενον, όθεν έτρεχε το αίμα ποταμηδόν από τους όνυχας των ποδών του Μάρτυρος. Ο δε Άγιος ευχαρίστει μεγάλως τον Κύριον, παρακαλώντας τον, δια να τον ενδυναμώσει και εις το εξής να τελειώσει τον δρόμον του Μαρτυρίου. Είτα επρόσταξεν ο κριτής να υπάγουν τον Μάρτυρα εις το Πασσιά καπισί, και να τον φυλακώσουν εκεί, έως ου να γένη μεγαλυτέρα κρίσις, δια να τον κρίνουν, επειδή τότε έτυχε να είναι ημέρα Παρασκευή, ο και εγένετο. Ο δε πνευματικός αυτού πατήρ, ο προρρηθείς λέγω Γρηγόριος, μαθών την παρρησίαν του Αγίου και τα βάσανα όπου υπέμεινε διά τον Χριστόν, έκαμε τρόπον και επήγε και τον αντάμωσε μέσα εις την φυλακήν, και με τους λόγους του τον επαραθάρρυνε να μη δειλιάσει εις τους αγώνας, αλλά να σταθεί με ανδρείον φρόνημα, δια να καταισχύνει τον διάβολον κα να λάβει λαμπρούς τους στεφάνους της νίκης παρά του αθλοθέτου Θεού. Ο δε Μάρτυς εζήτησε να μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια, και ευθύς του τα έφερε ο σύγκελλος και επλήρωσε την αίτησίν του. Την ερχομένην Τρίτην έφεραν τον Άγιον εις το κριτήριον, με βαρείας αλύσεις δεδεμένον, ωσάν κακούργον. Αυτός δε έστεκε χαρούμενος, ωσάν να έστεκεν εις καμμίαν πανήγυριν. Βλέποντας δε αυτόν ο βεζύρης, με άγριον και φονικόν βλέμμα, του λέγει: «διατί εσύ δεν ομολογείς την εδικήν μας θρησκείαν καλήν και αληθινήν, αλλά την αποστρέφεσαι και την εξουθενείς;» Τότε ο Μάρτυς του λέγει: «εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να αποθάνω, και δεν αρνούμαι την πίστην μου, καν μύρια βάσανα μου κάμετε, διατί αυτή είναι καλή και αληθινή. Και άμποτε να πιστεύσετε και εσείς αυθέντα, διά να μη κολασθείτε.»
Ταύτα ακούσας παρ’ αυτού ο βεζύρης, όλος επλήσθει θυμού, και βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν διά ξίφους απόφασιν. Και παρευθύς αρπάζοντες τον οι υπηρέται, τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης. Ο δε Άγιος έκαμε δέησιν προς τον Θεόν, διά την σύστασιν και την ειρηνικήν κατάστασιν των ορθοδόξων Χριστιανών, και όλα του κόσμου. Έπειτα γονατίσας, είπεν εις τον δήμιον να κάμει εκείνο, όπου επροστάχθη. Ο δε, απέκοψε την Αγίαν αυτού κεφαλήν τη κέ Ιανουαρίου ημέρα γ΄, ώρα β΄ της ημέρας, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον, όντας εις την ηλικίαν ετών τριάκοντα. Τη δε ερχομένη Τετάρτη προς το ξημέρωμα, φώς ουράνιον εκατέβη επάνω εις το μαρτυρικόν λείψανον, το οποίο είδον όχι μόνον πολλοί Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Τούρκοι, οίτινες και το ωμολόγουν και το εκήρυττον ενώπιον πάντων. Ο δε φιλόχριστος άρχων, Μιχαήλ ο του βασιλέως τερτζίμπασης (αρχιράπτης), έχων θάρρος εις την σουλτάναν, παρεκάλεσεν αυτήν, διά να προστάξει να του δοθεί το σώμα του Μάρτυρος, διά να το θάψει, ήτις επρόσταξε και του το έδωσαν. Λαβών δε ο άρχων το σώμα του Αγίου, το έπλυνε με διάφορα μύρα και αρώματα, καθώς έκαμε και ο Νικόδημος εις το τεθεωμένον σώμα του Ιησού, και ούτω με πολλήν ευλάβειαν το εσήκωσαν οι Χριστιανοί, ομού με τον Πατριάρχην και τους παρευρεθέντας αρχιερείς, και το επήγαν εις τον ναόν της Ζωοδόχου Πηγής, και εκεί το ενταφίασαν εντίμως. Μετά δύο χρόνους ο προρρηθείς άρχων, έχων πολλήν ευλάβειαν εις τον Μάρτυρα, έκαμεν ανακομιδήν του λειψάνου του και ευθύς όπου άνοιξαν τον τάφον, εβγήκε τόση άρρητος ευωδία, ώστε οπού εθαύμασαν όλοι οι εκείσε ευρεθέντες Χριστιανοί και εδόξασαν τον Θεόν, όπου δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας. Επήρε δε ο άρχων την Αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις τον οίκον του, και επειδή έτυχε να είναι ασθενείς οι υιοί του με δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, ευθύς οπού ησπάσθησαν από την κλίνην με πίστιν και ευλάβειαν την Αγίαν κάραν, ώ του θαύματος! ηγέρθησαν από την κλίνην και εγένοντο τελείως υγιείς, δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον.
Αλλά και κάποιος ράπτης, Νικόλαος ονομαζόμενος, εις δεινήν και χαλεπήν ασθένειαν ευρισκόμενος, και αποφασισθείς εις θάνατον από τους ιατρούς, επειδή πλέον απελπίσθη από τη παρούσαν ζωήν, ενθυμήθη το θαύμα όπου έκαμεν ο Άγιος εις τους υιούς του τερτζίμπαση, και ευθύς έστειλε και έφεραν την Αγίαν κάραν. Και καθώς την έθεσαν επάνω του, δόξασε τον Θεόν και τον Μάρτυρα. Ο δε προρρηθείς Παπά Γρηγόριος ο Ξηροποταμηνός, ακούσας τα θαύματα του Μάρτυρος και έχοντας ευλάβειαν εις τον Άγιον, επήγεν εις τον άρχοντα, όστις ήτον φίλος του και τον παρεκάλεσε να αφιερώσει την Αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις το εδικόν του Μοναστήριον του Ξηροποτάμου.
Ο δε άρχων και διά την ευλάβειαν οπού είχεν εις το αυτό Μοναστήριον και διά την φιλίαν, οπού είχε με τον άνωθεν σύγκελλον, αφιέρωσεν αυτήν ως δώρον πολύτιμον, ήτις ευρίσκεται μέχρι του νύν εις την αυτήν σεβασμίαν Μονήν, πηγάζουσα καθ’ εκάστην διάφορα θαύματα, λυτρώνουσα πολλούς από την θανατηφόρον ασθένειαν της λοιμικής και της πανώλης, και από πολλά άλλα πάθη και νόσους ελευθερούσα εκείνους, όπου μετ’ ευλαβείας και θερμής πίστεως εις αυτήν καταφεύγουσιν, εις δόξαν Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)