του Λεωνίδα Ουσπένσκυ
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η εικόνα στο φως της Ορθόδοξης ερμηνείας»
Η ορθόδοξη εικονογραφική απόδοση της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως και η ίδια η εορτή, στηρίζεται ολοκληρωτικά στην εκκλησιαστική Παράδοση. Τον Ε΄ αιώνα, ο άγιος Ιουβενάλιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, είπε στην αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Πουλχερία: «Τῇ μέν ἱερᾶ καί θεοπνεύστῳ Γραφῇ οὐδαμῶς τά κατά τήν τελευτήν τῆς ἁγίας καί ἀείπαιδος Θεοτόκου Μαρίας ἐμφέρεται ἀρχαῖα δέ τινι καί ἀληθεστάτη πάμπαν παραδόσει πείθεσθαι». Σύμφωνα με την πίστη αυτής της παράδοσης, ο μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος λέει: «Η καθολική (συνολική) Εκκλησία προσκυνά συνεχώς και ένθερμα την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου σε κάθε λατρευτική εκδήλωση. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί μια απλή ανθρώπινη συνήθεια ούτε μια απομίμηση ιδιαίτερων δειγμάτων πίστης, αλλά την σκέψη του Αγίου Πνεύματος που μεταδίδεται στους ανθρώπους ως υπακοή στη θεία θέληση και ως εκπλήρωση ενός χρέους ιερού, κεχαριτωμένου και δίκαιου για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη».
Η εορτή της Κοιμήσεως γεννήθηκε, όπως υποθέτουν, στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Αν και η ακριβής χρονολογία της εμφάνισής της μας είναι άγνωστη, μοιάζει να είναι μια από τις αρχαιότερες εορτές της Παρθένου· τον ΣΤ΄ αιώνα εορταζόταν ήδη παγκοσμίως. Όσον αφορά στην παράσταση της Κοιμήσεως, η αρχαιότερη γνωστή απεικόνιση ανέρχεται στις αρχές του Δ΄ αιώνα. Βρίσκεται επί της σαρκοφάγου της υπόγειας εκκλησίας Santa Engracia της Σαραγόσα (Ισπανία), αποκαλουμένης επίσης και Βασιλικής των Δεκαοκτώ Μαρτύρων. Η παράσταση δεν απεικονίζει τον θάνατο αλλά την ανάληψη της Παρθένου.
Η εορτή της Κοιμήσεως έχει δύο σημασίες: κατά πρώτο λόγο την μνήμη του τέλους της επίγειας ζωής της Θεοτόκου, την Κοιμησή Της και την ταφή Της, και κατά δεύτερο λόγο το απόγειο της δόξας Της, της ανάστασης και της ενσάρκου ανάληψής Της. Οι ορθόδοξες εικόνες της Κοιμήσεως αποκαλύπτουν την διπλή σημασία της εορτής μ’ έναν τρόπο λίγο πολύ ολοκληρωμένο. Η εικόνα που δημοσιεύουμε εδώ, μια έξοχη ρωσική εικόνα του ΙΕ΄ αιώνα - αρχών του ΙΣΤ΄ το πραγματοποιεί ολοκληρωτικά.
Στην παρούσα ανάλυση αυτής της εικόνας χρησιμοποιούμε κυρίως αποσπάσματα των λόγων «εις την Κοίμησιν» του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλάρετου και ιδιαίτερα το εκπληκτικό σχόλιο που έκανε το 1846 όσον αφορά στην εικόνα της Κοιμήσεως του αγίου Πέτρου, μητροπολίτη Μόσχας (1308 - 1326). Καθώς όμως ο μητροπολίτης Φιλάρετος δεν δίδει εξηγήσεις του εικονογραφικού τύπου, ας μας επιτραπεί να παρενθέσουμε προσωπικές εξηγήσεις, τις οποίες θα φωτίσουμε με τ’ αντίστοιχα κείμενα από την θεία λατρεία, και να προσθέσουμε την ερμηνεία των λεπτομερειών της εικόνας που δεν αναφέρονται από τον μητροπολίτη.
Στην «Έκδοσιν ακριβή της ορθοδόξου Πίστεως» του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού βρίσκουμε την ακόλουθη αντίληψη περί των αγίων εικόνων: «Ἐπεὶ δὲ οὐ πάντες ἴσασι γράµµατα οὐδὲ τῇ ἀναγνώσει σχολάζουσιν, οἱ πατέρες συνεῖδον ὥσπερ ἀριστείας ἐν εἰκόσι ταῦτα γράφεσθαι εἰς ὑπόµνησιν σύντοµον» (Βιβλ. Δ΄, κεφ. 16). Κατά τον συλλογισμό του αγίου, η θεωρία των αγίων εικόνων αντιστοιχεί με την ανάγνωση των ιερών βιβλίων. Δίκαια επομένως εξάγεται το συμπέρασμα ότι η γνώση αντλείται τόσο δια των εικόνων όσο και δια των γραφών. Αν ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μιλά εδώ για τους αγράμματους, ωστόσο κι εμείς που γνωρίζουμε κάπως τη Γραφή δεν υπερέχουμε σε σκέψη περισσότερο από εκείνους που δεν γνωρίζουν γράμματα και δεν θεωρούμε περιττό εκείνο που τους είναι ωφέλιμο· δεν υψηλοφρονούμε, αλλά «τοῖς ταπεινοῖς συναπαγόμεθα» όπως μας διδάσκει η σοφία του αποστόλου (Ρωμ. ΙΒ΄16)
Όσοι προσπαθούν να πληροφορηθούν από την Αγία Γραφή τα μυστήρια της Υπεραγίας Θεοτόκου γνωρίζουν πόσο λίγο μιλά για Εκείνην. Δεν μπορούμε όμως να παραπονούμεθα, γιατί και για τον Ίδιο τον σαρκωμένο Λόγο η Γραφή περισσότερο σιωπά παρά ομιλεί, κι αυτό γιατί, όπως αναφέρει ο τελευταίος ευαγγελιστής: «ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ιωαν. ΚΑ΄25).
Έτσι πιστεύουμε ότι μπορούμε στις επόμενες ευκαιρίες να καταγίνουμε κατά τη δύναμή μας, ή μάλλον κατά την αδυναμία μας, με την έρευνα των μαρτυριών της Γραφής για την Υπεραγία Παρθένο· σήμερα θα θέλαμε αντί για βιβλία να μελετήσουμε λίγο την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, που παρουσιάζεται εδώ ως αντικείμενο όχι μόνο της οπτικής αλλά και της πνευματικής μας θεωρίας.
Εκείνο που διακρίνει καταρχήν ο θεατής σε πρώτο επίπεδο είναι απλό. Βλέπουμε το πάναγνο σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου πάνω σ’ ένα κρεββάτι…, μετά την αναχώρηση της παναγίας ψυχής Της. Οι συγκεντρωμένοι απόστολοι την παραλαμβάνουν και την μεταφέρουν στον χώρο ενταφιασμού Της. «Στους σκορπισμένους ανά τον κόσμον, για το κήρυγμα του Ευαγγελίου, αποστόλους το φως του Πνεύματος υπέδειξε την στιγμή της τελευταίας μέσα στην ορατή κτίση κοινωνίας μ’ Εκείνην, και τη δυνάμει του Πνεύματος συγκεντρώθηκαν γύρω από την κλίνη της κοίμησής Της, του ζωηφόρου τάφου Της».
Η εικόνα εκφράζει την παράδοση της θαυματουργικής σύναξης των αποστόλων κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, παράδοση στην οποία η ακολουθία της εορτής αναφέρεται συχνά και που αναπαριστάνεται στον ανώτερο χώρο της εικόνας, ως περιβάλλον, με την μορφή ιπταμένων νεφελών (οδηγουμένων μερικές φορές από αγγέλους). «Δῆμος θεολόγων ἐκ περάτων, ἐξ ὕψους Ἀγγέλων δὲ πληθύς, πρὸς τὴν Σιὼν ἠπείγοντο, παντοδυνάμῳ νεύματι, ἀξιοχρέως Δέσποινα, τῇ σῇ ταφῇ λειτουργήσοντες» (Ωδή γ΄, δεύτερος κανών του όρθρου). Ανάμεσα στους αποστόλους εικονίζονται επίσης άγγελοι, γιατί «Ἄγγελοι χοροστατοῦσι σύν' Ἀποστόλοις, περιδεῶς ἐνατενίζοντες, ἐκ ζωῆς εἰς ζωὴν μεθισταμένης, τῆς τεκούσης τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ...» (Στιχηρό ιδιόμελο της Λιτής). Ο άγιος απόστολος Πέτρος αποδίδει τιμή στο σώμα της Θεοτόκου με το θυμιατήρι, αν και το σώμα εκείνο γέμισε από άρωμα πολύ ανώτερο από το θυμίαμα και ζωοποιό για τους εν πίστει πλησιάζοντας.
Αν τα πινέλα και τα χρώματα μπορούσαν να εκφράζουν ήχους, θα μπορούσαμε σίγουρα ν’ ακούσουμε τους αποστολικούς εξόδιους ύμνους να εκπέμπονται από την εικόνα, μέσα στους οποίους κατά την έκφραση του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη «έπί τήν θέαν τοΰ ζωαρχικοΰ καί θεοδόχου σώματος συνεληλύθαμεν, παρήν δέ καί ό αδελφόθεός Ιάκωβος καί Πέτρος, ή κορυφαία καί πρεσβυτάτη τών θεολόγων άκρότης, είπα έδόκει μετά τήν θέαν ύμνήσαι τούς ίεράρχας άπαντας, ώς έκαστος ήν ικανός, την άπειροδύναμον αγαθότητα της θεαρχικής άσθενείας» (Περί θείων ονομάτων, P.G. 3, 681 D).
Τι μας θυμίζει αυτή η εικόνα; Τι μας διδάσκει; Μας θυμίζει τον φρικτό νόμο του θανάτου. Μας διδάσκει να σκεφτούμε, όσο είναι καιρός, πως θα βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με τις συνέπειες αυτού του νόμου: «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» είπε ο ουράνιος Κριτής σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος αντιπροσωπευόμενο από τον προγονό μας μετά την αμαρτία (Γεν. Γ΄19).
Πόσο αμείλικτα πραγματοποιήθηκε αυτή η καταδίκη! Αφού «ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐπὶ τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδάμ» (Ρωμ. Ε΄14), μ’ όποιο τρόπο κι αν έγινε, για όσους δεν εξαγνίστηκαν από το προπατορικό αμάρτημα ισχύει ο θάνατος· στην Υπερευλογημένη όμως Μαρία, πριν γίνει Θεοτόκος, κατά την έκφραση ενός θεολόγου της Εκκλησίας (Ιωάννου μοναχού ποίημα εις τον Ευαγγελισμόν) «Ψυχήν ἢγνισε καί σῶμα καθηγίασε, ναόν εἰργάσατο ἡ ἐπέλευσις τοῦ Παναγίου Πνεύματος», για να γίνει δοχείο γνήσιο της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού. Όπως το σώμα Της με την ενσάρκωση έγινε κατοικία του Θεού, έτσι και η ψυχή Της έγινε αναμφίβολα κατοικία του Θεού, κατά τέτοιαν έννοια, που ξεπέρασε ως Θεοτόκος την δόξα των Χερουβίμ και των Σεραφίμ. Παρ’ όλ’ αυτά, υπόκεινται κι Εκείνη στον νόμο του θανάτου, τουλάχιστον φαινομενικά. Ενταφιάστηκε, για πολύ λίγο είναι αλήθεια. Πως μπόρεσε να γίνει επιτρεπτό κάτι τέτοιο; Επετράπη εξαιτίας της ταπεινότητάς Της, που δεν θέλησε να εξαιρεθεί του θανάτου, αφού κι αυτός ο θεϊκός Υιός Της τον υπέστη. Επετράπη από την Θεία Πρόνοια, ώστε εμείς, τα παιδιά του επίγειου Αδάμ, που δεν προσπαθούμε να εξομοιωθούμε με την εικόνα του ουρανίου Αδάμ και να εξαγνισθούμε, να βλέπουμε το σκήνωμα της Παναγίας και να σκεπτόμαστε με φόβο ενθυμούμενοι τον απόστολο που λέει ότι: «καὶ εἰ ὁ δίκαιος μόλις σώζεται, ὁ ἀσεβὴς καὶ ἁμαρτωλὸς ποῦ φανεῖται;» (Α΄ Πέτρ. Δ΄18)
Ας επιστρέψουμε όμως στη θέαση της εικόνας. Το δεύτερο μέρος της εικόνας δεν είναι τόσο απλό όσο το πρώτο. Πάνω από το νεκρικό κρεβάτι με το άψυχο σώμα της Παναγίας, η εικόνα παρουσιάζει τον ίδιο τον Σωτήρα Χριστό να κρατά στα χέρια Του την ψυχή της Μητέρας Του υπό μορφή βρέφους, γεγονός που αναμφίβολα σημαίνει την αρχή μιας νέας ουράνιας ζωής. «ἐν χερσὶ γὰρ τοῦ Υἱοῦ, τὴν ψυχὴν τὴν ἄμωμον ἐναπέθετο». Η άμωμος αυτή ψυχή της Θεοτόκου εικονίζεται με φωτοστέφανο, τυλιγμένη σε λευκά σπάργανα. Όπως και στις εικόνες της Αναστάσεως, ο Κύριος περιβάλλεται από ουράνια δόξα· στην εικόνα της Κοιμήσεως, όμως, περιτριγυρίζεται και από αγγελικούς χορούς («αἱ δέ ὑπέρτεραι τῶν οὐρανῶν δυνάμεις, σύν τῷ οἰκείῳ Δεσπότη παραγενόμενοι»).
Τα σχετικά κείμενα, συνεχίζει ο Μητροπολίτης Φιλάρετος, δεν αναφέρουν ότι το γεγονός εθεάθηκε απ’ όλους τους μάρτυρες της Κοιμήσεως και της Ταφής της Θεοτόκου. Πρέπει, επομένως να υποθέσουμε ότι ο εικονογράφος απεικόνησε εδώ ως ορατό εκείνο το οποίο ανήκει στη αόρατη κτίση, ενώνοντας έτσι το ορατό μ’ εκείνο που οφείλει το πνεύμα να βλέπει, αφού ζωγράφισε το σώμα της Παναγίας, φαίνεται πως θέλησε ν’ απαντήσει εύλογα στην ερώτηση: τι απέγινε η ψυχή Της; Σε απάντηση την απεικονίζει κατά τρόπο ορατό, να φέρεται στα χέρια του θεϊκού Υιου Της.
Στο σημείο αυτό δημιουργείται ένα νέο άκρως ενδιαφέρον ερώτημα: «Ποια η αξία αυτής της απεικόνησης; Δεν αποτελεί μια απατηλή εικόνα της φαντασίας;». Όχι. Κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε διόλου στον σεβασμό μιας παλαιάς εικόνας. Το θράσος της ζωγραφικής εικόνων της φαντασίας του ζωγράφου αποτελεί προϊόν της αυθαιρεσίας της εποχής μας. Οι παλαιοί ζωγράφιζαν στις εικόνες ότι έβρισκαν στην Αγία Γραφή ή στην Παράδοση. Ο καλλιτέχνης της εικόνας μας, δεν θέλησε με κανένα τρόπο να ζωγραφίσει πράγματα φανταστικά, αλλά όλα εκείνα που αποτελούν την ουσία του θέματος.
Οφείλουμε, λοιπόν, σύμφωνα με την φρόνιμη αρχή που χαρακτηρίζει την Εκκλησία, να δείξουμε την συμφωνία αυτής της Παράδοσης με την Αγία Γραφή. Για τον σκοπό αυτό μπορούμε να επικαλεσθούμε τα λόγια του Χριστού: «ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ» (Λουκ. ΙΣΤ΄22). Το γεγονός ότι τα λόγια αυτά ανήκουν σε μια παραβολή δεν σημαίνει ότι στερούνται σημασίας, γιατί τα πρόσωπα των παραβολών παρουσιάζονται με τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Ο θάνατος και η ταφή του πλουσίου είναι χαρακτηριστικά της πραγματικής φύσης, όπως και η ύψωση από τους αγγέλους του νεκρού φτωχού, που λόγω της καρτερίας του σώζει την ψυχή του, αποτελεί χαρακτηριστικό πραγματικής παρατήρησης. Τώρα κρίνατε: Αν η Αγία Γραφή μαρτυρά ότι οι ψυχές των αγίων, βγαίνοντας από το σώμα τους, παραλαμβάνεται από αγγέλους, δεν είναι λογικό η παράδοση να ομολογεί διά της εικόνας ότι η ψυχή της Υπεραγίας Θεοτόκου, της υπερτέρας των αγγέλων, παρελήφθη από τον ίδιο τον Υιό και Θεό Της;…
Βλέπετε την πολύπλευρη σοφία που ενσωμάτωσαν οι Πατέρες μας μέσα στην ζωγραφική των εικόνων. Μέσα στις εικόνες δεν μας παρουσιάζουν απλώς μια εποικοδομητική ανάμνηση ενός ορατού παρελθόντος, αλλά μια μυστική θεωρία των εσχάτων.
Τι γλυκεία θεωρία που υψώνεται απείρως! Η φωτεινή λαμπρότητα της αγάπης του Υιού και Θεού για την κεχαριτωμένη Μητέρα Του! Τι ακρίβεια πληρωμής του ουρανίου Κριτή για τα επίγεια έργα της Παρθένου· όπως εκείνη έφερε τον Υιό του Θεού μέσα στην αγκαλιά Της, έτσι κι Εκείνος τώρα φέρει την αγία ψυχή Της, μέσα στα χέρια Του στο ξεκίνημα της ζωής Της στον ουρανό…
Πηγαίνοντας προς την ουράνιο Εκλησία συγκεντρώνει θαυματουργικά γύρω Της τους κύριους εκπρόσωπους της Εκκλησίας, που ήταν διασκορπισμένοι ανά τον κόσμο, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό ότι ο δεσμός Της με τους πιστούς πάνω στη γη όχι μόνο δεν διακόπτεται από την απουσία Της, αλλά από τη στιγμή εκείνη γίνεται πιο δυνατός, πιο πλατυς και αποτελεσματικός, κι ότι η Χάρις που ενοικεί μέσα Της, τόσο καιρό κρυμμένη κάτω από την ταπεινότητά Της, πρέπει να λάμψει γύρω από τη σορό Της, γεμίζοντας δόξα ολόκληρη την Εκκλησία κατά το ρηθέν από εκείνη την ίδια: «μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί».
Σύμφωνα με την παράδοση, στην εικόνα εικονίζονται μαζί με τους αποστόλους και τους συλλειτουργούντες αγγέλους οι επίσκοποι, οι συνεχιστές των αποστόλων.
«Ὅτε ἐξεδήμησας, Θεοτόκε Παρθένε, πρός τόν ἐκ σοῦ τεχθέντα ἀφράστως, παρῆν Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, καί πρῶτος, Ἱεράρχης, Πέτρος τέ ἡ τιμιωτάτη κορυφαία τῶν θεολόγων ἀκρότης, καί σύμπας ὁ θεῖος τῶν Ἀποστόλων χορός, ἐκφαντορικαῖς θεολογίαις ὑμνολογοῦντες, τό θεῖον καί ἐξαίσιον, τῆς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας μυστήριον...». Ενώνονται μαζί μ’ αυτούς οι ιεράρχες Διονύσιος, Ιερόθεος και Τιμόθεος, μαζί με λαϊκούς (γυναίκες).
(Ο απόστολος Θωμάς δεν συμπεριλαμβάνεται στον κύκλο των αποστόλων. Η απουσία του θεωρήθηκε από την παράδοση ως γεγονός της θείας Οικονομίας. Όταν κοιμήθηκε η Παρθένος ο απόστολος Θωμάς απουσίαζε. Έφθασε την τρίτη ημέρα μετά τον ενταφιασμό Της· ανοίγοντας τον τάφο το σώμα της Θεοτόκου απουσίαζε· έτσι η μετάσταση της Θεοτόκου αποκαλύφθηκε σ’ όλους τους αποστόλους. Για τον λόγο αυτό, η εικόνα παρουσιάζει πάντα δώδεκα κι όχι δεκατρείς αποστόλους, συμπεριλαμβανομένου του αποστόλου Παύλου).
Ο χορός των ανδρών και των αγγέλων που κυκλώνουν το νεκρικό κρεβάτι ενοποιείται μέσα στην ίδια κίνηση: στάσεις, κινήσεις, βλέμματα, όλα τείνουν προς το ξαπλωμένο σώμα της Θεοτόκου.
Η σύναξη αυτή εικονίζει την καθολική Εκκλησία, την γεμάτη από την δόξα του Θεού, που αποδίδεται στη μητέρα του Κυρίου. Η ενοικούσα στη Θεοτόκο Χάρη συγκέντρωσε την Εκκλησία, εσωτερική συνείδηση της οποίας αποκαλύπτεται στο μυστήριο της Κοιμήσεως.
Κατά την Θεία Λειτουργία της εορτής της Κοιμήσεως, όπως συμβαίνει και στις εικόνες, ο δοξασμός της Θεοτόκου αγγίζει το απόγειό του. Πιστή στην αποστολική Παράδοση η Ορθόδοξη Εκκλησία βλέπει τον δοξασμό της Θεοτόκου όχι στην διάρκεια της επίγειας ζωής Της, αλλά κυρίως στο τέλος αυτής, δηλαδή στη Κοίμηση Της, στο άγγιγμα της τελειότητας που επετεύχθη δια της Θείας Χάριτος, στην κορωνίδα της προσιτής στον άνθρωπο και γενικά σε κάθε κτιστό όν αγιότητας. Αποκαλύπτεται εδώ η υπέρτατη δόξα της Θεοτόκου, δόξα που μέχρι την ημέρα εκείνη κρυβόταν από την βαθιά Της ταπείνωση. «Βλέπουμε, λέει ο μητροπολίτης Φιλάρετος σε μιαν άλλη ομιλία γι’ αυτή την εορτή, μετά την κοίμηση ένα γρήγορο ξύπνημα· αμέσως μετά τον θάνατο έρχεται η αθανασία σ’ ολόκληρη την πληρότητα της δύναμής της· βλέπουμε την ψυχή της Υπεραγίας Θεοτόκου μέσα στα χέρια του Κυρίου, και συνεπώς στον ύψιστο βαθμό μακαριότητας, γιατί η επαφή με τον Κύριο και η κορυφή της μακαριότητας είναι πράγματα ταυτόσημα. Βλέπουμε επίσης το αειπάρθενο σώμα Της να καταργεί τους νόμους της φθοράς και πριν ακόμα από την ημέρα της ανάστασης των νεκρών να βρίσκεται στον ουρανό και να λάμπει από δόξα», δηλαδή το αναστημένο από τη θεία δύναμη του Υιού της και υψωμένο στους ουρανούς σώμα της Θεοτόκου.
«Ὁ τάφος σου κηρύττει, Πανάμωμε, τήν ταφήν σου, καί τήν μετά σώματος πρός οὐρανούς νῦν Μετάστασιν» ψάλλει η ορθόδοξη Εκκλησία στον προεόρτιο κανόνα της εορτής ή πάλι: «Ἀμφεπονεῖτο (περικυκλώνει) ἀϋλων τάξις, οὐρανοβάμων ἐν Σιών τό θεῖον σῶμα σου». Έτσι, όχι μόνο η «ὁλόφωτος ψυχή» της Θεοτόκου εισέρχεται στη μέλλουσα ζωή, αλλά και το σώμα Της το πάναγνο προσομοιάζει στο αναστημένο σώμα του Κυρίου και περνά από τον θάνατο στη ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο η Εκκλησία βλέπει στο πρόσωπό Της την αρχή της πνευματικής αναγέννησης της πεσμένης ανθρώπινης φύσης, την αρχή της αγιότητας, την πραγμάτωση του σκοπού και το αποτέλεσμα της σάρκωσης του Υιού του Θεού, των Παθών του, του θανάτου Του και της ανάστασης Του.
Εκείνη που υπηρέτησε την σάρκωσή Του προσελήφθη στην δόξα του Υιού Της, δόξα της ανάστασής Του και της ανάληψής Του: «ἀνάστηθι κύριε εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός σου» (στιχ. 8 του ΡΛΑ΄ ψαλμ.)
Η δοξολόγηση της Μητέρας είναι μια άμεση συνέπεια της εθελούσιας ταπείνωσης του Υιού: ο Υιός του Θεού σαρκώνεται από την Παρθένο Μαρία και γίνεται «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», ικανός να πεθαίνει, ενώ η Μαρία γινόμενη Θεοτόκος δέχεται την «θεοπρεπή δόξα».
… Η δόξα του μελλοντικού αιώνα, τα έσχατα του ανθρώπου, πραγματώθηκαν ήδη, όχι μόνο στη θεία σαρκωμένη Υπόσταση, αλλά και στο θεούμενο ανθρώπινο πρόσωπο. Το πέρασμα αυτό από τον θάνατο στη ζωή, από τον χρόνο στην αιωνιότητα, από την γήϊνη κατάσταση στην ουράνια μακαριότητα, τοποθετεί την Θεοτόκο πέραν της γενικής Αναστάσεως και της τελικής Κρίσης, πέραν της Παρουσίας που θα βάλει τέλος στην ιστορία του κόσμου. Η εορτή της 15ης Αυγούστου είναι ένα δεύτερο μυστικό Πάσχα, αφού η Εκκλησία εορτάζει, πριν από το τέλος του κόσμου, τις μυστικές απαρχές της εσχατολογικής πληρώσεως.
Οι ορθόδοξες εικόνες της Κοιμήσεως μας εισάγουν στην θεωρία της μετά τον θάνατον δόξας της Θεοτόκου, του «ἐσχάτου των μυστηρίων πού τήν ἀφοροῦν», δείχνοντας την ανάληψή Της στους ουρανούς μαζί με το σώμα Της, ανάλογη με την Ανάληψη του Σωτήρα. Στο ανώτερο μέρος της εικόνας βλέπομε την Θεοτόκο καθισμένη σ’ έναν θρόνο, περιτριγυρισμένη από «δόξα» που φέρουν άγγελοι, «δόξα» διάσπαρτη από ακτίνες που εκπέμπει το θεωμένο Της σώμα, δηλαδή μέσα στην «δόξα του Θεού». Αυτή η δόξα της Αναλήψεως από την θεία σαρκωμένη Υπόσταση και αποκτηθείσα από ένα θεούμενο ανθρώπινο πλάσμα, όπως η Θεοτόκος, εκφράστηκε μέσα σε διάφορες αρχαίες εκκλησίες με την παράλληλη παράσταση της Αναλήψεως του Κυρίου και της Θεοτόκου, κατά την έκφραση των πατέρων «ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο Θεό».
Ωστόσο η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά γεγονότα είναι μεγάλη. Ο Χριστός υψούμενος στον ουρανό εικονίζεται μέσα σε ενδύματα δόξας, να κάθεται πάνω σε θρόνο κατά τον μεγαλοπρεπή τύπο του Παντοκράτορα. Η Θεοτόκος, αντίθετα, ακόμα κι εδώ στην κορυφή της δόξας Της, εικονίζεται με τα συνηθισμένα Της ρούχα, πάντα γυρισμένη κατά τα τρία τέταρτα, ταπεινά σκυμμένη, συχνά με τα χέρια απλωμένα προς τον κόσμο του οποίου είναι ελπίδα και μεσιτεία. Η εικόνα εκφράζει στο σημείο αυτό τον συνεχή δεσμό της Θεοτόκου με τον κόσμο, τον δεσμό που ψάλει η Εκκλησία στο τροπάριο της εορτής συγκρίνοντας τον με την παρθενία που φύλαξε κατά τη Γέννηση: « Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε...». Μια τέτοια παράσταση της Θεοτόκου μαρτυρά το ιδιαίτερο βάθος της ορθόδοξης εικονογραφίας στη θεώρηση της δόξας που ανήκει στον ρόλο Της και την αξία Της ως Μητέρας Του Θεού, καθώς και στο νόημα του επιγείου έργου της που ουσιαστικό χαρακτηριστικό του είναι η θεοειδής ταπείνωση Της.
Στο πρώτο επίπεδο της εικόνας που παρουσιάζουμε εδώ βλέπουμε ένα επεισόδιο που συναντάται συχνά στην εικονογραφία της Κοιμήσεως: του «αυθάδη» εκείνου που προσπάθησε να βεβηλώσει το σώμα της Θεοτόκου κατά τον ενταφιασμό Της και τα χέρια του κόπηκαν από άγγελο Κυρίου. Το επεισόδιο αυτό περιγράφεται εκτενώς στον ακάθιστο της Κοιμήσεως. Εκείνο που εκπλήσσει στην απεικόνιση αυτής της σκηνής είναι η αντίθεση ανάμεσα στους αποστόλους, που περιτριγυρίζουν το κρεβάτι της Θεοτόκου αγγίζοντας και ασπαζόμενοι αυτό, και τον άνθρωπο αυτόν που βλέπει τα κομμένα χέρια του την στιγμή που μόλις είχε αγγίξει εκείνο το κρεβάτι. Η λειτουργία όπως και η εικόνα της εορτής δείχνουν μέσα από αυτό το γεγονός ότι η δόξα της αθάνατης Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι ένα οικείο μυστήριο της Εκκλησίας, απροσπέλαστο από την εξωτερική περιέργεια. Παρόλο που ήταν πιστός (κατά την παράδοση ήταν ένας ιερέας της Παλαιάς Διαθήκης) ο Ιεφονίας δεν μετείχε στο σώμα της Εκκλησίας και η επιβουλή του ήταν η βεβήλωση αυτού του μυστηρίου που δεν προσεγγίζεται από την διάνοια παρά μόνον μέσα στην ζωντανή πηγή της Παράδοσης, στο φως της οποίας αποκαλύπτεται το νόημα και η αξία της προσκύνησης της Θεοτόκου.