Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Ο Όσιος Τερέντιος ο θαυματουργός (+ 28/10/1886 )

Από το βιβλίο του μοναχού Παισίου Νεοσκητιώτη "Ημείς μωροί δια Χριστόν"

Ο Όσιος Τερέντιος είναι ένα από τα μεγάλα παραδείγματα υπομονής στην εθελοντική άσκηση. Αυτός αγωνίστηκε στο χωριό Μικρός Αρχάγγελος στην επαρχία Ορλώφ κατά την διάρκεια του 1830. Συχνά ντυνόταν με χειμωνιάτικα ρούχα το καλοκαίρι ενώ το χειμώνα δεν φορούσε τίποτε άλλο εκτός από ένα πουκάμισο μέχρι τα γόνατα και ένα παπούτσι στο ένα μόνο πόδι. Ένας από τους αγαπημένους του τρόπους του να τιμωρεί τους αμαρτωλούς ήταν να σπάζει ένα παράθυρο στο σπίτι τους ή να ρίχνει χούφτες από ακαθαρσίες πάνω τους. Άλλες φορές θα φώναζε ξαφνικά : «Στο κακό, στο κακό» και μετά θα κυνηγούσε τα παιδιά που συνήθως τον χλεύαζαν. Είναι περιττό να πούμε ότι ο Όσιος υπέμενε πολλά χτυπήματα και κατηγορίες για αυτή του την συμπεριφορά. Στην πραγματικότητα, το σώμα του ήταν συνήθως μια μάζα από πληγές. Αλλά, ο Άγιος τα έκανε όλα αυτά προκειμένου να αγγίξει τη συνείδηση των αμαρτωλών ανθρώπων, ώστε αυτοί να μετανοήσουν και να σωθούν.Πολλοί άνθρωποι κατάλαβαν και ωφελήθηκαν πολύ από αυτά τα πνευματικά του μαθήματα. Άλλοι τον μίσησαν για τους ανόητους τρόπους του, για την αγιότητα της ζωής του, και για τον τρόπο που αντιμετώπιζε τους κατηγόρους του.Ήταν συχνά στο αστυνομικό τμήμα όπου, μιμούμενος τον Χριστό, υπομονετικά άντεχε τις τιμωρίες και την σκληρότητα, αντιμετωπιζόμενος ως αλήτης. Πολλές φορές, εστάλη σε άσυλα ανιάτων, από τα οποία απελευθερωνόταν αμέσως όταν δεν μπορούσε να βρεθεί κανένα σημάδι με διανοητικές διαταραχές. Τα παιδιά του πετούσαν πέτρες και μπουκάλια και οι άξεστοι έμποροι, αμαξάδες και υπηρέτες τον χλεύαζαν και τον χτυπούσαν ανελέητα. Συχνά, το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο και το πρόσωπο του, τα χέρια του και το σώμα του λερωμένα με χρώμα, πίσσα ή ακαθαρσίες. Κάποτε ένας υπάλληλος σε ένα ξενοδοχείο έριξε τον Όσιο μέσα σε ένα κιβώτιο με σπασμένα γυαλιά. Ο ενάρετος σαλός, αν και ήταν σοβαρά πληγωμένος, δεν άφησε να του ξεφύγει ούτε ένας αναστεναγμός.Εν μέρει, φυσικά, ο Άγιος εσκεμμένα επιδίωκε κα υποφέρει, δεδομένου ότι ένας σαλός για τον Χριστό πρέπει να υπομένει τα πάντα, για να κατακτήσει όσο το δυνατόν πιο μεγάλη ταπείνωση. Επιπλέον, ο σαλός είναι ο μεγάλος δάσκαλος της υπομονής. Γι αυτό σε όλες τις δοκιμασίες του ο Άγιος, επιδείκνυε την υπομονή του και την αγάπη. Η μεγάλη του προσπάθεια ήταν να φέρει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Συχνά, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν απλά να κατανοήσουν τις ενέργειες και τις πράξεις του και επιδείκνυαν μεγάλη αδιαλλαξία, ακόμη και κακοβουλία προς τον σαλό του Χριστού. Γνωρίζουμε πολύ λίγα για την οικογενειακή ζωή του Οσίου. Είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Θεόδωρο αλλά μόλις που τον γνώριζε. Μην έχοντας ένα σπίτι ή ακόμα και ένα καταφύγιο, ο Όσιος περιπλανιόταν συνεχώς. Εύρισκε συνήθως καταφύγιο για τη νύχτα στο σπίτι κάποιου που τον είχε κατηγορήσει εκείνη τη μέρα. Τα χαρίσματα του Οσίου Τερεντίου για ταπείνωση, προόραση και αγάπη φανερώνονται όλα σε μια σειρά από γεγονότα. Το καταφύγιό του για τη νύχτα ήταν πολλές φορές το σπίτι ενός αστυφύλακα, του οποίου ο βίος δεν ήταν άμεμπτος.Ο αστυφύλακας είχε έναν τρελό μάγειρα που η συμπεριφορά του απέναντι στον Όσιο ήταν απαράδεκτη. Σε μία περίπτωση ο Τερέντιος μπήκε στην κουζίνα και έπεσε να κοιμηθεί σε έναν πάγκο κοντά στην σόμπα, αφήνοντας τα πόδια του να εξέχουν. Ο μάγειρας μπήκε μέσα και χτύπησε τα πόδια του Οσίου. Ο Όσιος δεν κουνήθηκε. Αυτό τόσο πολύ θύμωσε τον μάγειρα που άναψε ένα κερί και με δυνατά γέλια άρχισε να καίει τα πέλματα των ποδιών του Αγίου. Η μια φουσκάλα μετά την άλλη εμφανίστηκαν στα πέλματα του. Ο Όσιος δεν έλεγε τίποτα. Παρέμενε σαν νεκρός, μέχρι που ο τρελός μάγειρας τελείωσε το παιχνίδι του. Έπειτα, ο Όσιος σηκώθηκε, σαν να μην αισθανόταν κανέναν πόνο, άρχισε να περπατάει όπως συνήθως, χωρίς παπούτσια και χωρίς να μειώσει τα βήματα του. Τα παιδιά πάλι τον πείραζαν με τις λέξεις του : «Στο κακό! Στο κακό!». Ο Τερέντιος δεν έδινε την παραμικρή προσοχή στα καμένα πέλματα του και γρήγορα άρχισε να τρέχει ξωπίσω τους, αν και το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα πληγωμένα πόδια του. Μετά από αυτό για μια ολόκληρη εβδομάδα, ο ευλογημένος σαλός επισκέπτονταν το σπίτι του αστυφύλακα κάθε ημέρα την ώρα του γεύματος και φώναζε δυνατά Στο κακό, στο κακό!... ιδού οι ιερείς έρχονται… ιδού, αυτοί σκάβουν έξω κάποιου άλλου τον τάφο… ιδού οι δικαστές!... Την στραγγάλισαν… Πέθανε!...». Ο καθένας πήρε αυτά τα λόγια για ασυναρτησίες, φωνές ενός φλύαρου τρελού αλλά μέσα σε ένα μήνα, φάνηκε να είναι προφητεία και όχι τρέλα. Ο αστυφύλακας ήταν ανακατεμένος σε μερικές φρικτές εγκληματικές πράξεις και σπατάλησε πολλά χρήματα προσπαθώντας να καλύψει αυτές τις ενέργειες. Τα χρήματα δεν τον έσωσαν και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Τον μάγειρα για την συμμετοχή του στα εγκλήματα τον έστειλαν στην Σιβηρία. Ακόμη και τότε , ο Όσιος προσπάθησε να αναπαύσει τον μάγειρα και τον συνόδευσε ο ίδιος αρκετά πέρα από το χωριό, κλαίγοντας για την συμφορά που τον βρήκε, λες και επρόκειτο να πάει ο ίδιος στη Σιβηρία. Προς το τέλος της επίγειας ζωής του, ο Όσιος βρήκε καταφύγιο για έναν χρόνο στην καλύβα ενός ζυθοποιού. Εδώ μερικοί που τον χλεύαζαν πήραν το πουκάμισο από τον ευλογημένο σαλό και του φόρεσαν μια κουρελού, ανοίγοντας τρύπες σε αυτή για το κεφάλι και τα χέρια. Ο Όσιος φορούσε αυτή την κουρελού παντού, προς μεγάλη διασκέδαση του αργόσχολου πλήθους.Κάποια νύχτα στα τέλη του φθινοπώρου, γύρω στα μεσάνυχτα, ενώ βρισκόταν στην καλύβα του ζυθοποιού,έπιασε πυρκαγιά η κουρελού του.Ο Άγιος τυλιγμένος όλος στη φωτιά, πήδηξε σε ένα μεγάλο σωρό από άχυρα που βρίσκονταν δίπλα. Οι άνθρωποι είδαν την φωτιά και νόμισαν ότι τα άχυρα είχαν ανάψει. Ο συναγερμός χτύπησε και μεγάλη αναταραχή ακολούθησε. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, η φθαρμένη κουρελού του Οσίου κάηκε πάνω στα άχυρα αλλά αυτά δεν έπιασαν φωτιά. Όμως ολόκληρο το σώμα του Οσίου είχε καεί, ήταν φοβερό να τον βλέπεις. Μερικοί ευσεβείς κάλυψαν τα εγκαύματα του με λάδι. Οι φουσκάλες με το υγρό έσπασαν και σύντομα μετά από αυτό άρχισε να καλυτερεύει, αλλά μια νέα αγωνία προστέθηκε. Ο Άγιος αρρώστησε βαριά και είχε συχνό βήχα. Κάθε φορά που έβηχε, οι ξερές πληγές του ράγιζαν και άνοιγαν προκαλώντας του ένα βίαιο τίναγμα σε όλο του το σώμα. Σε πολλά σημεία του σώματος του αντί για επιδερμίδα έβλεπε κανείς τα κόκαλα. Δεν μπορούσε ούτε να ξαπλώσει ούτε να καθίσει κάπου, αλλά μπορούσε μετά μεγάλης δυσκολίας να σταθεί στα πόδια του για λίγο. Αυτός ο βασανισμός διήρκησε για μία ολόκληρη εβδομάδα. Αυτό που κατέπληξε τους πιστούς δεν ήταν κυρίως το ότι επέζησε τόσο πολύ, με τόσα σοβαρά εγκαύματα, αλλά το ότι τα υπέμεινε όλα αυτά. Δεν παραπονέθηκε ποτέ ούτε εξέφρασε κάποια πικρία του, αλλά δόξαζε τον Θεό μέσα από το μαρτύριο του. Το πρόσωπο του έγινε τόσο φωτεινό, όπως ένα πρόσωπο αγγέλου και δεν υπήρχε ούτε μια σκιά σύγχυσης ή θλίψης πάνω του. Παρέμεινε, σαν ένα κερί που καίει ενώπιον του Θεού όλη την ώρα μέχρι να φτάσουν τα βάσανα του στο τέλος. Τώρα, η προηγούμενη σαλότητά του δεν φαινόταν. Τόσο πολύ εκφραζόταν λογικά που είπε στους γνωστούς του πως ο ζυθοποιός δεν είχε καμιά ευθύνη για την φοβερή κατάσταση που βρισκόταν και τους επισήμανε με μια παρακλητική φωνή : «Ξεκαθαρίζω την θέση του ζυθοποιού ενώπιον σας. Μετά τον θάνατο μου, ίσως μερικοί σας συμβουλέψουν, εξαιτίας της απληστίας τους, να τον μηνύσετε, αλλά σας ικετεύω στο όνομα του Θεού, να μην ακούσετε. Ξέρετε πολύ καλά ποιο είδος ζωής έχω κάνει. Γι αυτό, ο Κύριος μου στέλνει αυτό το τέλος. Θα έπρεπε να καώ, θα έπρεπε να με κρεμάσουν και κατόπιν να με ρίξουν σε ένα βούρκο όπως ένα σκυλί, χωρίς έναν χριστιανικό ενταφιασμό...» Ήταν προφανές ότι θα ήθελε να πει περισσότερα, αλλά η φυσική κατάστασή του, ο βήχας του και το επίπονο τρέξιμο των υγρών από τις πληγές του, τον σταμάτησαν.Παρά αυτό το μαρτύριο που περνούσε με πλήρη συνείδηση, ήταν σε θέση να εξομολογηθεί, να κοινωνήσει και να χριστεί με το άγιο μύρο. Κατόπιν, αφού στάθηκε για λίγο κοντά στον τοίχο, πέρασε ήσυχα στην αιωνιότητα.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Περί πυρκαγιών

Τον περασμένο μήνα οι πυρκαγιές κατέκαψαν την χώρα. Εκείνο το Σαββατοκύριακο όλοι οι δρόμοι ήταν έρημοι. Αντικρίζαμε μια πόλη χωρίς κατοίκους. Όλοι μας κολλημένοι μπροστά στις τηλεοράσεις εν μέσω φαγητού, μπύρας και διαφημίσεων, απολαμβάναμε έναν ακόμη αγώνα. Στο γήπεδο η ανθρώπινη εθνική ομάδα να χάνει, αντιμέτωπη με τον πόνο, τον θάνατο και την αγωνία. Στην κερκίδα όλοι εμείς, να φωνάζουμε και να ρίχνουμε ευθύνες για το ποιος φταίει και η ομάδα μας δεν “τραβάει” και δεν κερδίζει, στο καυτό κυριολεκτικά, ματς…( τον εαυτό μου δεν τον βγάζω απ΄ έξω). Εφ όσον λοιπόν και εγώ ανήκω στους ίδιους φίλαθλους” οπαδούς , και βλέποντας αρκετή τηλεόραση όλες αυτές τα μέρες , κατέληξα στα εξής : Για τις πυρκαγιές φταίνε οι Αμερικάνοι, οι Αλβανοί, οι Τούρκοι, οι Εβραίοι, οι οικοπεδοφάγοι, οι εργολάβοι, οι εξωγήινοι, ανώτερες δυνάμεις, ξένοι πράκτορες, πυρομανείς, τρελοί, πιτσιρικάδες, πασοκτζήδες, η πυροσβεστική, ο καύσωνας, η αύξηση της θερμοκρασίας, η ανομβρία, οι οξυγονοκολλητές, η γιαγιά με τα κόλλυβα ... Αν ξέχασα κάτι συμπληρώστετο. Εμείς ποτέ δεν φταίμε. Πάντα κάποιος άλλος πρέπει να φταίει. Δεν φταίω εγώ Κύριε η Εύα, ούτε εγώ Κύριε ο όφις… Το μόνο όμως που πραγματικά φταίει για όλα αυτά, είναι η αμαρτωλότητα μας και τίποτε άλλο. Όχι η αμαρτωλότητα των άλλων, αλλά η δική μας, η ατομική μας αμαρτωλότητα. Ας κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας και ας κλείσουμε τις τηλεοράσεις. Η φωτιά κατακαίει και μαυρίζει πρώτα την δική μας ψυχή, και μετά βγαίνει προς τα έξω. Είμαι εγώ ο αμαρτωλός και γι αυτό καίγεται ο κόσμος… α Σ. Σ.