Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Ευχές του Αγίου Νεκταρίου


Επί ταις αγομέναις αγίαις εορταίς της Επιφανείας του Υιού του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εύχομαι υμίν, όπως ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Αυτού Υιού, δώη υμίν υγείαν ψυχής και σώματος, σώμα άσπιλον, καρδίαν καθαράν, νουν εγρήγορον, γνώσιν απλανή, Πνεύματος Αγίου επιφοίτησιν προς κτήσιν και πληροφορίαν της αληθείας δια του Σωτήρος Ιησού Χριστού, δι’ Ου η δόξα τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας αμήν.
Επί δε τη επιτολή του νέου Σωτηρίου έτους προκοπήν εν τω πολιτεύματι υμών, ευφροσύνην πνευματικήν και χαράν της ψυχής αμετάπτωτον.
Επευχόμενος αύθις τα άριστα, διατελώ προς Θεόν ευχέτης.

Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος
28 Δεκεμβρίου 1906


Προ της Θείας Κοινωνίας



Γνωρίζω η ταλαίπωρος, εις τούτο δεν λανθάνω,
πως αναξίως η πτωχή πάντα μεταλαμβάνω.
Άρα γε που προσέρχομαι η κατακεκριμένη
που είμαι αμαρτήματα όλη πεφορτισμένη!
Οποίον μέλλει να δεχθή η ταπεινή ψυχή μου;
Τον Βασιλέα του παντός και μόνον ποιητήν μου.
Η καταδίκη τρομερά και φοβερά η κρίσις,
όταν αναξίως προσπαθής ψυχή να κοινωνίσης.
Κλαύσε λοιπόν και θρήνησε δια τα εγκλήματά σου·
με πόνον εξομολογού τα αμαρτήματά σου.
Πρόσπεσον του Δεσπότου σου και ζήτησον, αθλία,
έλεος και συγχώρησιν και φώτιση αγία.
Κλαύσε λοιπόν και βόησον με μάτια δακρυσμένα,
ουδείς σ’ επίκρανε ποτέ, Κύριε, ως εμένα.
Πώς να ανοίξω Κύριε, το ρυπαρόν μου στόμα,
να μεταλάβω το σεπτόν και Άγιον σου σώμα;
Παρακαλώ σε, Πλάστη μου, Θεέ μου και Σωτήρ μου,
επίσκεψαι την ρυπαράν κ’ ελεεινήν ψυχήν μου.
Ελθέ, Ιησού γλυκύτατε, στο ρυπαρόν μου στόμα,
στην μολυσμένην μου ψυχήν κι’ εσπιλωμένον σώμα.
Δείξον την ευσπλαγχνίαν σου σ’ εμέ την τρισαθλίαν
και φώτισόν μου την ψυχήν, τον νουν και την καρδίαν.
Ελθέ, Ιησού γλυκύτατε, σήμερον να φωτίσης,
να μου λαμπρύνης την ψυχήν και να με καθαρίσης.
Πάσας τας αμαρτίας μου παράβλεψον, Θεέ μου
και μη αφήσης άλλοτε να σφάλλω, Κύριέ μου.

Χαρά και αγαλλίασις ας γίνει εις εμένα,
το Σώμα σου το άγιον και τίμιόν σου Αίμα.

Ξένης Μοναχής
Ηγουμένης του εν Αιγίνη Ιερού Παρθενώνος
                   της Αγίας Τριάδος (Αγίου Νεκταρίου)


Μητερικόν. Αποφθέγματα οσίων γυναικών



Από το βιβλίο «Το Μέγα Γεροντικόν»
Έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου»




Αμμάς Ευγενία

«Μας συμφέρει σαν ζητιάνοι να ζούμε, αρκεί μόνο να
είμαστε μαζί με τον Ιησού. Γιατί όποιος είναι μαζί με τον Ιησού, είναι πλούσιος κι αν ακόμη υλικά είναι
φτωχός.
Αυτός ο οποίος προτιμά τα γήινα από τα πνευματικά, θα χάσει και τα δύο, ενώ εκείνος που επιθυμεί τα ουράνια, θα βρει οπωσδήποτε και επίγεια
αγαθά
»

Αμμάς Θεοδώρα

Ρώτησε η αμμάς Θεοδώρα τον πάπα Θεόφιλο (Πατριάρχη Αλεξανδρείας) για το ρητό του Αποστόλου Παύλου, τί σημαίνει «Τον καιρόν εξαγοραζόμενοι». Κι εκείνος, της απαντά: «Οι λέξεις που χρησιμοποιεί, δείχνουν το κέρδος. Ας πούμε, σου παρουσιάζεται περίπτωση να σε βρίσουν· αγόρασε τότε την ευκαιρία της βρισιάς με ταπεινοφροσύνη και μακροθυμία και πάρε το κέρδος με το μέρος σου. Σου δίνεται ευκαιρία για ατιμία, αγόρασε την ευκαιρία με την ανεξικακία και έχεις κέρδος. Και όλα τα αντίθετα, αν θέλουμε, γίνονται για μας κέρδη».
* * *
«Αγωνισθείτε να μπείτε από τη στενή πύλη. Γιατί όπως τα δέντρα, αν δεν χτυπηθούν από καταιγίδες και δεν ποτιστούν με άφθονες βροχές, δεν μπορούν να φέρουν καρπό, το ίδιο συμβαίνει και με μας. Η ζωή αυτή είναι περίοδος καταιγίδων. Εάν δεν περάσουμε μέσα από πολλές θλίψεις και πειρασμούς, δεν θα αξιωθούμε να γίνουμε κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών».
* * *
«Αυτός που κάνει το έργο του διδασκάλου, οφείλει να είναι ξένος ως προς τη φιλαρχία και ως προς την κενοδοξία και μακριά από την υπερηφάνεια· να μην εμπαίζεται από την κολακεία ή να τυφλώνεται από τα δώρα, να μην νικιέται από τη γαστριμαργία, να μην είναι δούλος στην  οργή, αλλά οφείλει να είναι μακρόθυμος, επιεικής, όσο μπορεί πιο ταπεινός, αποδεκτός από τους άλλους, υπομονητικός, προνοητικός και στοργικός».
* * *
«Καλό πράγμα είναι η ζωή της ησυχίας· ο συνετός άνθρωπος ησυχάζει, αληθινά· είναι σπουδαίο να ζει τον ησύχιο βίο η μοναχή ή ο μοναχός και προπάντων οι νέοι. Να ξέρεις όμως ότι, αν κάποιος έχει την πρόθεση να ζήσει τη ζωή της ησυχίας, έρχεται αμέσως ο πονηρός και βαρύνει την ψυχή με ακηδία, με αδιαφορία, με λογισμούς· βαρύνει και το σώμα με αρρώστιες, με ατονία, με λύσιμο των γονάτων και όλων των μελών· γενικά παραλύει τη δύναμη της ψυχής και του σώματος, οπότε λέει κανείς “είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να κάνω την ακολουθία μου”. Όμως αν είμαστε νηφάλιοι, όλα αυτά διαλύονται.
Ήταν ένας μοναχός που μόλις άρχιζε να κάνει την ακολουθία του, τον έπιανε ρίγος και πυρετός, πονούσε το κεφάλι του και τότε έλεγε στον εαυτό του: “Να, είμαι άρρωστος και κάποια ώρα μπορεί να πεθάνω, λοιπόν ας σηκωθώ πριν πεθάνω και ας κάνω την ακολουθία μου”. Με αυτόν τον λογισμό πίεζε τον εαυτό του και έκαμνε την ακολουθία του και μόλις σταματούσε η προσευχή, σταματούσε και ο πυρετός, και πάλι την ώρα της ακολουθίας ερχόταν ο πυρετός· και ξανά μ’ αυτόν τον λογισμό αντιστεκόταν ο αδελφός και έκαμνε την ακολουθία του και τελικά νίκησε τον αρνητικό λογισμό».
* * *
Είπε η αμμάς Θεοδώρα ότι κάποτε ένας ευλαβής δεχόταν βρισιές από κάποιον και του λέει: «Μπορούσα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο να σου μιλήσω, αλλά η εντολή του Θεού μου κλείνει το στόμα».
* * *
Ρωτήθηκε από κάποιον η αμμάς Θεοδώρα σχετικά με τα ακούσματα που φθάνουν στ’ αυτιά μας: «Πώς είναι δυνατόν -είπε- όταν γενικά τ’ αυτιά μας δέχονται λόγια κοσμικών ανθρώπων ή οποιαδήποτε άλλα άσχετα, να παραμένουν προσανατολισμένα στον Θεό μόνο;» Και η αμμάς του λέει: «Όπως ακριβώς αν κάθεσαι σε τραπέζι όπου υπάρχουν πολλά φαγητά και τρως βέβαια, αλλά όχι με ευχαρίστηση, το ίδιο και όταν κοσμικά λόγια φθάνουν στ’ αυτιά σου, την καρδιά σου να έχεις στραμμένη στον Θεό και μ’ αυτή τη διάθεση δεν θ’ ακούς με ευχαρίστηση και δεν παθαίνεις καμιά ζημιά».
 * * *
Είπε η αμμάς Θεοδώρα: «Ήταν κάποιος μοναχός ο οποίος, επειδή είχε πολλούς πειρασμούς, είπε: Θα φύγω από δω. Και μόλις έβαλε τα πέδιλά του, βλέπει και κάποιον άλλον άνθρωπο να φοράει τα δικά του πέδιλα και να του λέει: Εξαιτίας μου δεν φεύγεις; Να, που εγώ θα πηγαίνω μπροστά από σένα, όπου κι αν πας».
 * * *
Έλεγε η αμμάς Θεοδώρα ότι ούτε η άσκηση σώζει ούτε η αγρυπνία ούτε οποιοσδήποτε κόπος, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη. Ήταν ένας αναχωρητής που έτρεπε σε φυγή τους δαίμονες και τους εξέταζε με ερωτήματα:
«Με τι βγαίνετε από τον άνθρωπο; Με νηστεία;» Και έλεγαν: «Εμείς ούτε τρώμε ούτε πίνουμε».
«Με αγρυπνία;» Και απαντούσαν: «Εμείς δεν κοιμόμαστε». «Με την ερημική ζωή;» Και έλεγαν: «Εμείς στις ερήμους ζούμε». «Με τι λοιπόν φεύγετε;» Και είπαν: «Τίποτε δεν μας νικάει παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη».
Βλέπεις ότι η ταπεινοφροσύνη είναι ο νικητής των δαιμόνων;
* * *
Έλεγε η αμμάς Θεοδώρα ότι ένας χριστιανός καθώς συζητούσε με έναν Μανιχαίο, του είπε: «Δώσε στο σώμα τον νόμο του Θεού και θα γνωρίσεις το σώμα δια μέσου του ίδιου του Δημιουργού του».
* * *
Ένας Γέροντας ρώτησε την αμμά Θεοδώρα: «Στην ανάσταση των νεκρών πως θα αναστηθούμε;» Εκείνη απάντησε: «Έχουμε ως εγγύηση τον Χριστό, που πέθανε για μας και αναστήθηκε, τον Θεό μας».

Αμμάς Σάρρα

Πήγαν κάποτε στην αμμά Σάρρα μοναχοί από τη Σκήτη. Αυτή τους παρέθεσε πανέρι με φαγώσιμα· αλλά εκείνοι άφησαν τα καλά και έφαγαν τα χαλασμένα. Τότε η αμμας τους είπε: «Πράγματι είστε μοναχοί της Σκήτης».
* * *
Διηγούνταν για την αμμά Σάρρα ότι υπέμεινε δεκατρία χρόνια σφοδρό πόλεμο από τον δαίμονα της πορνείας και ποτέ δεν προσευχήθηκε για να απομακρυνθεί ο πόλεμος, αλλά μόνο έλεγε: «Θεέ μου, δός μου δύναμη».
* * *
Είπαν επίσης για την ίδια ότι κάποια φορά το πονηρό πνεύμα της πορνείας της επετέθη σφοδρότερα θυμίζοντάς της τα μάταια πράγματα του κόσμου αυτού.
Αλλά αυτή ανυποχώρητη χάρις στο φόβο του Θεού και την άσκησή της, ευθύς ανέβηκε στο δωμάτιό της να προσευχηθεί. Της παρουσιάζεται τότε το πνεύμα της πορνείας σωματικά και της λέει:
«Εσύ με νίκησες, Σάρρα». Κι εκείνη απαντά: «Δεν σε νίκησα εγώ, αλλά ο Δεσπότης μου Χριστός».
* * *
Έλεγαν για την αμμά Σάρρα ότι έμενε επί εξήντα χρόνια σε κελί πάνω από ένα ποτάμι και δεν έσκυψε ποτέ να το δει.
* * *
Η αμμάς Σάρρα έστειλε το εξής μήνυμα στον αββά Παφνούτιο: «Έκανες έργο Θεού που άφησες τον αδελφό σου να εξευτελισθεί;» Και ο αββάς Παφνούτιος είπε: «Επειδή πιστεύω ότι κάνω έργο Θεού, δεν μεροληπτώ χάριν κανενός».
* * *
Δύο Γέροντες μεγάλοι αναχωρητές από τα μέρη του Πηλουσίου ξεκίνησαν να πάνε στην αμμά Σάρρα. Καθώς όμως πήγαιναν, είπαν μεταξύ τους: «Να ταπεινώσουμε το γραΐδιο αυτό».
Όταν έφθασαν, της λένε: «Κοίταξε μην κάνεις υπερήφανο λογισμό και πεις: Να σε μένα έρχονται οι αναχωρητές, αν και είμαι γυναίκα». Και τους απαντά η αμμάς Σάρρα: «Στη φύση είμαι γυναίκα, όχι όμως και στον λογισμό».
* * *
Είπε η αμμας Σάρρα: Εάν ζητήσω από τον Θεό, όλοι οι άνθρωποι να είναι αναπαυμένοι μαζί μου, θα βρεθώ στην θύρα να βάζω μετάνοια στον καθένα. Προτιμώ να προσεύχομαι να είναι η καρδιά μου καθαρή με όλους.
* * *
Είπε επίσης στους αδελφούς: Εγώ έχω ανδρικό φρόνημα, ενώ εσείς γυναικείο.
* * *
«Καλό είναι να κάνει κανείς ελεημοσύνη έστω και για τα μάτια των ανθρώπων. Γιατί και από ανθρωπαρέσκεια αν γίνεται, φθάνει κατόπιν να γίνεται για ν’ αρέσει στον Θεό».

Αμμάς Συγκλητική

«Πολλοί αν και μένουν στο όρος, κάνουν αυτά που κάνουν και οι άνθρωποι των πόλεων και γι’ αυτό χάνονται. Γιατί είναι δυνατόν κάποιος να ζει μαζί με πολλούς, αλλά να μονάζει ως προς την εσωτερική διάθεση· και άλλος να μένει μόνος, αλλά με τη σκέψη να ζει με πολλούς».
* * *
«Αυτούς που πρωτοέρχονται στον Θεό τους περιμένει αγώνας και κόπος  πολύς· ύστερα όμως ακολουθεί χαρά ανείπωτη.
Όπως ακριβώς αυτοί που θέλουν ν’ ανάψουν φωτιά, στην αρχή καπνίζονται και τα μάτια τους δακρύζουν και κατόπιν πετυχαίνουν αυτό που θέλουν. Και  μάλιστα  η   Γραφή  λέει,  «ο   Θεός  μας  είναι    φωτιά που κατακαίει». Έτσι πρέπει κι εμείς τη θεϊκή φωτιά να την ανάψουμε μέσα μας με δάκρυα  και κόπο».
* * *
«Εμείς που αναλάβαμε αυτήν την αποστολή (της μοναχικής καθιερώσεως), πρέπει να κατέχουμε την άκρα σωφροσύνη. Βέβαια και στους κοσμικούς φαίνεται να υπάρχει σωφροσύνη αλλά συνυπάρχει μ’ αυτήν και η αφροσύνη, γιατί μ’ όλες τις άλλες αισθήσεις αμαρτάνουν. Και μάλιστα βλέπουν άπρεπα και γελούν άτακτα».
* * *
«Όπως τα θανατηφόρα θηρία τα διώχνει το πιο ισχυρό φαρμάκι, έτσι και τους αμαρτωλούς λογισμούς τους απομακρύνει η προσευχή που συνοδεύεται με τη νηστεία».
* * *
«Μη σε εξαπατήσει η καλοπέραση των πλουσίων κατά κόσμον, σαν να έχει κάτι το χρήσιμο. Εκείνοι για πρόσκαιρη ευχαρίστηση έχουν σε εκτίμηση τη μαγειρική τέχνη. Και εσύ νηστεύοντας με το λιτό σου φαγητό να υπερακοντίζεις τη δική τους αφθονία στις τροφές. Γιατί η Αγία Γραφή λέει: Ψυχή που ζει μεσ’ στην αφθονία, περιφρονεί την κηρήθρα. Μη χορτάσεις ψωμί και δεν θα επιθυμήσεις κρασί».
* * *
Ρώτησαν τη μακαρία Συγκλητική εάν η ακτημοσύνη είναι τέλειο αγαθό. Και απάντησε: «Πολύ - πολύ τέλειο γι’ αυτούς που μπορούν. Αυτοί που ασκούν την ακτημοσύνη, θλίβονται βέβαια ως προς τον φυσικό άνθρωπο, αλλά έχουν ανάπαυση ψυχική.
Όπως ακριβώς τα ανθεκτικά ρούχα πατώντας τα και με δύναμη στρέφοντάς τα πλένονται και λευκαίνονται, έτσι και η δυνατή ψυχή με τη θεληματική πτωχεία όλο και περισσότερο ισχυροποιείται».
* * *
«Εάν βρίσκεσαι σε κάποιο κοινόβιο, μην τ’ αφήσεις να πας σ’ άλλον τόπο· σίγουρα θα βλαφτείς πολύ. Γιατί όπως το πτηνό που σηκώνεται από τα αυγά του, τα κάνει κλούβια και άγονα, το ίδιο και ο μοναχός ή η μοναχή που γυρνάει από τόπο σε τόπο, ψυχραίνεται και νεκρώνει η πίστη του».
* * *
«Πολλές είναι οι ενέδρες που στήνει ο διάβολος. Με τη φτώχια δεν μπόρεσε να κλονίσει την ψυχή; Παρουσιάζει τα πλούτη για να την δελεάσει. Με την καταφρόνια και τους εμπαιγμούς δεν έφερε αποτέλεσμα; Προβάλλει τον έπαινο και τη δόξα. Με την υγεία νικήθηκε; Αρρωσταίνει το σώμα. Μη μπορώντας λοιπόν να εξαπατήσει με τα ευχάριστα μέσα, επιχειρεί να εκτροχιάσει την ψυχή με τις αθέλητες δυσκολίες. Κατόπιν θείας παραχωρήσεως φέρνει στον άνθρωπο βαρύτατες αρρώστειες με σκοπό να μικροψυχήσει  μέσα σ’ αυτές τις δοκιμασίες και να θολώσει η αγάπη του για τον Θεό. Ακόμη και με υψηλό πυρετό καταβασανίζει το σώμα και με ακατάσχετη δίψα το ταλαιπωρεί.
Αν λοιπόν τα υφίστασαι αυτά επειδή είσαι αμαρτωλός, να ‘χεις υπόψιν σου πάντα την μελλοντική κόλαση και το αιώνιο πυρ και τις τιμωρίες της κρίσεως και δεν θα ολιγωρήσεις για τα παρόντα. Να χαίρεσαι μάλιστα, που σε επισκέφθηκε ο Θεός· και να έχεις στα χείλη σου πάντοτε το ευλογημένο ρητό: Με διαπαιδαγώγησε ο Κύριος με διάφορες δοκιμασίες αλλά δεν με παρέδωσε στον θάνατο. Ήσουν σιδερένιος αλλά με την φωτιά διώχνεις την σκουριά.
Αν αντίθετα, αρρωστήσεις, ενώ είσαι δίκαιος, προχωρείς από τα μεγάλα στα μεγαλύτερα. Είσαι χρυσός; Περνώντας όμως μέσα από τη φωτιά, θα γίνεις πιο δόκιμος. Σου δόθηκε υπηρέτης του Σατανά να σου ταλαιπωρεί τη σάρκα; Να αγάλλεσαι. Δες με ποιόν εξομοιώθηκες· έγινες άξιος της μερίδος του Παύλου.
Δοκιμάζεσαι με πυρετό και ταλαιπωρείσαι με το ρίγος; Η αγία Γραφή λέει; Περάσαμε μέσα από φωτιά και νερό, αλλά μας έβγαλες σε αναψυχή. Σε βρήκε το πρώτο; Περίμενε το δεύτερο.
Επιδιώκοντας την αρετή κραύγαζε τα ρήματα του αγίου Δαβίδ που λέει: Φτωχός και πονεμένος είμαι εγώ. Και μ’ αυτό το ζευγάρι των θλίψεων θα γίνει τέλειος. Γιατί το διαβεβαιώνει: Μέσα στη θλίψη, έδωσες άνεση στην καρδιά μου. Μ’ αυτά τα γυμνάσματα συμφέρει να ασκούμε τις ψυχές μας, γιατί βλέπουμε να στέκει ο εχθρός απέναντί μας».
* * *
«Εάν μας ενοχλεί αρρώστια, ας μη λυπόμαστε, επειδή εξαιτίας της αρρώστιας και της σωματικής κατάπτωσης δεν αντέχουμε να σταθούμε ορθοί για προσευχή ή να ψάλλουμε με υψωμένη φωνή. Όλα αυτά τα κάμναμε για την νέκρωση των επιθυμιών. Άλλωστε η νηστεία και η χαμαικοιτία έχουν καθιερωθεί εξαιτίας των ηδονών. Αν λοιπόν η αρρώστια τις έχει καταστείλει, περιττεύει η συζήτηση. Και τι λέω περιττεύει; Τα καταστροφικά συμπτώματα των ηδονών νεκρώνονται με την αρρώστια σαν μ’ ένα ανώτερο και δραστικότερο φάρμακο. Και να η μεγάλη άσκηση: να υπομένουμε καρτερικά τις αρρώστιες και να αναπέμπουμε ύμνους ευχαριστίας στον Πανάγαθο.
Χάνουμε την όραση; Μην το φέρουμε βαριά. Γιατί χάσαμε τα όργανα της απληστίας, ενώ με τα εσωτερικά μάτια βλέπουμε σαν σε καθρέφτη τη δόξα του Κυρίου. Χάσαμε την ακοή μας; Ας είμαστε ευγνώμονες που χάσαμε ολοκληρωτικά τα μάταια ακούσματα. Πάθανε τα χέρια μας; Έχουμε όμως τα εσωτερικά χέρια που είναι έτοιμα για τον πόλεμο εναντίον του εχθρού. Εξουσιάζει η αρρώστια όλο το σώμα; Στον μέσα άνθρωπο όμως η υγεία αυξάνει όλο και περισσότερο».
* * *
«Σ’ αυτόν τον κόσμο όταν πέφτουμε σε κάποιο παράπτωμα, μας ρίχνουν στη φυλακή έστω κι αν δεν το θέλουμε. Και εμείς ας φυλακίσουμε τον εαυτό μας για τις αμαρτίες μας, ώστε η εκούσια προαίρεσή μας να ματαιώσει τη μελλοντική κόλαση»
* * *
«Όταν νηστεύεις, μη χρησιμοποιείς την αρρώστια σαν πρόφαση· γιατί κι αυτούς που δεν νηστεύουν οι ίδιες αρρώστιες πολλές φορές τους βρίσκουν.
Άρχισες ένα καλό έργο; Μην το σταματάς, επειδή ο εχθρός σου φέρνει εμπόδια. Αυτός θα παραιτηθεί βλέποντας την υπομονή σου. Είναι γνωστό ότι αυτοί που ξεκινούν να ταξιδέψουν στη θάλασσα, καταρχήν επωφελούνται τον ευνοϊκό άνεμο ξεδιπλώνοντας τα πανιά, ξαφνικά όμως τους βρίσκει αντίθετος άνεμος. Αλλά οι ναύτες δεν ξαρματώνουν το καράβι, επειδή τους βρήκε ο ξαφνικός άνεμος· περιμένουν λίγο ή ακόμη και παλεύοντας με τη θύελλα συνεχίζουν το ταξίδι τους. Έτσι κι εμείς· όταν μας βρει αντίθετος άνεμος, τον σταυρό θα τεντώσουμε για κατάρτι και άφοβα θα κάνουμε το ταξίδι μας».
 * * *
«Όπως ακριβώς ο θησαυρός όταν βγει στο φανερό λιγοστεύει  και τελικά εξαφανίζεται, κατά τον ίδιο τρόπο και η αρετή, όταν γίνεται γνωστή και κοινοποιείται, χάνεται. Και όπως το κερί λιώνει, όταν πλησιάσει τη φωτιά, το ίδιο και η ψυχή διασκορπίζεται από τους επαίνους και χαλαρώνει».
* * *
«Όπως δεν είναι δυνατόν συγχρόνως να έχουμε και το φυτό και τον σπόρο, έτσι είναι αδύνατο να παράγουμε ουράνιο καρπό, όταν μας περιβάλλει η κοσμική δόξα».
* * *
«Αυτοί που μαζεύουν τον υλικό πλούτο με κόπους και κινδύνους στη θάλασσα, όταν έχουν κερδίσει πολλά, επιθυμούν τα πιο πολλά. Μάλιστα αυτά που τα ‘χουν στα χέρια  τα θεωρούν σαν ένα τίποτε και επεκτείνονται σ’ εκείνα που δεν τα έχουν. Και εμείς αν και δεν έχουμε τίποτε και από τα απαραίτητα που πρέπει να χαρακτηρίζουν τον μοναχό, τίποτε δεν επιθυμούμε να αποκτήσουμε για τον φόβο του Θεού».

* * *
«Υπάρχει λύπη που ωφελεί και λύπη που προκαλεί φθορά. Η χρήσιμη λύπη είναι για τα προσωπικά μας αμαρτήματα και για τις αδυναμίες του πλησίον. Συντελεί επίσης η λύπη αυτή στο να μην αστοχήσει ο μοναχός στην καλή του πρόθεση και στο να προσεγγίσει την τέλεια αγαθότητα.
Είναι και η θλίψη που προέρχεται από το εχθρό, παράλογη πέρα ως πέρα, την οποία μάλιστα κάποιοι την ονόμασαν ακηδία. Αυτό λοιπόν το πνεύμα της ακηδίας πρέπει να το απομακρύνουμε με προσευχή προπάντων και ψαλμωδία».
* * *
«Είναι επικίνδυνο να διδάσκει κανείς, εάν δεν έχει φθάσει στα κατάλληλα μέτρα δια του πρακτικού βίου.
Γιατί όπως ακριβώς, αν κάποιος έχει ετοιμόρροπο σπίτι και δεχθεί φιλοξενούμενους, θα τους κάνει κακό με το ενδεχόμενο γκρέμισμα του σπιτιού, το ίδιο και όσοι προηγουμένως δεν οικοδομούν τον εαυτό τους, προξενούν απώλεια και σ’ αυτούς που έρχονται κοντά τους· γιατί με τον λόγο τους προσκαλούν σε σωτηρία, αλλά με το κακό παράδειγμα της ζωής τους βλάπτουν πολύ τους αγωνιστές».
* * *
«Καλό είναι να μην οργίζεται κανείς. Αν όμως συμβεί να οργισθείς, ούτε μιας μέρας διάστημα δεν σου παραχωρεί για το πόθος αυτός που είπε: Η δύση του ηλίου να μη σας βρει ακόμη οργισμένους. Και εσύ λοιπόν περιμένεις, ώσπου να δύσει όλη σου η ζωή; Γιατί μισείς αυτόν που σε λύπησε, άνθρωπε; Δεν είναι αυτός που σε έβλαψε αλλά ο διάβολος. Μίσησε την αρρώστια και όχι τον άρρωστο».
* * *
«Υπάρχει και άσκηση σκληρή, που υπαγορεύεται από τον εχθρό· και μάλιστα οι δικοί του μαθητές το κάνουν αυτό. Πως λοιπόν να διακρίνουμε τη θεία και βασιλική άσκηση από την τυραννική και δαιμονική; Αυτό φαίνεται από τη συμμετρία. Όλη σου η ζωή ας είναι ένας κανόνας νηστείας. Μη νηστεύσεις τέσσερες ή πέντε μέρες και την επόμενη καταλύσεις με αφθονία τροφών. Σε κάθε περίπτωση η αμετρία είναι καταστρεπτική.
Όσο είσαι νέος και υγιής, νήστεψε· γιατί θα ‘ρθουν τα γηρατειά μαζί με την αδυναμία. Όσο λοιπόν ακόμη έχεις δυνάμεις, θησαύρισε εφόδια, για να βρεις ανάπαυση, όταν δεν θα μπορείς».
* * *
«Όσο προοδεύουν οι αγωνιστές, τόσο και με ισχυρότερο αντίπαλο έρχονται αντιμέτωποι».
* * *
«Είναι γραμμένο: Να έχετε τη σύνεση που έχουν τα φίδια και την ακεραιότητα που έχουν τα περιστέρια. Το να έχετε τη σύνεση των φιδιών, έχει ειπωθεί με την έννοια να μη μας διαφεύγουν οι επιθέσεις και τα τεχνάσματα του διαβόλου· γιατί το όμοιο από το όμοιό του γίνεται αμέσως αντιληπτό. Και η ακεραιότητα της περιστεράς δηλώνει την καθαρότητα των ενεργειών μας».
* * *
«Να είμαστε άγρυπνοι στην ψυχή. γιατί από τις αισθήσεις μας, όσο κι αν δεν το θέλουμε, οι κλέφτες εισέρχονται. Πως μπορεί π.χ. ένα σπίτι, όταν έξω αρχίζει να καπνίζει, να μη μαυρίσει από τον καπνό, εφόσον τα παράθυρά του είναι ανοικτά;»
 * * *
«Πρέπει πάντοτε να είμαστε οπλισμένοι εναντίον των δαιμόνων· γιατί και απ’ έξω έρχονται , αλλά και από μέσα μας ξεκινούν. Και η ψυχή, όπως ακριβώς το καράβι, άλλοτε βουλιάζει από τις τρικυμίες, που ξεσηκώνει έξω η θάλασσα, και άλλοτε από τα νερά που μαζεύονται στο αμπάρι βυθίζεται και χάνεται.
Έτσι λοιπόν κι εμείς άλλοτε καταστρεφόμαστε από τις αμαρτίες που εξωτερικά πραγματοποιούνται, και άλλοτε χανόμαστε με τους λογισμούς που ξεκινούν από μέσα. Πρέπει λοιπόν να προσέχουμε και τις προκλήσεις των ανθρώπων απ’ έξω, αλλά και τους λογισμούς, που αναβλύζουν από μέσα, να τους πετούμε έξω».
* * *
«Τέκνα μου, όλοι γνωρίζουμε τον τρόπο να σωθούμε, αλλά εξαιτίας της αμελείας μας μένουμε πίσω στη σωτηρία».
  * * *
«Εδώ στη γη δεν μπορούμε να ζούμε αμέριμνοι. Γιατί η Γραφή λέει: Όποιος νομίζει ότι στέκεται καλά στα πόδια του ας προσέχει μην πέσει. Δεν μας είναι φανερό τι θα συναντήσουμε στο πέλαγος της ζωής· διότι θάλασσα χαρακτηρίσθηκε από τον ιεροψάλτη Δαβίδ η ζωή μας. Αλλά στη θάλασσα άλλα μέρη είναι γεμάτα υφάλους, άλλα τρικυμισμένα και κάποια μέρη είναι και γαλήνια. Εμείς βέβαια πιστεύουμε ότι πλέουμε στα γαλήνια μέρη της θάλασσας, ενώ οι κοσμικοί στα ταραγμένα. Εμείς επίσης πλέουμε με οδηγό τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Ενδέχεται όμως πολλές φορές ο κοσμικός, που συναντά φουρτούνα και σκοτάδι, μένοντας άγρυπνος να σώσει το σκάφος του. Ενώ εμείς αν και πλέουμε σε γαλήνια θάλασσα, ενδέχεται να βουλιάξουμε ένεκα της αμελείας μας, αφήνοντας το τιμόνι του θελήματος του Θεού».
* * *
Είπε η αμμάς Συγκλητική: «Εφόσον είμαστε σε κοινόβιο, το προβάδισμα το δίνουμε στην υπακοή μάλλον και όχι στην άσκηση. Γιατί αυτή κατευθύνει στην υπερηφάνεια, ενώ η υπακοή στην ταπεινοφροσύνη».
* * *
«Πρέπει με διάκριση να διευθετούμε τα πράγματα της ψυχής. Έτσι μένοντας σε κοινόβιο μην επιδιώκουμε ότι αρέσει σε μας, ούτε να υπηρετούμε τη δική μας γνώμη, αλλά να πειθαρχούμε στον πνευματικό πατέρα που του εμπιστευθήκαμε. Παραδώσαμε τον εαυτό μας σε εξορία, δηλαδή αποξενωθήκαμε από τις κοσμικές φροντίδες. Απ’ ότι αποξενωθήκαμε, μην αναζητούμε τα ίδια. Εκεί είχαμε δόξα, εδώ ατιμία· εκεί αφθονία τροφών, εδώ και του ψωμιού ακόμη τη στέρηση».
* * *
«Όπως ακριβώς είναι αδύνατο να κατασκευασθεί ένα πλοίο χωρίς καρφιά, έτσι είναι αδύνατο να σωθεί κανείς χωρίς ταπεινοφροσύνη».
* * *
«Σ’  αυτή τη γη βρισκόμαστε σαν μέσα σε δεύτερη μητρική κοιλιά. Όπως δηλαδή μέσα στη μήτρα της μάνας μας δεν ζούσαμε όπως ζούμε τώρα ούτε απολαμβάναμε τις στερεές τροφές που τρώμε τώρα ούτε και μπορούσαμε να κάνουμε ότι κάνουμε τώρα – κι αυτό γιατί ήμασταν μακριά από το φως του ήλιου κι από κάθε άλλο φως – και γενικά, όπως τότε στερούμασταν πολλές επίγειες απολαύσεις, έτσι και στον κόσμο τούτο στερούμαστε ορισμένα μεγάλα και θαυμαστά αγαθά της βασιλείας των ουρανών.
Αφού λοιπόν γνωρίσαμε καλά τα επίγεια, ας επιζητήσουμε τα ουράνια. Τις εδώ τροφές τις δοκιμάσαμε, ας επιθυμήσουμε τις θεϊκές. Το επίγειο φως το απολαύσαμε, ας ποθήσουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Ας θελήσουμε ν’  αντικρύσουμε την άνω Ιερουσαλήμ, σαν πατρίδα και μητέρα μας. Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας ας τον ζήσουμε με την προσδοκία του ουρανού, για ν’  απολαύσουμε και τα αιώνια αγαθά.
Όπως λοιπόν, τα έμβρυα από ατελέστερη τροφή και μορφή ζωής περνούν ύστερα – αφού αναπτυχθούν μέσα στην μήτρα – σε τελειότερη μορφή ζωής και διατροφή, έτσι και οι δίκαιοι, αφού αναπτυχθούν πνευματικά με τον τρόπο  της ζωής τους μέσα στον κόσμο, προχωρώντας κατά την Γραφή «εκ δυνάμεως εις δύναμιν» (Ψαλ. 83 : 8) πηγαίνουν έπειτα στην ουράνια πολιτεία. Οι αμαρτωλοί, αντίθετα, όπως ακριβώς τα έμβρυα που πέθαναν στη μητρική κοιλιά, από το ένα σκοτάδι παραδίνονται στο άλλο, επειδή και στη γη που βρίσκονται ζουν σαν μέσα σε σκοτάδι, προσκολλημένοι καθώς είναι στα γήινα. Αλλά και όταν πεθάνουν, σε πιο σκοτεινούς και μαύρους τόπους ρίχνονται.
Τρεις φορές, θα λέγαμε, γεννιόμαστε. Την πρώτη, όταν βγαίνουμε από τους μητρικούς κόλπους, οπότε από γη ερχόμαστε πάλι σε γη. Με τις άλλες δυό γεννήσεις όμως ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Και απ  αυτές η μία, που πραγματοποιείται με το άγιο Βάπτισμα, συντελείται από τη θεία Χάρη. Αυτή την ονομάζουμε, και είναι πραγματικά, «παλιγγενεσία» (δηλαδή αναγέννηση). Η άλλη πάλι, συντελείται από τη μετάνοιά μας και τους κόπους της αρετής. Σ  αυτή βρισκόμαστε τώρα».


31 Δεκεμβρίου 1987 Λόγος της Γερόντισσας Μακρίνας


Από το βιβλίο
«Λόγια καρδιάς Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου 1921 - 1995»






Πέρασε και πάλι ένας ολόκληρος χρόνος. Μακάριος όποιος έβαλε καλή αρχή και αγωνίστηκε, όποιος έκανε αποθήκη στα πνευματικά του καθήκοντα, έκανε το θέλημα του Θεού, όποιος βάδισε θεαρέστως. Τα λεπτά, οι ώρες περνούν· οι μέρες, τα χρόνια κυλούν· όλα παρέρχονται και μένει στον άνθρωπο η υπακοή στο θέλημα του Θεού. Ο άνθρωπος ότι προσευχές κάνει, όποιον πνευματικό αγώνα κάνει, ότι εγκρατεύεται νοερώς, σωματικώς, πνευματικώς, ότι έχει στην άκρη, εάν όλα αυτά τα εργάζεται για τον Θεό, γράφονται και παραμένουν στα βιβλία Του. Ο Θεός σημειώνει και ο Άγγελος φύλακας της ψυχής γράφει. Ο διάβολος γράφει τα δικά του.
Σαν άνθρωποι είμαστε τρεπτοί· λέμε, τώρα θα βάλουμε καλή αρχή, θα μετανοήσουμε, θα κάνουμε τούτο, θα φτιάξουμε εκείνο, αυτό δεν θα το πω αύριο, δεν θα πω ξανά εκείνο, ότι μπορώ θα κάνω για την αγάπη του Χριστού, αλλά η σάρκα μας νικάει και πέφτουμε· όλα αυτά είναι πτώσις. Όπως αποβάλλεται το φαγητό, έτσι αποβάλλεται και ο λόγος του Θεού· πολλές φορές υποσχόμαστε στον Θεό ότι τα είμαστε παιδιά Του, θα βάλουμε καλή αρχή, αλλά έρχεται ο διάβολος και μας ρίχνει πότε στο ένα, πότε στο άλλο και πέφτουμε. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει πως πρέπει να βάζουμε καλή αρχή κάθε μέρα.
Όταν σηκωνόμαστε το πρωί, αμέσως να βάζουμε τη σιδερένια περικεφαλαία, το θώρακα και τις σιδερένιες μπότες, για να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το διάβολο, απ’ όπου και αν μας χτυπήσει. Όταν δεν είμαστε οπλισμένοι, είμαστε ακάλυπτοι. Τι είναι ο θώρακας; Είναι η προσευχή που μας φυλάει και μας προσέχει, για να βαδίζουμε στο θέλημα του Θεού. Οι σιδερένιες μπότες; Για να βαδίζουμε ανάμεσα σε τριβόλια, αγκάθια και πέτρες με ασφάλεια. Η περικεφαλαία τι είναι; Είναι η ταπείνωσις. Αν αυτά έχουμε κατά νου, θα σηκωνόμαστε και θα αντιμετωπίζουμε την ημέρα με φόβο Θεού και θα κάνουμε το θέλημα Του. Όταν όμως δεν έχουμε την πνευματική προετοιμασία, αρχίζει ο διάβολος να μας πολεμάει και να μας ρίχνει στην κατάκριση και στην υπερηφάνεια. Η κατάκρισις δε, έχει τόσο μεγάλες παγίδες, που δεν μπορεί να τις φανταστεί ο άνθρωπος· έχει αργολογία, εμπαιγμό, γέλωτα, κραυγή, ψέμα και τόσα άλλα. Από την κατάκριση ξεκινούν όλα τα μεγάλα κακά και θανάσιμα αμαρτήματα. Το πρώτο τελώνιο που θα περάσουμε είναι το δαιμόνιο της κατακρίσεως· αυτό που «περδικλώνει» και ρίχνει στην αφάνεια. Βέβαια τέλειοι δεν είμαστε, είμαστε άνθρωποι και ένας λογισμός θα μας περάσει· αλλά να μη μένει, να μη διατηρείται μέσα στη διάνοιά μας και πιάνει ρίζες και ύστερα δεν βγαίνει. Γι’ αυτό λέει, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», για να έχουμε την προσευχή, να έχουμε τον νου μας συνεχώς στον Χριστό και στα μεγαλεία του Θεού. Έτσι θα μπορέσουμε να νικήσουμε το διάβολο που είναι ένα θηρίο ανήμερο και κοιτάζει από εδώ κι από εκεί, πώς να μας καταποντίσει και να μας ρίξει.
Εμείς πρέπει να είμαστε οπλισμένοι. Όταν θα χτυπάει το ρολόι, να μας θυμίζει την κρίση του Θεού, τη σάλπιγγα που θα σαλπίσει· κι αυτό θα μας φέρνει τη μνήμη θανάτου. Να κάνουμε πολύ αγώνα, να γίνουμε πνευματικοί άνθρωποι, πνευματοφόροι. Η προσευχή φτάνει μέχρι την Αγία Τριάδα. Γι’ αυτό παρακαλούν οι άνθρωποι, γι’ αυτό γίνονται θαύματα. Οι ασθενείς γίνονται καλά, οι αμαρτωλοί μετανοούν, οι ξεστρατισμένοι άνθρωποι φωτίζονται και παίρνουν καλό δρόμο. Ένας άρρωστος που βρίσκεται στο νοσοκομείο θεραπεύεται· αναρωτιόμαστε και λέμε, από πού θεραπεύτηκε; Θεραπεύτηκε από τις προσευχές των μοναχών, των μοναζουσών και των πιστών. Στις προσευχές μας να λέμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, θεράπευσον τους δούλους Σου που είναι στα νοσοκομεία, βοήθησον τους φυλακισμένους, βοήθησον τον τάδε αμαρτωλό», και θα φωτίζεται ένας φυλακισμένος, θα σώζεται ένας αμαρτωλός. Και λες: «Πως μετανόησε αυτός ο άνθρωπος, πως έγινε;». Είναι από τις προσευχές όλων.
Εμείς πρέπει να έχουμε συνεχώς το νου μας στην προσευχή και να έχουμε προσοχή. Να προσέχουμε όσο το δυνατόν περισσότερο. Να κάνουμε κάθε βράδυ ταμείο. Να λέμε: «Ποιόν θλίψαμε, ποιόν κακολογήσαμε, τι καταφρονήσαμε;». Να μη μας ελέγχει η συνείδησίς μας. Να έχουμε αγάπη, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Αυτά τα λέει ο Χριστός. Τι ωραία! Να αγαπήσουμε πάνω απ’ όλα τον Θεόν μας και τον πλησίον μας ως τον εαυτόν μας. Θα μας ενισχύει η Χάρις του Θεού, όταν έχουμε αυτή τη μεγάλη αγάπη.
Να βάλουμε καλή αρχή, να μας δώσει ο Θεός μετάνοια, γιατί ο άνθρωπος που έχει μετάνοια δεν έχει υπερηφάνεια ούτε εγωισμό. Να μας δώσει επίγνωση του εαυτού μας, για να έχουμε ταπείνωση. Όταν θα ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και θα λέμε «ευλόγησον» και «νάναι ευλογημένο», θα γίνεται  το θέλημα του Θεού. Πάει μπροστά όποιος γίνεται τελευταίος, και όποιος πάει πίσω ο Θεός τον πάει μπροστά. Να αγαπάμε λοιπόν πολύ τον Θεό, γιατί σ’ Αυτόν κρεμόμαστε και δι’ ευχών των Πατέρων μας  και δι’ ευχών του Γέροντος μας, να μας αξιώσει ο Θεός να έχουμε αγαθό τέλος.
Όσες μας αξίωσε ο Θεός να λάβουμε και να φοράμε το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα, - αλλά και όσες δεν το φορούν, να τις αξιώσει ο Θεός να το λάβουν– γνωρίζουμε πως έχει τόση ομορφιά, τόσο μεγαλείο και τόσο κάλλος, που δεν μπορεί να το φανταστεί η διάνοια του ανθρώπου. Μόνο κατά την ώρα της κουράς του μπορεί ο μοναχός να καταλάβει το μέγεθος του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος. Τότε ο Θεός ανοίγει τα μάτια της ψυχής και έρχεται ο φωτισμός, έρχεται και η αλλοίωση. Η ψυχή τον καιρό αυτό που προετοιμάζεται για το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα, κάνει γενική εξομολόγηση με πολλή ταπείνωση και σεβασμό και σκέφτεται: «Πως θα γονατίσω στο μαρμαράκι αυτό και τι υποσχέσεις θα δώσω ενώπιον Αγγέλων και Αρχαγγέλων;». Γιατί εκείνη την ώρα που θα γονατίσουμε εμπρός στο ιερό Βήμα, για να διαβασθούν οι ευχές, θα παρίστανται άγιοι Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Κυριότητες, Θρόνοι και άνθρωποι. Αυτοί όλοι θα παρουσιαστούν και στη Δευτέρα Παρουσία και θα πουν: «Ναι, εμείς παρευρεθήκαμε στη χειροτονία της αδελφής τάδε». Όταν όμως δεν θα κάνουμε το θέλημα του Θεού, θα είναι μάρτυρες κατήγοροι, δεν θα έχουμε την υποστήριξή τους, αλλά θα μας ελέγξουν, γιατί δεν κάναμε το θέλημα του Θεού σαν μοναχές που είμαστε. Πρέπει να βιώνουμε αγγελικά, γιατί το Μέγα Σχήμα είναι Αγγελικό. Αν πολιτευόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Θεός που είναι τόσο εύσπλαχνος και έχει τόση αγάπη στους μοναχούς, θα μας δώσει ουράνια πράγματα. Όλα για εμάς τα έχει ετοιμάσει, για τον άνθρωπο. Για σκεφτείτε τους Αγγέλους πόσο χαίρονται, που τους αξίωσε ο Θεός να δουν την μορφή Του, όταν κατέβηκε και σαρκώθηκε! Και πόσο θα χαίρονται τώρα που θα παρίστανται πάλι στη δόξα και στα μεγαλεία του Θεού. Για σκεφτείτε και ο άνθρωπος, που είναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού», τι μεγαλεία θα απολαύσει! 
Σας το έχω πει και άλλη φορά. Ήταν ένας Γέροντας - τώρα στις μέρες μας-, που με αξίωσε ο Θεός να τον γνωρίσω. Είχε δει πολλές οπτασίες. Ήταν και πολύ ελεήμων. Στο δρόμο που πήγαινε, όταν συναντούσε κάποιον που είχε ανάγκη, έδινε το ράσο του, τα παπούτσια του, τις κάλτσες του, όλα τα έδινε ελεημοσύνη· ήταν πολύ απέριττος. Τρυγούσαν τα σταφύλια, ανέβαινε στην ταράτσα και τα πετούσε ελεημοσύνη. Μια μέρα ήρθε ένα γεροντάκι και ζητούσε ψωμί. Πήγε η μοναχή στον Γέροντα, - δεν κάνανε κάτι χωρίς την ευλογία του Γέροντα-, και του λέει:
- Γέροντα, ήρθε ένα γεροντάκι και ζητάει ψωμί. Τι να κάνω, δεν έχουμε. Έχουμε μόνο λίγο ψωμάκι για αύριο που θα πάμε στ’ αμπέλι.
- Να το δώσετε.
- Τι θα φάμε αύριο, σταφύλια σκέτα θα τρώμε, Γέροντα;
- Ναι, σταφύλια σκέτα να φάτε· γιατί να μη φάτε;
Έφυγε η μοναχή και από μέσα της έλεγε: «Θα κάνω παρακοή· δεν το δίνω, εμείς τι θα φάμε;». Εκεί στην αυλή όμως που βάδιζε, σκέφτηκε και είπε: «Αφού ο Γέροντας θέλει να το δώσω, ας το δώσω. Θα πάω να αναπιάσω προζύμι». Πήγε στο ζυμωτήριο, και τι να δει; Πάνω στον πάγκο ήταν αχνισμένα ροδοκόκκινα ψωμιά. Άρχισε να φωνάζει και έτρεξε στον Γέροντα. Μαζί με τον Γέροντα ήταν και ένας ιερέας. «Γέροντα, τρέξτε, ο πάγκος είναι γεμάτος από ροδοκόκκινα ψωμιά!». Πήραν τα πετραχήλια, πήγαν και είδαν τα ψωμιά και άρχισαν να διαβάζουν εξορκισμούς, να τα σταυρώνουν και τα ψωμιά παράμεναν εκεί, στον πάγκο. Τότε η μοναχή λέει στον Γέροντα: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, πολύ αγανάκτησα και είπα ένα σωρό λόγια». Γι’ αυτό θέλησε ο Θεός να γίνει αυτό, για να φανεί τι κάνει ο Γέροντας και η υπακοή στον Γέροντα. Έπειτα πήραν τα ψωμιά, τα κόψανε ευλογίες, τα κάνανε παξιμάδι και το τρώγανε σαν ευλογία για πολύ καιρό. Αυτός ο παππούλης είχε πολλή αγάπη στην Αγία Τριάδα. Έλεγε: «Το πρώτο κομποσχοίνι που θα κάνετε αρχίζοντας την προσευχή σας, θα είναι για την Αγία Τριάδα· θα λέτε Αγία Τριάς, ελέησον ημάς”». Έτσι λοιπόν να επικαλείσθε την Αγία Τριάδα, με πολλή αγάπη.


Γερόντισσα Ξένη της Αιγίνης



Η γερόντισσα Ξένη - κατά κόσμον Χρυσάνθη Στρογγυλού - είδε το φως του ήλιου το 1867 στα Χανιά της Κρήτης, την εποχή που έβραζε η Κρητική επανάσταση για να απαλλαγεί το νησί από τον Τουρκικό ζυγό. Οι ευσεβείς γονείς της Νικόλαος και Μαρία φρόντισαν να μεγαλώσει η μικρή Χρυσάνθη με τα νάματα της Εκκλησίας και να γνωρίσει από μικρή την αλήθεια του Χριστού. Στα εννιά της χρόνια η μηνιγγίτιδα της στερεί το φως της αλλά ουδόλως επηρεάζει την μειλιχιότητα και την σεμνότητα του χαρακτήρα της.
Χρόνια αργότερα θα βρεθεί στην Αθήνα. Αρχίζει να εκκλησιάζεται στον ναό των Ταξιαρχών στο Πολύγωνο. Εκεί θα γνωρίσει ευσεβείς πιστούς, όπως η Αικατερίνη Ματθαιοπούλου. Στην οικία Ματθαιοπούλου η Χρυσάνθη θα γνωρίσει τον Άγιο Νεκτάριο, μετά από ένα μνημόσυνο. Μπαίνει σε μια ομάδα νεαρών κοριτσιών που ολόψυχα ποθούν να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στο Θεό. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι ο πνευματικός τους πατέρας που τις νουθετεί και τις καθοδηγεί.

Η ίδρυση της Μονής στην Αίγινα
Ο Άγιος Νεκτάριος ως διευθυντής στη Ριζάρειο Σχολή επιτέλεσε μέγιστο ποιμαντικό και εξομολογητικό έργο στην Αθήνα. Ήταν ο αληθινός Ιεράρχης που τον είχαν προστάτη, οδηγό και συμπαραστάτη όσοι δοκιμάζονταν και αγωνίζονταν για την πνευματική τους ανύψωση. Ανάμεσα στους πιστούς και η Χρυσάνθη με την άτυπη συνοδεία της, με βαθιά πίστη, ευσέβεια, αγάπη και φόβο Θεού. Αγωνίζονταν για μια πνευματικότητα που δεν απέρρεε από πτυχία Πανεπιστημίου και ειδικές σπουδές. Μόνη τους επιθυμία να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και να αποσυρθούν σε ένα μοναστήρι μόνο με το Νυμφίο της ψυχής τους.
Ο ασκητής επίσκοπος τότε Νεκτάριος, αποδέχθηκε το αίτημά τους γιατί ήταν και δική του βαθιά επιθυμία να αποσυρθεί στην έρημο και να απολαύσει τα αγαθά της νηπτικής ζωής. Η επιμονή και η σταθερότητα του αιτήματος της Χρυσάνθης και των υπολοίπων κοριτσιών έκαναν τον Άγιο να θεωρήσει με έναν τρόπο διορατικό, ότι ήταν θέλημα Θεού να ιδρύσει γυναικείο μοναστήρι.
Άρχισε λοιπόν να αναζητά μαζί τους κατάλληλο τόπο για να μονάσουν. Επισκέφθηκαν το Λαύριο, την Τήνο και την Αίγινα. Στον τελευταίο προορισμό ξεχώρισαν την παλαιά μονή της Ιεράς Ζωοδόχου Πηγής στην τοποθεσία «Ξάντος», που απέχει περίπου έξι χιλιόμετρα από την πόλη της Αίγινας.
Ο Άγιος επισκέφθηκε τη μονή το καλοκαίρι του 1904. Η ιερότητα του τόπου - Επισκοπή του Αγίου Διονυσίου - τα κατανυκτικά παρεκκλήσια της περιοχής, η γαλήνη του τοπίου αλλά και το γεγονός ότι σύμφωνα με την παράδοση ασκήτευσε στη μονή επί Τουρκοκρατίας η Αγία Αθανασία - πριν αναγκασθεί από τους πειρατές να καταφύγει στη Θεσσαλονίκη μαζί με τις Αγίες Θεοδώρα και Θεοπίστη τις Αιγινίτισσες - όλα αυτά τον έκαναν να αποφασίσει να εγκαταστήσει στην Αίγινα το ησυχαστήριο.
Ο Άγιος Νεκτάριος με τις κατάλληλες ενέργειες φρόντισε να εξασφαλίσει την συγκατάθεση του οικείου ιεράρχη, του Δήμου Αίγινας και των αστυνομικών αρχών.
Έτσι, το φθινόπωρο του 1904, με τις ευχές και τη στήριξη του Αγίου Νεκταρίου, εγκαθίστανται στο μισοερειπωμένο μοναστήρι, στην περιοχή Ξάντος, μια συνοδεία από νέες γυναίκες που επιθυμούσαν να ακολουθήσουν μοναχικό βίο. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πραγματικά δύσκολες. Ο Άγιος ενίσχυε την μικρή αυτή συνοδεία με κάθε τρόπο, στέλνοντας χρήματα και τρόφιμα για την στοιχειώδη συντήρησή τους. Τους έστελνε και επιστολές πατρικές, που φανερώνουν το ενδιαφέρον και την ευαισθησία του, για κάθε πτυχή της νέας ζωής των αδελφών.

Ηγουμένη Ξένη
Με την πνευματική διαύγεια που διέκρινε τον Άγιο, όρισε για ηγουμένη την τυφλή Χρυσάνθη που ονομάστηκε Ξένη μοναχή. Οι πιστοί της Αίγινας εκτίμησαν τον χαρακτήρα της, το προφητικό και προορατικό χάρισμα της γερόντισσας, αλλά και την βαθιά εμπιστοσύνη και αφοσίωση που της έδειχναν οι υπόλοιπες αδελφές της Μονής.
Στις αδελφές που αρχικά συνόδευαν την Χρυσάνθη και μετέπειτα ηγουμένη τους, ενσωματώθηκαν και τρείς ασκήτριες που διέμεναν από πριν στη Μονή και σύντομα η αδελφότητα αυξήθηκε στις δέκα αδελφές. Η ηγουμένη Ξένη είχε και θαυμάσιο ποιητικό τάλαντο. Έγραφε ύμνους στο Χριστό, στην Παναγία, στους Αγίους. Μοναχή η οποία έβλεπε με τα μάτια της ψυχής. Αντιλαμβανόταν ποιος ήταν απέναντι της κι ας μην είχε τη δυνατότητα να τον διακρίνει. Δεν έβλεπε καθόλου. Αλλά τα πάντα «έβλεπε».
Όταν έμπαινε στο Ναό έλεγε: «Γιατί παιδιά μου έχουν σκόνη οι εικόνες;». Μια μέρα είπε σε μια δόκιμη: «Γιατί φοράς τόσο κοντό φουστανάκι, αφού θα γίνεις μοναχή;».
Από το 1904 έως το 1908, ο Άγιος Νεκτάριος κατευθύνει πνευματικά με επιστολές του την αδελφότητα και θέτει τα θεμέλια του μοναστηριού ως κοινόβιο. Διδάσκει για τον μοναχισμό με απλότητα και αναφέρεται από τις νηπτικές θεωρίες μέχρι της πρακτικές λεπτομέρειες της ζωής της μοναχής.
Από τις 136 επιστολές του Αγίου που διασώζονται, περίπου οι 110 απευθύνονται προς την «οσιωτάτην εν Κυρίω αγαπητήν οσίαν Ξένην».
Η γερόντισσα παρά την ασθενική κράση της, διαρκώς προσεύχονταν και νήστευε, σε τέτοιο βαθμό που ανάγκαζε τον Άγιο Νεκτάριο να της θυμίζει ότι οφείλει να μην εκθέτει την υγεία της σε κίνδυνο. Από την ίδια ανησυχία ορμώμενος της έγραφε να λιγοστέψει τα «κομποσχοίνια». Η γερόντισσα πειθαρχούσε στις νουθεσίες του γιατί ήταν άνθρωπος της υπακοής.
Η ηγουμένη Ξένη είχε φόβο Θεού και ποτέ δεν μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, αν πρώτα δεν έπαιρνε την ευλογία του Αγίου. Με την βαθιά ταπείνωση που την διέκρινε απέφευγε να φορά καινούρια ράσα. Γι’ αυτό και όταν της έδιναν καινούργιο, το έκοβε σε ορισμένα σημεία και στη θέση τους τοποθετούσε μπαλώματα για να φαίνεται παλιό.
Ο Άγιος Νεκτάριος βασιζόμενος στη σοφία και στη σύνεση της, την παρότρυνε στις επιστολές του να γνωρίσει στις αδελφές «ότι οφείλουσιν άπασαι να εξαγορεύονται τους λογισμούς των σε αυτήν» ενώ της διευκρίνιζε: «επιθυμώ ουδεμία των αδελφών πλην σου να διατάσση».
Η γερόντισσα Ξένη αγωνιζόταν να δουλεύει για τον Θεό και να έχει το νου της στο Θεό. Αυτό προσπαθούσε να εμφυσήσει και στις αδελφές της Μονής συνιστώντας καθημερινά σε όλες προσευχή και προσοχή. Μάλιστα, για να μην το ξεχνούν, τις παρακινούσε κάθε μέρα να γράφουν τις δύο τόσο σημαντικές εντολές στην παλάμη τους: προσοχή και προσευχή.
Ο Άγιος Νεκτάριος εκτιμούσε βαθύτατα την κρίση της ηγουμένης, γι αυτό της ανέθεσε εν λευκώ το πρόγραμμα της Μονής. Ακόμη και το κελλί του, το έκτισε τελικά εκεί που η γερόντισσα είχε την άποψη ότι έπρεπε να κτισθεί.
Σε επιστολή του προς την γερόντισσα τον Δεκέμβριο του 1907, της γράφει: «Ο νους μου και ο πόθος μου εισίν αλλαχού, εις τον Πρόδρομον της Σκοπέλου, αλλά μια φωνή ενδόμυχος μοι λέγει, ότι ανέλαβες καθήκοντα εις την Αίγιναν και οφείλεις να εκπληροίς αυτά μένων εις την Αίγιναν».
Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος παραιτείται από την διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής και εγκαθίστανται μόνιμα στη νεοσύστατη Μονή, την οποία και αφιέρωσε στην Παναγία Τριάδα.
Η μόνη που δεν χάρηκε με την επιστολή που ήρθε από το Αρεταίειο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο Άγιος και σύμφωνα με την οποία η κατάσταση της υγείας του βελτιωνόταν, ήταν η γερόντισσα Ξένη. Τον είχε δει στην αυλή του μοναστηριού και της είπε: «Ήρθα να σας χαιρετήσω. Αναχωρώ». Και βέβαια δικαιώθηκε γιατί δεν άργησε να φτάσει η είδηση ότι ο Δεσπότης κοιμήθηκε. Πλήθος κόσμος κατέκλυσε το μοναστήρι για να τον ξενυχτήσει και να τον αποχαιρετήσει. Η ηγουμένη Ξένη δεν έπαψε στιγμή να προσφέρει παρηγοριά και ελπίδα στους απελπισμένους πιστούς που έκλαιγαν.
Η μοναχή Ξένη είχε πηγαία ποιητική φλέβα. Την ευαίσθητη ψυχή της, την λέπτυναν ακόμη περισσότερο ο πόνος και η πίστη. Αισθανόταν την ανάγκη να εκφράζει σε στίχους τα συναισθήματα που την πλημμύριζαν, την αγάπη της για τον Χριστό, την Παναγία, το δέος μπροστά στη Δευτέρα Παρουσία, το φόβο για τις αμαρτίες της και τον κρυμμένο πόνο, για το βαθύ σκοτάδι που την έζωνε.
Η γερόντισσα Ξένη κοιμήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1923.


Αναδημοσίευση από αφιέρωμα της εφημερίδος «Ορθόδοξη Αλήθεια»