Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Γερμανού (π. Ανυπόμονου) «Στο βουνό με τον Σταυρό κοντά στον Άρη».

Γνωρίζω τον Άρη

Τα παιδιά της Οργανώσεως μας συνέστησαν στον Άρη,(Άρης Βελουχιώτης - Αθανάσιος Κλάρας) εμένα και τον Παπαλεβέντη (π. Κωνσταντίνος Παπαλεβέντης (Παπαφλέσσας), εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Βλασσίου στο Δαδί Φθιώτιδος). Μίλησαν με ενθουσιασμό για τη δουλειά που κάμαμε στο Δαδί, την προσφορά μας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κ.λπ.. Μετά από αυτά λένε στον Άρη:
«Τώρα ο πάτερ Γερμανός θέλει να ’ρθει στον μόνιμο ΕΛΑΣ. Ο παπα-Κώστας θα γυρίσει μαζί μας».
«Να γυρίσει και ο άλλος παπούλης μαζί σας, γιατί εκεί θα προσφέρει περισσότερα απ’ ότι εδώ», τους λέει ο Άρης.
«Καπετάνιε μου, δεν με σηκώνει άλλο το κλίμα κάτω, γιατί με κυνηγάνε οι Ιταλοί», παρεμβαίνω στη συζήτηση εγώ, για να εξηγήσω την επιθυμία μου να βγω στο βουνό.
«Τότε το πράγμα αλλάζει. Αλλά θ’ αντέξεις παπούλη μου; Είναι σκληρή η ζωή στο Αντάρτικο», μου λέει ο Άρης.
«Θα έρθω κοντά σας και όσο αντέξω», του απαντώ.
«Εντάξει, λοιπόν, παπούλη μου», συμφωνεί ο Άρης και δίνουμε τα χέρια.

Μια σημαία και μια σάλπιγγα

Είχαμε βρει τον Άρη μέσα σ’ ένα μαγαζάκι της Κουκουβίστας. Κοντά του, εκτός των ανταρτών, ήταν και ο Άγγλος ταξίαρχος Έντυ Μάγιερς, ο οποίος εκείνη την ώρα μιλούσε με το συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, μέσω ενός ασυρμάτου που είχαν τοποθετημένο πάνω σ’ ένα τραπέζι του μαγαζιού. Ήταν εκεί και ο δικηγόρος Αλέκος Σεφεριάδης, για τον οποίο ο Άρης αργότερα δεν εξεφράζετο κολακευτικά, γιατί τον θεωρούσε πράκτορα των Άγγλων.
Πρώτη φορά έβλεπα τόσους αντάρτες μαζεμένους και ήσαν ντυμένοι μ’ ένα σωρό διαφορετικές ντυμασιές: Άλλος φόραγε φουστανέλλα, άλλος ντουλαμά, άλλος ιταλική στολή, άλλος γερμανική, άλλος αγγλική. Ένα σωστό μωσαϊκό από ντυμασιές και οπλισμό.
Ανάμεσα σε όλους ξεχώριζε ο γερο-Τσεκούρας (Νίκος Καρβέλης από το Καπνοχώρι, 70 ετών). Αυτός φορούσε φουστανέλλα, κάλτσες, καλτσοδέτες με φούντες, τσαρούχια με φούντες και φέσι κόκκινο. Είχε και ωραία γενειάδα. Αυτός ήταν ο σημαιοφόρος της ομάδος του Άρη. Ο Άρης τον έλεγε «Πατέρα» κι εκείνος τον προσφωνούσε «Παιδί μου, Άρη». Αυτός, λοιπόν, ο γερο-Τσεκούρας κράταγε τη σημαία την ελληνική, και στον ιστό της είχε Σταυρό μπρούτζινο που λαμποκοπούσε. Δεν είχε έλθει ακόμη, βλέπετε, η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» των τεκτόνων-μασώνων απριλιανών συνταγματαρχών, για να αφαιρέσει από τον ιστό της ελληνικής σημαίας τον Σταυρό!... Η σημαία που κράταγε ο γερο-Τσεκούρας είχε και γράμματα επάνω που έλεγαν: «Ελευθερία ή Θάνατος»!
Δίπλα στον γερο-Τσεκούρα ήταν ο Γιώργης Φουσέκης, αγνό παιδί από το Προσήλιο της Αμφίσσης. Αυτός ήταν ο σαλπιγκτής μας. Φόραγε ντουλαμά και κάλτσες και τσαρούχια με φούντες και φάριο. Αυτό το δύστυχο παιδί σκοτώθηκε στους Γαργαλιάνους τον Δεκέμβριο του 1944. Εγώ το εκήδευσα. Τι καλό παιδί που ήταν… χωριατόπαιδο, τσοπανόπουλο αγνό.
Αυτή την ελληνική σημαία και αυτή τη σάλπιγγα βρήκα μπροστά μου όταν βγήκα στο βουνό και αυτά ακολούθησα, με τη βεβαιότητα ότι κι εγώ, με τον τρόπο τον δικό μου, συνεχίζω την παράδοση του ελληνικού ράσου σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπου η πατρίδα μας βρίσκεται εμπερίστατη και το Γένος μας κινδυνεύει. Δεν βρήκα κόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο ούτε κομμουνιστικά κηρύγματα ούτε ξενόφερτα σύμβολα!
Ωστόσο, κι εγώ και όλοι όσοι βγήκαμε στο βουνό, για να προσφέρει ο καθένας μας ότι μπορούσε για τη λευτεριά της πατρίδος μας, θεωρούμεθα από το μετεμφυλιακό κράτος, αλλά και από την αδιάκριτη Ιεραρχία της Εκκλησίας μας κομμουνιστές, βούλγαροι, εχθροί της πατρίδος, πουλημένοι, προδότες, αντίχριστοι!...
Έπρεπε να περάσουν κοντά σαράντα χρόνια για να αναγνωρισθεί επιτέλους η Εθνική Αντίσταση —όπως, τέλος πάντων αναγνωρίσθηκε— κι όμως υπάρχουν ακόμη και σήμερα άνθρωποι που διακατέχονται από τις ίδιες ιδεοληψίες και από αυτά τα αισθήματα, παρά τα δεινά που επεσσώρευσαν στην πατρίδα μας με κορυφαία την επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και την τουρκική κατοχή σχεδόν της μισής Κύπρου από τον Αττίλα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974.
Η στάση τους μας φέρνει πάντα την αγανάκτηση, γιατί μας πνίγει αυτή η αδικία. Ούτε ηθικές ούτε υλικές αμοιβές ζητήσαμε ποτέ. Μόνο να μας αφήσουν ήσυχους και να μη μας βλέπουν ως εχθρούς της πατρίδος μας. Αμοιβή μας— για την οποία ποτέ δεν διαμαρτυρηθήκαμε— είναι το αίμα που προσφέραμε στον βωμό της Ελευθερίας, η ορφάνια και ο κατατρεγμός, οι νεκροί μας και τα τραύματά μας, οι φυλακές και τα ξερονήσια, οι εκτελέσεις και τα βασανιστήρια, η ξυπολησιά και η ψείρα, τα κρυοπαγήματα και οι ρευματισμοί, από τις συνέπειες των οποίων υποφέραμε και υποφέρουμε σε όλη τη ζωή μας.

«Λειτουργιά που χρόνια μας έχει λείψει!»

Από την Ανατολή φύγαμε για το χωριό Κολοκυθιά, κατεβήκαμε μία πλαγία που τη διαδέχθηκε ένας μεγάλος ανήφορος για να φθάσουμε εκεί.
Όταν αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, μου λέει ο Άρης:
«Δώσε μου, Παπούλη, το σακκίδιό σου, να το κρεμάσω στη σέλα του αλόγου μου».
«Δεν πειράζει, Αρχηγέ», του απαντώ. «Ας το κουβαλάω φορτωμένος για να συνηθίζω».
«Όχι», μου λέει. «Πρέπει να κάνουμε οικονομία δυνάμεων».
Τελικά του το έδωσα. Ήταν ο μόνος έφιππος μεταξύ αυτών που εκείνη τη μέρα ήμασταν μαζί του. Είχε ένα παληάλογο, που μου θύμιζε τον Ροσινάλντε, το σκελετωμένο άλογο του Δον Κιχώτη. Του το είχε δώσει ένας μπάρμπας του, Γάκης Μηνογιάννης λεγόμενος, που είχε ένα μεγάλο κτήμα με σπίτι πιο έξω από το χωριό Λευκάδα, στις όχθες του ποταμού Ρουστιανίτη. Κι επειδή ο Μηνογιάννης ήταν μπάρμπας του Άρη τον λέγαμε και εμείς «μπάρμπα του ΕΑΜ».
Φθάσαμε στην Κολοκυθιά κι εκεί διανυκτερεύσαμε. Το πρωί, όταν συγκεντρωθήκαμε για να κινήσουμε για τον προορισμό μας είδα στην πλατειούλα του χωριού πολλούς Λυχνιώτες, οι οποίοι πολλοί με χάρηκαν, όπως κι εγώ εκείνους. Είχαν έλθει εκεί μεταφέροντες τρόφιμα και άλλα εφόδια με τα ζώα τους.
Φεύγοντας από την Κολοκυθιά, στον δρόμο που πάει για τη Ράχη Καρπενησίου, ανάμεσα στα χωριά Αργύρια και Κυριακοχώρι, βρήκαμε μία πηγή μέσα στα έλατα και καθίσαμε να φάμε ότι πρόχειρο είχε ο καθένας. Έβγαλα και εγώ τις λειτουργιές και το τυρί που μου είχε δώσει ο παπα-Αλέκος και πρόσφερα στον Άρη. Εκείνος, παίρνοντας μια λειτουργιά στα χέρια του τη φίλησε μ’ ένα σκαστό φιλί λέγοντας:
«Βλέπετε, συναγωνιστές; Για να ‘χουμε τον Παπούλη μαζί μας, τρώμε και λειτουργιά, που χρόνια πολλά μας έχει λείψει!...»

«Πάτερ Ανυπόμονος»


Στην Αγία Τριάδα μείναμε αρκετό διάστημα. Άρχισαν να καταρτίζονται και να συστηματοποιούνται ομάδες, διμοιρίες κ.λπ.. Εμένα με κατέταξαν στην Ομάδα Διοικήσεως, η οποία τελούσε υπό την άμεση αρχηγία του Άρη.
Εσυντάσσετο ένας κατάλογος ανταρτών, όπου για λόγους ασφαλείας ανεγράφοντο με ψευδώνυμα. Όταν έφθασε η σειρά μου, ο Λευτέρης Χρυσιώτης (Σπύρος Τσιλιγιάννης, από τη Χρυσώ Ευρυτανίας), διμοιρίτης που εκτελούσε χρέη γραμματέα, με ρώτησε:
«Πώς να σε γράψω, Παπούλη; Τι όνομα ή μάλλον τι ψευδώνυμο θα πάρεις;».
Όμως πριν προλάβω να απαντήσω στον Χρυσιώτη, επεμβαίνει ο παριστάμενος Άρης και λέει:
«Πάτερ Ανυπόμονος!». Και αμέσως προσθέτει: «Είναι πολύ φουριόζος ο παπούλης κι αυτό το επίθετο του ταιριάζει».
Έτσι πολιτογραφήθηκα στον ΕΛΑΣ ως ο «Πάτερ Ανυπόμονος».

«Θα προσεύχεσαι για μας...»

Κάποια στιγμή, που βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία, ρώτησα τον Άρη ποια θα ήταν τα καθήκοντα και ποια η αποστολή μου.
«Εδώ, παπούλη μου, κόσμο για να πολεμάει έχουμε και κάθε μέρα μας έρχονται κι άλλοι… Εσύ θα είσαι ο παπάς μας και θα προσεύχεσαι για μας! Θα φοράς το ράσο σου το καλυμαύχι σου, τον σταυρό σου. Θα είσαι ο παπάς μας!...»
Τα λόγια αυτά του Άρη, κατ’ εμέ, ερμηνεύονται ως εξής: «Να κάνεις τον σταυρό σου και να παρακαλάς τον Θεό, σαν παπάς που είσαι, να μας φωτίζει στο καλό και να μας βοηθάει, ως δίκαιος Θεός που είναι, γιατί κι εμείς για την ελευθερία και τα δίκαια του Λαού Του αγωνιζόμαστε».
Και με αυτά τα λίγα που είπαμε —και τα πολύ περισσότερα που εννοήσαμε ο καθένας μας— εγώ προγραμμάτισα την παραπέρα δράση μου.
Η μονάδα στην οποία ανήκα δεν είχε μόνιμη διαμονή, δεν είχε έδρα. Διαρκώς μετεκινείτο σε διάφορες περιοχές, όπου οι ανάγκες του αγώνα το καλούσαν και οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες το απαιτούσαν. Ο Άρης, πολλές φορές, από εκεί όπου τύχαινε να βρισκόμαστε, μου ανέθετε διάφορες αποστολές, πέραν της προσευχής.
Εκείνο που φρόντιζα πάντα ήταν —αν συνέπιπτε την ημέρα που βρισκόμουν σε κάποιο χωριό να είναι Κυριακή ή γιορτή— να πηγαίνω στην εκκλησία και, πάντοτε με την άδεια του εφημερίου της, να ψάλλω, να κηρύττω ή και να λειτουργώ, εάν ο ιερεύς διέθετε δεύτερη ιερατική στολή. Γιατί εγώ δεν είχα μαζί μου παρά μόνον ένα μικρό Επιτραχήλιον, ένα Ευχολόγιον, έναν μικρό Σταυρό αγιασμού, λίγο θυμίαμα και 5-6 κεριά από αγνό κερί για να μη λειώνουν. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας προτιμούσα να πιώ έναν καφέ στο μαγαζάκι του χωριού, για να μου δοθεί η ευκαιρία να πιάσω κουβέντα με τους χωριανούς και να τους ειπώ τα δέοντα.