Ο ήλιος έκανε τα βοσκοτόπια της Ιουδαίας να αχνίζουν εκείνο το ζεστό απομεσήμερο. Οι ξωμάχοι είχαν σταματήσει από ώρα τις δουλειές τους και είχαν αναζητήσει τη δροσερή σκιά κάτω από τα δέντρα και τα βράχια. Βοσκοί και μικρογεωργοί οι περισσότεροι, αποζητούσαν καθημερινά και παρακαλούσαν για το Θεϊκό έλεος. Στρουθία, που μάζευαν τους σπόρους που έριχνε ο Πλάστης .
Ένα στενό μονοπάτι περνώντας μέσα από τα άγονα χωραφάκια και τις σκονισμένες ελιές, μέσα από τα λιγοστά δένδρα και τα ξερά χορτάρια, οδηγούσε μακριά, στη χώρα της Αιγύπτου.
Σαν μια μαύρη κουκίδα μέσα στο καφεπράσινο του τοπίου, ένα υπομονετικό ζώο προχωρούσε κουρασμένο. Στην πλάτη του καθόταν μια νέα γυναίκα, σχεδόν κοριτσάκι, με ένα μωρό στην αγκαλιά και πλάι περπατούσε ένας άνδρας μεσόκοπος στηριγμένος στο ραβδί του. Σχεδόν νύχτα είχαν φύγει από τη Βηθλεέμ σαν κυνηγημένοι. Κυνηγημένοι και οδηγημένοι από Θεϊκές εντολές. Βάδιζαν σιωπηλοί, κάτω από το βάρος της αγάπης που είχε επιλέξει εκείνους ως δοχεία να πληρωθούν με Άγιο Πνεύμα. Ως εκτελεστές των εντολών Του για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Ως παιδιά, που ο πατέρας τα εμπιστεύτηκε και τα έστειλε να φέρουν το Ζων Ύδωρ.
Περπατούσαν συνεχώς από το πρωί, χωρίς στάση, χωρίς ξεκούραση, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την εκδικητική μανία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Μιας ματαιοδοξίας που θα γινόταν στεφάνι μαρτυρίου για χιλιάδες νήπια. Για νήπια που χωρίς ακόμα να καταλάβουν, γιατί ήλθαν στον κόσμο τούτο έφευγαν με τον πιο άγριο τρόπο. Σε λίγη ώρα οι σπαρακτικές κραυγές των δύστυχων γονέων, μαζί με τις κραυγές χιλιάδων παιδιών που σφαγιάζονταν, θα αντιλαλούσαν πάνω στις ξερολιθιές και τα βράχια. Πάνω στα κορφοβούνια και τις κοιλάδες. Πάνω στα ξερόκλαδα και τα αγκάθια. Θα γινόταν αέρινο μαχαίρι κοφτερό, που θα μάτωνε τις φυλλωσιές και τα χορτάρια.
Το τοπίο, βήμα το βήμα, μεταβαλλόταν και γινόταν όλο και πιο άγριο όλο και πιο σκληρό. Οι βράχοι εναλλάσσονταν με την άμμο και τα λιγοστά καχεκτικά δέντρα. Εδώ δεν ήταν πια, ο τόπος των χωρικών. Ήταν ο τόπος των καραβανιών, των ληστών και των κυνηγημένων. Ήταν ο τόπος που καίγονταν οι ψυχές και μεταλλάσσονταν είτε για καλό είτε για κακό. Ένας τόπος που έμελλε πολλά χρόνια αργότερα να γίνει στίβος αγώνα και πάλης πνευματικής. Μια απόκοσμη ερημιά που θα φύτρωναν χιλιάδες άνθη ευωδιαστά, που το στεγνό αγέρι της ερήμου θα έφερνε στις ψυχές μας, για αιώνες τη μυρωδιά τους. Για αιώνες και μέχρι τη συντέλεια του αιώνος …
Η παρουσία και τα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας είχαν πια χαθεί εδώ και πολλή ώρα και μπροστά τους απλωνόταν το άγριο τοπίο.
Το μυαλό του άνδρα ήταν ξέχειλο από τον χείμαρρο των υπερφυσικών γεγονότων. Παρασυρμένος και βαλμένος σε ένα Θεϊκό σχέδιο. Επιλεγμένος αυτός, από μυριάδες άλλους να εκπληρώσει τα προφητικά λόγια των γραφών, που χρόνια τώρα άκουγε, από τους δασκάλους και τους διαβασμένους. Αυτός ο μικρός, ο ταπεινός, ο σχεδόν αγράμματος, να είναι ο προστάτης της Παρθένου που θα γεννήσει τον Μεσσία;
Εδώ και μήνες ζούσε μέσα σε μια ονειρική πραγματικότητα. Ζούσε στον προθάλαμο του Παραδείσου. Έβλεπε τους Αγγέλους. Μιλούσε μαζί τους. Τους άκουγε να ψέλνουν. Έβλεπε υπερκόσμια γεγονότα στον νυκτερινό ουρανό. Τα επουράνια είχαν γίνει ένα με τα επίγεια. Άγγιζε τον Μεσσία, έβλεπε το χαμόγελο του και άκουγε το κλάμα του. Πολλές φορές αναρωτιόταν και παιδευόταν, προσπαθώντας να εξηγήσει με την λογική του όλα αυτά που του συνέβαιναν. Μάταιος κόπος. Πάντα όμως βρισκόταν δίπλα του ένα Αγγελικό χέρι που διώχνοντας τα σκοτάδια της λογικής τον οδηγούσε στο Θεϊκό παράλογο και υπέρλογο.
Κοίταξε την γυναίκα στο πλάι του. Ήταν κουρασμένη. Το παιδί κοιμόταν ζαλισμένο από το κούνημα του ζώου. Έπρεπε να βρει γρήγορα κάποιο κατάλυμα για να περάσουν το βράδυ. Κοίταξε γύρω του. Ερημιά. Όμως δεν φοβήθηκε. Οι μυριάδες στρατιές των Αγγέλων ήταν πλάι τους, έτοιμες να κατακεραυνώσουν την κάθε απειλή και να προσφέρουν την όποια βοήθεια.
Προχώρησαν λίγο ακόμη.
Ένα μικρό σημάδι φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα χαράζοντας την απεραντοσύνη του τοπίου. Στράφηκαν προς το μέρος εκείνο. Σιγά σιγά άρχιζε να διαγράφεται μια καλύβα με ένα αδύνατο δένδρο στο πλάι της. Ένα ξεροπήγαδο πιο πέρα και μια γυναίκα στην ξύλινη πόρτα με ένα μωρό στην αγκαλιά. Πλησίασαν. Η καθισμένη γυναίκα σηκώθηκε και τους κοίταξε άγρια. Το βλέμμα της τρομαγμένο και επιθετικό μαζί, σαν το αγρίμι που βρίσκεται σε κίνδυνο. Τους ρώτησε τι θέλουν. Ο άνδρας απάντησε ταπεινά ότι θα ήθελαν ένα μέρος για να περάσουν το βράδυ τους. Πήγε να τους διώξει. Όμως η ματιά της έπεσε πάνω στην γυναίκα στο γαϊδουράκι. Ήταν και αυτή σχεδόν στην ηλικία της και με ένα μωρό, σχεδόν σαν το δικό της. Κρατήθηκε. Ένοιωσε ένα απαλό χάδι στην τραχιά ψυχή της. Μια εσωτερική ζεστασιά, που όμως ήταν και δροσιά ταυτόχρονα στο στεγνό τούτο μέρος. Δεν μπορούσε να τους διώξει. Κάτι πάνω από τις δυνάμεις της, την κρατούσε. Μια γλυκιά φωνή σαν θρόισμα ανέμου ήχησε στ' αυτιά της που την παρότρυνε να κρατήσει τους ξένους. Να τους βάλει για μια νύχτα στο σπίτι της. Μούδιασε και παραμερίζοντας τους είπε να καθίσουν. Για ένα βράδυ όμως. Ο άντρας της έλειπε. Ήταν ληστής και θα επέστρεφε αύριο. Δεν θα ήταν καλό να τους βρει εκεί. Οι δύο γυναίκες μπήκαν μέσα στο καλύβι με τα παιδιά και ο άντρας έμεινε απ έξω. Σουρούπωνε. Το δειλινό με τα απαλά του χρώματα, μαλάκωσε το σκληρό τοπίο.
Το ζωντανό πιο πέρα προσπαθούσε να βρει κάποιο ξεροχόρταρο να φάει. Έβγαλε λίγο νερό από το ξεροπήγαδο και του έβαλε σε μια γούρνα. Ήπιε και αυτός λίγο.
Τυλίχτηκε με μια κουβέρτα και ακούμπησε στον ετοιμόρροπο τοίχο. Τα πρώτα αστέρια άρχισαν να κεντούν το ουράνιο εργόχειρο.
Η γυναίκα του ληστή βγήκε έξω και του έδωσε λίγο ψωμί. Ξαναμπήκε μέσα. Κάθισε σε μια γωνιά δίπλα στο παιδί της. Κοίταξε στην άλλη γωνία την ξένη δίπλα στον γιο της που καθόταν ήρεμη. Μια ηρεμία, που όμοια της δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Μια ηρεμία που ξεχείλιζε από μέσα της και γαλήνευε τον κόσμο όλο. Το καλύβι έπαιρνε φως από εκείνη τη γυναίκα και έλαμπε ολόκληρο. Το παιδί της κοιμόταν ήσυχα δίπλα της .
Κοίταξε και το δικό της παιδί. Κοιμόταν και αυτό με μια ουράνια γαλήνη ζωγραφισμένη στο μικρό του πρόσωπο. Περίεργο και αυτό. Ήταν πολύ άγριο παιδί, σαν τον ληστή πατέρα του. Έκλαιγε και φώναζε συνέχεια. Μα τώρα λες και κάτι το έκανε να ηρεμήσει και να κοιμάται ήσυχο και χαμογελαστό.
Τι μυστήριο πράγμα είναι τούτο αναρωτήθηκε. Προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με την άγνωστη γυναίκα, αλλά παρ όλες της προσπάθειές της, εκείνη της απαντούσε μονολεκτικά. Η γυναίκα του ληστή έγειρε στο πλάι, γαλήνεψε. Αύριο θα γυρνούσε ο άντρας της και φωνές και αγριάδες την περίμεναν. Μα τώρα ήταν σα να ζούσε σε όνειρο. Ένα όνειρο που δεν ήθελε να τελειώσει. Μια φωνή άκουσε πάλι δίπλα της. Μια φωνή που όμως δεν την τρόμαξε. Μια φωνή που την νανούρισε, λέγοντας, να μη φοβάται για τον γιο της. Να μην φοβάται, ότι και να γίνει, γιατί θα είναι παρέα με το άλλο παιδάκι …
Κοίταξε για μια ακόμη φορά την άγνωστη γυναίκα. Καθόταν στη γωνιά της και κοιτούσε το παιδί της, σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο πάνω στον κόσμο τούτο παρά μόνο εκείνο το παιδί. Σαν να ήταν το παιδί της το κέντρο του κόσμου όλου.
Έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.
Η νύχτα πέρασε ήσυχα και τα πρώτα σημάδια της μέρας φάνηκαν.
Ο άντρας σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται για την συνέχεια της οδοιπορίας.
Οι γυναίκες είχαν και αυτές ξυπνήσει από ώρα θηλάζοντας τα παιδιά τους. Η γυναίκα του ληστή βγήκε έξω με μια λεκάνη στα χέρια. Καλημέρισε τον άντρα και πήγε στη γούρνα με το λιγοστό νερό που είχε αφήσει το ζωντανό από το προηγούμενο βράδυ και την γέμισε. Μετά πήρε το παιδί της και άρχισε να το πλένει. Έγνεψε και στην ξένη να φέρει και το δικό της παιδί να το πλύνει.
Τα έπλυναν εκεί μαζί στο ίδιο νερό και αυτά δίχως να μιλούν, κοιτούσαν το ένα το άλλο και χαμογελούσαν. Σταύρωναν τα χεράκια τους και συνομιλούσαν στην δική τους πνευματική γλώσσα.
Αφού τελείωσαν, έχυσαν το νερό δίπλα από την πέτρινη γούρνα, πάνω στο ξερό χώμα .
Ο άνδρας είχε ήδη ετοιμασθεί για την πορεία. Ανέβασε την γυναίκα πάνω στο γαϊδουράκι και ευχαριστώντας, πήραν το μακρύ δρόμο της ερήμου.
Η γυναίκα του ληστή, τους κοίταγε για ώρα μέχρι που έγιναν μια μικρή κουκίδα πάνω στο έρημο τοπίο. Ο άνδρας της θα επέστρεφε σε λίγο.
Αναστέναξε. Γύρισε να μπει στο καλύβι με το μωρό στην αγκαλιά.
Ξαφνικά το μάτι της στάθηκε στη γούρνα με το νερό. Ένα μικρό φυτό πράσινο υπήρχε στο πλάι της. Δεν ήταν δυνατόν. Πριν λίγο εκεί δεν υπήρχε τίποτα. Δεν μπορεί, θα την γελούν τα μάτια της. Θα την χτύπησε ο ήλιος της ερήμου, που ήδη είχε ανέβει ψηλά. Πλησίασε. Πράγματι, δεν ήταν οφθαλμαπάτη. Ένα μικρό όμορφο φυτό ήταν εκεί, που ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα. Εκεί, στο σημείο που είχε ρίξει το νερό που πλύθηκαν τα παιδιά. Το άγγιξε με τα δάχτυλά της. Το μύρισε. Μια ευωδία υπέροχη, περίεργη και γνώριμη μαζί. Σαν δύο μυρωδιές ενωμένες σε μία. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ της κάτι τέτοιο. Δεν είχε μυρίσει ποτέ κάτι παρόμοιο.
Κοίταξε προς τη μεριά του δρόμου. Ο άνδρας με τη γυναίκα είχαν πια χαθεί στο βάθος του ορίζοντα. Και όμως αυτή την ευωδία του φυτού την ήξερε. Ήταν η μυρωδιά του παιδιού της και του ξένου παιδιού. Δύο οσμές σε μία. Τι θαύμα ήταν αυτό; Δάκρυσε και θυμήθηκε τον ξεχασμένο από καιρό Θεό της. Θέλησε να τρέξει να προλάβει τους ξένους και να τους παρακαλέσει, να τους εκλιπαρήσει, να της πουν ποιοι ήταν. Θυμήθηκε κάτι βοσκούς που έλεγαν για μια νύχτα υπέροχη, που οι Άγγελοι είχαν κατέβει από τον ουρανό και έψελναν, γιατί γεννήθηκε ο Μεσσίας. Τότε τους είχε κοροϊδέψει. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει τίποτα. Από μακριά άκουσε την φωνή του άντρα της που επέστρεφε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μπήκε γρήγορα μέσα στο καλύβι.
Τα χρόνια πέρασαν. Σε έναν ξερό λόφο έξω από την Ιερουσαλήμ, τρείς άνδρες φρικτά καρφωμένοι πάνω σε ξύλινους σταυρούς, αργοπέθαιναν. Δύο ληστές και στη μέση ο Βασιλεύς των Ιουδαίων. Ένα στέμμα από αγκάθια μάτωνε το κεφάλι Του. Πληγές από μαστίγιο όργωναν το σώμα Του.
Οι τρομακτικοί πόνοι έκαναν το μαρτύριο ακόμα πιο ανελέητο. Ο αριστερός ληστής μέσα στο φοβερό παραλήρημα του επικείμενου θανάτου, στράφηκε προς τον μεσαίο άντρα. Τον άντρα που κάποιοι έλεγαν ότι ήταν ο Μεσσίας και κάποιοι άλλοι , πως ήταν ένας πλάνος . Έβαλε όση δύναμη του είχε απομείνει και είπε: «εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς».
Ο μεσαίος άντρας δεν απάντησε. Όμως ο δεξιός ληστής στρεφόμενος κατά του πρώτου και μέσα από το ψυχορράγημα είπε: «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε».
Έπειτα στρεφόμενος προς τον μεσαίο άντρα και με φωνή που έσβηνε ψέλλισε: «μνήσθητί μου , Κύριε , ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλεία σου».
Τότε ο μεσαίος άντρας που άλλοι τον έλεγαν Μεσσία και άλλοι πλάνο, σήκωσε το κεφάλι Του, κοίταξε τον δεξιό ληστή και είπε: «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ».
Ο δεξιός ληστής έγειρε το κεφάλι, νιώθοντας την ανάσα του θανάτου πλάι του και αναλογίστηκε τα κρίματα του. Όμως, δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Ένα πέπλο ομίχλης είχε σκεπάσει τα πάντα στο νου και δεν έβλεπε απολύτως τίποτα. Σαν να είχε γεννηθεί εκείνη τη στιγμή. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή πρίν από τον επικείμενο θάνατο. Όχι, όχι, ήταν αμαρτωλός. Έπρεπε να θυμηθεί. Να δώσει λόγο για τις πράξεις του. Να τιμωρηθεί κι άλλο. Να βασανιστεί περισσότερο. Μάταια. Τίποτα δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ούτε εικόνες, ούτε πρόσωπα. Σαν να σβήστηκαν όλα μονομιάς. Προσπάθησε. Τίποτα. Κενό. Ομίχλη. Αλλά, να, να. Κάτι θυμήθηκε. Ναι. Την μητέρα του. Περίεργο, τη μητέρα του, που του έλεγε μια ιστορία όταν ήταν μικρός και που ποτέ δεν την είχε πιστέψει. Μια ιστορία για ένα παιδάκι στην ηλικία του, που είχε έρθει κάποτε στο σπίτι τους για ένα βράδυ και που όταν τα έπλυναν μαζί και έχυσε το νερό φύτρωσε ένα φυτό, που η μητέρα του το έλεγε δυόσμο.
Μόνο αυτό θυμόταν. Τίποτε άλλο. Σήκωσε με πόνο τα μάτια. Κοίταξε τον Βασιλέα των Ιουδαίων και δάκρυσε.
Ένοιωσε την ψυχή του να είναι έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι.
Δεν πονούσε πια. Δεν φοβόταν.
Ήταν παρέα μαζί με το άλλο παιδάκι…
Σ.Σ. (αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΝΔΟΝ Δεκεμβρίου 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου