Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Από τον βίο του Αγίου Ιωάννου του ελεήμονος. (12 Νοεμβρίου)



Τον καιρό που πλήθος πολύ κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια, διαφεύγοντας από τα χέρια των Περσών, ο Άγιος Ιωάννης αναγκάστηκε να δανεισθεί από κάποιους χίλιες λίτρες χρυσάφι, γιατί παρουσιάστηκε τεράστια έλλειψη τροφίμων. Εκείνη τη χρονιά μάλιστα ο Νείλος δεν είχε πλημμυρίσει, όπως γινόταν πάντα, και τα χρήματα της Εκκλησίας είχαν ξοδευτεί. Όταν και αυτά που δανείστηκε τα ξόδεψε, μεγάλη έγνοια τον βασάνιζε. Παρακαλούσε λοιπόν τον φιλάνθρωπο Θεό να τον βγάλει από το αδιέξοδο.
Μολονότι όμως έφτασε σε τέτοιαν απόλυτη ανέχεια, δεν φάνηκε κατώτερος από την συμφορά, δεν καταφρόνησε δηλαδή τους θείους νόμους και τις ιερές διατάξεις, μα ούτε και καμιάν αμέλεια έδειξε στην ακριβή διαποίμανση του λαού που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Τότε λοιπόν ένας κατώτερος κληρικός (ίσως αναγνώστης) με πολλά πλούτη, που αν και είχε συνάψει δεύτερο γάμο (γεγονός το οποίο αποτελεί κώλυμα ιεροσύνης) επιθυμούσε να λάβει τον βαθμό του διακόνου, όταν έμαθε τη στεναχώρια τούτη του πατριάρχη, άρπαξε σαν κατάλληλη την ευκαιρία, για να πετύχει αυτό που ποθούσε, ικανοποιώντας με τα χρήματά του την ανάγκη εκείνου. Στέλνει λοιπόν στον μακάριο Ιωάννη επιστολή που έγραφε περίπου τα εξής:
“Όταν έμαθα σε πόσο μεγάλη στενοχώρια βρίσκεται η γενναιόδωρη δεξιά του δεσπότη μου, θεώρησα άπρεπο εγώ μεν να ζω μέσα στην αφθονία και την απόλαυση, ενώ εκείνος μέσα στη στέρηση. Έχω λοιπόν σιτάρι, πολλές χιλιάδες λίτρες, και χρυσάφι, εκατόν πενήντα λίτρες. Αυτά παρακαλώ να δοθούν από σένα στο Χριστό, φθάνει μόνο να αξιωθώ να Τον υπηρετήσω ως διάκονος, αφού δεχθώ από σένα την άγια χειροτονία. Είναι άλλωστε κάπου γραμμένος και τούτος ο αποστολικός λόγος: «ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται.» (Εβρ. 7:12).”
Τότε ο πατριάρχης στέλνει και καλεί κοντά του τον άνδρα. Τον παίρνει ξέχωρα, γιατί δεν ήθελε να τον ντροπιάσει μπροστά σε πολλούς και του λέει:
- Η προσφορά σου, παιδί μου, είναι μεγάλη και αναγκαία στην παρούσα περίσταση, αλλά αξιοκατάκριτη, και γι αυτό ακριβώς απαράδεκτη. Γιατί θα γνωρίζεις, ότι και τα πρόβατα, που, σύμφωνα με το μωσαϊκό νόμο, προσφέρονταν για θυσία, ακόμα και μεγαλόσωμα να ήταν, δεν γίνονταν δεκτά, αν δεν ήταν καθαρά (Λευϊτ. 22:21). Για τον ίδιο λόγο δεν δέχθηκε ο Θεός και του Κάιν τη θυσία. Όσο γα το «ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται.», αυτό ξέρουμε πως ειπώθηκε από τον απόστολο για τον παλαιό νόμο και έχει άλλη σημασία. Αλλά και πέρα από αυτό, τι λες για εκείνο που γράφει ο αδελφόθεος Ιάκωβος, «ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος.» (Ιακ.. 2:10); Τους αδελφούς μας, τους φτωχούς, κι αν ακόμα εμείς δεν μπορέσουμε, ο Θεός πάντως, που τους έθρεψε ως τώρα, θα τους φροντίσει και στο μέλλον, φτάνει να κρατήσουμε ακέραιες τις εντολές Του. Μην είναι τάχα αδύνατο ή δύσκολο σε Εκείνον που πολλαπλασίασε τα πέντε ψωμιά στην έρημο (Ματθ. 14:13-21), να ευλογήσει και να πολλαπλασιάσει τους δέκα μόδιους σιτάρι που έχω στην αποθήκη μου; Γι αυτό, παιδί μου, σου πρέπει αυτό που ειπώθηκε από τον Απόστολο Πέτρο στο Σίμωνα, και αναφέρεται στις Πράξεις: «οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος» σε αυτόν εδώ τον τόπο (Πραξ. 8:21). Έτσι τον έδιωξε.
Δεν είχε ακόμη φθάσει εκείνος άπρακτος στο σπίτι του, όταν ο Άγιος Ιωάννης πήρε την είδηση, ότι δύο πλοία της Εκκλησίας, φορτωμένα με πολλές χιλιάδες λίτρες σιτάρι από την Σικελία, είχαν μόλις πιάσει στο λιμάνι. Μόλις το άκουσε, έπεσε στα γόνατα και ευχαριστούσε το Θεό λέγοντας:
- Όσοι ποθούν Εσένα, Κύριε, και φυλάνε τις εντολές Σου, δεν θα στερηθούν κανένα αγαθό (πρβλ. Ψαλμ. 33:11). Δοξάζω λοιπόν το πανάγιο Σου όνομα, γιατί δεν άφησες το δούλο Σου να κάνει τη χάρη Σου εμπόρευμα. Με αυτόν τον τρόπο ανακουφίστηκε ο αοίδιμος από τη στεναχώρια του, χωρίς να θυσιάσει την ακρίβεια των ιερών κανόνων για την περιστατική ανάγκη.
***
Θέλοντας ο μακάριος Ιωάννης να διορθώσει εκείνους τους ράθυμους, που δεν συμμετείχαν με επιμέλεια στις ιερές ακολουθίες, έκανε κάτι αξιομνημόνευτο: Μιαν επίσημη μέρα, επειδή είχε διαπιστώσει ότι πολλοί αμελείς έβγαιναν μετά την ανάγνωση του αγίου Ευαγγελίου από την εκκλησία και φλυαρούσαν άσκοπα μεταξύ τους, αφήνει και αυτός την θεία ιερουργία, βγαίνει από το ναό και κάθεται μαζί με όλους τους άλλους. Όλοι παραξενεύτηκαν με αυτό. Τότε εκείνος τους εξήγησε :
- Δεν πρέπει να απορείτε. Όπου βρίσκονται τα πρόβατα, εκεί εξάπαντος πρέπει να είναι και ο βοσκός. Γιατί τις λειτουργικές συνάξεις τις κάνουμε, σύμφωνα με την παράδοση, για σας και για την δική σας ωφέλεια. Αν λοιπόν εσείς κάθεστε έξω, τότε είναι ανώφελος ο κόπος μας. Να γιατί αποφάσισα, όταν εσείς βγαίνετε έξω, να βγαίνω κι εγώ μαζί σας, και όταν πάλι μπαίνετε, να μπαίνω κι εγώ.
Έτσι διορθώθηκαν πολλοί και λυτρώθηκαν από την κακή συνήθεια.
Αλλά και εκείνους που ασύνετα συζητούσαν μέσα στην εκκλησία, φρόντιζε όσο μπορούσε να τους διορθώνει. Αν όμως έβλεπε κανέναν, μετά από μία και δύο συμβουλές, να μη διορθώνεται, τον έβγαζε αμέσως έξω, λέγοντας του και τον Δεσποτικό λόγο «Τον οίκον του Θεού, οίκον προσευχής δει είναι» (πρβλ. Λουκ. 19:46). Εκείνους πάλι που συμμετείχαν με ευλάβεια και κατάνυξη στις ακολουθίες, τους επαινούσε επιδοκίμαζε την φιλοθεΐα τους, ακόμα και με τιμητικά αξιώματα τους επιβράβευε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: