Μοναχού Αντιόχου, Λόγος 25ος.
Το να κυριεύεται κανείς από λύπη σε μη κατάλληλο καιρό προέρχεται από τον φθονερό δαίμονα. Για να αποσπάσει δηλαδή κατά κάποιο τρόπο το νου από τη διάθεσή του για προσευχή και να καταστήσει άκαρπο τον άνθρωπο, γι’ αυτό προκαλεί σ’ αυτόν την άκαιρη λύπη. Δεν πρέπει λοιπόν να αποδεχόμαστε αυτήν και να κυριευόμαστε από άκαιρη λύπη και να ολοκληρώνομε τη χαρά του εχθρού, αλλά μάλλον να απομακρυνόμαστε από την επιβουλή αυτή του αλάστορα, του δαίμονα της λύπης. Γιατί, όταν το πονηρό αυτό πνεύμα περιτυλίξει την ψυχή κάποιου και την σκοτίσει ολόκληρη, δεν την αφήνει να κάμνει τις προσευχές με προθυμία, ούτε να δείχνει υπομονή στην ωφέλεια που προέρχεται από τα ιερά αναγνώσματα, ούτε τον αφήνει να είναι πράος και να έρχεται σε επικοινωνία με τους αδελφούς, αλλά και δημιουργεί μίσος για την υπόσχεση που δώσαμε για να ασκήσομε αυτόν τον τρόπο ζωής, και γενικά, αφού προκαλέσει η λύπη σύγχυση σε όλες τις σωτηριώδεις αποφάσεις της ψυχής την καθιστά σαν ανόητη και παράφρονη, εμποδίζοντας κάθε αγαθή επικοινωνία. Και δεν επιτρέπει ούτε από τους γνήσιους φίλους να δέχεται λόγο συμβουλευτικό, ούτε τον αφήνει να δώσει σ’ αυτούς ειρηνική απάντηση, αλλά, αφού κατακυριεύσει ολόκληρη την ψυχή, τη γεμίζει με πικρία και αηδία, και την πείθει να αποφεύγει τους ανθρώπους, επειδή τάχα έγιναν αίτιοι της ταραχής της. Γιατί δεν την αφήνει να κατανοήσει, ότι δεν έχει την αρρώστια εξωτερικά αλλά αποκείμενη μέσα στο βάθος της. Και τότε φανερώνεται, όταν, αφού έρθουν οι πειρασμοί, την καταστήσουν φανερή με την άσκηση.
Η λύπη λοιπόν είναι σκυθρωπότητα της ψυχής, στόμα λιονταριού που καταπίνει με ευκολία τον λυπούμενο. Η λύπη είναι σκουλήκι της καρδιάς, που κατατρώει τη μητέρα της που την γέννησε. Ο μοναχός που είναι κυριευμένος από τη λύπη δεν νοιώθει τη γλυκειά γεύση του μελιού, όπως εκείνος που υποφέρει από σφοδρό πυρετό. Ο κυριευμένος από λύπη μοναχός δεν κινεί τον νου του προς θεωρία, ούτε αναπέμπει ποτέ καθαρή προσευχή στον Θεό. Εκείνος που νίκησε τα πάθη, νίκησε τη λύπη, νικημένος όμως από την ηδονή, δεν θα ξεφύγει από τα δεσμά της. Εκείνος που είναι κυριευμένος συνεχώς από λύπη και προσποιείται απάθεια, είναι όμοιος με κάποιον που είναι ασθενής και υποκρίνεται ότι είναι υγιής. Όπως δηλαδή ο ασθενής γίνεται φανερός από το χρώμα του σώματος, έτσι οι κυριευμένος από πάθος γίνεται φανερός από τη λύπη. Εκείνος που αγαπά τον κόσμο, θα δοκιμάσει πολλές λύπες ενώ όποιος περιφρονεί τα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, θα δοκιμάζει διαρκώς ευφροσύνη. Και όπως το χωνευτήρι καθαρίζει το μη καθαρό ασήμι, έτσι η κατά Θεόν λύπη καθαρίζει την καρδιά που περιέπεσε σε αμαρτία. Είναι λοιπόν πάρα πολύ καλό και ωφέλιμο στην ψυχή το να υπομένει με δύναμη κάθε θλίψη, είτε προξενείται από τους ανθρώπους, είτε από τους δαίμονες, και να γνωρίζει με ακρίβεια, ότι είμαστε χρεώστες της καταπονήσεως. Πρέπει λοιπόν με προσευχή και υπομονή να αντισταθούμε στον δαίμονα αυτόν. Γιατί εκείνος που θέλει να νικήσει τους πειρασμούς χωρίς προσευχή και υπομονή, δεν θα τους απομακρύνει, αλλά θα εμπλακεί περισσότερο σ’ αυτούς.
Και εμείς λοιπόν με υπομονή ας ψάλλομε μαζί με τον Δαβίδ «Γιατί είσαι περίλυπη, ψυχή μου, και γιατί με συνταράσσεις; Στήριξε την ελπίδα σου στον Θεό, γιατί θα ‘ρθεί η ημέρα που θα του αναπέμψω τις ευχαριστίες μου, αφού αυτός είναι η σωτηρία μου και ο Θεός μου». Γιατί είναι αδύνατο χωρίς λύπη να ξεπεράσει τους πειρασμούς αυτός που βαδίζει τον δρόμο της ασκήσεως. Αλλά στη συνέχεια γεμίζουν με πολλή χαρά (μάλιστα εάν οπλίσουν καλά τον εαυτό τους με την προσευχή και την υπομονή) και δάκρυα γλυκά και θεία νοήματα, όσοι καλλιέργησαν μέσα στις καρδιές τους τον πόνο και τη θλίψη. Καθόσον τα στεφάνια ακολουθούν τις θλίψεις των αθλητών. Γιατί, εάν χαυνωθεί ο λογισμός από την προσευχή, αρχίζει η λύπη να κατατρώγει, όπως έχει λεχθεί, την καρδιά του ανθρώπου, όπως ο σκόρος το ένδυμα και το σκουλήκι το ξύλο, εκδηλούμενη στα κόκκαλα του, και παρουσιάζεται ο άνθρωπος σκυθρωπός, επειδή σκοτάδι περιέβαλε τους λογισμούς. Γι’ αυτό και η Γραφή συμβουλεύει λέγοντας «Απομάκρυνε τη λύπη από σένα, γιατί η λύπη πολλούς κατέστρεψε, και δεν υπάρχει ωφέλεια σ’ αυτή». Και «Από λύπη προξενείται θάνατος και η λύπη της καρδιάς κάμπτει τη δύναμη του ανθρώπου». Και προσθέτει «Μην αφήσεις τη λύπη να κυριέψει την καρδιά σου, αλλά απομάκρυνε την από αυτήν, σκεπτόμενος τα έσχατα αυτής». Φυγάδευσε λοιπόν από σένα τη λύπη αυτή, και μη λυπείς το Πνεύμα το Άγιο που κατοικεί μέσα σου, μήπως παρακαλέσει τον Θεό και απομακρυνθεί από σένα. Γιατί το Πνεύμα του Θεού, που δόθηκε στη σάρκα αυτή, δεν προξενεί λύπη ούτε στεναχώρια.
Ντύσου λοιπόν τη χαρά, η οποία πάντοτε έχει τη χάρη του Θεού, και εντρύφα μέσα σ’ αυτή. Γιατί ο χαρωπός άνθρωπος κάμνει αγαθά έργα και περιφρονεί τη λύπη, ενώ ο κυριευμένος από λύπη άνθρωπος πάντοτε κάμνει κακά έργα. Και πρώτο κακό που κάνει, είναι το ότι λυπεί το Πνεύμα το άγιο, το οποίο δόθηκε στον άνθρωπο χαρωπό. Και δεύτερο, ότι στο εξής διαπράττει ανομία, μη εξομολογούμενος στον Κύριο. Γιατί του κυριευμένου από τη λύπη ανθρώπου η προσευχή δεν έχει τη δύναμη να ανεβεί στο θυσιαστήριο του Θεού. Καθόσον κάθεται πάνω στην καρδιά του η λύπη. Αναμιγμένη λοιπόν η λύπη μαζί με την προσευχή δεν αφήνει την προσευχή να ανεβεί καθαρή προς το θυσιαστήριο. Όπως δηλαδή αναμιγμένα ξύδι και κρασί σε ένα μίγμα δεν παρέχουν την ίδια ευχαρίστηση, έτσι και η λύπη αναμιγμένη μαζί με το Άγιο Πνεύμα δεν αφήνει να υψωθεί προς τον Θεό η ίδια προσευχή. Είναι καλό λοιπόν να διώξομε την λύπη από τον εαυτό μας και να ντυθούμε όλη τη χαρά.
Ας απομακρυνθούμε λοιπόν από αυτή τη λύπη με κάθε βιασύνη, γιατί είναι κοσμική λύπη, καθόσον «Η κατά Θεόν λύπη», όπως είπε ο Απόστολος Παύλος, «προξενεί μετάνοια που οδηγεί στη σωτηρία, για την οποία κανείς δεν μετανοεί, ενώ η λύπη του κόσμου προξενεί θάνατο». Και ο Παροιμιαστής «Ευλογία του Κυρίου κατεβαίνει στο κεφάλι του ενάρετου, αυτή τον κάνει πλούσιο, και δεν θα κυριεύσει λύπη στην καρδιά του». Και πάλι «Όταν η καρδιά ευφραίνεται κάνει τον άνθρωπο να νιώθει ευεξία, ενώ όταν ο άνθρωπος είναι κυριευμένος από λύπη νοιώθει τα οστά του να ξηραίνονται». Και ο Παύλος «Γιατί δεν θέλομε να αγνοείτε, αδελφοί, για τη θλίψη που μας βρήκε στην Ασία, τόσο πολύ το βάρος της ξεπέρασε τις δυνάμεις μας, ώστε να χάσομε ακόμα και την ελπίδα μας για τη ζωή. Αλλά εκείνος που παρηγορεί τους ταπεινούς, ο Θεός μας παρηγόρησε».
Και εμείς λοιπόν μαζί με τον Δαβίδ ας αναφωνήσομε «Ελέησέ με, Κύριε, γιατί θλίβομαι, εξαιτίας του θυμού σου θόλωσαν τα μάτια μου από τα δάκρυά μου, γιατί κακοπάθησα και ταπεινώθηκα πάρα πολύ και οι στεναγμοί της καρδιάς μας έβγαιναν σαν βρυχηθμοί λιονταριού». Και «Λύπη κυρίεψε την καρδιά μου από τη διαρκή σκέψη των δεινών μου και ένοιωσα ταραχή από τα εναντίον μου λόγια του εχθρού μου και από τη θλίψη που μου προκαλεί ο αμαρτωλός». Αλλά, «Σώσε με, Θεέ μου, γιατί τα δάκρυα από τη θλίψη μου έφτασαν μέχρι τα βάθη της ψυχής μου, βυθίστηκα μέσα σε βαθύ βούρκο, και δεν υπάρχει μέρος να σταθώ». Και «Μη αποστρέψεις το πρόσωπό σου από τον δούλο σου, γιατί θλίβομαι. Άκουσε αμέσως την παράκλησή μου». «Γιατί συ είσαι η καταφυγή και η παρηγοριά από τη θλίψη που με διακατέχει». «Είθε να φτάσει μπροστά σου η προσευχή μου και να κλίνεις το αυτί σου για να ακούσεις την δέησή μου». Και όταν απαλλαχθείς από τη λύπη, ευχαριστώντας τον Θεό λέγε «Ο Κύριος έριξε το βλέμμα του από τον ουρανό για να ακούσει το στεναγμό των φυλακισμένων, για να λύσει τα δεσμά των παιδιών που είχαν θανατωθεί». Και «Τι να ανταποδώσω στον Κύριο για όλες τις ευεργεσίες προς εμένα;». Γιατί «Μέσα από τη θλίψη μου τον επικαλέσθηκα, και άκουσε την παράκλησή μου και μου πρόσφερε ανακούφιση μεγάλη». Και ο Κύριος έλεγε στους μαθητές του «Αλήθεια σας λέγω ότι σεις θα κλάψετε και θα θρηνήσετε, ενώ ο κόσμος θα χαρεί». Και μιλώντας στη συνέχεια παραβολικά για τη γυναίκα που γεννάει και έχει λύπη, προσθέτει « Έτσι και σεις θα έχετε τώρα λύπη, αλλά πάλι θα σας επισκεφθώ και θα χαρεί η καρδιά σας και τη χαρά σας κανένας δεν θα σας την αφαιρέσει». Σ’ αυτόν πρέπει η δόξα, που δίνει χαρά σε όσους βρίσκονται σε θλίψη, στους αιώνες. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου