Διήγημα του π. Ιγνατίου Ι. Παπασπηλιώπουλου.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό
«Ακτίνες» Ιουνίου 1996
Εις την υπήνεμον φάραγγα, την σχηματιζομένην μεταξύ των δύο άντικρυς υψουμένων λοφίσκων, εγγύς των υπωρειών του υπερκειμένου όπισθεν φαλακρού υψώματος, ένθα τα λείψανα του παλαιού κάστρου, εκείτο εξοχικός τις ναΐσκος μετά τινών κατηρειπωμένων προσκτισμάτων, περιβαλλόμενος υπό σεσαθρωμένου μανδρότοιχου. Τα παμπάλαια ταύτα κατάλοιπα, διαλαμψάσης ποτέ ανδρώας Μονής, ανθιστάμενα εις την ροήν του χρόνου, ώρθουν θαρραλέως το βραχύ αυτών ανάστημα επί αιώνας. Και εκδιηγούντο την ιστορίαν των εις την ερημίαν, ήτις σιωπώσα έδιδε την ευκαιρίαν εις τον σπάνιον επισκέπτην της όπως την ενωτισθή και αυτός, πλουτίζων τας γνώσεις του. Εκ του μακρόθεν, ο ναΐσκος ούτος, μετά των σωζομένων προσκτισμάτων του ορώμενος, ενεθύμιζε βρέφος καθεύδον εις μητρικήν αγκάλην. Οι σε περιβάλλοντες αυτόν υλώδεις εκ σχοίνων και μύρτων λοφίσκοι, ως ωλέναι βρεφοκρατούσης το τέκνον της μετά στοργής και τρυφερότητος.
Ο ναΐσκος ούτος, απολησμονημένος υπό πάντων, έζη λανθανόντως ως εν χειμερία νάρκη ευρισκόμενος. Ήρχισε δε αφυπνιζόμενος και επανερχόμενος ολίγον κατ’ ολίγον εις την ενεργόν ζωήν, αφ’ ότου ανέλαβε να τον αναστήση ως νέον τετραήμερον Λάζαρον, ο συνώνυμος του πατήρ Λάζαρος ο εκ της πλησίον κειμένης κώμης φέρων και το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου, καίτοι προερχόμενος εκ του εγγάμου κλήρου. Έλαβε δε τούτο περισσότερον ως ηθικήν υποστήριξιν ή αμοιβήν μετά την πρόωρη χηρείαν του. Ούτως εστερήθη της συλλειτουργού πρεσβυτέρας του το πέμπτον από της χειροτονίας του έτος, μη καταλιπούσης αυτώ την παράκλησιν αλλά και την μέριμναν τέκνου τινός ως ούσα στείρα. Έκτοτε ούτος εβίωνε τον μοναχικόν βίον εν τω κόσμω, σχολάζων ανελλιπώς εις τας ιεράς ακολουθίας, την μελέτην και την ιεράν εξομολόγησιν. Επισκευάσας εξ ιδίων και τη συνδρομή και βοηθεία ευσεβών τινων κατοίκων της κώμης τον ναΐσκον, ήρχισε να τον λειτουργή κατ’ αρχήν την ημέραν της μνήμης του και εκτάκτως ότε τούτο εζητείτο υπό τινων χριστιανών. Αργότερον συνήθιζε να διαμένη περιοδικώς εκεί αφού ανεστήλωσεν ολίγον κατ’ ολίγον και το μερικώς διατηρούμενον μέρος των προσκτισμάτων. Κατοικήσας μονίμως πλέον αυτό διήγε μονήρη βίον, ευρών εκείσε την παράκλησιν και την γαλήνην, εγγύς της μητρός φύσεως, «ενώπιος ενωπίω» του κτίσαντος αυτήν. Τους πρώτους χρόνους διέμενεν εν αυτώ από των αρχών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής του Πάσχα έως τας αρχάς του Σαρανταημέρου των Χριστουγέννων. Δοθέντος κατ’ όρθρον υπό των δυόντων Πλειάδων του μηνύματος περί του επερχομένου χειμώνος, κατά την λαϊκήν αντίληψιν, κατήρχετο εις την κώμην όπως παραχειμάσει πλησίον των επιζώντων γονέων της εκλειπούσης συζύγου του. Ότε δε ανεχώρησαν και ούτοι προς συνάντησιν της πολυκλαύστου θυγατρός των, εγκατεστάθη μονίμως και δι’ όλου του έτους εις την ερημίαν εκείνην ην δεν αντήλλασεν, όπως έλεγεν, ουδέ με τα μυθώδη ανάκτορα του Σαρδανάπαλου. Εκεί ορών «εν εσόπτρω» τον ποιητήν του ουρανού και της γης, συνέψαλλεν συνδοξάζων νυχθημερόν αυτόν μετά των πολυπληθών αηδόνων, των κοσσύφων και των φιλοπαιγμόνων στρουθίων των «ευρόντων εαυτοίς οικίαν» εις τας εξωτερικάς οπάς του ναΐσκου και τους γρύλλους και τα νυκτόβια πτηνά εν τη εκτελέσει της συμφωνίας της ασκητικής χαρμολύπης. Συνανεστρέφετο δε λίαν ευχαρίστως τους αγαθοτάτους αιπόλους και ποιμένας οίτινες απομονωμένοι της κοινωνίας των ανθρώπων ανεζήτουν εν αυτώ την ανθρώπινην παρουσίαν και αναστροφήν. Ασμένως δε ήκουον τας γλαφυράς βιβλικάς διηγήσεις του και ενηχούντο την διδαχήν του ερημίτου προφήτου οικοδομούμενοι και παραμυθούμενοι.
Ο ναΐσκος επανηγύριζεν εξοχικήν πανήγυριν το Σάββατον του Λαζάρου. Όρθρου βαθέως, προσήρχοντο οι προσκυνηταί μετά των οικογενειών των και των υποζυγίων των εμφόρτων εμψύχου και αψύχου φορτίου. Το μεν εξ άρτι ζυμωθέντων σιτίνων άρτων, πλακούντων εν ελαίω εψημένων και ποικίλων άλλων νηστισίμων παρασκευασμάτων ων η γυναικεία τέχνη εφευρίσκει, έτι δε και οίνου αφθόνου, το δε εκ τρυφερών τεκναρίων κατά προτίμηση αρρένων «ως υπερεχόντων», άτινα εκαθέζοντο «μεσογόμι». Τινά εκ των υποζυγίων θα επέστρεφον περί την δείλην κατάφορτα μέχρις ώτων εκ κλάδων βαΐων. Ταύτα απέκοπτον αναρριχώμενοι ως αίλουροι επί των δύο φυλλομανών αειθαλών δαφνών του περιβόλου του ναΐσκου έφηβοι, εις ων το άνω χείλος υπέφωσκεν ήδη ο πρώτος μύσταξ. Εις τούτο επροθυμοποιούντο συναγωνιζόμενοι μάλιστα άπαντας, τούτο μεν παίζοντες τούτο δε επιδεικνύοντες την ανατέλλουσαν ανδροπρέπειαν των εις τα συλλέγοντα τους καταπίπτοντας κάτωθεν αυτών κλάδους συνομήλικα κοράσια. Τα κομιζόμενα εις των κώμην φορτία θα διενέμοντο εις τους τρείς ενοριακούς ναούς αυτής και είτα κοπτόμενα εις λεπτότερους κλαδίσκους θα ευλογούντο εις τον όρθρον της επομένης διανεμόμενα εις τους πιστούς, όπως υποδεχθώσι και ούτοι «ωσεί παίδες» τον αναστήσαντα τον πανηγυρίζοντα άγιον των. Πολλαί των προσκυνητριών, αι νεώτεραι, αι ευχερέστερον περιπατούσαι και κόπτουσαι, έφερον μεθ’ εαυτόν τα κάνιστρά των και τα μικρά των δισάκια προς συλλογήν αγρίων λαχάνων και κοχλιών ακόμη, εάν τας ορθρινάς ώρας είχε επέλθη λεπτός υετός, γνωρίζουσαι ότι θα εξήρχοντο ούτοι προς βοσκήν κρυπτόμενοι άμα τη εξόδω του ηλίου εκ των νεφών. Ουκ ολίγοι δε των ανδρών επεσκέπτοντο και τας μάνδρας των γειτονικών ποιμνίων όπως προμηθευθώσι τον πασχάλιον αμνόν κατόπιν προσεκτικής επιλογής και με τον σχετικόν «σκόντον». Τούτον ωδήγουν, επιστρέφοντες εις την κώμην «προ εξ ημερών του Πάσχα» εις τους οίκους των «ως πρόβατον άφωνον επί σφαγήν». Και θα ετύγχανε μεν ιεροσολυμητικής υποδοχής αλλά θα είχεν εν τέλει την τύχην του αναστήσαντος τον Λάζαρον.
Λίαν πρωί της Εορτής ήρχιζεν η προσέλευσις των πανηγυριστών, ενώ «σκοτίας έτι ούσης» κατέφθανεν ασθμαίνων εκ της οδοιπορίας ο γεγηρακώς πλέον ιεροψάλτης του Μητροπολιτικού ναού της κώμης, όστις επ’ ουδενί παρέδιδε τα σκήπτρα εις τον συμψάλλοντα κατ’ αντιφωνίαν διάδοχόν του, καίτοι κυρταύχη πλέον, βαρήκοος και βραχνόφωνος. Η φωνή του ήτις μετά προσπαθείας εξήρχετο των στέρνων του συνηχείτω μετά της κλαγγής του αρρωγότος κώδωνος του ναΐσκου, δείγμα του γήρατος αμφοτέρων. Δεν ήθελεν επ’ ουδενί ο ευλογημένος όπως αποδεχθή ότι και αυτός εγήρασεν. Εξ άλλου ο ιερεύς ήτο και αρκούντος γενναιόδωρος περί την αμοιβήν του ιεροψάλτου του ένεκα της πανηγύρεως. Συνηλικιώτης του δε περίπου, ήτο και επιεικής προς αυτόν διά την απόδοσίν του. Προς τούτοις συνεδέετο άλλωστε και μετά τινος συγγενείας εξ αγχιστείας μετ’ αυτού.
Τα δύο τελευταία έτη ολίγον μετά την έναρξιν του Όρθρου, προσήρχετο εμβαίνων εκ της νοτίας θύρας του Ι. Βήματος και άγνωστος τις νέος ρασοφόρος κανονικού αναστήματος με υπόξανθον βραχύν πώγωνα και φωτεινόν πρόσωπον. Ούτος παρηκολούθει την θείαν λειτουργίαν σιωπηλός, εκτελών καθήκοντα υποδιακόνου εν τω ιερώ βήματι. Οι εγγύτερον προς το Άγιον Βήμα ιστάμενοι και διακρίνοντες αυτόν υπέθετον ότι θα ήτο διερχόμενος τις εκ μακράς διακονίας εν τω κόσμω μοναχός, όστις επέστρεφεν εν τη Μονή της μετανοίας του δια τας αγίας ημέρας των εορτών και το δρομολόγιον τον είχε οδηγήσει εκεί. Ούτος με το «Δι’ ευχών» απήρχετω ως ήλθεν. Ερωτηθείς ο ιερεύς υπό τινος, ηπήντησεν αυτώ αορίστως πως. Το τρίτον κατά σειράν έτος συνέβη όλως αιφνιδίως περί τα εξημερώματα της Εορτής να ασθενήση ο γέρων ιεροψάλτης και να μην προσέλθη εγκαίρως εις τον ναΐσκον, μη δυνηθείς και να μηνύσει το συμβάν εις τον ιερέα. Ούτος ηναγκάσθη «να βάλη Ευλογητόν» και είπη μόνος του τα προκαταρτικά. Αρχόμενος του εξαψάλμου, αντί του κωλυομένου ψάλτου του εδέχθη την επίσκεψιν ως συνήθως του μυστηριώδους επισκέπτου του όστις και ανέλαβεν το αναλόγιον. Η κατάπληξις των παρευρισκομένων πιστών εκ της διαυγείας και μελωδικότητος της φωνής του ήτο απερίγραπτος. Δι’ όλου του Όρθρου και της θείας λειτουργίας παρέμειναν όρθιοι εις τας θέσεις των μη καθίσαντες ουδαμώς ουδέ κουφίσαντες τον πόδα. Παραδόξως δε τον ηκολούθει εις τα «ειρηνικά» και τας «εκφωνήσεις» ο ιερεύς, ενθυμίζων εις τους γνωρίσαντας ποτέ αυτόν, τον καλλιφωνότατον λειτουργόν της νεοτητός του. Ότε δε ήρχισεν ο άγνωστος ιεροψάλτης να ψάλλη «Την αγνήν ενδόξως τιμήσωμεν» ψαλλόμενον εις την θέσιν του «την τιμιωτέραν» εις το «Άξιον εστίν», θα ενόμιζε τις ότι περιήλθον όλοι εις ουράνιαν έκστασιν. Ως και αι λαλίσταται ηδυμέλπως αηδόνες πέριξ του ναού και ακουόμεναι εντός αυτού, εσίγησαν ωσεί ακροώμεναι και αύται το εξαίσιον μέλος! Οι πιστοί παρέμεινον εις τας θέσεις των και μετά την Απόλυσιν, αναγκασθέντος του ιερέως να τους παρακινήσει όπως λάβωσι αντίδωρον. Εις μάτην ανεζήτησαν πολλοί όπως ίδωσι και συγχαρώσι τον ξένον. Είχεν πάραυτα απέλθει. Εν εκ των παιδαρίων άτινα φοιτώσι παρά τοις λειτουργοίς ένδον του Βήματος διακονούντα αυτούς, εβεβαίου κατόπιν τους γονείς του ότι άμα τη εισόδω του ιερέως εις το Ιερόν Βήμα όπως λάβη το κάνιστρον μετά του αντιδώρου, αντήλλαξεν ασπασμόν μετά του ξένου επισκέπτου όστις είπεν αυτώ χαμηλοφώνος: «πάτερ σε αναμένομεν μετά χαράς». Και πάραυτα εχάθη χωρίς να ανοίξη καν η θύρα του Ιερού.
Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους εκείνου ο παπά-Λάζαρος ηδιαθέτησεν. Παρά ταύτα δεν παρέμεινεν κλινήρης υποχρεωμένος ων ίνα τελέση απάσας τας ιεράς Ακολουθίας χάριν του απλού ποιμνίου του. Το Μέγα Σάββατον ελειτούργησε μετά κόπου και μετέλαβεν τους ολίγους πιστούς. Μετά την κατάλυσιν υπ’ αυτού του εναπομείναντος πληρώματος του Αγίου Ποτηρίου εμπλησθείς «χαράς και ευφροσύνης» ως ηύξατο προ της Ιεράς Προθέσεως δια της ακροτελευτίου μυστικής ευχής, ουδαμώς ησθάνετο την ανάγκην όπως φάγη ή πίη τι παρά την επιμονήν ευσεβών τινων γυναικών αίτινες ητοίμασαν αυτώ ως εσυνήθιζον νηστήσιμον πρόγευμα διά τον ιερέα των. Ηρκέσθη εις το επουράνιον εκείνο ακράτισμα και ουδέν τι γήινον επεθύμει. Κατόπιν δε φορτικής επιμονής των εγεύθη ημίσεως διπύρου όπερ ενεβάπτισεν εις το προσφερθέν αυτώ φασκόμηλον. Εφαίνετο δε μη μετέχων της συζητήσεως ήτις ηκολούθησεν ως άλλοτε αλλ’ ως εξεστηκώς. Ασπασάμενος μετ’ ολίγον την ομήγυριν απεσύρθη εις το κελλίον του.
Την μεσημβρίαν της ημέρας εκείνης, ως φαίνεται, απέστη των γήινων. Την πληροφορίαν έφερεν εις την κώμην νεαρός ποιμήν όστις τον επεσκέφθη ενωρίς το απόγευμα δια να τον φιλεύση ολίγον αρτίπηκτον άναλον τυρόν διά το Πάσχα. Τον εύρεν μετά τινα αναζήτησιν άπνουν και με εσταυρωμένας τας χείρας επί της κλίνης του. Εβεβαίου δε ότι είδεν το πρόσωπον αυτού λαμπρόν ωσεί πρόσωπον αγγέλου! Οι προστρέξαντες πρώτον εκ της κώμης εφρόντισαν τα εξόδια αυτού. Το επόμενον έτος καθ’ ο ελειτουργείτο ο ναΐσκος την ημέραν της εορτής του κατά το παλαιόν ειωθός, υπό τινος νέου εφημερίου της κώμης, ο καλλικέλαδος ανώνυμος επισκέπτης δεν έκαμεν την εμφάνισίν του. Αλλ’ ούτε και ο γέρων πρωτοψάλτης, ακολουθήσας τον φίλτατον Γέροντά του εις την αγήρων ζωήν.
Ερωτηθείς ο Μητροπολίτης της Επαρχίας όστις υπερηγάπα και ετίμα τον μεταστάντα Γέροντα, υπό τινος πνευματικού του τέκνου κατά το ετήσιον μνημόσυνον αυτού, περί του μυστηριώδους επισκέπτου εάν γνώριζε τι, σύννους γενόμενος υπήντησεν αυτώ: «Τέκνον μου, οι άγιοι άγγελοι συλλειτουργούσι μετά των ευσεβών ιερέων».
Και ποιήσας το σημείον του σταυρού εψιθύρισεν: «Ας έχομεν την ευχήν του μακαριστού νεωτέρου φίλου του Χριστού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου