Επιστολή του γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή. Από το βιβλίο «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας»
Τέκνον μου αγαπητόν Φωτεινή· σπλάγχνα μου θεία και ιερά, εύχομαι να είσαι καλά.
Τέκνον μου αγαπητόν Φωτεινή· σπλάγχνα μου θεία και ιερά, εύχομαι να είσαι καλά.
Παιδάκι μου, μικρή πεταλούδα. Έλαβον την επιστολήν σου και είδον τα εν αυτή. Εχάρην όπου είσθε όλοι καλά. Αλλ’ εγώ δεν είμαι καλά.
Έξοδα πολλά και φάρμακα, αλλά υγεία ουδαμώς. Αργά - αργά βαδίζω δια την εκείθεν πατρίδα. «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν»|.
Η συνοδεία προσπαθούν με όλα τα μέσα να με γυρίσουν οπίσω, αλλά δυστυχώς βαδίζω γοργώς προς τον τάφον. Θα πάω εκεί να σας περιμένω.
Φωτεινή μου, φως, Φωτεινή μου! Ήμεθα κάλυκες, εγίναμεν άνθος. Έπεσαν τα φύλλα, τα σκόρπισεν ο αέρας και αλησμονήθημεν. Ωσεί χόρτος εξηράνθην και το άνθος αυτού εξέπεσεν. Λοιπόν τι μας απομένει; Ει τι εκάναμεν και το εστείλαμεν διά την άλλην ζωήν, εκείνο και μόνον παραμένει άθικτον. Κανείς δεν το παίρνει. Κανείς δεν δύναται να το αφαιρέση.
Λοιπόν, Φωτεινή μου, εκείθεν ότι ημπορούμεν να ταμιεύσωμεν. Αυτήν την ώραν, αν μας εύρη ο θάνατος, αν αφήσωμεν τίποτα πίσω, άλλοι θα τα χαρούν. Εσύ θα ξεχασθής ωσάν να μην υπήρξες ποτέ.
Μάταιε κόσμε! Ψεύτικε ντουνιά! Κανένα καλόν δεν έχεις επάνω σου! Τελείως ψεύδος. Τελείως απάτη. Μας απατάς, μας γελάς, παίζεις μαζί μας. Μας δείχνεις χρόνους και χάριτας και υγείαν μακράν, και έξαφνα μας βρίσκει ο θάνατος. Και ωσεί πομφόλυγες διαρρήγνυνται· ιστός αράχνης που διεσπάσθη.
Αυτά είναι, αγαπητόν μου παιδί, αυτά είναι η τέρψις του κόσμου.
Λοιπόν δράξου παιδείας. Κλαύσον και πένθησον. Πολλά καλά εγνώρισες τον Θεόν. Προσεύχου και φώναζε:
«Θεέ μου, Θεέ μου, ιδέ την ποτέ Φωτεινήν σου όντως φώς, και άνοιξον και πάλιν τους ουρανούς σου και στάλαξον μίαν σταγόνα της θείας σου χάριτος. Φώτισον τους οφθαλμούς της ψυχής της και ποίησον έλεος μετ’ αυτής. Ω Θεέ μου! Θεέ μου! όπου βλέπεις τα κρύφια της ψυχής μας! Γλύκανε την καρδίαν μας όπου έχει πικράνει ο πονηρός και αλησμόνησε την αγάπην Σου».
Τοιαύτα να λέγης και να φωνάζεις.
Αυτήν την ώραν όπου σου γράφω ανέβη το πρήξιμο μέχρι τον ομφαλόν· και πήγε στην Δάφνη ο Παπάς μου - και χωρίς να ηξεύρω συνεννοήθη εις το τηλέφωνον με έναν ιατρόν και τον έφερεν λέγων εις εμένα ότι περιοδεύων ήλθεν ο ιατρός. Και με κύτταξε και μου είπεν ότι έχω καρδιοπάθεια, προερχόμενην από πυώδεις αμυγδαλές. Και έδωσε διά το πρήξιμον χάπια, και ενέσεις τονωτικές διά τις αμυγδαλές, ωσάν αυτές που έστειλαν ο Ιωάννης.
Λοιπόν χίλιες τριακόσιες δραχμές μία επίσκεψις! Ευτυχώς όπου έχω πνευματικοπαίδια εις την Αμερική και όλοι γράφουν: Κύτταξε την υγείαν σου! Μη μας αφήσης ορφανούς. Και στέλνουν. Άλλη επίσκεψις χίλιες εξακόσιες με τα φάρμακα.
Αυτά είναι. Καν θέλω, καν δεν θέλω δεν με αφήνουν να αποθάνω. Λοιπόν έχε υπομονήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου