Από το βιβλίο: «Ο Άγιος Νεκτάριος» του Θεοδώρητου Μοναχού Αγιορείτου
Το παρακάτω κείμενο αφορά ένα περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα κατά την περίοδο που ο Άγιος Νεκτάριος ήταν διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Η διήγηση είναι του καθηγητού Ι. Φ. Κωνστανταράκη, που ήταν μαθητής της Ριζαρείου κατά την ανωτέρω περίοδο.
«...Είναι γνωστόν, ότι η αθώα παιδική ψυχή ουδέποτε πονηρεύεται. Πιστεύει τα πάντα. Η παιδική ευπιστία είναι το χαρακτηριστικόν γνώρισμα της αγγελικής των παιδιών αγιότητος.
Με αυτήν την παιδικήν αγαθότητα συμπεριεφέρετο απέναντί μας εις πάσαν περίστασιν. Άπειρα είναι τα επεισόδια της μαθητικής μας ζωής κατά τα οποία εξεδηλούτο το απονήρευτον και η αγνότης της καρδίας του.
Από το επεισόδιον, που θα διηγηθώ κατωτέρω, θα καταδειχθή πως η μαθητική εφευρετικότης, μη απηλλαγμένη πονηρίας, εξεμεταλλεύετο την αγίαν ευπιστίαν του απαραμίλλου αυτού ιεράρχου.
Κατά τον κανονισμόν της Σχολής μόνον εις ωρισμένας ημέρας μεγάλων εορτών επετρέπετο εις τους μαθητάς «η έξοδος».
Κατά τας ευτυχείς , δι’ ημάς αυτάς ημέρας, εξηρχόμεθα εις την πόλιν και η κυριωτέρα ευχαρίστησίς μας ήτο να κατευθυνθώμεν εις κανέν γαλακτοπωλείον, δια να γευθώμεν ζεστούς λουκουμάδες.
Εκεί όπου υψούται σήμερον υψηκάρηνος οικοδομή, υπό την οποία υπάρχει το κατάστημα «Τσίτα», εις την οδόν Πανεπιστημίου, ήτο το μονώροφον απλόχωρον γαλακτοπωλείον η «Ελβετία» του Χαρ. Κόρακα.
Εμαύριζε κυριολεκτικώς από τα Ριζαρίτικα ράσα κατά τας ημέρας των «εξόδων» μας.
Επειδή αι «έξοδοι» μας ήσαν μάλλον αραιαί, συνεσκεπτόμεθα από την εσπέραν του Σαββάτου, ωρισμένοι εξ ημών, πως την αυριανήν Κυριακήν θα κατωρθώναμεν να επιτύχωμεν την άδειαν του Διευθυντού, δια να εξέλθωμεν εις την πόλιν.
Κατά τας καλοκαιρινάς Κυριακάς, ο Διευθυντής μας συνήθιζε, μετά την λειτουργίαν, να περιπατή προ του Ι. ναού της Σχολής, ίνα απολαύση την πρωϊνήν δροσιάν και την ευωδίαν των λουλουδιών, τα οποία ήσαν άφθονα εις τον προ του ναού ολίγον χαμηλότερα ευρισκόμενον κατάφυτον από βιολέττες ανθώνα.
Τότε ετίθετο εις ενέργειαν η εκτέλεσις του σχεδίου της «εξόδου».
Είχομεν συμφωνήσει από του Σαββάτου, ότι άλλος θα έλεγε ότι ο θείος του είναι βαρέως ασθενής, άλλος θα ότι του έστειλαν από την πατρίδα οι γονείς του διάφορα πράγματα, σύκα, σταφίδες, κουλουράκια κλπ. και πρέπει να μεταβή εις το ξενοδοχείον όπου ευρίσκοντο προς παραλαβήν των, άλλος ότι έχει φοβερόν πονόδοντον και θέλει να μεταβή εις τον οδοντοϊατρόν και άλλος άλλα.
Όλη δε αυτή η εξόρμησις, θα εγίνετο προς το γαλακτοπωλείον η «Ελβετία».
Προσήλθε λοιπόν πρώτος ο ανεψιός του βαρέως ασθενούντος θείου. Έκαμε την τυπικής «μετάνοιαν», εφίλησε το χέρι του Διευθυντού και περίλυπος ανεκοίνωσε την ασθένειαν του θείου του, ζητήσας την άδειαν να μεταβή προς επίσκεψίν του. Ο Διευθυντής συγκεκινημένος όχι μόνον έδωκε την άδειαν και την ευχήν του υπέρ της αναρρώσεως του ασθενούς, αλλά και του παρήγγειλεν, όταν επιστρέψη, να τον πληροφορήσει περί της καταστάσεως του θείου του.
Μετ’ ολίγην ώραν προσήλθε και ο δεύτερος, του οποίου τα σύκα και τα κουλουράκια, που του έστειλεν η μητέρα του, εκινδύνευον να φαγωθούν από τον ξενοδόχον και μετά μεγίστης ευκολίας έλαβε και αυτός την άδειαν.
Ομοίως και ο έχων τον πονόδοντον.
Τελευταίος προσήλθον εγώ, χωρίς να έχω εκ των προτέρων χαλκεύσει την αιτιολογίαν μου.
Αλλ’ ευθύς, ως με είδε πλησιάζοντα, ήρχισε να υποψιάζεται, ότι κάποια συμπαιγνία γίνεται.
Με την συνήθη λοιπόν χειρονομίαν του μου έδωκε να εννοήσω, ότι δεν πρέπει να λάβω και τον κόπον να του ειπώ τι θέλω… «Τίποτε», ό έστι μεθερμηνευόμενον, «μην πλησιάσης… δεν θέλω να μου πής τίποτε».
Εγώ περίλυπος τότε έκαμα μίαν μεταβολήν και έφυγα. Αλλά τότε η αγία του ψυχή συνεκινήθη και μετανοημένος δια την σκληρότητα του απέναντί μου με εφώναξε πλησίον του, εδέχθη την διπλήν «μετάνοιάν μου» και μου έδωκε τον λόγον.
«Θέλω και εγώ, Σεβασμιώτατε, να πάω μαζί με τους άλλους». «Μα αυτοί...» «Εγώ θα σας ειπώ την αλήθειαν… ...Εγώ θέλω να πάω για λουκουμάδες! Οι άλλοι δεν ξέρω αν σας είπαν την αλήθεια».
Ευτυχής, επειδή του έλεγα την αλήθειαν, μ’ ευλόγησε και μου είπε. «Έχε την ευχή μου. Να πάς και όταν θα επιστρέψετε, να έλθης να μου πής αν οι άλλοι μου είπαν ψέματα».
Όταν επεστρέψαμεν εις την Σχολήν, είχομεν αγοράσει μια τσαπέλα σύκα (τότε δεν είχε καθιερωθή η Κυριακή αργία και τα καταστήματα ήσαν ανοικτά) επήγα εις τον Διευθυντήν και τον παρεκάλεσα να με συγχωρήση, διότι κακώς υπωψιάσθηκα τους συμμαθητάς μου.
Με ερώτησε δια τον ασθενή, είπα ότι «είναι καλλίτερα» και του πρόσφερα και την τσαπέλα τα σύκα, προερχόμενα τάχα από τα πράγματα τα αποσταλέντα εις τον συμμαθητήν μου. Έλαμψεν η μορφή του από ευτυχίαν, διότι δεν του είχαμεν ειπή ψέμματα.
Αλλά και αν ακόμη είχε κάποιον ενδοιασμόν διά την φιλαλήθειάν μας, είμαι βέβαιος ότι η ανεξάντλητος καλωσύνη του θα έκρινε με επιείκειαν την παιδικήν μας λειχουδιάν και πονηρίαν.
Οι παιδονόμοι και ο γέρο - Πηχεών και ο Κωστής του ανέφερον συχνά τας αταξίας μας, σπανιώτατα όμως μας ετιμώρει, διότι ασφαλώς ελυπείτο να μας επιβάλη και την πλέον ελαφράν τιμωρίαν. ...Η έννοια της αγιωσύνης είναι συνώνυμος προς την αγιότητα της ψυχής, την προς τον πλησίον αγάπην και την προς τον Θεόν αφοσίωσιν.
Υπό των αρετών αυτών εκοσμείτο πλουσίως ο Πενταπόλεως Νεκτάριος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου