Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Προς τον άρρωστον


Του () Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου

Αχ αδελφέ μου! Είσαι άρρωστος ε; Και θα πονείς. Κι θα υποφέρεις. Το ξέρω. Σε λυπούμαι. Σε συμπαθώ. Σε συμπονώ. Σε αγαπώ. Συμπάσχω και εγώ με σένα. Υποφέρουμε και οι δυό. Η ψυχή μου αισθάνεται πόνους, διότι πάσχεις. Τα δάκρυά της τρέχουν από συμπόνια. Θλίβεσαι, αδελφέ μου, μαραίνεσαι, στενοχωρείσαι. Αχ πόσον θα ήθελα να ήσουν υγιής. Να μη πονείς! Να μη πάσχεις! Να μη λυπήσαι! Αλλά τι μπορώ να σου κάμω; Μπορώ να σου δώσω την υγείαν σου; Μπορώ να σταματήσω τους πόνους σου; Αχ Δεν μπορώ! Μπορώ όμως να τους γλυκάνω λίγο, να τους κάμω ποιο υποφερτούς. Πως; Θα μου πεις; Με το να σου πω λίγους λόγους παρηγορητικούς. Με του να σου χύσω λίγο βάλσαμο στην πονεμένη και πληγωμένη σου καρδιά. Με το να σου δώσω λίγο θάρρος. Έτσι ελπίζω να πως θα σε ανακουφίσω. Έτσι ελπίζω πως θα σου πραΰνω και θα σου ελαφρώσω λίγο τους πόνους. Έτσι ελπίζω πως θα σου ολιγοστεύσω τα δάκρυα. Έτσι ελπίζω πως θα σου κάμω λιγότερο δυσάρεστη την κατάστασή σου. Έτσι ελπίζω πως το ποτήρι της αρρώστιάς σου θα το κάμω λιγότερο πικρό. Έτσι ελπίζω πως θα ελαττώσω λίγο τους βαθείς και σπαραξικάρδιους στεναγμούς σου.
  «Ναι αγαπητέ μου», ίσως να μου πεις. «Καλά τα λέγεις. Μα εγώ δεν παίρνω ανακούφισιν. Δεν παίρνω θάρρος. Διότι δεν πονώ μόνον εις το σώμα. Αυτό θεραπεύεται εύκολα. Μα πονώ πολύ περισσότερον εις την ψυχήν. Είμαι απόκληρος από την ζωήν, από την κοινωνίαν. Είμαι απελπισμένος και απογοητευμένος από τον κόσμον. Δεν έχω κανένα που να με πονεί. Κανένα που να με συμπαθεί. Κανένα που να ενδιαφέρεται για μένα. Από όλους ευρήκα ασπλαγχνίαν και εγκατάλειψιν. Από όλους αδιαφορίαν και απάθειαν. Από όλους περιφρόνησιν και αποστροφήν. Είμαι ο δυστυχέστερος των ανθρώπων. Τι θέλω λοιπόν να ζω; Η ζωή μου είναι ανωφελής, είναι άχρηστη, είναι περιττή. Καθημερινώς πίνω ποτήρια πικρίας, οδύνης, και πόνου. Δεν παίρνω λοιπόν παρηγορίαν. Είμαι απαρηγόρητος, αγανακτισμένος. Με κατέχει η απόγνωσις...».
  Αγαπημένε μου αδελφέ! Πόσον είσαι αποθαρρυμένος! Πόσον είσαι απελπισμένος! Ο πόνος σου, η λύπη σου, η πικρία σου, σε κάνει να τα βλέπεις όλα μαύρα και απαίσια και σκοτεινά. Βλέπεις παντού νύκτα, σκοτάδι, κακίαν. Και πουθενά ημέραν, φως, αγάπην. Νομίζεις πως μόνον συ υποφέρεις. Πως μόνον συ πονείς. Πως μόνον συ δυστυχείς. Νομίζεις πως όλοι οι άλλοι είναι υγιείς, είναι ευχαριστημένοι, είναι ευτυχείς. Και όμως πόσον απατάσαι! Πόσον πλανάσαι! Πόσον σφάλλεις…! Λέγεις ότι σε εγκατέλειψαν όλοι. Ω! Πόσον είσαι μακριά από την πραγματικότητα! Ξεχνάς πως όταν και όλοι εγκαταλείπουν, ο Θεός παρακολουθεί και εποπτεύει; Ξεχνάς πως ο Θεός ουδέποτε μας λησμονεί; «Ρίξε σε Μένα», λέγει, «κάθε σου φροντίδα κι Εγώ δεν θα σ’ εγκαταλείψω ποτέ». Ξεχνάς πως πάντοτε ο σπλαχνικός Αυτός Πατέρας μας μας αγαπά και μας προστατεύει; Ξεχνάς πως έχει σε μας τόσην μεγάλην αγάπην ώστε δεν εδίστασε να στείλει τον Υιόν Του τον Αγαπητόν και Μονογενή δια να σταυρωθεί προς χάριν μας; Ξεχνάς πως μας έχει εις την άλλην Ζωήν ετοιμάσει Βασιλείαν ένδοξον και περίλαμπρον; Ξεχνάς πως από την πολλήν Του αγάπην θα κάμει και εμάς ομοίους με Αυτόν, εάν τηρώμεν τον Νόμον Του; Τα ξεχνάς όλα αυτά;
  «Μα αφού μας αγαπά, γιατί να είμαι στο κρεβάτι, γιατί να είμαι δυστυχής;», ίσως θα μου απαντήσεις.
  Μα ακριβώς, αδελφέ μου, επειδή μας αγαπά μας αφήνει να υποφέρουμε. Ο καλός πατέρας δεν τιμωρεί το παιδί του, όταν σφάλλει; Γιατί το τιμωρεί; Ασφαλώς επειδή το αγαπά και θέλει να το συνετίσει. Έτσι και ο Καλός μας Πατέρας, ο Θεός. Όταν ιδεί ότι φεύγομεν από τας εντολάς Του, μας τιμωρεί δια να μας σωφρονίσει. Εάν μας αφήσει ατιμώρητους θα Τον ξεχάσωμεν. Πρέπει λοιπόν να Τον ευχαριστώμεν, διότι μας τιμωρεί δια καλόν μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: